Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα είναι μια ανδαλουσιανή τραγωδία, που λαμβάνει χώρα στις εσχατιές του πολιτισμένου κόσμου. Η άνυδρη και διψασμένη γη, καθρεφτίζεται στα στερημένα από έρωτα γυναικεία πρόσωπα του έργου. Αφόρητη ζέστη δοκιμάζει τα όρια της ύπαρξης τους σε εγκλεισμό, ενώ μια πιθαμή έξω από το σπίτι - φυλακή, μοιάζει να απλώνεται ένα σύμπαν διαποτισμένο από αισθησιακές μουσικές και οσμές, κάθιδρων από το χορό, σωμάτων, που δεν παύουν ποτέ να ερωτεύονται. Αλήθεια ή ψέματα; Μια φαντασίωση που στήνει μοιραίες παγίδες στα θύματά της, ή μια αλήθεια, που όμως η κατάκτησή της χρειάζεται τόλμη και πόθο ή, ακόμα καλύτερα, duente;
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα είναι θεατρικό έργο του Ισπανού συγγραφέα και ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Λόρκα, το 1936, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945. Μαζί με τη "Γέρμα" και το "Ματωμένο Γάμο" αποτελούν την τριλογία της "ισπανικής υπαίθρου" του συγγραφέα. Το εργο περιγράφει τα γεγονότα κατά την περίοδο πένθους σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία, όπου η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα κατέχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις κόρες της: Αγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο και Αδέλα. Στο σπίτι ζουν επίσης η Πόνθια, η οικονόμος, κι η Μαρία Χοσέφα, μητέρα της Μπερνάρντα. Στο έργο δεν εμφανίζεται επί σκηνής κανένας ανδρικός χαρακτήρας. Ακόμα κι ο Πέπε Ρομάνο, το αντικείμενο του πόθου για τις κόρες της Μπερνάρντα και μνηστήρας της Ανγκούστιας, δεν εμφανίζεται ποτέ. Το έργο επικεντρώνεται στα ζητήματα της καταπίεσης, του συμβιβασμού και του πάθους και την επιρροή των ανδρών στις γυναίκες. Η τυραννία της Μπερνάρντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει τη φύση του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία, λίγο αφού τελειώσει το έργο του ο Λόρκα.
- Το σπίτι της χήρας Μπερνάρντα Άλμπα ζει μέσα στο απόλυτο πένθος. Ο θάνατος του Πατέρα Αφέντη σηματοδοτεί την εγκαθίδρυση της εξουσίας της πάνω στις πέντε κόρες, ορίζοντας απερίφραστα οκτάχρονο θρήνο: ο αέρας του δρόμου να μην μπει στο σπίτι. Οι Αγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο, Αδέλα βιώνουν η καθεμία χωριστά τον εγκλεισμό και την στέρηση της επαφής με το άλλο φύλο. Μόνη τους διέξοδος οι ανακυκλωτικές συζητήσεις, ανάμεσα σε σκληρές κακεντρέχειες και αναζωογονητικά κουτσομπολιά. Με το ζοφερό κλίμα έχουν συμβιβαστεί η οικονόμος Πόνθια και η μητέρα της Μπερνάντα Μαρία Χοσέφα. Το τελευταίο έργο που έγραψε ο Λόρκα μοιάζει να αντικαθρεφτίζει τις δυο όψεις του φρανκικού καθεστώτος: ο τύρρανος, οι υποταγμένοι, οι ανυπότακτοι. Στους τελευταίους ανήκει μόνο η Αδέλα, που αρνείται να προσφέρει τη νεότητά της σφάγιο στις κοινωνικές συμβάσεις και απειλεί να βγει στο δρόμο με το πράσινο φόρεμά της. Πάνω απ’ όλα όμως επιθυμεί και την σωματική της ελευθερία και την παράδοση στον έρωτα του Πέπε Ρομάνο. Τον Πέπε όμως ποθεί και η Μαρτίριο, που ζηλεύει για κάτι που η ίδια δεν μπορεί να αποκτήσει, λόγω του παρουσιαστικού της. Η ζήλια της Μαρτίριο θα οδηγήσει στο τραγικό τέλος της Αδέλα και στη διατήρηση του πένθους στο σπίτι. κρυφού ποθητού υποκειμένου για τις αδελφές και δόλιου μνηστήρα της κληρονόμου (μεγαλύτερης) κόρης.
- Το σπίτι της χήρας Μπερνάρντα Άλμπα ζει μέσα στο απόλυτο πένθος. Ο θάνατος του Πατέρα Αφέντη σηματοδοτεί την εγκαθίδρυση της εξουσίας της πάνω στις πέντε κόρες, ορίζοντας απερίφραστα οκτάχρονο θρήνο: ο αέρας του δρόμου να μην μπει στο σπίτι. Οι Αγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο, Αδέλα βιώνουν η καθεμία χωριστά τον εγκλεισμό και την στέρηση της επαφής με το άλλο φύλο. Μόνη τους διέξοδος οι ανακυκλωτικές συζητήσεις, ανάμεσα σε σκληρές κακεντρέχειες και αναζωογονητικά κουτσομπολιά. Με το ζοφερό κλίμα έχουν συμβιβαστεί η οικονόμος Πόνθια και η μητέρα της Μπερνάντα Μαρία Χοσέφα. Το τελευταίο έργο που έγραψε ο Λόρκα μοιάζει να αντικαθρεφτίζει τις δυο όψεις του φρανκικού καθεστώτος: ο τύρρανος, οι υποταγμένοι, οι ανυπότακτοι. Στους τελευταίους ανήκει μόνο η Αδέλα, που αρνείται να προσφέρει τη νεότητά της σφάγιο στις κοινωνικές συμβάσεις και απειλεί να βγει στο δρόμο με το πράσινο φόρεμά της. Πάνω απ’ όλα όμως επιθυμεί και την σωματική της ελευθερία και την παράδοση στον έρωτα του Πέπε Ρομάνο. Τον Πέπε όμως ποθεί και η Μαρτίριο, που ζηλεύει για κάτι που η ίδια δεν μπορεί να αποκτήσει, λόγω του παρουσιαστικού της. Η ζήλια της Μαρτίριο θα οδηγήσει στο τραγικό τέλος της Αδέλα και στη διατήρηση του πένθους στο σπίτι. κρυφού ποθητού υποκειμένου για τις αδελφές και δόλιου μνηστήρα της κληρονόμου (μεγαλύτερης) κόρης.
Στο ζοφερό ποιητικό σύμπαν του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 – 1936), ο έρωτας προσλαμβάνει σκοτεινές αποχρώσεις της στέρησης και φέρει μέσα του τον ίδιον τον σπόρο της ακύρωσής του. «Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1936), έργο ηφαιστειακών και μητριαρχικών παθών και συγκρούσεων, στροβιλίζεται γύρω από τα όρια της ατομικής ελευθερίας και των τυραννικών προκαταλήψεων. Οι θυγατέρες της αυταρχικής Μπερνάρντα έρχονται αντιμέτωπες με τα κοινωνικά ταμπού και την άκαμπτη παραδοσιακή ηθική που αγνοεί προκλητικά τις ανάγκες της νεότητας. Βυθισμένες στο πένθος από την απώλεια του πατέρα θα υποχρεωθούν να ζήσουν έγκλειστες στην οικία τους και ν’ ακολουθήσουν κατά γράμμα τις αυστηρές ηθικές υποδείξεις της χήρας, η οποία τις ακυρώνει κάθε ελπίδα να γευτούν τον έρωτα, την ώρα που η φύση το υπαγορεύει επιτακτικά. Αυτόν τον πολύκλωνο βρόχο της στέρησης που τόσο οι κοινωνικές συμβάσεις όσο και ο δεσποτικός χαρακτήρας της μητέρας έχουν κατεργαστεί, καταπνίγοντας το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των ερωτικών πόθων των γυναικών, η Αδέλα, η μικρότερη κόρη του σπιτιού, τον κόβει απότομα συναντώντας παράνομα τον αρραβωνιαστικό της πρωτότοκης. Ο Πέπε Ρομάνο, δεν εμφανίζεται καθόλου στη διάρκεια του έργου αλλά διεγείρει τις κόρες που, επειδή αδυνατούν να εναντιωθούν στους περιορισμούς της τυραννικής μητέρας, αλληλοσπαράζονται με ανταγωνισμούς, λογομαχίες, κατηγορίες και φαρμακερά υπονοούμενα. Η άνομη εγκυμοσύνη θα προκαλέσει ολέθρια καταστροφή και η Μπερνάρντα με τυφλή προσήλωση στην επιφανειακή τάξη των καταστάσεων που νομίζει ότι ορίζει απόλυτα, θα βάλει την τιμή, την ηθική ορθότητα και τη γνώμη του κοινωνικού περίγυρου ακόμα και πάνω από τον θάνατο ενώ το όνομά της παραπέμπει τραγικά στο λευκό, αγνό και άσπιλο.
Ένα από τα πιο διαχρονικά κείμενα του Λόρκα και πόσο μάλλον τώρα που είναι μια στιγμή στην Ευρώπη και γενικότερα σε όλο τον κόσμο που νιώθουμε έντονα την αίσθηση του φασισμού. Η Μπερνάρντα Άλμπα, μιλάει ακριβώς γι’ αυτό, για τον φασισμό. Ο Λόρκα, μπορεί να τον περιορίζει στους τοίχους ενός σπιτιού αλλά μέσα από αυτό το κείμενο προσπαθεί να το βγάλει και προς τα έξω, προς όλη την κοινωνία, την τότε κοινωνία της Ισπανίας με την έλευση του Φράνκο. Ο Λόρκα σκοτώθηκε από τους φασίστες του Φράνκο αν και υπάρχουν διάφοροι αντίλογοι που δεν το υποστηρίζουν αυτό. Η οικογένεια του Λόρκα ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε από τον Φράνκο γιατί θεωρείται εμπλεκόμενη. Ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό ότι εξελίχθηκαν έτσι οι καταστάσεις. Η Μπερνάρντα Άλμπα είναι ένα αριστουργηματικό κείμενο αν κρίνει κανείς τη γραφή του Λόρκα. Εξιστορεί τη ζωή στην Ανδαλουσία το 1900. Άλλωστε πρόκειται για μια πραγματική ιστορία αυτή που μας αφηγείται ο Λόρκα μέσω της Μπερνάρντα Άλμπα. Συνέβη στα παιδικά χρόνια του Λόρκα και μιλάει για μια γειτόνισσά του, τη Φρασκίτα Άλμπα, η οποία, όταν πέθανε ο σύζυγός της αποφάσισε να κλείσει τις κόρες της μέσα στο σπίτι. Η ίδια, μάλιστα, κάρφωσε και τα παράθυρα για να μη μπορούν οι γυναίκες αυτές να βγουν προς τα έξω. Όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο Λόρκα για τη Μπερνάρντα, “ούτε ο αέρας του δρόμου δεν μπορούσε να φτάσει μέσα στο σπίτι’’. Η Μπερνάρντα είναι ένα πολύ σκληρό πρόσωπο αλλά και πολύ ανθρώπινο. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι ο φασισμός και οι φασίστες είναι τέρατα τα οποία έχουν παράξενα χαρακτηριστικά, έχουν τέρατα και ουρές. Είναι άνθρωποι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, το’ χουμε διαπιστώσει, άλλωστε και τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Είναι άνθρωποι κανονικοί που ζουν δίπλα μας και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Ο Λόρκα, κάνοντας μια μητέρα το σύμβολο του φασισμού μέσα σε ένα σπίτι, μας δίνει μια αίσθηση κλειστοφοβική, μια αίσθηση εγκλεισμού. Μας ενσωματώνει στη ζωή αυτών των γυναικών που βρίσκονται έγκλειστες, δεν μπορούν να ανασάνουν, να μιλήσουν, να ικανοποιήσουν τις φυσικές τους ορμές, τα ένστικτά τους, μέσα από απλές καθημερινές καταστάσεις. Κανένας άνθρωπος δε γεννιέται φασίστας. Τον δημιουργούν οι καταστάσεις, οι συνθήκες, η ζωή του και το περιβάλλον του. Αν κάνουμε ένα σκάψιμο, πίσω στο παρελθόν της Μπερνάρντα, σίγουρα θα δούμε μια κακοποιημένη συναισθηματικά γυναίκα είτε από τη μάνα της, τον πατέρα της, το οικογενειακό της περιβάλλον και φυσικά ως συνήθως, τα θύματα είναι αυτοί που γίνονται θύτες. Αυτό βέβαια δεν μας δίνει καμιά δικαιολογία. ‘Ολοι κρινόμαστε από τις επιλογές μας. Ακόμη και αν υπήρξαμε θύματα κάποτε, η επιλογή μας στο καλό ή το κακό είναι αυτή που μας ορίζει σαν ανθρώπους.
Η άρνηση της Μπερνάρντα να δεχτεί την πραγματικότητα συμβαίνει σε όλο το έργο, δεν γίνεται μόνο στο τέλος. Σε όλο το έργο αρνείται να πιστέψει ότι οι κόρες της μεγάλωσαν, έχουν ορμές, έχουν συναισθήματα, είναι κορίτσια που μεγάλωσαν και είναι έτοιμα να βγουν στην κοινωνία και να ζήσουν. Το αρνείται πεισματικά. Η Πόνθια, η υπηρέτρια του σπιτιού, προσπαθεί να της ανοίξει τα μάτια αλλά ο εγωισμός και η κτητικότητα της Μπερνάρντα δεν την αφήνουν να δει τίποτα. Όταν στο τέλος φτάνει αυτή η τραγική στιγμή που η Αντέλα πεθαίνει με τον τρόπο που πεθαίνει, ακόμη και τότε ο εγωισμός και η εγωκεντρικότητά της είναι σε τέτοιο σημείο που της απαγορεύουν να το αντιμετωπίσει σαν μάνα. Μέσα σε όλο αυτό κρύβεται και η κοινωνική κατακραυγή. Λίγο πριν, έχουν ήδη σκοτώσει μια κοπέλα,(το σύμβολο της ελευθερίας στην πραγματικότητα) η οποία έφερε στον κόσμο ένα παιδί που δεν γεννήθηκε νόμιμα. Η κοινωνική κατακραυγή για τη Μπερνάρντα είναι μια κοινωνική καταδίκη, ένας κοινωνικός θάνατος. Αυτό ξεπερνά τα όποια συναισθήματα μπορεί να έχει για την κόρη της και γίνεται ένα τέρας. Τέρατα γίνονται όλες κατά τη διάρκεια της πραγματικότητας αυτής, με μεγαλύτερο τη Μπερνάρντα. Εάν συνεχίζονταν το έργο, θα βλέπαμε και τις κόρες να εξελίσσονταν σε μικρές Μπερνάρντες.