Η παγκόσμια κατανομή της εργασίας έχει ως αποτέλεσμα το διαμοιρασμό των χωρών σ’ αυτές που κερδίζουν και σ’ αυτές που χάνουν. Η περιοχή της γης, που σήμερα ονομάζεται λατινική Αμερική, είχε το θλιβερό προνόμιο να χάνει ευθύς εξαρχής, απ’ τις παλιές εκείνες εποχές όπου οι Ευρωπαίοι και η Αναγέννηση ρίχτηκαν στη θάλασσα για να μπήξουν τα δόντια τους στο λαιμό της. Η λατινική Αμερική είναι η ήπειρος με τις ανοιχτές φλέβες.
Η λατινική Αμερική είναι η ήπειρος με τις ανοιχτές φλέβες. Από την ανακάλυψη ως τις μέρες μας, όλα σ’ αυτήν μεταμορφώνονταν πάντα σε ευρωπαϊκό κεφάλαιο ή, αργότερα, σε βορειο-αμερικάνικο, και ως τέτοιο συσσωρεύτηκε και συσσωρεύεται στα απομακρυσμένα κέντρα εξουσίας. Όλα: η γη, οι καρποί της και το πλούσιο σε ορυκτά υπέδαφός της, οι άνθρωποι και οι εργασιακές και καταναλωτικές τους ικανότητες, όλοι οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι. Οι τρόποι παραγωγής και οι κοινωνικές δομές κάθε χώρας αποφασίστηκαν διαδοχικά απ’ το εξωτερικό όσον αφορά στην ενσωμάτωσή τους στο παγκόσμιο γρανάζι του καπιταλισμού. Στην καθεμιά ανατέθηκε κι ένας ρόλος, πάντα προς όφελος της ανάπτυξης που επιζητούσε η ξένη κυρίαρχη μητρόπολη, κι η αλυσίδα των διαδοχικών εξαρτήσεων έγινε ατέλειωτη. Περιλαμβάνει πολύ περισσότερους από δύο κρίκους: ιδιαίτερα, στο εσωτερικό της λατινικής Αμερικής, την καταπίεση των μικρών χωρών απ’ τους ισχυρότερους γείτονές τους, και, μέσα στα πλαίσια των συνόρων της κάθε χώρας, την εκμετάλλευση που ασκούν οι μεγάλες πόλεις και τα λιμάνια στις ντόπιες πηγές επισιτισμού και στα εργατικά χέρια. (Εδώ και τέσσερις αιώνες, είχαν κιόλας θεμελιωθεί οι δεκαέξι από τις είκοσι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της λατινικής Αμερικής). Για όσους αντιλαμβάνονται την Ιστορία ως ανταγωνισμό, η καθυστέρηση και η δυστυχία της λατινικής Αμερικής είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της. Η ιστορία της υπανάπτυξης της λατινικής Αμερικής συνδέεται, με την ιστορία της ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ήττα υπήρξε πάντοτε ο απαράβατος όρος της ξένης νίκης. Τα πλούτη γέννησαν πάντοτε τη φτώχεια για να θρέψουν την ευμάρεια των αυτοκρατοριών και των αυτοχθόνων κέρβερων με το ξεπούλημα τους.
Η «United Fruit Company»: κράτος εν κράτει.
Η United Fruit Company ιδρύθηκε το 1899 από το Νεοϋορκέζο έμπορο Minor Keith, ο οποίος παρατηρούσε τους εργάτες της Κόστα Ρίκα να καταναλώνουν μπανάνες στα διαλείμματά τους. Οι μπανάνες που καταναλώνονταν ως τροπικό φρούτο κυρίως από τους εργάτες των σιδηροδρόμων και των φυτειών λόγω των δυναμωτικών της ιδιοτήτων, ήταν σχετικά άγνωστες στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Keith ένωσε την εταιρεία του με τη Boston Fruit Company και θεωρητικά «παγκοσμιοποίησε» τη μπανάνα κάνοντάς τη γνωστή και άμεση. Μέσω της μπανάνας εδραιώθηκε η οικονομική αλλά και πολιτική επιρροή των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική. Η United Fruit Company υπήρξε ο μεγαλύτερος οικονομικός-και όχι μόνο- δάκτυλος των ΗΠΑ στις χώρες αυτές. Μαζί με τις φυτείες η United Fruit Company ήλεγχε τους σιδηροδρόμους, τις μεταφορές προϊόντων αλλά κυρίως, τις κυβερνήσεις. Μέσω κυβερνήσεων-μαριονετών τις οποίες τοποθετούσε η ίδια, εξασφάλιζε προνόμια. Η Κολομβία, η Γουατεμάλα, ο Παναμάς, η Κούβα, η Νικαράγουα και άλλες χώρες υπέφεραν από την πολιτική της εταιρείας, την αγριότητα των δικτατοριών και τα εξαιρετικά χαμηλά ημερομίσθια. Μία εταιρεία ήλεγχε οικονομικά και πολιτικά ολόκληρη την Κεντρική Αμερική. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που λέχθηκε: «Στην Ονδούρα είναι φθηνότερο να εξαγοράσεις βουλευτή από ένα μουλάρι». Οι εξεγέρσεις και οι απεργίες συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια. Το 1959 ο Φιντέλ Κάστρο απαλλοτρίωσε τις φυτείες της United Fruit Company εξοργίζοντας τις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι επαναστάσεις που άρχισαν να σημειώνονται στη Λατινική Αμερική άρχισαν να ξεφουσκώνουν τη δύναμη και την επιρροή της United Fruit Company και κυρίως, το μονοπώλιό της. Τη δεκαετία του ’80 άλλαξε την ονομασία και το έμβλημά της στην πασίγνωστη πλέον Chiquita Banana για να μη θυμίζει σε τίποτα το άγριο παρελθόν της. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μέχρι το 2007 η εταιρεία ήταν ύποπτη για χρηματοδότηση ακροδεξιών οργανώσεων στην Κολομβία δείχνοντας ότι το παρελθόν της δεν είναι εύκολο να σβηστεί.
Η United Fruit Company ιδρύθηκε το 1899 από το Νεοϋορκέζο έμπορο Minor Keith, ο οποίος παρατηρούσε τους εργάτες της Κόστα Ρίκα να καταναλώνουν μπανάνες στα διαλείμματά τους. Οι μπανάνες που καταναλώνονταν ως τροπικό φρούτο κυρίως από τους εργάτες των σιδηροδρόμων και των φυτειών λόγω των δυναμωτικών της ιδιοτήτων, ήταν σχετικά άγνωστες στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Keith ένωσε την εταιρεία του με τη Boston Fruit Company και θεωρητικά «παγκοσμιοποίησε» τη μπανάνα κάνοντάς τη γνωστή και άμεση. Μέσω της μπανάνας εδραιώθηκε η οικονομική αλλά και πολιτική επιρροή των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική. Η United Fruit Company υπήρξε ο μεγαλύτερος οικονομικός-και όχι μόνο- δάκτυλος των ΗΠΑ στις χώρες αυτές. Μαζί με τις φυτείες η United Fruit Company ήλεγχε τους σιδηροδρόμους, τις μεταφορές προϊόντων αλλά κυρίως, τις κυβερνήσεις. Μέσω κυβερνήσεων-μαριονετών τις οποίες τοποθετούσε η ίδια, εξασφάλιζε προνόμια. Η Κολομβία, η Γουατεμάλα, ο Παναμάς, η Κούβα, η Νικαράγουα και άλλες χώρες υπέφεραν από την πολιτική της εταιρείας, την αγριότητα των δικτατοριών και τα εξαιρετικά χαμηλά ημερομίσθια. Μία εταιρεία ήλεγχε οικονομικά και πολιτικά ολόκληρη την Κεντρική Αμερική. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που λέχθηκε: «Στην Ονδούρα είναι φθηνότερο να εξαγοράσεις βουλευτή από ένα μουλάρι». Οι εξεγέρσεις και οι απεργίες συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια. Το 1959 ο Φιντέλ Κάστρο απαλλοτρίωσε τις φυτείες της United Fruit Company εξοργίζοντας τις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι επαναστάσεις που άρχισαν να σημειώνονται στη Λατινική Αμερική άρχισαν να ξεφουσκώνουν τη δύναμη και την επιρροή της United Fruit Company και κυρίως, το μονοπώλιό της. Τη δεκαετία του ’80 άλλαξε την ονομασία και το έμβλημά της στην πασίγνωστη πλέον Chiquita Banana για να μη θυμίζει σε τίποτα το άγριο παρελθόν της. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μέχρι το 2007 η εταιρεία ήταν ύποπτη για χρηματοδότηση ακροδεξιών οργανώσεων στην Κολομβία δείχνοντας ότι το παρελθόν της δεν είναι εύκολο να σβηστεί.
Ποιος θα το πίστευε ότι η μπανάνα μπορούσε να είναι τόσο επικίνδυνη;
Η αμερικανική «United Fruit Company», είναι διάσημη για την οικονομική «αποικιοποίηση» ειδικά της Κεντρικής Αμερικής, χρησιμοποιώντας την στήριξη των ΗΠΑ πολιτικά, και κατά περίσταση, και στρατιωτικά, ώστε να αποκομίσει μεγάλα κέρδη στην περιοχή. Η αντίθεση μέσα στις ΗΠΑ ενάντια στην συνεργασία κυβέρνησης-«United Fruit Company», κορυφώθηκε στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Για περισσότερα, δείτε μια περίληψη της αμερικανικής εισβολής στη Γουατεμάλα. Η κυβέρνηση της χώρας, που ανέτρεψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η CIA στις 27 Ιουνίου 1954, ήταν η δημοκρατικότερη που είχε ποτέ η Γουατεμάλα. Ο Πρόεδρος, εκλεγμένος με καθολική ψηφοφορία, ο Jacobo ÁrbenzGuzmán,ήταν κεντρο-αριστερός σοσιαλιστής, τέσσερις από τις πενήντα έξι έδρες στο κοινοβούλιο είχαν οι κομμουνιστές. Αυτό που ήταν το πιο συνταρακτικό για τα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα ήταν ότι ο Arbenz απαλλοτρίωσε 234.000 στρέμματα γης που κατείχε η «United Fruit Company», προσφέροντας αποζημίωση που η «United Fruit Company» θεώρησε «απαράδεκτη». Τον ανατραπέντα από την CIA Jacobo Árbenz Guzmán, διαδέχτηκε για δύο σχεδόν μέρες ο Carlos Enrique Díaz de León, τον οποίο ανέτρεψε η χούντα του Elfegio Monzón. Πέντε μέρες μετά (σαν σήμερα, 2 Ιουλίου 1954), ανέλαβε ο αντικαταστάτης του Arbenz, οεπίσης πραξικοπηματίας Carlos CastilloArmas. Αυτός έσπευσε να δώσει πίσω τις γαίες στην «United Fruit Company», και επί πλέον, κατάργησε τους φόρους στα κέρδη και τα μερίσματα των ξένων επενδυτών, κατάργησε τη μυστική ψηφοφορία, και φυλάκισε χιλιάδες επικριτές της πολιτικής του. Για τη μεταφορά της μπανάνας ως τις ΗΠΑ, η επιχείρηση «United Fruit Company» διέθετε ένα πολύ σημαντικό μεταφορικό δίκτυο διαμέσου της Νότιας Αμερικής: περισσότερα από 180 χιλιόμετρα σιδηροδρόμων, τριάντα καράβια και μια δεκάδα ατμόπλοια. Η επιρροή της πανίσχυρης εταιρείας ήταν τέτοια, που το 1904, ο δικτάτορας της Γουατεμάλα Manuel Cabrera, «εμπιστεύθηκε» στην «United Fruit Company» τον έλεγχο όλων των σιδηροδρόμων της χώρας του, φροντίζοντας να παράσχει πλήρη φοροαπαλλαγή στις επιχειρήσεις της. Η «United Fruit Company» υπαγόρευε στα νοτιοαμερικανικά Κράτη την μισθολογική πολιτική τους. Καθένας μπορεί λοιπόν να φανταστεί τις κοινωνικές καταστροφές που κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει. Κάτι που, δυστυχώς, έγινε στην Κολομβία τον Δεκέμβριο του 1928, όταν άρχισαν να απεργούν περισσότεροι από 25.000 μισθωτοί εργάτες, που «υπηρετούσαν» στις φυτείες της μπανάνας και στην κατασκευή των σιδηροτροχιών. Γιατί απεργούσαν; Ζητούσαν γραπτά συμβόλαια, οχτάωρη ημερήσια εργασία, έξη μέρες τη βδομάδα και βέβαια, δεν ανέχονταν πια να πληρώνονται με άθλια «κουπόνια αγοράς», που δεν μπορούσαν να εξαργυρωθούν παρά μόνον στα καταστήματα της «United Fruit Company». Η απεργία γενικεύτηκε και έγινε το μεγαλύτερο απεργιακό κίνημα που γνώρισε ποτέ η χώρα, μέχρι και σήμερα. Συμμετείχαν μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Κομμουνιστικού αλλά και ριζοσπάστες του Φιλελεύθερου Κόμματος. Ύστερα από αίτημα της «United Fruit Company», η κολομβιανή κυβέρνηση της εποχής πέρασε νόμους που περιόριζαν τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Η επιχείρηση έφτασε μάλιστα μέχρι του σημείου να απαγορεύσει τις μισθολογικές διεκδικήσεις. Λίγες μέρες αργότερα, στο χωριό Cienaga,στη Magdalena της Κολομβίας χρησιμοποιήθηκε βία για να σταματήσει τις διαδηλώσεις, και το πέτυχαν. Στις 6 Δεκεμβρίου 1928, η κολομβιανή κυβέρνηση έστειλε επί τόπου ένα σύνταγμα στρατού, χωρίς να είναι και σήμερα αποδεδειγμένο (στμ. !!) ότι ενήργησε με εντολή της «United Fruit Company». Τα μυδράλια στήθηκαν στις στέγες των χαμηλών κτηρίων της κεντρικής πλατείας του οικισμού, αποκλείστηκαν όλες οι διέξοδοι διαφυγής και υπήρξε πεντάλεπτη προειδοποίηση. Το συγκεντρωμένο πλήθος των εργατών, των συζύγων και των παιδιών τους, έβγαινε από την λειτουργία της Κυριακής, και περίμενε την ομιλία του τοπικού κυβερνήτη. Περισσότερα από 75 πρόσωπα δολοφονήθηκαν (ο αριθμός των νεκρών ποικίλλει και κάποιοι τον ανεβάζουν στις 2.000 άτομα) και, σαν αυτό να μην ήταν αρκετά τραγικό από μόνο του, οι μισθωτοί αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μεγάλη μείωση των μισθών τους. Για το περιστατικό έγραψαν οι Κολομβιανός Gabriel García Márquez στο μυθιστόρημά του Εκατό Χρόνια Μοναξιάς(1967), όπως και ο Álvaro Cepeda Samudio στο έργο του LaCasa Grande(1962). Μείζονες Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Carlos Luis Fallas από την Κόστα Ρίκα, ο Ramón Amaya Amador από την Ονδούρα, ο Miguel Ángel Asturias από την Γουατεμάλα, ο Eduardo Galeano, από την Ουρουγουάη και ο Pablo Neruda από την Χιλή, κατήγγειλαν την εταιρεία «United Fruit Company» μέσα από το έργο τους, όπως και την εξάρτηση των κυβερνήσεών τους από τον ξένο παράγοντα. Το 1954, στην Ονδούρα, απέργησε περισσότερο από το 15% των εργατικών χεριών της χώρας. Η επιχείρηση υποχρεώθηκε να αυξήσει τους μισθούς. Στην Κούβα το 1959, ο Fidel Castro προχώρησε σε αναδιανομή των φυτειών της «United Fruit Company»: αυτό αποτέλεσε μία από τις αιτίες της αμερικάνικης απόβασης στον Κόλπο των Χοίρων, τον Απρίλιο του 1961. Εν ολίγοις, με την πάροδο του χρόνου η επιχείρηση έχανε όλο και περισσότερο την επιρροή της και οι κυβερνήσεις μαριονέτες εξατμίστηκαν σιγά-σιγά. Αλλά η «United Fruit Company» δεν εξαφανίστηκε κιόλας. Το 1989, άλλαξε όνομα και έγινε «Chiquita Brands International Inc.», ώστε να ξεχαστεί το ενοχλητικό παρελθόν της. Προφανώς, αυτό δεν ήταν αρκετό. Το 2007, η επιχείρηση κρίθηκε ένοχη παροχής οικονομικής βοήθειας σε κολομβιανές ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες ήταν υπεύθυνες για τις σφαγές που διαπράχθηκαν μεταξύ 1997 και 2002. Η «Chiquita Brands International Inc.» εξόπλιζε τις ομάδες αυτές και είχε στις αποθήκες της περισσότερα από 3.500 Καλάσνικοφ, με την συνδρομή της Banadex (θυγατρικής της), μιας άλλης επιχείρησης-μεσάζοντα μπανάνας επίσης. Ποιος θα το πίστευε ότι η μπανάνα μπορούσε να είναι τόσο επικίνδυνη;
Η αμερικανική «United Fruit Company», είναι διάσημη για την οικονομική «αποικιοποίηση» ειδικά της Κεντρικής Αμερικής, χρησιμοποιώντας την στήριξη των ΗΠΑ πολιτικά, και κατά περίσταση, και στρατιωτικά, ώστε να αποκομίσει μεγάλα κέρδη στην περιοχή. Η αντίθεση μέσα στις ΗΠΑ ενάντια στην συνεργασία κυβέρνησης-«United Fruit Company», κορυφώθηκε στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Για περισσότερα, δείτε μια περίληψη της αμερικανικής εισβολής στη Γουατεμάλα. Η κυβέρνηση της χώρας, που ανέτρεψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η CIA στις 27 Ιουνίου 1954, ήταν η δημοκρατικότερη που είχε ποτέ η Γουατεμάλα. Ο Πρόεδρος, εκλεγμένος με καθολική ψηφοφορία, ο Jacobo ÁrbenzGuzmán,ήταν κεντρο-αριστερός σοσιαλιστής, τέσσερις από τις πενήντα έξι έδρες στο κοινοβούλιο είχαν οι κομμουνιστές. Αυτό που ήταν το πιο συνταρακτικό για τα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα ήταν ότι ο Arbenz απαλλοτρίωσε 234.000 στρέμματα γης που κατείχε η «United Fruit Company», προσφέροντας αποζημίωση που η «United Fruit Company» θεώρησε «απαράδεκτη». Τον ανατραπέντα από την CIA Jacobo Árbenz Guzmán, διαδέχτηκε για δύο σχεδόν μέρες ο Carlos Enrique Díaz de León, τον οποίο ανέτρεψε η χούντα του Elfegio Monzón. Πέντε μέρες μετά (σαν σήμερα, 2 Ιουλίου 1954), ανέλαβε ο αντικαταστάτης του Arbenz, οεπίσης πραξικοπηματίας Carlos CastilloArmas. Αυτός έσπευσε να δώσει πίσω τις γαίες στην «United Fruit Company», και επί πλέον, κατάργησε τους φόρους στα κέρδη και τα μερίσματα των ξένων επενδυτών, κατάργησε τη μυστική ψηφοφορία, και φυλάκισε χιλιάδες επικριτές της πολιτικής του. Για τη μεταφορά της μπανάνας ως τις ΗΠΑ, η επιχείρηση «United Fruit Company» διέθετε ένα πολύ σημαντικό μεταφορικό δίκτυο διαμέσου της Νότιας Αμερικής: περισσότερα από 180 χιλιόμετρα σιδηροδρόμων, τριάντα καράβια και μια δεκάδα ατμόπλοια. Η επιρροή της πανίσχυρης εταιρείας ήταν τέτοια, που το 1904, ο δικτάτορας της Γουατεμάλα Manuel Cabrera, «εμπιστεύθηκε» στην «United Fruit Company» τον έλεγχο όλων των σιδηροδρόμων της χώρας του, φροντίζοντας να παράσχει πλήρη φοροαπαλλαγή στις επιχειρήσεις της. Η «United Fruit Company» υπαγόρευε στα νοτιοαμερικανικά Κράτη την μισθολογική πολιτική τους. Καθένας μπορεί λοιπόν να φανταστεί τις κοινωνικές καταστροφές που κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει. Κάτι που, δυστυχώς, έγινε στην Κολομβία τον Δεκέμβριο του 1928, όταν άρχισαν να απεργούν περισσότεροι από 25.000 μισθωτοί εργάτες, που «υπηρετούσαν» στις φυτείες της μπανάνας και στην κατασκευή των σιδηροτροχιών. Γιατί απεργούσαν; Ζητούσαν γραπτά συμβόλαια, οχτάωρη ημερήσια εργασία, έξη μέρες τη βδομάδα και βέβαια, δεν ανέχονταν πια να πληρώνονται με άθλια «κουπόνια αγοράς», που δεν μπορούσαν να εξαργυρωθούν παρά μόνον στα καταστήματα της «United Fruit Company». Η απεργία γενικεύτηκε και έγινε το μεγαλύτερο απεργιακό κίνημα που γνώρισε ποτέ η χώρα, μέχρι και σήμερα. Συμμετείχαν μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Κομμουνιστικού αλλά και ριζοσπάστες του Φιλελεύθερου Κόμματος. Ύστερα από αίτημα της «United Fruit Company», η κολομβιανή κυβέρνηση της εποχής πέρασε νόμους που περιόριζαν τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Η επιχείρηση έφτασε μάλιστα μέχρι του σημείου να απαγορεύσει τις μισθολογικές διεκδικήσεις. Λίγες μέρες αργότερα, στο χωριό Cienaga,στη Magdalena της Κολομβίας χρησιμοποιήθηκε βία για να σταματήσει τις διαδηλώσεις, και το πέτυχαν. Στις 6 Δεκεμβρίου 1928, η κολομβιανή κυβέρνηση έστειλε επί τόπου ένα σύνταγμα στρατού, χωρίς να είναι και σήμερα αποδεδειγμένο (στμ. !!) ότι ενήργησε με εντολή της «United Fruit Company». Τα μυδράλια στήθηκαν στις στέγες των χαμηλών κτηρίων της κεντρικής πλατείας του οικισμού, αποκλείστηκαν όλες οι διέξοδοι διαφυγής και υπήρξε πεντάλεπτη προειδοποίηση. Το συγκεντρωμένο πλήθος των εργατών, των συζύγων και των παιδιών τους, έβγαινε από την λειτουργία της Κυριακής, και περίμενε την ομιλία του τοπικού κυβερνήτη. Περισσότερα από 75 πρόσωπα δολοφονήθηκαν (ο αριθμός των νεκρών ποικίλλει και κάποιοι τον ανεβάζουν στις 2.000 άτομα) και, σαν αυτό να μην ήταν αρκετά τραγικό από μόνο του, οι μισθωτοί αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μεγάλη μείωση των μισθών τους. Για το περιστατικό έγραψαν οι Κολομβιανός Gabriel García Márquez στο μυθιστόρημά του Εκατό Χρόνια Μοναξιάς(1967), όπως και ο Álvaro Cepeda Samudio στο έργο του LaCasa Grande(1962). Μείζονες Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Carlos Luis Fallas από την Κόστα Ρίκα, ο Ramón Amaya Amador από την Ονδούρα, ο Miguel Ángel Asturias από την Γουατεμάλα, ο Eduardo Galeano, από την Ουρουγουάη και ο Pablo Neruda από την Χιλή, κατήγγειλαν την εταιρεία «United Fruit Company» μέσα από το έργο τους, όπως και την εξάρτηση των κυβερνήσεών τους από τον ξένο παράγοντα. Το 1954, στην Ονδούρα, απέργησε περισσότερο από το 15% των εργατικών χεριών της χώρας. Η επιχείρηση υποχρεώθηκε να αυξήσει τους μισθούς. Στην Κούβα το 1959, ο Fidel Castro προχώρησε σε αναδιανομή των φυτειών της «United Fruit Company»: αυτό αποτέλεσε μία από τις αιτίες της αμερικάνικης απόβασης στον Κόλπο των Χοίρων, τον Απρίλιο του 1961. Εν ολίγοις, με την πάροδο του χρόνου η επιχείρηση έχανε όλο και περισσότερο την επιρροή της και οι κυβερνήσεις μαριονέτες εξατμίστηκαν σιγά-σιγά. Αλλά η «United Fruit Company» δεν εξαφανίστηκε κιόλας. Το 1989, άλλαξε όνομα και έγινε «Chiquita Brands International Inc.», ώστε να ξεχαστεί το ενοχλητικό παρελθόν της. Προφανώς, αυτό δεν ήταν αρκετό. Το 2007, η επιχείρηση κρίθηκε ένοχη παροχής οικονομικής βοήθειας σε κολομβιανές ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες ήταν υπεύθυνες για τις σφαγές που διαπράχθηκαν μεταξύ 1997 και 2002. Η «Chiquita Brands International Inc.» εξόπλιζε τις ομάδες αυτές και είχε στις αποθήκες της περισσότερα από 3.500 Καλάσνικοφ, με την συνδρομή της Banadex (θυγατρικής της), μιας άλλης επιχείρησης-μεσάζοντα μπανάνας επίσης. Ποιος θα το πίστευε ότι η μπανάνα μπορούσε να είναι τόσο επικίνδυνη;
«Banana Man», Samuel Smuri :«Στην Ονδούρα είναι φτηνότερο για να εξαγοράσεις ένα βουλευτή από ένα μουλάρι».
Ο Smuri, γιος εβραίου αγρότη από την Βεσσαραβία (Ρωσία) έφθασε στις ΗΠΑ στα 1892, στα 15 του. Στα 18 αλλάζει το όνομά του σε Zemurray και αρχίζει να αγοράζει στις αποβάθρες της Νέας Ορλεάνης, σε χαμηλές τιμές, μισοσάπιες μπανάνες, τις οποίες μεταπωλεί γρήγορα στα γειτονικά χωριά. Στα 21 του έχει 100.000 δολάρια στο λογαριασμό στην τράπεζά του. Ο Sam Zemurray δεν σπούδασε και δεν μιλούσε καλά αγγλικά, αλλά ήταν έτοιμος για μεγάλες επιχειρήσεις. Παντρεύεται την κόρη του Jacob Weinberger, του μεγαλύτερου έμπορου μπανάνας στην Νέα Ορλεάνη, αγοράζει μια θαλάσσια επιχείρηση σε πτώχευση και το 1905 ξεμπαρκάρει στο Puerto Cortès (Ονδούρα). Αγόρασε τότε μια άλλη εταιρεία στο χείλος της χρεοκοπίας, την Εταιρεία φρούτων Cumayel. Το 1910 κατέχει 6.000 στρέμματα, αλλά είναι χρεωμένος σε διάφορες αμερικάνικες τράπεζες. Στη συνέχεια αποφάσισε να αξιοποιήσει το σύνολο της χώρας με ελάχιστο κόστος. Το επιτυγχάνει το επόμενο έτος. Ο Zemurray επιστρέφει στη Νέα Ορλεάνη και αναζητά τον Manuel Bonilla, τον εξόριστο πρώην πρόεδρο της Ονδούρας, τον οποίο έπεισε να κάνει ένα πραξικόπημα για να ανακτήσει την εξουσία. Ο Bonilla είναι πρώην ξυλουργός, βιολιστής και κλαρινετίστας ο οποίος κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων έγινε στρατηγός. Ο Zemurray παροτρύνει επίσης τον «στρατηγό» Lee Christmas, ένα τυχάρπαστο στρατιώτη και τον προστατευόμενό του Guy Molony «το μυδράλιο», έναν επαγγελματία δολοφόνο, να συμμετάσχουν στην περιπέτεια της Κεντρικής Αμερικής. Τον Ιανουάριο του 1911, οι τέσσερις επιβιβάστηκαν σε ένα πειρατικό στόλο προς την κατεύθυνση της Ονδούρας. Οπλισμένοι μόνο με ένα βαρύ πολυβόλο, ένα κασόνι επαναληπτικά τουφέκια, 1.500 κιλά πυρομαχικά και μπουκάλια μπέρμπον, οι μισθοφόροι για έναν ολόκληρο χρόνο κατέστρεψαν τα πάντα στο δρόμο τους μέχρι να φτάσουν στην Τεγκουσιγκάλπα την 1η Φεβρουαρίου του 1912, όπου εγκατέστησαν τον Bonilla στην εξουσία. Το 1912, ο πρόεδρος Bonilla εις ένδειξη ευγνωμοσύνης, παραχωρεί δωρεάν στον Zemurray δέκα χιλιάδες στρέμματα αφορολόγητα, για να καλλιεργήσει μπανάνες επί 25 χρόνια. «Η περιοχή που ελέγχεται από την Cumayel του Zemurray είναι ένα κράτος εν κράτει», ενημρώνει ο αμερικανός Πρόξενος στο Puerto Cortes το 1916. «Στεγάζει τους εργάτες της, καλλιεργεί τις φυτείες, κατέχει σιδηροδρόμους, γραμμές ατμόπλοιων, συστήματα ύδρευσης, σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, αστυνομικά τμήματα και κέντρα διασκέδασης». Το 1929, εν μέσω παγκοσμιας ύφεσης, ο ρωσοεβραίος έμπορος πωλεί την Cumayel στην United Fruit με αντάλλαγμα 300.000 μετοχές αξίας 31 εκατομμυρίων $, πράγμα που του επιτρέπει να παραμείνει ο μεγαλύτερος μεμονωμένος μέτοχος. Ο κερδοσκόπος έγινε τότε γνωστός ως ο «BananaMan». Ο Sam Zemurray θα καταλάβει ηγετικές θέσεις στην United Fruit Company μέχρι το 1957, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης του προέδρου. Το 1961, πέθανε στα 84, θύμα της νόσου του Πάρκινσον. Έχει την πατρότητα μιας φράσης που έχει περάσει στην ιστορία της Κεντρικής Αμερικής: «Στην Ονδούρα είναι φτηνότερο για να εξαγοράσεις ένα βουλευτή από ένα μουλάρι».
Ο Smuri, γιος εβραίου αγρότη από την Βεσσαραβία (Ρωσία) έφθασε στις ΗΠΑ στα 1892, στα 15 του. Στα 18 αλλάζει το όνομά του σε Zemurray και αρχίζει να αγοράζει στις αποβάθρες της Νέας Ορλεάνης, σε χαμηλές τιμές, μισοσάπιες μπανάνες, τις οποίες μεταπωλεί γρήγορα στα γειτονικά χωριά. Στα 21 του έχει 100.000 δολάρια στο λογαριασμό στην τράπεζά του. Ο Sam Zemurray δεν σπούδασε και δεν μιλούσε καλά αγγλικά, αλλά ήταν έτοιμος για μεγάλες επιχειρήσεις. Παντρεύεται την κόρη του Jacob Weinberger, του μεγαλύτερου έμπορου μπανάνας στην Νέα Ορλεάνη, αγοράζει μια θαλάσσια επιχείρηση σε πτώχευση και το 1905 ξεμπαρκάρει στο Puerto Cortès (Ονδούρα). Αγόρασε τότε μια άλλη εταιρεία στο χείλος της χρεοκοπίας, την Εταιρεία φρούτων Cumayel. Το 1910 κατέχει 6.000 στρέμματα, αλλά είναι χρεωμένος σε διάφορες αμερικάνικες τράπεζες. Στη συνέχεια αποφάσισε να αξιοποιήσει το σύνολο της χώρας με ελάχιστο κόστος. Το επιτυγχάνει το επόμενο έτος. Ο Zemurray επιστρέφει στη Νέα Ορλεάνη και αναζητά τον Manuel Bonilla, τον εξόριστο πρώην πρόεδρο της Ονδούρας, τον οποίο έπεισε να κάνει ένα πραξικόπημα για να ανακτήσει την εξουσία. Ο Bonilla είναι πρώην ξυλουργός, βιολιστής και κλαρινετίστας ο οποίος κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων έγινε στρατηγός. Ο Zemurray παροτρύνει επίσης τον «στρατηγό» Lee Christmas, ένα τυχάρπαστο στρατιώτη και τον προστατευόμενό του Guy Molony «το μυδράλιο», έναν επαγγελματία δολοφόνο, να συμμετάσχουν στην περιπέτεια της Κεντρικής Αμερικής. Τον Ιανουάριο του 1911, οι τέσσερις επιβιβάστηκαν σε ένα πειρατικό στόλο προς την κατεύθυνση της Ονδούρας. Οπλισμένοι μόνο με ένα βαρύ πολυβόλο, ένα κασόνι επαναληπτικά τουφέκια, 1.500 κιλά πυρομαχικά και μπουκάλια μπέρμπον, οι μισθοφόροι για έναν ολόκληρο χρόνο κατέστρεψαν τα πάντα στο δρόμο τους μέχρι να φτάσουν στην Τεγκουσιγκάλπα την 1η Φεβρουαρίου του 1912, όπου εγκατέστησαν τον Bonilla στην εξουσία. Το 1912, ο πρόεδρος Bonilla εις ένδειξη ευγνωμοσύνης, παραχωρεί δωρεάν στον Zemurray δέκα χιλιάδες στρέμματα αφορολόγητα, για να καλλιεργήσει μπανάνες επί 25 χρόνια. «Η περιοχή που ελέγχεται από την Cumayel του Zemurray είναι ένα κράτος εν κράτει», ενημρώνει ο αμερικανός Πρόξενος στο Puerto Cortes το 1916. «Στεγάζει τους εργάτες της, καλλιεργεί τις φυτείες, κατέχει σιδηροδρόμους, γραμμές ατμόπλοιων, συστήματα ύδρευσης, σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, αστυνομικά τμήματα και κέντρα διασκέδασης». Το 1929, εν μέσω παγκοσμιας ύφεσης, ο ρωσοεβραίος έμπορος πωλεί την Cumayel στην United Fruit με αντάλλαγμα 300.000 μετοχές αξίας 31 εκατομμυρίων $, πράγμα που του επιτρέπει να παραμείνει ο μεγαλύτερος μεμονωμένος μέτοχος. Ο κερδοσκόπος έγινε τότε γνωστός ως ο «BananaMan». Ο Sam Zemurray θα καταλάβει ηγετικές θέσεις στην United Fruit Company μέχρι το 1957, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης του προέδρου. Το 1961, πέθανε στα 84, θύμα της νόσου του Πάρκινσον. Έχει την πατρότητα μιας φράσης που έχει περάσει στην ιστορία της Κεντρικής Αμερικής: «Στην Ονδούρα είναι φτηνότερο για να εξαγοράσεις ένα βουλευτή από ένα μουλάρι».
Μικρά, χρήσιμα και περίεργα για τη Λατινική Αμερική
Η Λατινική Αμερική καλύπτει το 14,1% της ηπειρωτικής επιφάνειας του πλανήτη, έχει πληθυσμό 590 εκατομμύρια, και συνολικό ΑΕΠ 6,3 τρις. δολάρια ΗΠΑ (2011). Περιλαμβάνει 20 χώρες και οι κυριότερες γλώσσες είναι τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Μιλούνται επίσης γλώσσες όπως η Quechua, Guaraní, Αymara κλπ.
Το τελευταίο έδαφος που ανήκε στην Ισπανία στη Νότιο Αμερική -μετά τους πολέμους της Ανεξαρτησίας- ήταν η Νήσος Τσιλοέ στην κεντρική Χιλή. Μπορεί η Χιλή να διακήρυξε την Ανεξαρτησία της στις 12 Φεβρουαρίου 1818, ωστόσο, οι Αρχές του Νησιού παρέμειναν πιστές στο Στέμμα μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 1826. Πιθανότατα επειδή κανείς δεν το πρόσεξε.
Η μεγαλύτερη πόλη είναι η Πόλη του Μεξικού, της οποίας ο πληθυσμός αγγίζει τα 9 εκατομμύρια. Για την ιστορία, ιδρύθηκε το 1325, ως πρωτεύουσα των Αζτέκων με το όνομα Τενοτστίτλαν (Tenochtitlan).
Τα ονόματα των χωρών συνδέονται με την ισπανική-πορτογαλική κατάκτηση, όμως αρκετές χώρες διατήρησαν την προ-Κολομβιανή τους ονομασία. Μερικά παραδείγματα: η Βολιβία πήρε το όνομά της από τον Απελευθερωτή Simón Bolívar και η Κολομβία από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Η Βενεζουέλα έχει πιο ενδιαφέρουσα ιστορία: οι καλύβες των ιθαγενών, τις οποίες αντίκρυσαν οι πρώτοι θαλασσοπόροι, θύμιζαν τα αντίστοιχα σπίτια της Βενετίας (Venezia). Έτσι, Βενεζουέλα ήταν κάτι σαν η «μικρή Βενετία». Η Αργεντινή από το λατινικό argentum (ασήμι), ενώ το Μεξικό κράτησε το όνομα του από τη γλώσσα Nahuatl των Αζτέκων.
Η Κόστα Ρίκα είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει Ένοπλες Δυνάμεις.
Οι γάμοι ομόφυλων ζευγαριών είναι νόμιμοι στην Αργεντινή και στην Πόλη του Μεξικού. Ίσα δικαιώματα (νομικά, οικονομικά) αναγνωρίζονται και στα ομόφυλα ζευγάρια της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης.
H Παραγουάη πολέμησε κατά των Αργεντινής-Χιλής-Ουρουγουάης το διάστημα 1865-1870. Ο πόλεμος κατέστρεψε τη χώρα, σε τέτοιο βαθμό που το 90% των ανδρών σε παραγωγική ηλικία είχε χάσει τη ζωή του. Η κυβέρνηση δεν είχε άλλο τρόπο για την αύξηση του πληθυσμού από το να επιτρέψει την πολυγυνία. Αλλωστε σε πολλές περιοχές της χώρας αντιστοιχούσε ένας άνδρας για κάθε 50 γυναίκες. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να εδραιωθεί στην κοινωνία της χώρας ο ρόλος της γυναίκας ως αρχηγού της οικογένειας, κάτι που σε μεγάλο βαθμό ισχύει και σήμερα.
Η Ακτή του Κουνουπιού ήταν ταινία του 1986 με τον Χάρισον Φορντ, την Έλεν Μίρεν και τον Ρίβερ Φοίνιξ. Στην πραγματικότητα είναι μια περιοχή μεταξύ Νικαράγουας και Ονδούρας, την οποία διεκδικούσαν Ισπανοί και Βρετανοί από το 1655 έως το 1860. Τελικά επικράτησαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δημιούργησαν ένα προτεκτοράτο. Το 1894 έγινε τμήμα ης Νικαράγουας.
Οι Παναμερικανικοί Αγώνες ξεκίνησαν το 1951 στην Αργεντινή. Η Ελλάδα είχε τότε στείλει τον αθλητή Αριστείδη Ρουμπάνη για να μεταφέρει τη φλόγα στο Στάδιο του Μπουένος Αίρες. Έγινε δεκτός από το τότε προεδρικό ζεύγος της χώρας Χουάν και Εύα Περόν.
H μόνη χώρα που έχει διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες είναι το Μεξικό το 1968. Ολυμπιακοί Αγώνες θα γίνουν το 2016 στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Οι χώρες της περιοχής έχουν κερδίσει συνολικά 477 μετάλια: 128 χρυσά, 153 αργυρά, 196 χάλκινα. Τα περισσότερα χρυσά έχουν κερδίσει η Κούβα (194), η Βραζιλία (91) και η Αργεντινή (66). Δεν έχουν κερδίσει ποτέ μετάλλιο το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα, η Βολιβία, η Ονδούρα και η Νικαράγουα. Η Παραγουάη κέρδισε το μοναδικό μετάλλιο στην ιστορία της (αργυρό) στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004.
Οι πορείες με τις κατσαρόλες, γνωστές ως cacerolazo, ξεκίνησαν το 1971 στη Χιλή από γυναικείες οργανώσεις της μεσαίας και ανώτερης τάξης που ήθελαν να δείξουν πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα στη Χιλή του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η πρώτη χώρα που έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες ήταν ο Ισημερινός το 1929.
Πέντε προσωπικότητες της Λατινικής Αμερικής έχουν κερδίσει Νόμπελ Ειρήνης: πρώτος το 1936 ο Αργεντινός νομικός, πολιτικός και υπουργός Εξωτερικών Κάρλος Σααβέδρα Λάμας για τις προσπάθεις εδραίωσης της Ειρήνης παγκοσμίως. Ο ίδιος το 1933 είχε συντάξει ένα Αντιπολεμικό Σύμφωνο, το οποίο υπέγραψαν χώρες της περιοχής, αλλά και της Ευρώπης: Ιταλία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία. Ακολούθησε με Νόμπελ Ειρήνης το 1980 ο επίσης Αργεντιός Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ για τις προσπάθειες προάσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 1982 το Νόμπελ απονεμήθηκε στον Μεξικανό διπλωμάτη Αλφόνσο Γκαρσία Ρόμπλες, το 1987 στον πρόεδρο της Κόστα Ρίκα Όσκαρ Αρίας και το 1992 στη Ριγομπέρτα Μεντσού, γνωστή για τους αγώνες που δίνει στην Γουατεμάλα για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων. Παρά τα Νόμπελ Ειρήνης, οι λαοί της Λατινικής Αμερικής έχουν κατ' επανάληψη εμπλακεί σε πολέμους κάθε μορφής: εμφύλιοι, «βρώμικοι» (στη διάρκεια των δικτατοριών της δεκαετίας του 1970 και 1980), πολέμους λόγω εδαφικών διαφορών, ακόμα και ένας πόλεμος με τη Βρετανία, το 1982.
Σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων έχουν επίσης κερδίσει Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1945 η Χιλιανή ποιήτρια Γκαμπριέλα Μιστράλ (κανονικο όνομα: Λουσίλα Γκοδόι Αλκαγιάγα), το 1967 ο Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας από την Γουατεμάλα, το 1971 ο Χιλιανός Πάμπλο Νερούδα, το 1982 ο Κολομβιανός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το 1990 ο Μεξικανός Οκτάβιο Πας και το 2010 ο Περουβιανός Μάριο Βάρκας Λιόσα.
Mακρύς ο κατάλογος των ανθρώπων της Έβδομης Τέχνης που έχουν κερδίσει Όσκαρ. Ο Χοσέ Φερέρ από την Κόστα Ρίκα κέρδισε Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου το 1950 για την ταινία Σιρανό ντε Μπερζεράκ. Όσκαρ β΄ανδρικού ρόλου κέρδισε δύο φορές ο γεννημένος στο Μεξικό Αντονι Κουίν: το 1952 για το Viva Zapataκαι το 1956 για το Lust for Life με θέμα τη ζωή του Βίνσεντ Βαν Γκογκ (πρωταγωνιστούσε ο Κερκ Ντάγκλας). Το ίδιο βραβείο κέρδισε το 2000 ο Μπενίσιο ντελ Τόρο για το Traffic. H θρυλική Ρίτα Μορένο από το Πουέρτο Ρίκο κέρδισε Όσκαρ β΄γυναικείου ρόλου το 1961 για το West Side Story. Δύο ταινίες από την Αργεντινή έχουν βραβευθεί με Όσκαρ καλύτερης ξένης τανίας: το 1985 Η Επίσημη Ιστορία (Historia Oficial) του Λουις Πουένσο και το 2009 Το Μυστικό στα Μάτια της (El secreto en sus ojos)του Χουάν Χοσέ Καμπανέλα. Η μουσική έχει επίσης χαρίσει Όσκαρ στους Αργεντινούς Λουίς Μπακαλόβ (1996, Il Postino), Γουστάβο Σανταολάγια (2005, 2006 Brokeback Mountain, Babel) και στον Ουρουγουανό Χόρχε Ντρέξλερ το 2006 με την ταινία Babel. Tέλος, ο Αλεχάνδρο Γκονσάλες Ινιάριτου από το Μεξικό κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία Babel(2006).
Η Λατινική Αμερική καλύπτει το 14,1% της ηπειρωτικής επιφάνειας του πλανήτη, έχει πληθυσμό 590 εκατομμύρια, και συνολικό ΑΕΠ 6,3 τρις. δολάρια ΗΠΑ (2011). Περιλαμβάνει 20 χώρες και οι κυριότερες γλώσσες είναι τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Μιλούνται επίσης γλώσσες όπως η Quechua, Guaraní, Αymara κλπ.
Το τελευταίο έδαφος που ανήκε στην Ισπανία στη Νότιο Αμερική -μετά τους πολέμους της Ανεξαρτησίας- ήταν η Νήσος Τσιλοέ στην κεντρική Χιλή. Μπορεί η Χιλή να διακήρυξε την Ανεξαρτησία της στις 12 Φεβρουαρίου 1818, ωστόσο, οι Αρχές του Νησιού παρέμειναν πιστές στο Στέμμα μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 1826. Πιθανότατα επειδή κανείς δεν το πρόσεξε.
Η μεγαλύτερη πόλη είναι η Πόλη του Μεξικού, της οποίας ο πληθυσμός αγγίζει τα 9 εκατομμύρια. Για την ιστορία, ιδρύθηκε το 1325, ως πρωτεύουσα των Αζτέκων με το όνομα Τενοτστίτλαν (Tenochtitlan).
Τα ονόματα των χωρών συνδέονται με την ισπανική-πορτογαλική κατάκτηση, όμως αρκετές χώρες διατήρησαν την προ-Κολομβιανή τους ονομασία. Μερικά παραδείγματα: η Βολιβία πήρε το όνομά της από τον Απελευθερωτή Simón Bolívar και η Κολομβία από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Η Βενεζουέλα έχει πιο ενδιαφέρουσα ιστορία: οι καλύβες των ιθαγενών, τις οποίες αντίκρυσαν οι πρώτοι θαλασσοπόροι, θύμιζαν τα αντίστοιχα σπίτια της Βενετίας (Venezia). Έτσι, Βενεζουέλα ήταν κάτι σαν η «μικρή Βενετία». Η Αργεντινή από το λατινικό argentum (ασήμι), ενώ το Μεξικό κράτησε το όνομα του από τη γλώσσα Nahuatl των Αζτέκων.
Η Κόστα Ρίκα είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει Ένοπλες Δυνάμεις.
Οι γάμοι ομόφυλων ζευγαριών είναι νόμιμοι στην Αργεντινή και στην Πόλη του Μεξικού. Ίσα δικαιώματα (νομικά, οικονομικά) αναγνωρίζονται και στα ομόφυλα ζευγάρια της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης.
H Παραγουάη πολέμησε κατά των Αργεντινής-Χιλής-Ουρουγουάης το διάστημα 1865-1870. Ο πόλεμος κατέστρεψε τη χώρα, σε τέτοιο βαθμό που το 90% των ανδρών σε παραγωγική ηλικία είχε χάσει τη ζωή του. Η κυβέρνηση δεν είχε άλλο τρόπο για την αύξηση του πληθυσμού από το να επιτρέψει την πολυγυνία. Αλλωστε σε πολλές περιοχές της χώρας αντιστοιχούσε ένας άνδρας για κάθε 50 γυναίκες. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να εδραιωθεί στην κοινωνία της χώρας ο ρόλος της γυναίκας ως αρχηγού της οικογένειας, κάτι που σε μεγάλο βαθμό ισχύει και σήμερα.
Η Ακτή του Κουνουπιού ήταν ταινία του 1986 με τον Χάρισον Φορντ, την Έλεν Μίρεν και τον Ρίβερ Φοίνιξ. Στην πραγματικότητα είναι μια περιοχή μεταξύ Νικαράγουας και Ονδούρας, την οποία διεκδικούσαν Ισπανοί και Βρετανοί από το 1655 έως το 1860. Τελικά επικράτησαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δημιούργησαν ένα προτεκτοράτο. Το 1894 έγινε τμήμα ης Νικαράγουας.
Οι Παναμερικανικοί Αγώνες ξεκίνησαν το 1951 στην Αργεντινή. Η Ελλάδα είχε τότε στείλει τον αθλητή Αριστείδη Ρουμπάνη για να μεταφέρει τη φλόγα στο Στάδιο του Μπουένος Αίρες. Έγινε δεκτός από το τότε προεδρικό ζεύγος της χώρας Χουάν και Εύα Περόν.
H μόνη χώρα που έχει διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες είναι το Μεξικό το 1968. Ολυμπιακοί Αγώνες θα γίνουν το 2016 στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Οι χώρες της περιοχής έχουν κερδίσει συνολικά 477 μετάλια: 128 χρυσά, 153 αργυρά, 196 χάλκινα. Τα περισσότερα χρυσά έχουν κερδίσει η Κούβα (194), η Βραζιλία (91) και η Αργεντινή (66). Δεν έχουν κερδίσει ποτέ μετάλλιο το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα, η Βολιβία, η Ονδούρα και η Νικαράγουα. Η Παραγουάη κέρδισε το μοναδικό μετάλλιο στην ιστορία της (αργυρό) στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004.
Οι πορείες με τις κατσαρόλες, γνωστές ως cacerolazo, ξεκίνησαν το 1971 στη Χιλή από γυναικείες οργανώσεις της μεσαίας και ανώτερης τάξης που ήθελαν να δείξουν πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα στη Χιλή του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η πρώτη χώρα που έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες ήταν ο Ισημερινός το 1929.
Πέντε προσωπικότητες της Λατινικής Αμερικής έχουν κερδίσει Νόμπελ Ειρήνης: πρώτος το 1936 ο Αργεντινός νομικός, πολιτικός και υπουργός Εξωτερικών Κάρλος Σααβέδρα Λάμας για τις προσπάθεις εδραίωσης της Ειρήνης παγκοσμίως. Ο ίδιος το 1933 είχε συντάξει ένα Αντιπολεμικό Σύμφωνο, το οποίο υπέγραψαν χώρες της περιοχής, αλλά και της Ευρώπης: Ιταλία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία. Ακολούθησε με Νόμπελ Ειρήνης το 1980 ο επίσης Αργεντιός Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ για τις προσπάθειες προάσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 1982 το Νόμπελ απονεμήθηκε στον Μεξικανό διπλωμάτη Αλφόνσο Γκαρσία Ρόμπλες, το 1987 στον πρόεδρο της Κόστα Ρίκα Όσκαρ Αρίας και το 1992 στη Ριγομπέρτα Μεντσού, γνωστή για τους αγώνες που δίνει στην Γουατεμάλα για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων. Παρά τα Νόμπελ Ειρήνης, οι λαοί της Λατινικής Αμερικής έχουν κατ' επανάληψη εμπλακεί σε πολέμους κάθε μορφής: εμφύλιοι, «βρώμικοι» (στη διάρκεια των δικτατοριών της δεκαετίας του 1970 και 1980), πολέμους λόγω εδαφικών διαφορών, ακόμα και ένας πόλεμος με τη Βρετανία, το 1982.
Σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων έχουν επίσης κερδίσει Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1945 η Χιλιανή ποιήτρια Γκαμπριέλα Μιστράλ (κανονικο όνομα: Λουσίλα Γκοδόι Αλκαγιάγα), το 1967 ο Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας από την Γουατεμάλα, το 1971 ο Χιλιανός Πάμπλο Νερούδα, το 1982 ο Κολομβιανός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το 1990 ο Μεξικανός Οκτάβιο Πας και το 2010 ο Περουβιανός Μάριο Βάρκας Λιόσα.
Mακρύς ο κατάλογος των ανθρώπων της Έβδομης Τέχνης που έχουν κερδίσει Όσκαρ. Ο Χοσέ Φερέρ από την Κόστα Ρίκα κέρδισε Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου το 1950 για την ταινία Σιρανό ντε Μπερζεράκ. Όσκαρ β΄ανδρικού ρόλου κέρδισε δύο φορές ο γεννημένος στο Μεξικό Αντονι Κουίν: το 1952 για το Viva Zapataκαι το 1956 για το Lust for Life με θέμα τη ζωή του Βίνσεντ Βαν Γκογκ (πρωταγωνιστούσε ο Κερκ Ντάγκλας). Το ίδιο βραβείο κέρδισε το 2000 ο Μπενίσιο ντελ Τόρο για το Traffic. H θρυλική Ρίτα Μορένο από το Πουέρτο Ρίκο κέρδισε Όσκαρ β΄γυναικείου ρόλου το 1961 για το West Side Story. Δύο ταινίες από την Αργεντινή έχουν βραβευθεί με Όσκαρ καλύτερης ξένης τανίας: το 1985 Η Επίσημη Ιστορία (Historia Oficial) του Λουις Πουένσο και το 2009 Το Μυστικό στα Μάτια της (El secreto en sus ojos)του Χουάν Χοσέ Καμπανέλα. Η μουσική έχει επίσης χαρίσει Όσκαρ στους Αργεντινούς Λουίς Μπακαλόβ (1996, Il Postino), Γουστάβο Σανταολάγια (2005, 2006 Brokeback Mountain, Babel) και στον Ουρουγουανό Χόρχε Ντρέξλερ το 2006 με την ταινία Babel. Tέλος, ο Αλεχάνδρο Γκονσάλες Ινιάριτου από το Μεξικό κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία Babel(2006).