Το αν θα είμαι τελικά ο πρωταγωνιστής της δικής μου ζωής ή αν αυτή τη θέση θα την καταλάβει
κάποιος άλλος, θα φανεί στις επόμενες σελίδες. (η πρώτη φράση από τον «Δαβίδ Κόπερφηλντ»)
κάποιος άλλος, θα φανεί στις επόμενες σελίδες. (η πρώτη φράση από τον «Δαβίδ Κόπερφηλντ»)
Στη διάρκεια της ζωής του ανέπτυξε ένα είδος ακάματης ενέργειας πολύ προτού γίνει γνωστός από τα δημοσιογραφικά κείμενα και τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες για εφημερίδες και περιοδικά, κάτι που ανταποκρινόταν ενστικτωδώς στην εξωφρενική πολυπραγμοσύνη του. Το πρωί ασκούσε το εμβριθέστατο και ενίοτε βιτριολικό ρεπορτάζ του στη Βουλή, το απόγευμα έγραφε κριτικές για θεατρικά έργα (σκεφτόταν άλλωστε πολύ σοβαρά να γίνει ηθοποιός) και το βράδυ στρωνόταν στη συγγραφή των μυθιστορημάτων του, μετατρέποντας το γραφείο του σε μια μεγάλη θεατρική σκηνή - έγραφε παράλληλα τα Χαρτιά του Πίκγουικ και τον Ολιβερ Τουίστ και όταν τέλειωσε το πρώτο, άρχισε να γράφει τονΝίκολας Νίκλεμπι! Οταν κουραζόταν έχωνε το κεφάλι του σε έναν κουβά παγωμένο νερό και συνέχιζε ακάθεκτος. Αγαπούσε πολύ τους περιπάτους, διήνυε καθημερινά 10-12 χλμ. για να αποσπαστεί, να σκεφτεί και να παρατηρήσει τον κόσμο με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, αυτό το μείγμα συμπόνιας και σκληρότητας.
Ενας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του δεκάτου ενάτου αιώνα, αλλά και όλων των εποχών, είναι ο Κάρολος Ντίκενς (1812-70). Με τα μυθιστορήματά του μεγάλωσαν και μεγαλώνουν γενιές και γενιές σ' όλο τον κόσμο, όπως και εδώ, στη χώρα μας, όπου κυκλοφορούσαν, δυστυχώς, σε όχι και τόσο φροντισμένες εκδόσεις και σε αμφιβόλου ποιότητας μεταφράσεις, πολλά έργα του, ιδιαιτέρως στη δεκαετία του '60 και αρχές της δεκαετίας του '70: Οι Μεγάλες Προσδοκίες, Ολιβερ Τουίστ, Η Ιστορία Δύο Πόλεων, Το Παλαιοπωλείο, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Ο μεγάλος Αγγλος συγγραφέας στα έργα του σχολιάζει τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του, αναπλάθει την ατμόσφαιρά της, αλλά επίσης συνθέτει χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν στοιχεία που ξεπερνούν τα συγκεκριμένα χρονικά όρια. Δεν λείπει απ' αυτά, ωστόσο, ο έρωτας, οι ίντριγκες, αλλά και η αστυνομική ιστορία. Ανέδειξε το βικτωριανό Λονδίνο, σε λογοτεχνική του μούσα, παρά την κοινωνική σαπίλα και αδικία που επικρατούσε.
Έτσι ξεκίνησαν όλα
Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Landport, από τον Τζον και την Ελίζαμπεθ Ντίκενς αλλά πολύ σύντομα αναγκάστηκε να αναλάβει τα ηνία της οικογένειας, όταν ο πατέρας του φυλακίστηκε για χρέη. Μετακόμισαν στο Marshalsea, όπου εργάστηκε στο εργοστάσιο βαφών του Γουώρεν, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Η οικογενειακή εξαθλίωση γρήγορα έγινε πηγή έμπνευσης και η ζωή του έμελλε να αποτυπωθεί για πάντα στο χαρτί. Χαρακτήρες ζωντανοί, εικόνες έντονες και μνήμες θα μεταφράζονταν αργότερα σε διάφορες γλώσσες του κόσμου, αναγνωρίζοντας την συγγραφική του ανωτερότητα. Η πρώτη επαφή με το κείμενο γίνεται στις περιοδικές εκδόσεις «The Mirror of Parliament» και «The True Sun», για να συνεχίσει στα 21 του χρόνια ως κοινοβουλευτικός ρεπόρτερ της εφημερίδας «The Morning Chronicle.» Τρία χρόνια αργότερα, το 1836, θα εκδώσει Τα μεταθανάτια έργα της λέσχης του Πίκγουϊκ, με τον πρωταγωνιστή του Σάμιουελ να μπλέκει μία ομάδα απίστευτων χαρακτήρων σε κάθε λογής περιπέτειες.
Η πρώιμη αναγνώριση
Το δεύτερο μυθιστόρημά του είναι που θα τον τοποθετήσει στο «πάνθεον» των μεγάλων συγγραφέων. Ο ορφανός Όλιβερ Τουίστ, είναι ο απόλυτος εκπρόσωπος του Λονδίνου του Ντίκενς. Η ανάγκη του συγγραφέα για διαμαρτυρία ενάντια στην οργή του για το κοινωνικό σύστημα της ανεπτυγμένης Αγγλίας, θα κάνει τον Όλιβερ Τουίστ, σήμα κατατεθέν του. Ο ίδιος έγραψε κάποτε «Με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ, θέλησα ν' αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει».Στην ουσία αυτό που όντως κατάφερε ο Ντίκενς ήταν να μεγαλουργήσει και θίγοντας τις άθλιες συνθήκες, να κατακρίνει και παράλληλα να αφυπνίσει μία κοινωνία που αιμορραγούσε. Ο Νίκολας Νίκλεμπι εκδίδεται το 1838-1839 με θέμα πάλι την παιδική εκμετάλλευση και το σαθρό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ακολουθεί η ιστορία της Νελ, πρωταγωνίστριά του, στο «Παντοπωλείο» του 1840. Με τον Μπάρναμπι Ρατζ να παρεμβάλλεται εκδοτικά στα 1841, τα χρόνια 1843-1845 αποτελούν την …χριστουγεννιάτικη περίοδο του Ντίκενς.
Στο «πάνθεον» της λογοτεχνίας
Προσωπικές αναμνήσεις, ντυμένες με χρώματα, αρώματα και μυρωδιές των Χριστουγέννων, θα κυκλοφορήσουν μέσα από «Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα», τις «Καμπάνες» και άλλες ιστορίες. Παράλληλα, το 1843-1844 κυκλοφορεί και η κωμική πλευρά του Ντίκενς μέσα από το «Μάρτιν Τσάζλεγουιτ» για να ακολουθήσει αμέσως μετά μία ιστορία περηφάνιας και ταπείνωσης στο…ειρωνικό «Ντόμπι και Υιός». Το 1949 είναι η χρονιά του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ίσως το πιο αυτοβιογραφικό έργο του Ντίκενς. Επόμενες συγγραφικές δημιουργίες αποτελούν το «Έρημο Σπίτι», «καταρρακώνοντας» την βικτωριανή Αγγλία της εξέλιξης, τα «Δύσκολα Χρόνια» (1854) και «Η μικρή Ντόριτ» (1855-1857) στον απόηχο του εγκλεισμού του πατέρα του στην φυλακή.Το αριστούργημα της «Ιστορίας των δύο πόλεων», κυκλοφορεί το 1859, δίνοντας...λόγο στα εγκλήματα και τις θυσίες την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Η δημιουργική πένα του Ντίκενς θα γράψει το 1860- 1861, το κορυφαίο ίσως έργο του. Οι «Μεγάλες Προσδοκίες» θα εξιστορήσουν την γνωριμία του ορφανού Πιπ με έναν κατάδικο, που θα αλλάξει τη ζωή του. Ο νεοπλουτισμός και η αστεία πλευρά κάθε ματαιόδοξου που επιθυμεί να πλουτίσει, θα αποτελέσει την θεματολογία του μυθιστορήματος «Ο κοινός μας φίλος», που εκδίδεται το 1865 ενώ «Το μυστήριο του Έντουϊν Ντρούντ» δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ καθώς ο Κάρολος Ντίκενς πέθανε πριν ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του, το 1870. Πληθωρικός, κοινωνικός και αυθόρμητος ο Κάρολος Ντίκενς απέκτησε στη ζωή του δέκα παιδιά, παντρεύτηκε όποια ερωτεύτηκε, κατέρρευσε μετά τα 50 του λόγω ασθένειας και πέθανε από καρδιακή προσβολή στα 58 του, έχοντας χτίσει με την πένα του έναν κόσμο που διαιωνίζεται. Στη διαθήκη του ανέφερε κατηγορηματικά ότι δεν ήθελε ποτέ να του κάνουν κάποιο μεγαλεπήβολο μνημείο, κάτι που διατηρήθηκε μέχρι...χθες καθώς σήμερα αναμένεται να γίνουν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του στην γενέτειρα του.
Έτσι ξεκίνησαν όλα
Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Landport, από τον Τζον και την Ελίζαμπεθ Ντίκενς αλλά πολύ σύντομα αναγκάστηκε να αναλάβει τα ηνία της οικογένειας, όταν ο πατέρας του φυλακίστηκε για χρέη. Μετακόμισαν στο Marshalsea, όπου εργάστηκε στο εργοστάσιο βαφών του Γουώρεν, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Η οικογενειακή εξαθλίωση γρήγορα έγινε πηγή έμπνευσης και η ζωή του έμελλε να αποτυπωθεί για πάντα στο χαρτί. Χαρακτήρες ζωντανοί, εικόνες έντονες και μνήμες θα μεταφράζονταν αργότερα σε διάφορες γλώσσες του κόσμου, αναγνωρίζοντας την συγγραφική του ανωτερότητα. Η πρώτη επαφή με το κείμενο γίνεται στις περιοδικές εκδόσεις «The Mirror of Parliament» και «The True Sun», για να συνεχίσει στα 21 του χρόνια ως κοινοβουλευτικός ρεπόρτερ της εφημερίδας «The Morning Chronicle.» Τρία χρόνια αργότερα, το 1836, θα εκδώσει Τα μεταθανάτια έργα της λέσχης του Πίκγουϊκ, με τον πρωταγωνιστή του Σάμιουελ να μπλέκει μία ομάδα απίστευτων χαρακτήρων σε κάθε λογής περιπέτειες.
Η πρώιμη αναγνώριση
Το δεύτερο μυθιστόρημά του είναι που θα τον τοποθετήσει στο «πάνθεον» των μεγάλων συγγραφέων. Ο ορφανός Όλιβερ Τουίστ, είναι ο απόλυτος εκπρόσωπος του Λονδίνου του Ντίκενς. Η ανάγκη του συγγραφέα για διαμαρτυρία ενάντια στην οργή του για το κοινωνικό σύστημα της ανεπτυγμένης Αγγλίας, θα κάνει τον Όλιβερ Τουίστ, σήμα κατατεθέν του. Ο ίδιος έγραψε κάποτε «Με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ, θέλησα ν' αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει».Στην ουσία αυτό που όντως κατάφερε ο Ντίκενς ήταν να μεγαλουργήσει και θίγοντας τις άθλιες συνθήκες, να κατακρίνει και παράλληλα να αφυπνίσει μία κοινωνία που αιμορραγούσε. Ο Νίκολας Νίκλεμπι εκδίδεται το 1838-1839 με θέμα πάλι την παιδική εκμετάλλευση και το σαθρό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ακολουθεί η ιστορία της Νελ, πρωταγωνίστριά του, στο «Παντοπωλείο» του 1840. Με τον Μπάρναμπι Ρατζ να παρεμβάλλεται εκδοτικά στα 1841, τα χρόνια 1843-1845 αποτελούν την …χριστουγεννιάτικη περίοδο του Ντίκενς.
Στο «πάνθεον» της λογοτεχνίας
Προσωπικές αναμνήσεις, ντυμένες με χρώματα, αρώματα και μυρωδιές των Χριστουγέννων, θα κυκλοφορήσουν μέσα από «Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα», τις «Καμπάνες» και άλλες ιστορίες. Παράλληλα, το 1843-1844 κυκλοφορεί και η κωμική πλευρά του Ντίκενς μέσα από το «Μάρτιν Τσάζλεγουιτ» για να ακολουθήσει αμέσως μετά μία ιστορία περηφάνιας και ταπείνωσης στο…ειρωνικό «Ντόμπι και Υιός». Το 1949 είναι η χρονιά του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ίσως το πιο αυτοβιογραφικό έργο του Ντίκενς. Επόμενες συγγραφικές δημιουργίες αποτελούν το «Έρημο Σπίτι», «καταρρακώνοντας» την βικτωριανή Αγγλία της εξέλιξης, τα «Δύσκολα Χρόνια» (1854) και «Η μικρή Ντόριτ» (1855-1857) στον απόηχο του εγκλεισμού του πατέρα του στην φυλακή.Το αριστούργημα της «Ιστορίας των δύο πόλεων», κυκλοφορεί το 1859, δίνοντας...λόγο στα εγκλήματα και τις θυσίες την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Η δημιουργική πένα του Ντίκενς θα γράψει το 1860- 1861, το κορυφαίο ίσως έργο του. Οι «Μεγάλες Προσδοκίες» θα εξιστορήσουν την γνωριμία του ορφανού Πιπ με έναν κατάδικο, που θα αλλάξει τη ζωή του. Ο νεοπλουτισμός και η αστεία πλευρά κάθε ματαιόδοξου που επιθυμεί να πλουτίσει, θα αποτελέσει την θεματολογία του μυθιστορήματος «Ο κοινός μας φίλος», που εκδίδεται το 1865 ενώ «Το μυστήριο του Έντουϊν Ντρούντ» δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ καθώς ο Κάρολος Ντίκενς πέθανε πριν ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του, το 1870. Πληθωρικός, κοινωνικός και αυθόρμητος ο Κάρολος Ντίκενς απέκτησε στη ζωή του δέκα παιδιά, παντρεύτηκε όποια ερωτεύτηκε, κατέρρευσε μετά τα 50 του λόγω ασθένειας και πέθανε από καρδιακή προσβολή στα 58 του, έχοντας χτίσει με την πένα του έναν κόσμο που διαιωνίζεται. Στη διαθήκη του ανέφερε κατηγορηματικά ότι δεν ήθελε ποτέ να του κάνουν κάποιο μεγαλεπήβολο μνημείο, κάτι που διατηρήθηκε μέχρι...χθες καθώς σήμερα αναμένεται να γίνουν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του στην γενέτειρα του.
Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ολοκλήρωναν τα μυθιστορήματά τους πριν τα εκδώσουν σε συνέχειες, ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε το μυθιστόρημά του και το εξέδιδε συγχρόνως σε συνέχειες. Η πρακτική αυτή προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Ο Όλιβερ Τουίστ είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που έγραψε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος, το οποίο εκδόθηκε το 1838 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα έχοντας ως πρωταγωνιστή ένα παιδί. "Με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ", έγραψε κάποτε ο Κάρολος Ντίκενς, "θέλησα ν' αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει. " Ο Ολιβερ Τουιστ ειναι ενα ορφανό παιδι που εχει την ατυχία να γεννηθεί στην Αγγλία του 19ου αιωνα, μια εποχη της υποκρισιας, της απληστιας, της αναισθησιας, αλλα πανω απ' ολα μια εποχη .κατα την οποια η μεριμνα για τα παιδια των κατωτερων κοινωνικων στρωματων ειναι σχεδον ανυπαρκτη. Ήρθε στον κόσμο λίγα μόλις λεπτά πριν πεθάνει η μητέρα του. Ύστερα από ένα τόσο τραγικό γεγονός, η ζωή του δε φαντάζει καθόλου ευοίωνη… Μέσα σ’ έναν κόσμο που δε συγχωρεί και δε χαρίζει, θύμα της πιο μεγάλης ένδειας, το μικρό αγόρι πρέπει να μεγαλώσει και να επιβιώσει. Πώς όμως να νικήσει κανείς την πείνα και την κακομεταχείριση χωρίς να στραφεί στο έγκλημα; Μέσα από μια άκρως ρεαλιστική διήγηση, ο Κάρολος Ντίκενς σκιαγραφεί τη δύσκολη ζωή των παιδιών της εργατικής τάξης στη βικτοριανή Αγγλία. Καταδεικνύει στους εφησυχασμένους αστούς αναγνώστες του πως οι μικροί αναξιοπαθούντες, τους οποίους τόσο φοβούνται και περιφρονούν, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των νόμων που οι ίδιοι έφτιαξαν. Ανάμεσα στην εκμετάλλευση και το έγκλημα, τα παιδιά αυτά δεν έχουν καμία άλλη επιλογή.
Οι μεγάλες προσδοκίες είναι η ιστορία του Πιπ που μετά τον θάνατο τον γονιών του μεγαλώνει με την αδελφή του κυρία Γκάρτζερι και τον άντρα της τον αγαθιάρη σιδερά Τζο.Στην αρχή η ζωή του Πιπ φαίνεται ήσυχη,τίποτα σημαντικό δεν συμβαίνει και φαίνεται πως μεγαλώνει για να γίνει σιδεράς όπως και ο άντρας της αδελφής του.Μια μέρα τον περιμένει μια περιπέτεια στους βάλτους,συναντάει έναν κατάδικο ο οποίος τον υποχρεώνει να τον βοηθήσει κι εκείνος απο φόβο το κάνει. Στην συνέχεια γνωρίζει μια αλλόκοτη γριά την Μις Χάβισαμ η οποία ζει έγκλειστη στο αρχοντικό της,ένα παλιό καταθλιπτικό σπίτι που θα έλεγε κανείς πως ο χρόνος εκεί μέσα είχε σταματήσει χρόνια πριν.Μαζί της ζει και η προστατευόμενη της η Εστέλα μια κοπέλα που η ψυχρή ομορφιά της εντυπωσιάζει και ταυτόχρονα απελπίζει τον μικρό Πιπ.Μια μέρα ξαφνικά και ενώ ο Πιπ έχει πια αρχίσει να εργάζεται ως σιδεράς πλάι στον Τζο,εμφανίζεται κάποιος λέγοντας του πως έχει την ευκαιρία να μορφωθεί και να αλλάξει εντελώς την ζωή του με αντάλλαγμα να αφήσει το σπίτι όπου έμενε για να πάει στο Λονδίνο.Κι έτσι ο Πιπ έχει μια ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρό του όμως θα τα καταφέρει ή οι μεγάλες προσδοκίες του τελικά θα του βγουν σε κακό; Χαρακτήρες που η πένα του Κάρολου Ντίκενς, ζωντανεύει με τις πιο αδρές πινελιές και τις πιο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, με χιούμορ και δραματική ένταση, στήνοντας μια δυνατή πλοκή μέσα στο σκοτεινό σκηνικό του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα. Οι "Μεγάλες προσδοκίες" είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στον κόσμο.
"Ήταν τα καλύτερα χρόνια, ήταν τα χειρότερα χρόνια"... Μ' αυτή τη φράση ξεκινούσε ο Κάρολος Ντίκενς το 1859 μια εκτενή μυθιστορηματική σύνθεση, μια ιστορία έρωτα και ηρωισμού, την Ιστορία δύο πόλεων, που θα ξετυλιγόταν σε συνέχειες σε εβδομαδιαίο περιοδικό που εξέδιδε ο ίδιος, μυώντας το πολυπληθές αναγνωστικό του κοινό στα τεκταινόμενα της Γαλλικής Επανάστασης. Πνεύμα φωτισμένο και ριζοσπαστικό κι ας μην θεώρησε ποτέ τον εαυτό του επαναστάτη, ο Ντίκενς (1812-1870), ρίχτηκε σ' αυτή τη συγγραφική περιπέτεια, έχοντας προηγουμένως μελετήσει εξονυχιστικά τη "Γαλλική επανάσταση" του σκωτσέζου ιστορικού και φίλου του Τόμας Καρλάιλ. Η πλοκή της διαδραματίζεται ανάμεσα στο Λονδίνο και το Παρίσι μεταξύ 1775 και 1793, και περιστρέφεται γύρω από τις περιπέτειες μιας σειράς ανθρώπων, στιγματισμένων από ένοχα οικογενειακά μυστικά κι από άδικες κατηγορίες κατασκοπίας ή προδοσίας. Κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι η νεαρή, μεγαλωμένη ως ορφανή στο Λονδίνο Λούσι Μανέτ, ο γιατρός πατέρας της που εμφανίζεται ξαφνικά στη ζωή της λίγο πριν συμπληρώσει τα 18 της χρόνια -όλα αυτά τα χρόνια ήταν έγκλειστος στις φυλακές της Βαστίλης, για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε-, ο σύζυγός της Τσαρλς Ντάρνι, Γάλλος αριστοκρατικής καταγωγής, αποστάτης της τάξης του και αυτοεξόριστος στην Αγγλία, κι ένας χαραμοφάης Βρετανός, ο δικηγόρος Σίντνεϊ Κάρτον, μάταια ερωτευμένος μαζί της. Παρακολουθώντας τους να διασχίζουν τη Μάγχη και να παρασύρονται αναπόφευκτα στη δίνη των πολιτικών γεγονότων που συγκλονίζουν τη Γαλλία και πλαισιώνοντάς τους με ένα πλήθος από δευτερεύοντα πρόσωπα, ο Ντίκενς αποτυπώνει τα αίτια της επανάστασης, αλλά και τις εκτροπές της, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην απληστία των αριστοκρατών, στην ανέχεια, τη φτώχεια, την οργή αλλά και τον φανατισμό του λαού, όπως και στη διαφθορά των συνειδήσεων και στη δίψα για αίμα που οδήγησαν την εξέγερση στην ανεξέλεγκτη βία.
Στο βιβλίο Δαυίδ Κόπερφιλντ ,ο μικρός Ντέιβιντ, ορφανός από πατέρα, μετά το θάνατο και της μητέρας του βρίσκεται στο έλεος του σκληρού πατριού του, ο οποίος τον εκδιώκει από το σπίτι. Είναι πλέον υποχρεωμένος να δουλέψει και να υπερασπίσει τον εαυτό του στο αφιλόξενο και επικίνδυνο Λονδίνο του 19ου αιώνα. Οι δυσκολίες όμως που συναντά τον ενδυναμώνουν και τον εφοδιάζουν με πείσμα να διεκδικήσει ξανά την οικογενειακή γαλήνη, την οποία βρίσκει κοντά στη θεία του. Στην πορεία της ζωής του έρχεται ξανά αντιμέτωπος με τη φτώχεια, ζει μεγάλους έρωτες, χάνει αγαπημένα του πρόσωπα, προσπαθεί να ξεκαθαρίσει γεγονότα από το παρελθόν του, ωριμάζει μέσα από τις αντιξοότητες της ζωής. Τελικά όμως έρχεται το πλήρωμα του χρόνου που όλα αποκαθίστανται και ο Ντέιβιντ κερδίζει την ισορροπία και την ευτυχία. Το διάσημο βιβλίο του Ντίκενς βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς και ο ίδιος ο συγγραφέας, καταγόμενος από φτωχή οικογένεια, αναγκάστηκε να αφήσει μικρός το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο και στη συνέχεια στράφηκε στη συγγραφή. Ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ είναι ίσως η πιο γνωστή και αγαπημένη ιστορία ωρίμανσης και ενηλικίωσης.
Τα χρόνια που διαμόρφωσαν τον Ντίκενς συμπίπτουν με την πιο καθοριστική περίοδο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού, τον οποίο μάλιστα θα βιώσει στο παγκόσμιο επίκεντρό του, το μητροπολιτικό Λονδίνο: Όταν ο Ντίκενς άρχισε να γράφει, οι συγκοινωνίες διεξάγονταν παντού με άμαξες, στον Λονδίνο έφτανε ακόμη ο απόηχος της ηρωικής δράσης αλλά και της απώλειας του Μπάιρον στην ελληνική επανάσταση, στα 1833 καταργείται η δουλεία στις βρετανικές αποικίες, ενώ λίγες δεκαετίες αργότερα είχε καθιερωθεί πια ο σιδηρόδρομος, οι εταιρείες βρίσκονται εισηγμένες στο χρηματιστήριο, με τη συνακόλουθη κερδοσκοπία, οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις είναι στο προσκήνιο -στην πραγματικότητα ο Ντίκενς ποτέ δεν είδε με συμπάθεια τον συνδικαλισμό των εργατών.
Τις δεκαετίες του '40 και του '50 ο Ντίκενς γνώρισε τη λογοτεχνική αποκατάσταση, με τη συμβολή μελετητών όπως ο Έντμουντ Γουίλσον. Αυτή η επανεκτίμηση συνεχίστηκε έως το τέλος του εικοστού αιώνα, καθώς ιστορικοί και κριτικοί εκπονούν μελέτες πάνω στην εξέλιξη του βικτωριανού καπιταλισμού, μολονότι αναγνωρίζουν ότι ο ίδιος ο Ντίκενς δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική. Δεν υπάρχει, γράφει ο Όργουελ, η έννοια της ιστορικής αναγκαιότητας στο έργο του Ντίκενς. Κανένας συγγραφέας δεν θα μπορούσε να συνδυάσει τέτοια έλλειψη στόχων με τόσο μεγάλη ζωντάνια».
Ο Τζώρτζ Όργουελ θεωρούσε πως ο Ντίκενς είναι ένας συγγραφέας που οι πάντες έχουν ιδιοποιηθεί «καθολικοί, μαρξιστές και κυρίως συντηρητικοί». Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθαν στο προσκήνιο οι Ρώσοι συγγραφείς, οι οποίοι θεωρήθηκαν ανώτεροι λογοτεχνικά του Ντίκενς. Εκείνοι όμως είχαν διαφορετική γνώμη: Ο Τουργκένιεφ επαινούσε τον Ντίκενς, ενώ ο Τολστόι έλεγε γι' αυτόν: «Όλοι οι χαρακτήρες του είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόση ζωντάνια τους έχει γράψει». Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από συγκεκριμένους χαρακτήρες του Άγγλου συγγραφέα...