Ένας πιστός σύζυγος, μια άπιστη σύζυγος, ένας εραστής που στην πρώτη δυσκολία το βάζει στα πόδια και μια οικογένεια που καταστρέφεται. Μια απλή, χιλιοειπωμένη ιστορία. Από το 1857 που πρωτοκυκλοφόρησε το εμβληματικό μυθιστόρημα του Φλομπέρ χιλιάδες βιβλία έχουν γραφτεί με το ίδιο θέμα. Τι έχει λοιπόν η «Μαντάμ Μποβαρί» που ξεχωρίζει; Γιατί θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα στην ιστορία της λογοτεχνίας;
"Η αξία του μυθιστορήματός μου, αν έχει αξία δηλαδή, θα αφορά την εξισορρόπηση πάνω σε τεντωμένο σκοινί, ανάμεσα στις δύο αβύσσους, του λυρισμού και της χυδαιότητας." Φλωμπέρ
Ο Γκιστάβ Φλομπέρ δημοσιεύει την ιστορία της Έμμα Μποβαρί σε συνέχειες, σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Το κείμενο προκαλεί τόσο με το θέμα του (μια επαρχιώτισσα σύζυγος και μητέρα που απατά απροκάλυπτα τον άντρα της) όσο και με το στυλ της γραφής του. Στην Γαλλία ξεσπάει σκάνδαλο, ο Φλομπέρ κατηγορείται ότι προσβάλλει το κοινό θρησκευτικό αίσθημα και τα χρηστά ήθη. Στην δίκη αθωώνεται, αλλά ο θόρυβος που προκαλείται είναι αρκετός για να κάνει τον συγγραφέα διάσημο και το «Μαντάμ Μποβαρί» το πιο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα της εποχής του, ένα αληθινό μπεστ σέλερ που έμεινε στην ιστορία. Τι ήταν όμως εκείνο που ενόχλησε τόσο πολύ την κοινωνία της εποχής;
Ο Φλομπέρ γράφει ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα σε μια εποχή που κυριαρχεί ο ρομαντισμός. Ο συγγραφέας μοιάζει με έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή που καταγράφει με οξυδέρκεια όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Η καταγραφή αυτή μοιάζει πιο αληθινή κι από την ίδια τη ζωή. Από τη μια περιγράφει την υποκρισία και την ανοησία που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία και από την άλλη δείχνει ότι όποιος προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή είναι πιο ανόητος από τους άλλους. Από τη μια είναι ο ρομαντικός συγγραφέας που δείχνει πόσο πεζή μπορεί να είναι η πραγματικότητα, από την άλλη ο ρεαλιστής που φανερώνει πόσο κενό μπορεί να κρύβεται πίσω από τον ρομαντισμό. Όλα στο έργο του Φλομπέρ είναι διφορούμενα: η Έμμα είναι μια γυναίκα με επιθυμίες και όνειρα που αρνείται να συμβιβαστεί με την μικρή ζωή της ή μια αφελής, ανόητη που επηρεασμένη από τα μυθιστορήματα που διαβάζει χάνει οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα;
Η Έμμα αυτοκτόνησε επειδή χρεοκόπησε ή επειδή την ταπείνωσε ο εραστής της; Καταστράφηκε επειδή ακολούθησε το πάθος της; Ή μήπως οδηγήθηκε εκεί εξαιτίας του συναισθηματικού κενού της ζωής της; Ο συγγραφέας δεν δίνει απαντήσεις. Ο Φλομπέρ δεν φαίνεται να καταλαβαίνει την ηρωίδα του, δεν συμπάσχει, δεν προσπαθεί να την δικαιολογήσει. Από την άλλη δεν ηθικολογεί, ούτε την καταδικάζει. Δεν παίρνει θέση, δεν έχει καμιά συμμετοχή στο δράμα. Η ρομαντική Έμμα είναι τελικά θύτης ή θύμα; Αυτή είναι μια απόφαση που θα πρέπει να πάρει ο κάθε αναγνώστης για τον εαυτό του. Και ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Έμμα Μποβαρί είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες λογοτεχνικές ηρωίδες όλων των εποχών. Με σαδομαζοχιστική ικανοποίηση, ο συγγραφέας ξετυλίγει σιγά σιγά το κουβάρι της καταρράκωσης των ηρώων του. Τόσο που το βιβλίο αυτό, όσο αξεπέραστο κι αν είναι, την ίδια στιγμή είναι εντελώς ασήκωτο. Είναι γραμμένο χωρίς την παραμικρή ρομαντική διάθεση, η οποία όμως είναι εξίσου ανυπόφορη, όσο και η ψυχρή προσέγγιση των ηρώων του έργου. Το έργο θα μπορούσε να είναι μια συρραφή από ρεπορτάζ επαρχιακών εφημερίδων της εποχής ή από γράμματα ανώνυμων αναγνωστών. Υπάρχουν όμως και κάποιες λιγοστές στιγμές που ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποφύγει να αγκαλιάσει την ηρωίδα του, να γίνει ένα μ' αυτήν. «Το θλιβερότερο -σκεφτόταν η Εμμα- είναι να περνά κανείς μια ζωή ανώφελη σαν τη δική μου. Αν οι πόνοι μας είχαν κάποια αξία, μπορούσαν να είναι χρήσιμοι σε κάποιον άλλο, τότε, τουλάχιστον, η ιδέα της θυσίας θα παρηγορούσε».
Ο Φλομπέρ γράφει ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα σε μια εποχή που κυριαρχεί ο ρομαντισμός. Ο συγγραφέας μοιάζει με έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή που καταγράφει με οξυδέρκεια όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Η καταγραφή αυτή μοιάζει πιο αληθινή κι από την ίδια τη ζωή. Από τη μια περιγράφει την υποκρισία και την ανοησία που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία και από την άλλη δείχνει ότι όποιος προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή είναι πιο ανόητος από τους άλλους. Από τη μια είναι ο ρομαντικός συγγραφέας που δείχνει πόσο πεζή μπορεί να είναι η πραγματικότητα, από την άλλη ο ρεαλιστής που φανερώνει πόσο κενό μπορεί να κρύβεται πίσω από τον ρομαντισμό. Όλα στο έργο του Φλομπέρ είναι διφορούμενα: η Έμμα είναι μια γυναίκα με επιθυμίες και όνειρα που αρνείται να συμβιβαστεί με την μικρή ζωή της ή μια αφελής, ανόητη που επηρεασμένη από τα μυθιστορήματα που διαβάζει χάνει οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα;
Η Έμμα αυτοκτόνησε επειδή χρεοκόπησε ή επειδή την ταπείνωσε ο εραστής της; Καταστράφηκε επειδή ακολούθησε το πάθος της; Ή μήπως οδηγήθηκε εκεί εξαιτίας του συναισθηματικού κενού της ζωής της; Ο συγγραφέας δεν δίνει απαντήσεις. Ο Φλομπέρ δεν φαίνεται να καταλαβαίνει την ηρωίδα του, δεν συμπάσχει, δεν προσπαθεί να την δικαιολογήσει. Από την άλλη δεν ηθικολογεί, ούτε την καταδικάζει. Δεν παίρνει θέση, δεν έχει καμιά συμμετοχή στο δράμα. Η ρομαντική Έμμα είναι τελικά θύτης ή θύμα; Αυτή είναι μια απόφαση που θα πρέπει να πάρει ο κάθε αναγνώστης για τον εαυτό του. Και ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Έμμα Μποβαρί είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες λογοτεχνικές ηρωίδες όλων των εποχών. Με σαδομαζοχιστική ικανοποίηση, ο συγγραφέας ξετυλίγει σιγά σιγά το κουβάρι της καταρράκωσης των ηρώων του. Τόσο που το βιβλίο αυτό, όσο αξεπέραστο κι αν είναι, την ίδια στιγμή είναι εντελώς ασήκωτο. Είναι γραμμένο χωρίς την παραμικρή ρομαντική διάθεση, η οποία όμως είναι εξίσου ανυπόφορη, όσο και η ψυχρή προσέγγιση των ηρώων του έργου. Το έργο θα μπορούσε να είναι μια συρραφή από ρεπορτάζ επαρχιακών εφημερίδων της εποχής ή από γράμματα ανώνυμων αναγνωστών. Υπάρχουν όμως και κάποιες λιγοστές στιγμές που ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποφύγει να αγκαλιάσει την ηρωίδα του, να γίνει ένα μ' αυτήν. «Το θλιβερότερο -σκεφτόταν η Εμμα- είναι να περνά κανείς μια ζωή ανώφελη σαν τη δική μου. Αν οι πόνοι μας είχαν κάποια αξία, μπορούσαν να είναι χρήσιμοι σε κάποιον άλλο, τότε, τουλάχιστον, η ιδέα της θυσίας θα παρηγορούσε».
Συμβολίζει τη ζήλια, την οργή, την επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων, χαρακτηριστικά που συνήθως δεν επαινούμε στους πρωταγωνιστές των ιστοριών, που δεν μας αρέσουν πάνω και σε εμάς τους ίδιους. Επίσης, είναι ένας χαρακτήρας, τον οποίο αντιλαμβάνεται διαφορετικά ο καθένας, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο ή και τις εμπειρίες του. Υπάρχει κάτι μαγικό σε αυτό.
Η Έμμα Μποβαρί θα είναι πάντα ένα αίνιγμα... Ήπια, ντελικάτη, τρυφερή, γενναιόδωρη, εμμονοληπτική, μπορεί να γίνει επιθετική, επαναστάτης, μαχητική, προκλητική και αδιάλλακτη στην μάχη της για ανεξαρτησία και ικανοποίηση των πιο άγριων επιθυμιών και ορέξεων της. Είναι, επιπλέον, απομονωμένη σε έναν ανδρικό κόσμο και περιτριγυρισμένη από αποκρουστικός, συμβιβασμένους και στενόμυαλους ανδρικούς χαρακτήρες. Ο Σαρλ Μποβαρί είναι ο μόνος άνδρας που πραγματικά την αγαπά, αλλά είναι μια χωρίς όρους, άχαρη, άρρωστη αγάπη αφού είναι μάλλον μητρική, παρά συζυγική. Και η Έμμα συνειδητοποιεί την αγάπη του μάλλον αργά, όταν η μοίρα της είναι ήδη σφραγισμένη. Μπορεί να κατηγορούμε την Έμμα για τα λάθη της, τα καπρίτσια της, και τις καταστρεπτικές της επιθυμίες, αλλά πρέπει να νιώσουμε συμπόνια για αυτήν. Οι αντιθέσεις της την κάνουν πολύπλοκη και ευάλωτη, και πρέπει όλοι μας να δούμε τον εαυτό μας σε αυτήν, όπως ο Φλομπέρ έκανε με την διάσημή του φράση «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ»...Ο Φλωμπέρ, ρεαλιστικός και ωμός σκιαγράφησε τα γρανάζια της γαλλικής κοινωνίας και τη θέση που έχουν σε αυτή τα δύο φύλα. Η Έμμα Μποβαρύ, μια παθιασμένη γυναίκα που αναζητά τον έρωτα και τις αληθινές απολαύσεις με κάθε κόστος, παύει να είναι απλά ένα αντικείμενο διακοσμητικής θηλυκότητας και παλεύει για αυτά που πιστεύει. Δεν παραδίνεται σε έναν πεθαμένο μηχανικό γάμο, αλλά μέσα από ερωτικούς συντρόφους ανακαλύπτει τον έρωτα και την ηδονή. Η Έμμα απαξιεί και κλυδωνίζει τα κοινωνικά ταμπού της εποχής. Η μητρότητα δεν είναι η απόλυτη ευτυχία και το αίσθημα καταξίωσης δεν είναι μόνο προτέρημα των ανδρών. Ο Γκουστάβ έθεσε τα θεμέλια του φεμινισμού και κοίταξε κατάματα «πίσω από τα παραβάν» τη διπρόσωπη και δήθεν αψεγάδιαστη καλή κοινωνία της Γαλλίας. Με την πολυδιαβασμένη «Μαντάμ Μποβαρύ», ο όρος μποβαρισμός καθιερώθηκε και δηλώνει ακόμη και σήμερα τάσεις φυγής από την πραγματικότητα που προκαλείται από την έλλειψη ικανοποίησης και τη δημιουργία μιας φανταστικής εξιδανικευμένης προσωπικότητας. ...
Όλοι πιστεύουν ότι αγαπώ την πραγματικότητα, αλλά την απεχθάνομαι. Το βαθύ μίσος μου για τον ρεαλισμό με έσπρωξε να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Αλλά παρόλ’ αυτά απεχθάνομαι τον ψεύτικο ιδεαλισμό που μας κοροϊδεύει αυτές τις μέρες.» Γκουστάβ Φλομπέρ
Η Έμμα στο κινηματογράφο
Κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι είναι εύκολη υπόθεση να μετατρέψεις σε ταινία το εμβληματικότερο και πιο πολυπαινεμένο μυθιστόρημα της νεότερης παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες Σαμπρόλ , Ρενουάρ, Μινέλλι δεν ευτύχησαν απόλυτα στις δικές τους εκδοχές της «Μαντάμ Μποβαρί», αυτού του λεπτοκεντημένου, ρεαλιστικού ύμνου στην ανία, τη μεγαλομανία, το εσωτερικό αδιέξοδο και τον κοινωνικό εγκλωβισμό της επώνυμης δραματικής ηρωίδας.Το πασίγνωστο μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν στο σινεμά. Πολλοί έχουν δει την ταινία του 1991 σε σκηνοθεσία του Κλοντ Σαμπρόλ με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Όσο για τον Ρενουάρ, η ταινία του «Μαντάμ Μποβαρί» (1934), με τον αδελφό του Πιερ και τη Βαλεντίν Τεσιέ, είναι μια από τις καλύτερες απόπειρες απόδοσης του στυλ του Φλομπέρ στο σινεμά. Ένα νέο φιλμ για την τραγική ηρωίδα του Φλωμπέρ σε σκηνοθεσία Sophie Barthes με πρωταγωνίστρια την Mia Wasikowska κυκλοφόρησε το 2015.
Κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι είναι εύκολη υπόθεση να μετατρέψεις σε ταινία το εμβληματικότερο και πιο πολυπαινεμένο μυθιστόρημα της νεότερης παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες Σαμπρόλ , Ρενουάρ, Μινέλλι δεν ευτύχησαν απόλυτα στις δικές τους εκδοχές της «Μαντάμ Μποβαρί», αυτού του λεπτοκεντημένου, ρεαλιστικού ύμνου στην ανία, τη μεγαλομανία, το εσωτερικό αδιέξοδο και τον κοινωνικό εγκλωβισμό της επώνυμης δραματικής ηρωίδας.Το πασίγνωστο μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν στο σινεμά. Πολλοί έχουν δει την ταινία του 1991 σε σκηνοθεσία του Κλοντ Σαμπρόλ με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Όσο για τον Ρενουάρ, η ταινία του «Μαντάμ Μποβαρί» (1934), με τον αδελφό του Πιερ και τη Βαλεντίν Τεσιέ, είναι μια από τις καλύτερες απόπειρες απόδοσης του στυλ του Φλομπέρ στο σινεμά. Ένα νέο φιλμ για την τραγική ηρωίδα του Φλωμπέρ σε σκηνοθεσία Sophie Barthes με πρωταγωνίστρια την Mia Wasikowska κυκλοφόρησε το 2015.