Κανένα έργο δεν κατάφερε να μας δώσει την ποιητική του χρόνου, που μέσω της περίπλοκης και διαβρωτικής γραφής του Προυστ μεταμορφώνεται σε ποιητική της ίδιας της ζωής. Το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι και ο απόλυτος ύμνος σε ό,τι αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ της μυθοπλασίας και της γοητείας: τη φαντασία, η οποία αναδεικνύοντας τα βαθύτερα κοιτάσματα της ευαισθησίας γίνεται στο τέλος πραγματική.
Λίγες μέρες προτού κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις B. Grasset, και με προσωπικά έξοδα του συγγραφέα, η πρώτη ενότητα του "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο", ο Μαρσέλ Προυστ παραχωρεί μια συνέντευξη στο δημοσιογράφο Elie-Joseph Bois: "Δημοσιεύω μόνο το "Από τη μεριά του Σουάν", τον πρώτο τόμο ενός μυθιστορήματος που φέρει τον γενικό τίτλο "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". Θα ήθελα να δημοσιεύσω όλο το έργο μαζί· όμως στις μέρες μας δεν εκδίδονται πλέον πολύτομα έργα. Είμαι όπως κάποιος που έχει έναν τοιχοτάπητα πολύ μεγάλο για τα σημερινά διαμερίσματα και που υποχρεώθηκε να τον τεμαχίσει. Μερικοί νέοι συγγραφείς, που συμπαθώ άλλωστε τις ιδέες τους, συνιστούν, αντίθετα, σύντομη δράση και λίγα πρόσωπα. Η αντίληψή μου δεν είναι αυτή για το μυθιστόρημα. [...]" Ο Παύλος Ζάννας παρουσίασε την ενότητα "Από τη μεριά του Σουάν" με τα ακόλουθα λόγια: "Το Κομπραί (Combray) είναι μια μικρή πόλη όπου εντοπίζονται οι πρώτες παιδικές αναμνήσεις του αφηγητή. Από εδώ ξεκινά η αναζήτηση του χαμένου χρόνου, από τούτο τον κόσμο ο οποίος γίνεται ξαφνικά προσιτός με τη ασύνειδη μνήμη καθώς οι εικόνες, οι ήχοι και τ' αρώματα μιας περασμένης εποχής ζωντανεύουν απρόβλεπτα μέσα από τη γεύση μιας μαντλέν βουτηγμένης σ' ένα φλιτζάνι τσάι. Αυτή η κίνηση της μνήμης θα καθορίσει όλη την πορεία του έργου. [...]"
Το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" είναι ένα βιβλίο που πολλοί θα ήθελαν να διαβάσουν λίγοι όμως έχουν διαβάσει κάποιον από τους τόμους και ακόμη λιγότεροι έχουν ολοκληρώσει το πολύτομο αυτό λογοτεχνικό έργο. Εύκολα όμως κάποιος θα το κατάτασσε στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ακόμη κι εκείνος που δεν το έχει διαβάσει. Ο Προυστ ξεκίνησε να δημιουργεί το έργο του το 1909 και αναγκάστηκε να σταματήσει την επεξεργασία του το 1922 εξαιτίας της ασθένειας του.Το πολύτομο, πυκνογραμμένο αριστούργημα ξεκινά με αυτές τις λέξεις: "Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν' αναλογιστώ: "Με παίρνει ο ύπνος". Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν' αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε˙ ήθελα να ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμη στα χέρια μου και να σβήσω το φως˙ δεν είχα πάψει, όσο κοιμόμουν, να κάνω συλλογισμούς πάνω σ' ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο˙ είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησία, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου 1ου και του Καρόλου Κουίντου." . Αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας και περιλαμβάνει επτά τμήματα με τους τίτλους: 1) Από τη μεριά του Σουάν, 2) Στη σκιά των κοριτσιών με τα λουλούδια, 3) Από τη μεριά των Γκερμάν, 4) Σόδομα και Γόμορα, 5) Η αιχμάλωτη, 6) Η χαμένη Αλμπερτίν, 7) Ο χρόνος που ξαναβρέθηκε. Στο έργο του αυτό εμφανίζονται θέματα της θλιμμένης νοσταλγίας του για την παιδική ηλικία, του έρωτα, της ζήλιας και του υπαινικτικού χαρακτήρα μερικών «στιγμών» που φαίνονται να ανοίγουν μία μυστηριώδη προοπτική προς μία απόλυτη πραγματικότητα.
Μια ακόμη αναπόληση: "Όσο η παραμαγείρισα (...) σερβίριζε καφέ που, καθώς έλεγε η μαμά, δεν ήταν παρά ζεστό νερό, κι ύστερ' ανέβαζε στα δωμάτια μας ζεστό νερό που ήταν μόλις χλιαρό, εγώ ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, μ' ένα βιβλίο στο χέρι, στο δωμάτιό μου προστάτευε τρεμουλιάζοντας τη διάφανη κι εύθραυστη δροσιά του από τον απογευματινό ήλιο πίσω απ' τα σχεδόν κλειστά πατζούρια του, από μια ανταύγεια της μέρας είχε ωστόσο βρει τρόπο να περάσει τα κίτρινα φτερά της, και στεκόνταν ακίνητη ανάμεσα στα ξύλο και στο τζάμι, σε μια γωνιά, σαν καθισμένη πεταλούδα. Έφεγγε μόλις για να διαβάσω, και την αίσθηση της μεγαλοπρέπειας του φωτός μου την έδιναν μόνο τα χτυπήματα του Καμύ (...), καθώς χτυπούσε στην οδό του Πρεσβυτερείου, τα σκονισμένα κιβώτια "
Μια ακόμη αναπόληση: "Όσο η παραμαγείρισα (...) σερβίριζε καφέ που, καθώς έλεγε η μαμά, δεν ήταν παρά ζεστό νερό, κι ύστερ' ανέβαζε στα δωμάτια μας ζεστό νερό που ήταν μόλις χλιαρό, εγώ ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, μ' ένα βιβλίο στο χέρι, στο δωμάτιό μου προστάτευε τρεμουλιάζοντας τη διάφανη κι εύθραυστη δροσιά του από τον απογευματινό ήλιο πίσω απ' τα σχεδόν κλειστά πατζούρια του, από μια ανταύγεια της μέρας είχε ωστόσο βρει τρόπο να περάσει τα κίτρινα φτερά της, και στεκόνταν ακίνητη ανάμεσα στα ξύλο και στο τζάμι, σε μια γωνιά, σαν καθισμένη πεταλούδα. Έφεγγε μόλις για να διαβάσω, και την αίσθηση της μεγαλοπρέπειας του φωτός μου την έδιναν μόνο τα χτυπήματα του Καμύ (...), καθώς χτυπούσε στην οδό του Πρεσβυτερείου, τα σκονισμένα κιβώτια "
To μυθιστόρημα του Προυστ συνδέει το κλασσικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα με τον μοντερνισμό του 20ου. Κυρίαρχος ρόλος στο έργο είναι το αφηγηματικό "εγώ". Ο αφηγητής ήρωας αναρωτιέται ποιος είναι και πού βρίσκεται, καθώς αφυπνίζεται με κόπο. Προσπαθεί να αναπλάσει τη ζωή του με την ανάμνηση δωματίων και σπιτιών που γνώρισε παλαιότερα. Απελευθερώνονται τότε αθέλητα οι πιο κρυφές αναμνήσεις του, που ζωντανεύουν μια ζωή απλή, κοινή, γεμάτη όμως προσωπικά δράματα. Προσμονές και απογοητεύσεις : λατρεία και στέρηση της μητέρας, παρουσία και αργότερα θάνατος της γιαγιάς, ανακάλυψη του έρωτα, της ζήλιας, της απουσίας και της εξαφάνισης του αγαπημένου προσώπου, γνωριμίες με τους κόσμους της τέχνης, της αριστοκρατίας, διαστροφές, σνομπισμός και κοσμικότητας, λύτρωση μέσα από την τέχνη. Ο αφηγητής θέλει να γίνει συγγραφέας και αναβάλλει συνεχώς το γράψιμο, αναζητώντας το θέμα του βιβλίου που θα γράψει. Το ανακαλύπτει στο τέλος της αφήγησης μέσα από τις αναμνήσεις που τη συνθέτουν. Κι έτσι η αναζήτηση ταυτίζεται με τη γραφή του βιβλίου: ο χαμένος χρόνος ξανακερδίζεται. Η τεράστια αυτή σύνθεση που καλύπτει την πολιτική και κοινωνική ζωή της Γαλλίας από το 1870 ως το 1922 περίπου, έχει όλα τα στοιχεία μια μυθιστορηματικής βιογραφίας αλλά υποτάσσεται σε μια αυστηρή αφηγηματική τεχνική κι ένα ύφος που, στον Προυστ, ορίζεται από τη χρήση της μεταφοράς. Το έργο του Προυστ σχολιάζεται καθώς γεννιέται. Γιατί είναι μαζί αυτοβιογραφία, μυθιστόρημα, δοκίμιο. Το έργο του έχει προκαλέσει ένα τεράστιο αριθμό από αναλυτικές εργασίες και συνθετικές μελέτες επιβεβαιώνοντας έτσι τη σημασία ενός μυθιστορήματος που μπορεί να θεωρηθεί το πιο σημαντικό του αιώνα.
Κοσμολογικό ποίημα
Κοσμολογικό ποίημα, δαντικό και σαιξπηρικό ταυτοχρόνως χαρακτηρίζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό κανόνα θεωρώντας το μεγαλύτερο επίτευγμα ακόμη και από τον Οδυσσέα του Τζόις. «Κανείς μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την πληθώρα και τη ζωντάνια των χαρακτήρων του» αποφαίνεται. Και ένας σπουδαίος πεζογράφος, ο Γκράχαμ Γκριν, ο οποίος δεν παρουσιάζει καμία συγγένεια με τον Προυστ, έλεγε ότι, καθώς ο Τολστόι υπήρξε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, ο Προυστ ήταν αντίστοιχα ο μεγαλύτερος του 20ού. Οι έπαινοι αποκτούν πρόσθετη σημασία όχι μόνο όταν προέρχονται από τους κορυφαίους αλλά και όταν δεν υπάρχουν ενστάσεις σχεδόν ούτε για τα επί μέρους. Ακόμη και ο εξαιρετικά αυστηρός και συχνά ιδιότροπος στις κρίσεις του Ναμπόκοφ, ο οποίος δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση αναστήματα όπως του Μπαλζάκ ή του Ντοστογέφσκι, μόνο ύμνους είχε για τον Προυστ. Αν μάλιστα κάποιος αποφασίσει να προβεί σε συγκρίσεις, δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει τις επιδράσεις του μεγάλου γάλλου συγγραφέα στο έργο του ιδιοφυούς Ρώσου, ιδίως στην πρώιμη αυτοβιογραφία του με τίτλο Μίλησε, μνήμη. Ο Ζαν Ζενέ, όταν ήταν φυλακισμένος και έπεσε στα χέρια του ο πρώτος τόμος τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αποφάσισε μετά την ανάγνωσή του να γίνει ένα είδος Προυστ της υποκοινωνίας και έτσι έγραψε το μυθιστόρημά του Η Παναγία των λουλουδιών. Λέμε «έπεσε στα χέρια του» γιατί ήταν ένα βιβλίο που κανένας άλλος φυλακισμένος δεν ήθελε να δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της φυλακής.
Κοσμολογικό ποίημα, δαντικό και σαιξπηρικό ταυτοχρόνως χαρακτηρίζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό κανόνα θεωρώντας το μεγαλύτερο επίτευγμα ακόμη και από τον Οδυσσέα του Τζόις. «Κανείς μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την πληθώρα και τη ζωντάνια των χαρακτήρων του» αποφαίνεται. Και ένας σπουδαίος πεζογράφος, ο Γκράχαμ Γκριν, ο οποίος δεν παρουσιάζει καμία συγγένεια με τον Προυστ, έλεγε ότι, καθώς ο Τολστόι υπήρξε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, ο Προυστ ήταν αντίστοιχα ο μεγαλύτερος του 20ού. Οι έπαινοι αποκτούν πρόσθετη σημασία όχι μόνο όταν προέρχονται από τους κορυφαίους αλλά και όταν δεν υπάρχουν ενστάσεις σχεδόν ούτε για τα επί μέρους. Ακόμη και ο εξαιρετικά αυστηρός και συχνά ιδιότροπος στις κρίσεις του Ναμπόκοφ, ο οποίος δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση αναστήματα όπως του Μπαλζάκ ή του Ντοστογέφσκι, μόνο ύμνους είχε για τον Προυστ. Αν μάλιστα κάποιος αποφασίσει να προβεί σε συγκρίσεις, δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει τις επιδράσεις του μεγάλου γάλλου συγγραφέα στο έργο του ιδιοφυούς Ρώσου, ιδίως στην πρώιμη αυτοβιογραφία του με τίτλο Μίλησε, μνήμη. Ο Ζαν Ζενέ, όταν ήταν φυλακισμένος και έπεσε στα χέρια του ο πρώτος τόμος τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αποφάσισε μετά την ανάγνωσή του να γίνει ένα είδος Προυστ της υποκοινωνίας και έτσι έγραψε το μυθιστόρημά του Η Παναγία των λουλουδιών. Λέμε «έπεσε στα χέρια του» γιατί ήταν ένα βιβλίο που κανένας άλλος φυλακισμένος δεν ήθελε να δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της φυλακής.
Το απέρριψε ο Ζιντ
Και όμως το αριστούργημα αυτό στην αρχή δεν είχε την υποδοχή που του άξιζε. Αρκετοί εκδότες απέρριψαν τον πρώτο τόμο. Ανάμεσά τους και ο νέος σχετικά - αλλά ήδη με μεγάλο κύρος - οίκος της Nouvelle Revue Francaise, ο οποίος ανέθεσε στον Ζιντ να το διαβάσει και να αποφανθεί. Ο τελευταίος το βρήκε επιφανειακό και το απέρριψε (έχουν μάλιστα διατυπωθεί εικασίες πως τον τρόμαξε ο όγκος του και δεν το διάβασε καν), για να μετανιώσει αργότερα και να ομολογήσει ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της ζωής του. Ο Προυστ ανέθεσε την έκδοση του πρώτου τόμου στον οίκο Γκρασέ και πλήρωσε ο ίδιος τα έξοδα της εκτύπωσης. Και όταν λίγο αργότερα ήλθε η επιτυχία - το 1919 ο συγγραφέας τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ -, εκείνος παρέμεινε πιστός στον Γκρασέ και απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις άλλων εκδοτών (ανάμεσά τους και του Γκαλιμάρ). Η επίδραση του Προυστ ήταν σχεδόν καταλυτική στο έργο της Βιρτζίνια Γουλφ. «Αχ και να μπορούσα να γράφω έτσι» έλεγε - και αυτό δεν είναι κάτι που ομολογουν συχνά συγγραφείς του δικού της διαμετρήματος. Διάφοροι ψυχαναλυτές έχουν «ανακαλύψει» όψιμα φροϊδικές αναπτύξεις των επί μέρους ιστοριών που συνθέτουν το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αλλά ούτε ο Φρόιντ ούτε ο Προυστ είχαν διαβάσει ο ένας το έργο του άλλου. Οι υπερρεαλιστές πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν ποιητές, και αυτή η ιδέα όμως δεν ήταν νέα. Υπήρχε στον Προυστ που υποστήριζε πως υπό προϋποθέσεις οι πάντες μπορούν να παραγάγουν τέχνη. Με την έννοια αυτή το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι ένα βιβλίο «ολιστικό» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που είναι της μόδας ανάμεσα στους σημερινούς κοινωνιολόγους). Αλλά ταυτοχρόνως, πέραν της ανεπανάληπτης ατμόσφαιρας που δημιουργεί, δεν έχει καμία σχέση με τα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Το κάθε περιστατικό, η κάθε λεπτομέρεια, βαραίνει το ίδιο μέσα στην αφήγηση. Γι' αυτό και είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται «διαγωνίως». Αν ο αναγνώστης παρακάμψει σελίδες για να δει κατά το κοινώς λεγόμενο «τι γίνεται παρακάτω», θα χάσει κάθε επαφή με την ίδια την αφήγηση.
Ποιητική του χρόνου
Το έργο-ποταμός του Προυστ, που θέλησε να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα, προϋποθέτει και τον απόλυτο αναγνώστη. Δηλαδή για να ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωσή του απαιτείται διάστημα τριών μηνών(!), στο οποίο θα ζήσει με τους ήρωες του Προυστ σαν να είναι μέρος μιας ζωής που θα μπορούσε να την έχει ζήσει και ο ίδιος. Η αισθητική θλίψη, η ειρωνεία, το κωμικοτραγικό στοιχείο, ο χειρισμός του θέματος του έρωτα και της ζήλιας, αλλά και της κουλτούρας στο σύνολό της, δεν έχουν παρουσιαστεί σε κανέναν άλλον συγγραφέα στην έκταση, στο βάθος και στην απειρία των αποχρώσεων που παρουσιάζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Θα τολμούσε, επιπλέον, κανείς να πει ότι ο χειρισμός της ακολουθίας και της ανάκλησης (δηλαδή του μυθιστορηματικού χρόνου) είναι πολύ πιο περίπλοκος και κατά τη γνώμη μου γοητευτικότερος από αυτόν που διαπιστώνει κανείς στα έργα του λεγόμενου «εσωτερικού μονολόγου». Κανένα έργο δεν κατάφερε να μας δώσει την ποιητική του χρόνου, που μέσω της περίπλοκης και διαβρωτικής γραφής του Προυστ μεταμορφώνεται σε ποιητική της ίδιας της ζωής. Ας προσθέσουμε καταλήγοντας και την παρατήρηση του Ναμπόκοφ πως το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι και ο απόλυτος ύμνος σε ό,τι αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ της μυθοπλασίας και της γοητείας: τη φαντασία, η οποία αναδεικνύοντας τα βαθύτερα κοιτάσματα της ευαισθησίας γίνεται στο τέλος πραγματική.
Και όμως το αριστούργημα αυτό στην αρχή δεν είχε την υποδοχή που του άξιζε. Αρκετοί εκδότες απέρριψαν τον πρώτο τόμο. Ανάμεσά τους και ο νέος σχετικά - αλλά ήδη με μεγάλο κύρος - οίκος της Nouvelle Revue Francaise, ο οποίος ανέθεσε στον Ζιντ να το διαβάσει και να αποφανθεί. Ο τελευταίος το βρήκε επιφανειακό και το απέρριψε (έχουν μάλιστα διατυπωθεί εικασίες πως τον τρόμαξε ο όγκος του και δεν το διάβασε καν), για να μετανιώσει αργότερα και να ομολογήσει ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της ζωής του. Ο Προυστ ανέθεσε την έκδοση του πρώτου τόμου στον οίκο Γκρασέ και πλήρωσε ο ίδιος τα έξοδα της εκτύπωσης. Και όταν λίγο αργότερα ήλθε η επιτυχία - το 1919 ο συγγραφέας τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ -, εκείνος παρέμεινε πιστός στον Γκρασέ και απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις άλλων εκδοτών (ανάμεσά τους και του Γκαλιμάρ). Η επίδραση του Προυστ ήταν σχεδόν καταλυτική στο έργο της Βιρτζίνια Γουλφ. «Αχ και να μπορούσα να γράφω έτσι» έλεγε - και αυτό δεν είναι κάτι που ομολογουν συχνά συγγραφείς του δικού της διαμετρήματος. Διάφοροι ψυχαναλυτές έχουν «ανακαλύψει» όψιμα φροϊδικές αναπτύξεις των επί μέρους ιστοριών που συνθέτουν το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αλλά ούτε ο Φρόιντ ούτε ο Προυστ είχαν διαβάσει ο ένας το έργο του άλλου. Οι υπερρεαλιστές πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν ποιητές, και αυτή η ιδέα όμως δεν ήταν νέα. Υπήρχε στον Προυστ που υποστήριζε πως υπό προϋποθέσεις οι πάντες μπορούν να παραγάγουν τέχνη. Με την έννοια αυτή το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι ένα βιβλίο «ολιστικό» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που είναι της μόδας ανάμεσα στους σημερινούς κοινωνιολόγους). Αλλά ταυτοχρόνως, πέραν της ανεπανάληπτης ατμόσφαιρας που δημιουργεί, δεν έχει καμία σχέση με τα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Το κάθε περιστατικό, η κάθε λεπτομέρεια, βαραίνει το ίδιο μέσα στην αφήγηση. Γι' αυτό και είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται «διαγωνίως». Αν ο αναγνώστης παρακάμψει σελίδες για να δει κατά το κοινώς λεγόμενο «τι γίνεται παρακάτω», θα χάσει κάθε επαφή με την ίδια την αφήγηση.
Ποιητική του χρόνου
Το έργο-ποταμός του Προυστ, που θέλησε να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα, προϋποθέτει και τον απόλυτο αναγνώστη. Δηλαδή για να ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωσή του απαιτείται διάστημα τριών μηνών(!), στο οποίο θα ζήσει με τους ήρωες του Προυστ σαν να είναι μέρος μιας ζωής που θα μπορούσε να την έχει ζήσει και ο ίδιος. Η αισθητική θλίψη, η ειρωνεία, το κωμικοτραγικό στοιχείο, ο χειρισμός του θέματος του έρωτα και της ζήλιας, αλλά και της κουλτούρας στο σύνολό της, δεν έχουν παρουσιαστεί σε κανέναν άλλον συγγραφέα στην έκταση, στο βάθος και στην απειρία των αποχρώσεων που παρουσιάζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Θα τολμούσε, επιπλέον, κανείς να πει ότι ο χειρισμός της ακολουθίας και της ανάκλησης (δηλαδή του μυθιστορηματικού χρόνου) είναι πολύ πιο περίπλοκος και κατά τη γνώμη μου γοητευτικότερος από αυτόν που διαπιστώνει κανείς στα έργα του λεγόμενου «εσωτερικού μονολόγου». Κανένα έργο δεν κατάφερε να μας δώσει την ποιητική του χρόνου, που μέσω της περίπλοκης και διαβρωτικής γραφής του Προυστ μεταμορφώνεται σε ποιητική της ίδιας της ζωής. Ας προσθέσουμε καταλήγοντας και την παρατήρηση του Ναμπόκοφ πως το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι και ο απόλυτος ύμνος σε ό,τι αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ της μυθοπλασίας και της γοητείας: τη φαντασία, η οποία αναδεικνύοντας τα βαθύτερα κοιτάσματα της ευαισθησίας γίνεται στο τέλος πραγματική.
Βιογραφία
O Mαρσέλ Προυστ (Bαλαντέν-Λουί-Zωρζ-Eζέν-Mαρσέλ) γεννήθηκε στην εξοχή του Οτέιγ, κοντά στο Παρίσι, το 1871. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία. Γόνος πλούσιας, αστικής οικογένειας -ο πατέρας του ήταν φημισμένος γιατρός- δεν άργησε να βρεθεί στο περιβάλλον της υψηλής κοινωνίας της πρωτεύουσας και άρχισε να δημοσιεύει άρθρα κοσμικού περιεχομένου σε διάφορα έντυπα. Εργάστηκε για ένα διάστημα σε βιβλιοθήκη, ώσπου ανακάλυψε την κλίση του στη λογοτεχνία, στην οποία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά, για να καταλήξει τελικά σε πλήρη σχεδόν απομόνωση από τον έξω κόσμο: κοιμόταν την ημέρα και έγραφε τη νύχτα σε ένα δωμάτιο επενδυμένο με φελλό. Ανάμεσα στο 1895 και στο 1899 ασχολήθηκε με ένα μυθιστόρημα που έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1952, με τον τίτλο "Ζαν Σαντέιγ". Έγραψε επίσης ποιήματα, σύντομα αφηγήματα, άρθρα και μεταφράσεις. Ορισμένα από τα αφηγήματα αυτά δημοσιεύτηκαν το 1896 στον τόμο "Τέρψεις και ημέρες", με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και σχέδια της Μαντάμ Λεμαίρ. Η χλιαρή τους υποδοχή από το κοινό και ορισμένα προβλήματα πλοκής τον έκαναν να εγκαταλείψει το μυθιστόρημά του "Ζαν Σαντέιγ", ώσπου, γύρω στο 1907, καταπιάστηκε με τον πολύτομο μυθιστορηματικό κύκλο "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". Ο πρώτος τόμος του κύκλου, "Από τη μεριά του Σουάν", που οι εκδότες τον απέρριπταν ο ένας μετά τον άλλον, εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα το 1913. Ακολούθησαν οι τόμοι "Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών", ο οποίος του χάρισε το βραβείο Γκονκούρ και τη φήμη, το 1918, "Η μεριά του Γκερμάντ", σε δύο τόμους, 1920 και 1921, και "Σόδομα και Γόμορρα", επίσης σε δύο τόμους, 1921 και 1922. Aσθματικός από μικρός, ο Προυστ πεθαίνει από πνευμονία το 1922. Οι τρεις τελευταίοι τόμοι, αν και ολοκληρωμένοι, κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, με την επιμέλεια του αδελφού του Ρομπέρ: "Η φυλακισμένη", 1923, "Η δραπέτις/Η εξαφάνιση της Αλμπερτίν", 1925 και "Ο ξανακερδισμένος χρόνος", 1927. Το 1927 κυκλοφόρησαν τα "Χρονικά", ένας τόμος με δημοσιευμένα άρθρα του. Μετά το θάνατό του, ο Προυστ πήρε γρήγορα τη θέση του ως ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του εικοστού αιώνα κι ένας από τους πιο σημαντικούς κριτικούς της εποχής του. Tο έργο του προκάλεσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από αναλυτικές εργασίες και συνθετικές μελέτες και επηρέασε συγγραφείς όπως οι Τζέιμς Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ, Κλοντ Σιμόν, κ.ά.
O Mαρσέλ Προυστ (Bαλαντέν-Λουί-Zωρζ-Eζέν-Mαρσέλ) γεννήθηκε στην εξοχή του Οτέιγ, κοντά στο Παρίσι, το 1871. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία. Γόνος πλούσιας, αστικής οικογένειας -ο πατέρας του ήταν φημισμένος γιατρός- δεν άργησε να βρεθεί στο περιβάλλον της υψηλής κοινωνίας της πρωτεύουσας και άρχισε να δημοσιεύει άρθρα κοσμικού περιεχομένου σε διάφορα έντυπα. Εργάστηκε για ένα διάστημα σε βιβλιοθήκη, ώσπου ανακάλυψε την κλίση του στη λογοτεχνία, στην οποία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά, για να καταλήξει τελικά σε πλήρη σχεδόν απομόνωση από τον έξω κόσμο: κοιμόταν την ημέρα και έγραφε τη νύχτα σε ένα δωμάτιο επενδυμένο με φελλό. Ανάμεσα στο 1895 και στο 1899 ασχολήθηκε με ένα μυθιστόρημα που έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1952, με τον τίτλο "Ζαν Σαντέιγ". Έγραψε επίσης ποιήματα, σύντομα αφηγήματα, άρθρα και μεταφράσεις. Ορισμένα από τα αφηγήματα αυτά δημοσιεύτηκαν το 1896 στον τόμο "Τέρψεις και ημέρες", με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και σχέδια της Μαντάμ Λεμαίρ. Η χλιαρή τους υποδοχή από το κοινό και ορισμένα προβλήματα πλοκής τον έκαναν να εγκαταλείψει το μυθιστόρημά του "Ζαν Σαντέιγ", ώσπου, γύρω στο 1907, καταπιάστηκε με τον πολύτομο μυθιστορηματικό κύκλο "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". Ο πρώτος τόμος του κύκλου, "Από τη μεριά του Σουάν", που οι εκδότες τον απέρριπταν ο ένας μετά τον άλλον, εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα το 1913. Ακολούθησαν οι τόμοι "Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών", ο οποίος του χάρισε το βραβείο Γκονκούρ και τη φήμη, το 1918, "Η μεριά του Γκερμάντ", σε δύο τόμους, 1920 και 1921, και "Σόδομα και Γόμορρα", επίσης σε δύο τόμους, 1921 και 1922. Aσθματικός από μικρός, ο Προυστ πεθαίνει από πνευμονία το 1922. Οι τρεις τελευταίοι τόμοι, αν και ολοκληρωμένοι, κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, με την επιμέλεια του αδελφού του Ρομπέρ: "Η φυλακισμένη", 1923, "Η δραπέτις/Η εξαφάνιση της Αλμπερτίν", 1925 και "Ο ξανακερδισμένος χρόνος", 1927. Το 1927 κυκλοφόρησαν τα "Χρονικά", ένας τόμος με δημοσιευμένα άρθρα του. Μετά το θάνατό του, ο Προυστ πήρε γρήγορα τη θέση του ως ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του εικοστού αιώνα κι ένας από τους πιο σημαντικούς κριτικούς της εποχής του. Tο έργο του προκάλεσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από αναλυτικές εργασίες και συνθετικές μελέτες και επηρέασε συγγραφείς όπως οι Τζέιμς Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ, Κλοντ Σιμόν, κ.ά.