Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και ποιητής, Ζαν Μπατίστ Ποκελέν, το πραγματικό όνομά του. Θεωρείται ο δημιουργός της «υψηλής κωμωδίας», που έθεσε τα θεμέλια της ρεαλιστικής δραματουργίας, καθώς τα έργα του ήταν καθρέφτης όλων των στρωμάτων της κοινωνίας. Ο λόγος του Μολιέρου, οι ήρωες των έργων και η διαπλοκή τους αναδεικνύουν εκτός από έναν έξοχο μάστορα της σκηνής και έναν καλλιτέχνη εμπνευσμένο από την αναγεννησιακή παράδοση του γαλλικού λαϊκού θεάτρου και τις προοδευτικές ιδέες του ουμανισμού. Από τα πρώτα του έργα («Ο απερίσκεπτος» και «Ερωτικό πείσμα») μέχρι τους απαράμιλλους «Φιλάργυρο», «Αρχοντοχωριάτη», «Κατά φαντασίαν ασθενή» και «Ταρτούφο» ο Μολιέρος κατάφερε από τη μια μεριά να «ξεφωνίσει» τον φαρισαϊσμό των ευγενών και της αστικής κοινωνίας και από την άλλη να ενσαρκώσει το πνεύμα, την ενεργητικότητα και την αισιοδοξία των λαϊκών μαζών. Ειδικά στον «Ταρτούφο», τον «Δον Ζουάν» και τον «Μισάνθρωπο» που ακολούθησαν, οι ήρωες του Μολιέρου είναι εξαιρετικά δημοφιλή κοινωνικά πρότυπα που σαρκάζουν, αποκαλύπτουν και κατατροπώνουν τη θεοσέβεια που εκφράζεται με υποκριτική φιλανθρωπία, την πνευματική χρεοκοπία και τον ωμό κυνισμό της αριστοκρατίας. Λίγο νωρίτερα δε με το έργο «Το σχολείο των συζύγων» ο Μολιέρος είχε ξεσηκώσει το δημοκρατικό κοινό των παραστάσεων εναντίον των αυταρχικών και δεσποτικών αριστοκρατών. Πεδίο έμπνευσης και δράσης του πρωτοποριακού θεατρικού συγγραφέα ήταν αρχικά το Παρίσι, όπου διώχτηκε και φυλακίστηκε επειδή χρεοκόπησε οικονομικά και κατόπιν η Λυών, από την οποία οργάνωσε πολλές παραστάσεις στην επαρχία. Η επιτυχία που γνώρισε τον έφερε και πάλι στο Παρίσι, όπου πια μεγαλούργησε. Μέσα σε 15 χρόνια έγραψε 20 σπουδαίες κωμωδίες, τις σκηνοθέτησε και σε πολλές φόρεσε τα κοστούμια πρωταγωνιστών. Γνώρισε τη δόξα από τον λαό, τον φθόνο από τους ισχυρούς και τον αφορισμό από τον Πάπα.
Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασσικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασσικισμού. Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής. Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προόριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ένα Ιησουητικό κολέγιο στο Παρίσι. Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο. Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες (είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή) άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην Δυτική και στην Νότια Γαλλία.
Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα. Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του "Οι γελοίες κομψές κυρίες", το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.
Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα. Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του "Οι γελοίες κομψές κυρίες", το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.
Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο "Το σχολείο των γυναικών". Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θίασου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την Πριγκίπισσα της Ελίδας (La Princesse d'Élide), τον Γάμο με το στανιό,τους Εκνευριστικούς και τον Ταρτούφο (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία, ο Ταρτούφος, είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση. Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με το συνθέτη Λουλύ και το σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις απ΄ τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε».Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο,ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη. Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στην "παλαιά αυλή",στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661, πριν αναλάβει την εξουσία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση των ευγενών αυτών, κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου.
Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρολ' αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει το Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομα του προς αυτόν από τις 1000 στις 6000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά. Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου. Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε Ο Απατεώνας. όμως ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού,ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του. Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669, όταν η "παλιά Αυλή" είχε αποδυναμωθεί τελείως,και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης, μπόρεσε ο Μολιέρος χωρίς κανένα πρόβλημα πλέον και χωρίς αντιδράσεις, κριτικές και αφορισμούς, να παρουσιάσει επίσημα την θεατρική κωμωδία Ταρτούφος ή ο απατεώνας(Tartuffe, ou l'Imposteur), με τεράστια επιτυχία. Εν τω μεταξύ ξαναασχολήθηκε με το θέμα της υποκρισίας: στα τέλη του 1664,μετά την πρώτη απαγόρευση του Ταρτούφου,συνέγραψε τον Δον Ζουάν, μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών, που στο τέλος καταλήγει στην κόλαση. Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος(Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Αλσέστ, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία. Το 1668,μετά την δεύτερη απαγόρευση του Ταρτούφου,ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε σιγανή κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, στο έργο του Αμφιτρύωνας (Amphitryon). Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος. Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια στης παράστασης «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» κατέρρευσε στην σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου. Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του. Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του ζήτησε από το βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα. Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε εκείνη την μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Père Lachaise. Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.
Ο Μολιέρος αναζητά τους ήρωές του μέσα από την εποχή του. Σπουδάζει το χαρακτήρα, το ήθος, τις επιλογές των προσώπων, τις παρεκκλίσεις τους από το κοινωνικά αποδεκτό. Οι ήρωες του Μολιέρου είναι άτομα παθολογικά, κοινωνικώς ασθενούντα. Κινούμενα εκτός ορίων παράγουν το γέλιο. Ο Μολιέρος επιμένει στο ελάττωμα, το τρωτό σημείο του χαρακτήρα. Αυτό προκαλεί την κριτική του, αυτό παραμορφώνει, για να το διορθώσει με τη δύναμη του γέλιου, απογυμνώνοντας έτσι τον ήρωά του. Ο αριστοτελικός ορισμός της κωμωδίας ως μιμήσεως πράξης φαύλης έχει άμεση σχέση με την μολιερική κωμωδιογραφία.
Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope)
Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού.
Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Αλσεστ, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία. Ο Μολιέρος με τον Μισάνθρωπο δεν σκιαγραφεί μόνο μια κοινωνία κι ένα σύστημα ασκώντας κριτική, αλλά κι έναν ανθρώπινο χαρακτήρα διαχρονικό που αντιτάσσεται στη διάβρωση, τη χυδαιότητα, την υποκρισία, τα ύποπτα συμφέροντα και τον αμοραλισμό. Ασυμβίβαστος επιτίθεται προς όλους και προς όλα εως τη στιγμή που αναγκάζεται να αποχωρήσει απο την κοινωνία αυτή για να μπορέσει "να ζήσει ως τίμιος άνθρωπος". Στον «Μισάνθρωπο» δραματοποιεί την αποστροφή του Αλσέστ προς το συνάνθρωπο, δημιουργώντας ένα γοητευτικό ήρωα, που σαρκάζει τα ελαττώματα των άλλων. Ο Αλσέστ είναι γεμάτος μίσος χωρίς εξαίρεση.
ΑΛΣΕΣΤ (η σχέση του με τους άλλους):…Δεν ξέρω τι μυαλά κουβαλάτε εσύ κι άλλοι που κάνετε τους μοντέρνους, πάντως εγώ τις σιχαίνομαι αυτές τις δήθεν κοινωνικότητες. Γιατί να ξεγοφιάζεσαι στις υποκλίσεις, γιατί να στεγνώνει η γλώσσα σου από τα ψεύτικα λόγια και γιατί να ορκίζεσαι φιλίες με τον ίδιο τρόπο και στους άξιους και τους γελοίους; Τι σας πιάνει όλους εσάς τους μοντέρνους; Γιατί ξοδεύετε λέξεις και συναισθήματα με την ίδια ευκολία στον έντιμο και τον απατεώνα; Η εκδήλωση ψεύτικων αντιδράσεων οικειότητας είναι ειδικότητα της πόρνης, όχι του τίμιου ανθρώπου. Οι αντιδράσεις μας στους άλλους πρέπει να έχουν διαβαθμίσεις: αν δείχνουμε ότι τους εκτιμάμε όλους, είναι σίγουρο πως δεν εκτιμάμε κανέναν. Εσύ τι να πω! Τώρα τελευταία τους αντιμετωπίζεις όλους με τόση διαστροφική κοινωνικότητα, που μου απαγορεύεις να σε θεωρώ και δικό μου φίλο. Εγώ καταδικάζω όποιον θέλει να γίνει αρεστός σε όλους και τους φέρεται με τον ίδιο ευγενικό τρόπο, γιατί θέλω να με ξεχωρίζουν και να μ΄ επιλέγουν γι΄ αυτό που είμαι. (μύθος αισώπου με το Διογένη).
Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού.
Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Αλσεστ, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία. Ο Μολιέρος με τον Μισάνθρωπο δεν σκιαγραφεί μόνο μια κοινωνία κι ένα σύστημα ασκώντας κριτική, αλλά κι έναν ανθρώπινο χαρακτήρα διαχρονικό που αντιτάσσεται στη διάβρωση, τη χυδαιότητα, την υποκρισία, τα ύποπτα συμφέροντα και τον αμοραλισμό. Ασυμβίβαστος επιτίθεται προς όλους και προς όλα εως τη στιγμή που αναγκάζεται να αποχωρήσει απο την κοινωνία αυτή για να μπορέσει "να ζήσει ως τίμιος άνθρωπος". Στον «Μισάνθρωπο» δραματοποιεί την αποστροφή του Αλσέστ προς το συνάνθρωπο, δημιουργώντας ένα γοητευτικό ήρωα, που σαρκάζει τα ελαττώματα των άλλων. Ο Αλσέστ είναι γεμάτος μίσος χωρίς εξαίρεση.
ΑΛΣΕΣΤ (η σχέση του με τους άλλους):…Δεν ξέρω τι μυαλά κουβαλάτε εσύ κι άλλοι που κάνετε τους μοντέρνους, πάντως εγώ τις σιχαίνομαι αυτές τις δήθεν κοινωνικότητες. Γιατί να ξεγοφιάζεσαι στις υποκλίσεις, γιατί να στεγνώνει η γλώσσα σου από τα ψεύτικα λόγια και γιατί να ορκίζεσαι φιλίες με τον ίδιο τρόπο και στους άξιους και τους γελοίους; Τι σας πιάνει όλους εσάς τους μοντέρνους; Γιατί ξοδεύετε λέξεις και συναισθήματα με την ίδια ευκολία στον έντιμο και τον απατεώνα; Η εκδήλωση ψεύτικων αντιδράσεων οικειότητας είναι ειδικότητα της πόρνης, όχι του τίμιου ανθρώπου. Οι αντιδράσεις μας στους άλλους πρέπει να έχουν διαβαθμίσεις: αν δείχνουμε ότι τους εκτιμάμε όλους, είναι σίγουρο πως δεν εκτιμάμε κανέναν. Εσύ τι να πω! Τώρα τελευταία τους αντιμετωπίζεις όλους με τόση διαστροφική κοινωνικότητα, που μου απαγορεύεις να σε θεωρώ και δικό μου φίλο. Εγώ καταδικάζω όποιον θέλει να γίνει αρεστός σε όλους και τους φέρεται με τον ίδιο ευγενικό τρόπο, γιατί θέλω να με ξεχωρίζουν και να μ΄ επιλέγουν γι΄ αυτό που είμαι. (μύθος αισώπου με το Διογένη).
Ο Μολιέρος με τον Μισάνθρωπο δεν σκιαγραφεί μόνο μια κοινωνία κι ενα σύστημα ασκώντας κριτική,αλλα κι εναν ανθρώπινο χαρακτήρα διαχρονικό που αντιτάσσεται στη διάβρωση, τη χυδαιότητα, την υποκρισία, τα ύποπτα συμφέροντα και τον αμοραλισμό. Ασυμβίβαστος επιτίθεται προς όλους και προς όλα εως τη στιγμή που αναγκάζεται να αποχωρήσει απο την κοινωνία αυτή για να μπορέσει "να ζήσει ως τίμιος άνθρωπος".
Στον Μισάνθρωπο ο κωμωδοποιός σοβαρεύεται,ο δημιουργός του Σγαναρέλου φοραει την μασκα του τραγικού ήρωα που πορεύεται στον δρόμο της απόλυτης μοναξιάς και της απόλυτης ελευθερίας.
Ο αυτοβιογραφικός Μισάνθρωπος-Μολιέρος αποτελεί ενα σύμβολο τέλειας μοναξιάς μέσα σε μια πινακοθήκη προσώπων όπως ο Άμλετ και ο Φάουστ ή στο νεώτερο θέατρο ο Στόκμαν στον Εχθρό του λαού.
Στον Μισάνθρωπο ο κωμωδοποιός σοβαρεύεται,ο δημιουργός του Σγαναρέλου φοραει την μασκα του τραγικού ήρωα που πορεύεται στον δρόμο της απόλυτης μοναξιάς και της απόλυτης ελευθερίας.
Ο αυτοβιογραφικός Μισάνθρωπος-Μολιέρος αποτελεί ενα σύμβολο τέλειας μοναξιάς μέσα σε μια πινακοθήκη προσώπων όπως ο Άμλετ και ο Φάουστ ή στο νεώτερο θέατρο ο Στόκμαν στον Εχθρό του λαού.
Ο Μολιέρος υποπτεύθηκε πως ένας απόλυτα αρνητικός τύπος θα ήταν για την κωμωδία καταστροφή και γι΄ αυτό τον έκανε τρωτό στον έρωτα. Και ως ερωτευμένος με πρόσωπο που συγκεντρώνει κάθετι από τα αρνητικά που μισεί, γίνεται γελοίος.
ΑΛΣΕΣΤ (πως ορίζει τον έρωτα): Ο έρωτας που νιώθω για τη νεαρή χήρα κάθε άλλο παρά με τυφλώνει. Βλέπω τα ελαττώματά της και, παρόλο το πάθος μου γι΄ αυτήν, είμαι ο πρώτος που τα κατακρίνω. Βέβαια, της έχω μεγάλη αδυναμία, γιατί είναι τόσο χαριτωμένη που, όσα τρωτά κι αν έχει, βρίσκει τρόπους υπέροχους να τα καλύπτει. Όμως κι εγώ έχω τόση φλόγα μέσα μου γι΄ αυτήν, που θα κάψει στην ψυχή της όλα τα ελαττώματα και θα την ξανακάνει άσπιλη.
ΑΛΣΕΣΤ (απευθυνόμενος την αγαπημένη του Σελιμέν): …Το μόνο που είπα είναι να κρατάτε την καρδιά σας λιγότερο εύκολη και να δείχνετε πιο αυστηρή. Ξέρω πως, όπου πάτε, γοητεύετε τους άντρες, εκείνοι σας πλησιάζουν, κι εσείς δεν τους αποθαρρύνετε. Αντίθετα, τους δίνετε ελπίδες κι εκείνοι μαζεύονται γύρω σας, όλο και περισσότεροι κάθε φορά. Νομίζω πως, αν η φιλαρέσκειά σας ήταν πιο συγκρατημένη, οι θαυμαστές γύρω σας θα μειώνονταν. Αλήθεια, κυρία μου, πείτε μου τι έχει πάνω ο τυχερός Κλιτάντρ και σας αρέσει τόσο; Γιατί δείχνετε να τον εκτιμάτε; Μήπως σας μάγεψε το μακρύ νύχι στο μικρό του δάχτυλο; Μήπως σα θάμπωσε η πανάκριβη ξανθή περούκα του; Μήπως γοητευτήκατε απ΄ τις δαντέλες του και τις κορδέλες του; Μήπως σας κατάκτησε με τα μοντέρνα ρούχα του; Μήπως σας συγκίνησε το γαργαρό του γέλιο και η ψιλή φωνούλα του; Πάντως, του δείχνετε αδυναμία!
Και στο τέλος η νεαρή χήρα προδίδει τον Αλσέστ. Χωρίς αμφιβολία ο τύπος αυτός δραματουργικά μπορεί να είναι τραγικός, όπως και ο Τίμων ο Αθηναίος του Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ όμως παρουσίασε τη μισανθρωπία του ήρωά του ως προδοσία από τη φιλία. Η εξέγερση του Αλσέστ όμως είναι ένα κάμωμα, ένα σκέρτσο, μια ιδιοτροπία, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι αιτίες που την προκαλούν είναι ανύπαρκτες. Ο Αλσέστ είναι αλαζόνας. Γι΄ αυτό είναι ένας κωμικός τύπος.
ΑΛΣΕΣΤ(προδομένος): Μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε! Κανονικά, έπρεπε να είστε κατακόκκινη από ντροπή. Ξέρω πως με προδώσατε, κι έχω αποδείξεις αυτής της άθλιας απιστίας σας! Να γιατί είμαι τόσο ταραγμένος. Οι φριχτές μου υποψίες, που τις ονομάζατε αδικαιολόγητες, αποδείχτηκαν αληθινές. Παρ΄ όλες τις διαβεβαιώσεις, εμένα κάποιο προαίσθημα μού έλεγε να φοβάμαι. Βέβαια, μη φανταστείτε πως θ΄ ανεχτώ την προσβολή που μου κάνατε: σίγουρα θα εκδικηθώ! Ξέρω πως τα αισθήματα κανένας δεν τα εξουσιάζει, γιατί πάντα η καρδιά βρίσκει τον τρόπο να κάνει το δικό της. Εάν, λοιπόν, ήσασταν ειλικρινής μαζί μου, το θέμα θα είχε τελειώσει: αν είχατε απορρίψει το αίσθημά μου, δεν θα είχα τώρα λόγο να είμαι θυμωμένος μαζί σας. Όμως εσείς υποκρινόσασταν, κάνατε πως δεχόσασταν το πάθος μου: αυτό είναι δολιότητα, είναι προδοσία! Τώρα που η λογική δεν ελέγχει πια τις πράξεις μου, δεν ξέρω πού θα μ΄ οδηγήσει ο θυμός μου! Ο μολιερικός Αλσέστ φτάνει με τη συμπεριφορά του στα άκρα, αρνούμενος όχι μόνο τους φίλους του, αλλά και την Σελιμέ, με την οποία είναι ερωτευμένος, για να καταλήξει στο τέλος αναχωρητής και μόνος.
ΑΛΣΕΣΤ (πως ορίζει τον έρωτα): Ο έρωτας που νιώθω για τη νεαρή χήρα κάθε άλλο παρά με τυφλώνει. Βλέπω τα ελαττώματά της και, παρόλο το πάθος μου γι΄ αυτήν, είμαι ο πρώτος που τα κατακρίνω. Βέβαια, της έχω μεγάλη αδυναμία, γιατί είναι τόσο χαριτωμένη που, όσα τρωτά κι αν έχει, βρίσκει τρόπους υπέροχους να τα καλύπτει. Όμως κι εγώ έχω τόση φλόγα μέσα μου γι΄ αυτήν, που θα κάψει στην ψυχή της όλα τα ελαττώματα και θα την ξανακάνει άσπιλη.
ΑΛΣΕΣΤ (απευθυνόμενος την αγαπημένη του Σελιμέν): …Το μόνο που είπα είναι να κρατάτε την καρδιά σας λιγότερο εύκολη και να δείχνετε πιο αυστηρή. Ξέρω πως, όπου πάτε, γοητεύετε τους άντρες, εκείνοι σας πλησιάζουν, κι εσείς δεν τους αποθαρρύνετε. Αντίθετα, τους δίνετε ελπίδες κι εκείνοι μαζεύονται γύρω σας, όλο και περισσότεροι κάθε φορά. Νομίζω πως, αν η φιλαρέσκειά σας ήταν πιο συγκρατημένη, οι θαυμαστές γύρω σας θα μειώνονταν. Αλήθεια, κυρία μου, πείτε μου τι έχει πάνω ο τυχερός Κλιτάντρ και σας αρέσει τόσο; Γιατί δείχνετε να τον εκτιμάτε; Μήπως σας μάγεψε το μακρύ νύχι στο μικρό του δάχτυλο; Μήπως σα θάμπωσε η πανάκριβη ξανθή περούκα του; Μήπως γοητευτήκατε απ΄ τις δαντέλες του και τις κορδέλες του; Μήπως σας κατάκτησε με τα μοντέρνα ρούχα του; Μήπως σας συγκίνησε το γαργαρό του γέλιο και η ψιλή φωνούλα του; Πάντως, του δείχνετε αδυναμία!
Και στο τέλος η νεαρή χήρα προδίδει τον Αλσέστ. Χωρίς αμφιβολία ο τύπος αυτός δραματουργικά μπορεί να είναι τραγικός, όπως και ο Τίμων ο Αθηναίος του Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ όμως παρουσίασε τη μισανθρωπία του ήρωά του ως προδοσία από τη φιλία. Η εξέγερση του Αλσέστ όμως είναι ένα κάμωμα, ένα σκέρτσο, μια ιδιοτροπία, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι αιτίες που την προκαλούν είναι ανύπαρκτες. Ο Αλσέστ είναι αλαζόνας. Γι΄ αυτό είναι ένας κωμικός τύπος.
ΑΛΣΕΣΤ(προδομένος): Μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε! Κανονικά, έπρεπε να είστε κατακόκκινη από ντροπή. Ξέρω πως με προδώσατε, κι έχω αποδείξεις αυτής της άθλιας απιστίας σας! Να γιατί είμαι τόσο ταραγμένος. Οι φριχτές μου υποψίες, που τις ονομάζατε αδικαιολόγητες, αποδείχτηκαν αληθινές. Παρ΄ όλες τις διαβεβαιώσεις, εμένα κάποιο προαίσθημα μού έλεγε να φοβάμαι. Βέβαια, μη φανταστείτε πως θ΄ ανεχτώ την προσβολή που μου κάνατε: σίγουρα θα εκδικηθώ! Ξέρω πως τα αισθήματα κανένας δεν τα εξουσιάζει, γιατί πάντα η καρδιά βρίσκει τον τρόπο να κάνει το δικό της. Εάν, λοιπόν, ήσασταν ειλικρινής μαζί μου, το θέμα θα είχε τελειώσει: αν είχατε απορρίψει το αίσθημά μου, δεν θα είχα τώρα λόγο να είμαι θυμωμένος μαζί σας. Όμως εσείς υποκρινόσασταν, κάνατε πως δεχόσασταν το πάθος μου: αυτό είναι δολιότητα, είναι προδοσία! Τώρα που η λογική δεν ελέγχει πια τις πράξεις μου, δεν ξέρω πού θα μ΄ οδηγήσει ο θυμός μου! Ο μολιερικός Αλσέστ φτάνει με τη συμπεριφορά του στα άκρα, αρνούμενος όχι μόνο τους φίλους του, αλλά και την Σελιμέ, με την οποία είναι ερωτευμένος, για να καταλήξει στο τέλος αναχωρητής και μόνος.