Το Θέατρο του Παραλόγου ή "Le Théâtre de l'Absurde" είναι φράση που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένα έργα γραμμένα από έναν αριθμό κυρίως Ευρωπαίων θεατρικών συγγραφέων στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960, καθώς και στο στυλ θεάτρου που εξελίχθηκε από το έργο τους. Ο όρος επινοήθηκε από τον κριτικό Μάρτιν Έσλιν, ο οποίος χρησιμοποίησε τη φράση ως τίτλο σε ένα βιβλίο του του 1962 πάνω στο θέμα αυτό. Ο Έσλιν θεώρησε πως το έργο των συγγραφέων αυτών δίνει καλλιτεχνική άρθρωση στην φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ, πως η ζωή είναι χωρίς νόημα, όπως επεξηγείται στο έργο του Ο Μύθος του Σισύφου. Το Θέατρο του Παραλόγου θεωρείται πως κατάγεται από τον Νανοϊσμό, α-νόητη ποίηση και αβάν-γκαρντ τέχνη των δεκαετιών του 1920 και 1930. Ωστόσο, το είδος αυτό του θεάτρου κατάφερε να γίνει δημοφιλές αφού ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τόνισε την αβεβαιότητα και επισφαλή θέση της ανθρώπινης ζωής. Η έκφραση Θέατρο του Παραλόγου έχει γίνει στόχος κριτικής από μερικούς συγγραφείς, και έτσι συναντάμε και τους όρους "Αντι-Θέατρο" και "Νέο Θέατρο".Σύμφωνα με τον Μάρτιν Έσλιν, οι τέσσερις καθοριστικοί θεατρικοί συγγραφείς του κινήματος είναι οι Ευγένιος Ιονέσκο, Σάμιουελ Μπέκετ, Ζαν Ζενέ και Άρθουρ Αντάμοβ, αν και καθένας από αυτούς τους συγγραφείς έχει εξ ολοκλήρου μοναδικά θέματα και τεχνικές που πηγαίνουν πέρα από τον όρο "παράλογο".
Άλλοι συγγραφέις που συχνά σχετίζονται με την ομάδα αυτή είναι μεταξύ άλλων οι Τομ Στόπαρντ, Φρίντριχ Ντύρενματ,Φερνάντο Αραμπάλ, Χάρολντ Πίντερ, Έντουαρντ Άλμπι και Ζαν Ταρντιέ. Στους θεατρικούς συγγραφείς που λειτούργησαν ως έμπνευση στο κίνημα περιλαμβάνονται οι Αλφρέντ Τζαρύ, Λουίτζι Πιραντέ (τη rive gauche, αριστερή όχθη του Σηκουάνα) , συνδεδεμένο με εξαιρετικά μικρά θέατρα στο Καρτιέ Λατέν Στην πράξη, το Θέατρο του Παραλόγου ξεφεύγει από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες, καταστάσεις και ό,τι είναι συνδεδεμένο με θεατρικές συμβάσεις. Ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα είναι ασαφή και ρευστά, και ακόμη και η βασική αιτιότητα συχνά καταρρέει. Ασήμαντες πλοκές, επαναληπτικός ή χωρίς νόημα διάλογος και δραματικές ασυνέπειες χρησιμοποιούνται συχνά για να δημιουργήσουν ονειρικές, ή ακόμη και εφιαλτικές διαθέσεις
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ
.Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot) είναι ο τίτλος θεατρικού έργου του 1948 του Σάμιουελ Μπέκετ, στο οποίο οι χαρακτήρες περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ. Η απουσία αυτή του Γκοντό έχει αποτελέσει το θέμα για πάμπολλες ερμηνείες του έργου από την πρώτη του θεατρική παρουσίαση. Στην αγγλική του μετάφραση από τον ίδιο το Μπέκετ, το έργο έχει υπότιτλο "τραγικωμωδία σε δυο πράξεις". Το έργο αποτελεί έκφραση του Θεάτρου του παραλόγου.Το να ρωτήσουμε ποιος ή τι είναι ο αναμενόμενος Γκοντό δεν έχει κανένα νόημα.Ο Τομ Στόπαρντ, που πρωτοείδε το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Μπρίστολ στα τέλη της δεκαετίας του '50, λέει: «Το έργο είναι μια οικουμενική αλληγορία ακριβώς επειδή δεν σχεδιάστηκε ως αλληγορία για τίποτα συγκεκριμένο. Το αληθινό θέμα του «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι δύο αλήτες που περιμένουν κάποιον. Δεν πρόκειται για κάποιο άλλο θέμα που παρουσιάζεται μεταφορικά. Τα έργα που σχεδιάζονται να αποτελέσουν αλληγορία κάποιου συγκεκριμένου πράγματος έχουν, πιστεύω, περιορισμένο χρόνο ζωής. Κι έπειτα, βέβαια, υπάρχει η γραφή και το χιούμορ. Σε ένα επίπεδο, ο «Γκοντό» είναι σαν ένα μακροσκελές ποίημα. Σαφώς δεν χρειάζεται να κερδίσει δύναμη από την εποχή του και τον χώρο του· έχει τη δική του δύναμη. Και είναι από τα λίγα έργα που περνούν τη δοκιμασία. Ολοι όσοι συνεργάστηκαν με τον Μπέκετ λένε ότι δεν είχε καμιά επιθυμία να «εξηγήσει» το μυστήριο του Γκοντό Ο Μπέκετ είναι αφαιρετικός, τα συμπεράσματά του αδιαφανή. Ποιος ή τι είναι ο Γκοντό; Είναι οτιδήποτε θέλεις εσύ να είναι.
ΡΙΝΟΚΕΡΟΣ
Ο Ρινόκερος (1959), το φαινομενικά κωμικό έργο του γαλλορουμάνου συγγραφέα, Ευγένιου Ιονέσκο βρίθει κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων για το πώς όλοι γύρω μας μετατρέπονται σε παχύδερμα-ρινόκερους και αν και πώς μπορούμε να αντισταθούμε στην παράλογη λογική που προσπαθεί να επικρατήσει στις μέρες μας.«Υπάρχουν πράγματα που μπαίνουν στο μυαλό ακόμα και των άμυαλων» λέει ο Ιονέσκο στον Ρινόκερο. Και αν και ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Μπερανζέ, είναι ένας από τους «χαμένους» της ζωής, τρομαγμένος, ήσυχος, λίγο ευθυνόφοβος, πάντα αργοπορημένος και μάλλον εξαρτημένος από το ποτό, καταλήγει να είναι ο μόνος που φαίνεται να διατηρεί το μυαλό του άθικτο, δεν συνθηκολογεί και αντιστέκεται σθεναρά στο κίνημα της ρινοκερίτιδας που έχει πλήξει όλη την πόλη.
ΟΙ ΔΟΥΛΕΣ
Οι Δούλες είναι το θεατρικό έργο - σταθμός στην πορεία του Ζαν Ζενέ, του συγγραφέα που αναστάτωσε την λογοτεχνική ζωή της Γαλλίας στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο «ιδιότροπος» δημιουργός της γαλλικής διανόησης, ο οποίος έβλεπε την ηθική σαν μια μάσκα που πρέπει να καταστραφεί, στα έργα του απεικόνιζε ως στοιχεία της ζωής τον έρωτα, το έγκλημα, την προδοσία, τον πόλεμο, την παραφροσύνη. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ γράφει για τις «Δούλες»: «Είναι το μυστηριώδες κρυπτογράφημα της καθαρής φαντασίας αλλά και του ίδιου του Ζενέ. Είναι δύο γιατί ο Ζενέ είναι διπλός. Ο εαυτός του και ο άλλος». Στο εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία των αδερφών Papin έργο, οι δύο υπηρέτριες μιας αριστοκράτισσας εμπλέκονται σε ένα διαρκές παιχνίδι εναλλαγής ρόλων και ταυτοτήτων και οδηγούνται στην παραφροσύνη και στο έγκλημα.
O EΠΙΣΤΑΤΗΣ
«Ο επιστάτης», είναι η μαύρη κωμωδία που έκανε διάσημο τον Χάρολντ Πίντερ και μεταφέρθηκε με επιτυχία στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Γράφτηκε το 1951 και παρουσιάστηκε στις 27 Απριλίου 1960 στο Arts Theater London και ένα μήνα αργότερα μεταφέρθηκε στο Duchess, όπου έδωσε 444 παραστάσεις.Στην υπόθεση του έργου, ένας ηλικιωμένος άστεγος βρίσκει καταφύγιο στο ακατάστατο δωμάτιο ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Ο ίδιος εισβάλλει σε ένα χώρο που διεκδικούν ήδη δύο αδέλφια. Ο πρώτος, ο Άστον, ο «καλός Σαμαρείτης» ζει σε μια συναισθηματική απομόνωση. Βρίσκει διέξοδο με το να επισκευάζει τις μηχανές του, ενώ κάνει όνειρα ότι κάποια στιγμή θα φτιάξει στην αυλή ένα υπόστεγο. Ο δεύτερος αδελφός, ο Μικ, έχει επιχειρηματικές ανησυχίες και ζει σε έναν ονειρικό-εφιαλτικό σύμπαν.Μέσα από τις ταραγμένες σχέσεις τριών προσώπων, ο Πίντερ σχολιάζει καυστικά τα πολλαπλά πρόσωπα της εξουσίας, τους κοινωνικούς κανόνες αλλά και τις απέλπιδες προσπάθειες του ανθρώπου να συμβιώσει και να συνυπάρξει αρμονικά.