Ο κεραυνός που χτυπάει τις καρδιές του νεαρού Φλορεντίνο Αρίσα και της συνομήλικής του Φερμίνα Δάσα διακόπτεται απότομα από τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της και ακυρώνεται με το πέρασμα του χρόνου, όσον αφορά εκείνη. Ο Φλορεντίνο θα παραμείνει συναισθηματικά ανάπηρος σχεδόν για όλη του τη ζωή, μη μπορώντας να την ξεχάσει. Η Φερμίνα, αντίθετα, υποκύπτει στα θέλγητρα ενός γοητευτικού και έμπειρου γιατρού, φτιάχνει οικογένεια και εκλογικεύει την απώλεια του πρώτου άντρα στη ζωή της. Με φόντο τις ακτές της Καραϊβικής και δαμόκλειο σπάθη την τρομερή αρρώστια της εποχής, τη χολέρα, οι δύο πρωταγωνιστές επιζούν σαν να είναι απρόσβλητοι από την επιδημία, λόγω της δύναμης με την οποία ερωτεύτηκαν. Θα συναντηθούν μόνον όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθάνει και το πεδίο για τον Φλορεντίνο είναι και πάλι ελεύθερο. Όχι μόνο δεν την ξέχασε -μετά από 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 ημέρες που έχουν περάσει- αλλά δεν την ξεπέρασε ποτέ, και το ψήγμα της ελπίδας μέσα του έμεινε ζωντανό και ενεργό...
Ο έρωτας στα χρόνια του Χερεμία:
«Πολλά χρόνια πριν, σε μια ερημική παραλία στην Αϊτή, όπου βρίσκονταν ξαπλωμένοι γυμνοί, μετά από έρωτα, ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ είχε αναστενάξει ξαφνικά: «Ποτέ δεν θα γεράσω». Εκείνη το ερμήνευσε σαν μια ηρωϊκή πρόταση αμείλικτου αγώνα ενάντια στις καταστροφές του χρόνου, αλλ' αυτός της το εξήγησε: είχε αποφασίσει αμετάκλητα να αυτοκτονήσει στα εξήντα του χρόνια».
Ο έρωτας στα χρόνια του Φλορεντίνο και της Φερμίνα:
«Δεν την άφησε να βγάλει ούτε τη νυχτικιά της, που είχε φορέσει όταν τα ξημερώματα άρχισε να φυσάει η αύρα κι η βιασύνη του, ίδια με αρχαρίου, της προκάλεσε από συμπόνοια, μια ανατριχίλα. Όμως δεν την ενόχλησε αυτό, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις ανάμεσα στη συμπόνοια και τον έρωτα».
Ο έρωτας στα χρόνια της Λεόνα:
«Όταν ήταν πολύ νέα, ένας δυνατός και επιδέξιος άντρας, που ποτέ δεν είδε το πρόσωπό του, την είχε ρίξει ξαφνικά κάτω, στο μόλο, την είχε γυμνώσει χτυπώντας την και της είχε κάνει ένα φρενιασμένο και στιγμιαίο έρωτα. Ριγμένη πάνω στις πέτρες, γεμάτη κοψίματα σ΄όλο της το σώμα, εκείνη θα ήθελε να έμενε εκεί, για πάντα, να πεθάνει από έρωτα στην αγκαλιά του. Δεν είχε δει το πρόσωπό του, δεν είχε ακούσει τη φωνή του, αλλά ήταν σίγουρη πως θα τον αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες, από το σχήμα του και τα μέτρα του και τον τρόπο που έκανε έρωτα. Από τότε, σ΄όλους όσους ήθελαν να την ακούσουν έλεγε: «Αν καμιά φορά ακούσεις για έναν ψηλό και δυνατό τύπο, που βίασε μια φτωχιά μαύρη στο δρόμο του Μόλου των Πνιγμένων, μια δεκαπέντε του Οκτώβρη, στις έντεκα και μισή το βράδυ, πες του πού μπορεί να με βρει».
Ο έρωτας στα χρόνια των χήρων:
«Εξακολουθούσαν να βάζουν το σαπούνι του στο μπάνιο, τη μαξιλαροθήκη με το μονόγραμμά του στο κρεβάτι, το πιάτο και τα μαχαιροπήρουνα στη θέση του στο τραπέζι, για την περίπτωση όπου θα επέστρεφε από τον θάνατο χωρίς να ειδοποιήσει, όπως συνήθιζε να κάνει στη ζωή. Όμως σ' εκείνες τις μοναχικές λειτουργίες συνειδητοποιούσαν σιγά σιγά πως ήταν ξανά κυρίες του εαυτού τους, αφού είχαν παραιτηθεί, όχι μόνο από το οικογενειακό τους όνομα αλλά κι από την ίδια τους την ταυτότητα κι όλα αυτά σε αντάλλαγμα της εξασφάλισης, που δεν ήταν παρά μια ακόμα από τις τόσες ψευδαισθήσεις της νιόπαντρης. Μόνον εκείνες γνώριζαν πόσο ζύγιζε ο άντρας που αγαπούσαν τρελά και που ίσως τις αγαπούσε, αλλά κι ο άντρας που ήταν υποχρεωμένες να νταντεύουν μέχρι την τελευταία τους ανάσα, δίνοντάς του να θηλάσει, αλλάζοντας τις λερωμένες του πάνες, διασκεδάζοντάς τον με μητρικά κόλπα για ν' αλαφρώσουν τον τρόμο του όταν θα 'βγαινε το πρωί έξω ν΄αντιμετωπίσει καταπρόσωπο την πραγματικότητα. Κι ωστόσο όταν τον έβλεπαν να βγαίνει από το σπίτι, παρακινημένος από κείνες τις ίδιες για να κυριέψει τον κόσμο ολόκληρο, τότε αυτές έμεναν με τον φόβο μήπως κι ο άντρας τους δε γυρίσει ξανά πίσω. Αυτό ήταν η ζωή. Ο έρωτας, αν υπήρχε, ήταν άλλο πράγμα: άλλη ζωή».
Ο έρωτας στα χρόνια του Φλορεντίνο και της Φερμίνα:
«Ήταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή, πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄οποιαδήποτε εποχή και σ΄οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρίσκονταν κοντά στο θάνατο».
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας:
«Ο καπετάνιος άφησε μια πορδή σαν αμαξάς και μ' ένα σινιάλο του χεριού διέταξε τον πιλότο να πάρει στροφή και να γυρίσει στους βάλτους ... Έσπασε με τη μύτη του μαχαιριού τα τέσσερα τηγανητά αυγά και τ΄ανακάτεψε στο πιάτο του με κομμάτια από τηγανητή πράσινη μπανάνα, που έχωνε ολόκληρα στο στόμα του, μασώντας τα με άγρια ευχαρίστηση ... Ενώ εκείνος καταβρόχθιζε την μερίδα με τ΄αυγά, την πιατέλα με τις τηγανητές μπανάνες, την κανάτα με το καφόγαλο, το πλοίο βγήκε από τον κόλπο με σβησμένα καζάνια, άνοιξε δρόμο στις καλαμιές, ανάμεσα σε στρώματα από φύκια, ποταμίσιους λωτούς με μενεξεδένια λουλούδια και μεγάλα φύλλα στο σχήμα της καρδιάς και γύρισε στους βάλτους».
«Πολλά χρόνια πριν, σε μια ερημική παραλία στην Αϊτή, όπου βρίσκονταν ξαπλωμένοι γυμνοί, μετά από έρωτα, ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ είχε αναστενάξει ξαφνικά: «Ποτέ δεν θα γεράσω». Εκείνη το ερμήνευσε σαν μια ηρωϊκή πρόταση αμείλικτου αγώνα ενάντια στις καταστροφές του χρόνου, αλλ' αυτός της το εξήγησε: είχε αποφασίσει αμετάκλητα να αυτοκτονήσει στα εξήντα του χρόνια».
Ο έρωτας στα χρόνια του Φλορεντίνο και της Φερμίνα:
«Δεν την άφησε να βγάλει ούτε τη νυχτικιά της, που είχε φορέσει όταν τα ξημερώματα άρχισε να φυσάει η αύρα κι η βιασύνη του, ίδια με αρχαρίου, της προκάλεσε από συμπόνοια, μια ανατριχίλα. Όμως δεν την ενόχλησε αυτό, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις ανάμεσα στη συμπόνοια και τον έρωτα».
Ο έρωτας στα χρόνια της Λεόνα:
«Όταν ήταν πολύ νέα, ένας δυνατός και επιδέξιος άντρας, που ποτέ δεν είδε το πρόσωπό του, την είχε ρίξει ξαφνικά κάτω, στο μόλο, την είχε γυμνώσει χτυπώντας την και της είχε κάνει ένα φρενιασμένο και στιγμιαίο έρωτα. Ριγμένη πάνω στις πέτρες, γεμάτη κοψίματα σ΄όλο της το σώμα, εκείνη θα ήθελε να έμενε εκεί, για πάντα, να πεθάνει από έρωτα στην αγκαλιά του. Δεν είχε δει το πρόσωπό του, δεν είχε ακούσει τη φωνή του, αλλά ήταν σίγουρη πως θα τον αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες, από το σχήμα του και τα μέτρα του και τον τρόπο που έκανε έρωτα. Από τότε, σ΄όλους όσους ήθελαν να την ακούσουν έλεγε: «Αν καμιά φορά ακούσεις για έναν ψηλό και δυνατό τύπο, που βίασε μια φτωχιά μαύρη στο δρόμο του Μόλου των Πνιγμένων, μια δεκαπέντε του Οκτώβρη, στις έντεκα και μισή το βράδυ, πες του πού μπορεί να με βρει».
Ο έρωτας στα χρόνια των χήρων:
«Εξακολουθούσαν να βάζουν το σαπούνι του στο μπάνιο, τη μαξιλαροθήκη με το μονόγραμμά του στο κρεβάτι, το πιάτο και τα μαχαιροπήρουνα στη θέση του στο τραπέζι, για την περίπτωση όπου θα επέστρεφε από τον θάνατο χωρίς να ειδοποιήσει, όπως συνήθιζε να κάνει στη ζωή. Όμως σ' εκείνες τις μοναχικές λειτουργίες συνειδητοποιούσαν σιγά σιγά πως ήταν ξανά κυρίες του εαυτού τους, αφού είχαν παραιτηθεί, όχι μόνο από το οικογενειακό τους όνομα αλλά κι από την ίδια τους την ταυτότητα κι όλα αυτά σε αντάλλαγμα της εξασφάλισης, που δεν ήταν παρά μια ακόμα από τις τόσες ψευδαισθήσεις της νιόπαντρης. Μόνον εκείνες γνώριζαν πόσο ζύγιζε ο άντρας που αγαπούσαν τρελά και που ίσως τις αγαπούσε, αλλά κι ο άντρας που ήταν υποχρεωμένες να νταντεύουν μέχρι την τελευταία τους ανάσα, δίνοντάς του να θηλάσει, αλλάζοντας τις λερωμένες του πάνες, διασκεδάζοντάς τον με μητρικά κόλπα για ν' αλαφρώσουν τον τρόμο του όταν θα 'βγαινε το πρωί έξω ν΄αντιμετωπίσει καταπρόσωπο την πραγματικότητα. Κι ωστόσο όταν τον έβλεπαν να βγαίνει από το σπίτι, παρακινημένος από κείνες τις ίδιες για να κυριέψει τον κόσμο ολόκληρο, τότε αυτές έμεναν με τον φόβο μήπως κι ο άντρας τους δε γυρίσει ξανά πίσω. Αυτό ήταν η ζωή. Ο έρωτας, αν υπήρχε, ήταν άλλο πράγμα: άλλη ζωή».
Ο έρωτας στα χρόνια του Φλορεντίνο και της Φερμίνα:
«Ήταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή, πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄οποιαδήποτε εποχή και σ΄οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρίσκονταν κοντά στο θάνατο».
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας:
«Ο καπετάνιος άφησε μια πορδή σαν αμαξάς και μ' ένα σινιάλο του χεριού διέταξε τον πιλότο να πάρει στροφή και να γυρίσει στους βάλτους ... Έσπασε με τη μύτη του μαχαιριού τα τέσσερα τηγανητά αυγά και τ΄ανακάτεψε στο πιάτο του με κομμάτια από τηγανητή πράσινη μπανάνα, που έχωνε ολόκληρα στο στόμα του, μασώντας τα με άγρια ευχαρίστηση ... Ενώ εκείνος καταβρόχθιζε την μερίδα με τ΄αυγά, την πιατέλα με τις τηγανητές μπανάνες, την κανάτα με το καφόγαλο, το πλοίο βγήκε από τον κόλπο με σβησμένα καζάνια, άνοιξε δρόμο στις καλαμιές, ανάμεσα σε στρώματα από φύκια, ποταμίσιους λωτούς με μενεξεδένια λουλούδια και μεγάλα φύλλα στο σχήμα της καρδιάς και γύρισε στους βάλτους».
[απόσπασμα]
To Σάββατο το πρωί, αφού πολύ το σκέφτηκε, ο Φλορεντίνο Αρίσα έστειλε ξανά το περιστέρι μ’ άλλο ραβασάκι χωρίς υπογραφή. Τούτη τη φορά δεν χρειάστηκε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Το απόγευμα, το ίδιο παιδί, του το έφερε ξανά πίσω, σ’ άλλο κλουβί, με την παραγγελία πως: εδώ σας στέλνει ξανά το περιστέρι που ξανάφυγε, και το οποίο προχθές σας επέστρεψε, επειδή έχει καλή ανατροφή κι αυτή τη φορά σας το στέλνει, επειδή είναι κρίμα, αλλά τώρα πια είναι αλήθεια πως δε θα σας το ξαναεπιστρέψει αν το αφήσετε να φύγει πάλι. Η Τράνσιτο Αρίσα διασκέδασε με τις ώρες με το περιστέρι, το έβγαλε από το κλουβί, το νανούρισε στα μπράτσα της, προσπάθησε να το αποκοιμήσει με παιδικά τραγουδάκια και ξαφνικά κατάλαβε πως είχε στο δαχτυλίδι, στο πόδι του, ένα χαρτάκι με μια μόνο φράση: “Δε δέχομαι ανώνυμους”. Ο Φλορεντίνο Αρίσα το διάβασε ξετρελαμένος, λες κι είχε ολοκληρωθεί η πρώτη του περιπέτεια και μόλις που μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στριφογυρίζοντας από ανυπομονησία. Την επομένη πολύ νωρίς, πριν φύγει για το γραφείο, άφησε ελεύθερο το περιστέρι μ’ ένα ερωτικό γραμματάκι υπογραμμένο ξεκάθαρα με τ’ όνομά του και του έβαλε ακόμα στο δαχτυλίδι το πιο φρέσκο τριαντάφυλλο, το πιο χτυπητό κι ευωδιαστό του κήπου του. Δεν ήταν τόσο εύκολη. Μετά από τρεις μήνες πολιορκία η ωραία περιστερού εξακολούθησε ν’ απαντάει το ίδιο: “Εγώ δεν είμαι απ’ αυτές”. Αλλά ποτέ δε σταμάτησε να δέχεται τα μηνύματα ή να πηγαίνει στα ραντεβού που κανόνιζε ο Φλορεντίνο Αρίσα με τέτοιον τρόπο που να μοιάζουν τυχαίες συναντήσεις. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του: ο εραστής που ποτέ δε φανερωνόταν, ο πιο άπληστος για έρωτα, αλλά κι ο πιο τσιγκούνης, αυτός που δεν έδινε τίποτα και τα ήθελε όλα, αυτός που ποτέ δεν επέτρεψε να του αφήσουν στην καρδιά ένα περαστικό αποτύπωμα, ο κυνηγός που παραμόνευε, ξεσπάθωσε με μια παράφορη ανταλλαγή από υπογραμμένα γράμματα, γενναιοδωρίες, απερίσκεπτες βόλτες στο σπίτι της περιστερούς, ακόμα και σε δυο περιστάσεις που ο σύζυγος δεν έλειπε σε ταξίδι, ούτε βρισκόταν στην αγορά. Ήταν η μόνη φορά, από τον καιρό του πρώτου έρωτα, που είχε νιώσει τρυπημένος από ένα βέλος.
Έξι μήνες μετά την πρώτη συνάντηση, βρέθηκαν τελικά στην καμπίνα ενός ποταμόπλοιου που περίμενε για επισκευή στις αποβάθρες του ποταμού. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Η Ολυμπία Σουλέτα έκανε εύθυμα έρωτα, σαν αναστατωμένη περιστέρα και της άρεσε να μένει γυμνή πολλές ώρες, ενώ ξεκουραζόταν με το πάσο της, με τόσο έρωτα όσο και στον ίδιο τον έρωτα. Η καμπίνα ήταν ξεχαρβαλωμένη, μισοβαμμένη κι η μυρουδιά από νέφτι ήταν ωραία για να μείνει στη θύμηση συνδυασμένη μ’ ένα ευτυχισμένο απόγευμα. Ξαφνικά, ικανοποιώντας μια ασυνήθιστη έμπνευση, ο Φλορεντίνο Αρίσα άνοιξε ένα κουτί με κόκκινη μπογιά που βρισκόταν κοντά στην κουκέτα, μούσκεψε το δείκτη του και ζωγράφισε, χαμηλά στην κοιλιά της ωραίας περιστερούς ένα ματωμένο βέλος που έδειχνε προς το νότο κι έγραψε: Αυτό το μ...νάκι είναι δικό μου. Εκείνη την ίδια νύχτα, η Ολυμπία Σουλέτα ξεντύθηκε μπροστά στον άντρα της, χωρίς να θυμηθεί την επιγραφή κι εκείνος δεν είπε κουβέντα, ούτε και κόπηκε η αναπνοή του, τίποτα, μόνο πήγε στο μπάνιο για το ξυράφι του, ενώ εκείνη έβαζε τη νυχτικιά της, και της έκοψε το λαρύγγι μια κι έξω.
To Σάββατο το πρωί, αφού πολύ το σκέφτηκε, ο Φλορεντίνο Αρίσα έστειλε ξανά το περιστέρι μ’ άλλο ραβασάκι χωρίς υπογραφή. Τούτη τη φορά δεν χρειάστηκε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Το απόγευμα, το ίδιο παιδί, του το έφερε ξανά πίσω, σ’ άλλο κλουβί, με την παραγγελία πως: εδώ σας στέλνει ξανά το περιστέρι που ξανάφυγε, και το οποίο προχθές σας επέστρεψε, επειδή έχει καλή ανατροφή κι αυτή τη φορά σας το στέλνει, επειδή είναι κρίμα, αλλά τώρα πια είναι αλήθεια πως δε θα σας το ξαναεπιστρέψει αν το αφήσετε να φύγει πάλι. Η Τράνσιτο Αρίσα διασκέδασε με τις ώρες με το περιστέρι, το έβγαλε από το κλουβί, το νανούρισε στα μπράτσα της, προσπάθησε να το αποκοιμήσει με παιδικά τραγουδάκια και ξαφνικά κατάλαβε πως είχε στο δαχτυλίδι, στο πόδι του, ένα χαρτάκι με μια μόνο φράση: “Δε δέχομαι ανώνυμους”. Ο Φλορεντίνο Αρίσα το διάβασε ξετρελαμένος, λες κι είχε ολοκληρωθεί η πρώτη του περιπέτεια και μόλις που μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στριφογυρίζοντας από ανυπομονησία. Την επομένη πολύ νωρίς, πριν φύγει για το γραφείο, άφησε ελεύθερο το περιστέρι μ’ ένα ερωτικό γραμματάκι υπογραμμένο ξεκάθαρα με τ’ όνομά του και του έβαλε ακόμα στο δαχτυλίδι το πιο φρέσκο τριαντάφυλλο, το πιο χτυπητό κι ευωδιαστό του κήπου του. Δεν ήταν τόσο εύκολη. Μετά από τρεις μήνες πολιορκία η ωραία περιστερού εξακολούθησε ν’ απαντάει το ίδιο: “Εγώ δεν είμαι απ’ αυτές”. Αλλά ποτέ δε σταμάτησε να δέχεται τα μηνύματα ή να πηγαίνει στα ραντεβού που κανόνιζε ο Φλορεντίνο Αρίσα με τέτοιον τρόπο που να μοιάζουν τυχαίες συναντήσεις. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του: ο εραστής που ποτέ δε φανερωνόταν, ο πιο άπληστος για έρωτα, αλλά κι ο πιο τσιγκούνης, αυτός που δεν έδινε τίποτα και τα ήθελε όλα, αυτός που ποτέ δεν επέτρεψε να του αφήσουν στην καρδιά ένα περαστικό αποτύπωμα, ο κυνηγός που παραμόνευε, ξεσπάθωσε με μια παράφορη ανταλλαγή από υπογραμμένα γράμματα, γενναιοδωρίες, απερίσκεπτες βόλτες στο σπίτι της περιστερούς, ακόμα και σε δυο περιστάσεις που ο σύζυγος δεν έλειπε σε ταξίδι, ούτε βρισκόταν στην αγορά. Ήταν η μόνη φορά, από τον καιρό του πρώτου έρωτα, που είχε νιώσει τρυπημένος από ένα βέλος.
Έξι μήνες μετά την πρώτη συνάντηση, βρέθηκαν τελικά στην καμπίνα ενός ποταμόπλοιου που περίμενε για επισκευή στις αποβάθρες του ποταμού. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Η Ολυμπία Σουλέτα έκανε εύθυμα έρωτα, σαν αναστατωμένη περιστέρα και της άρεσε να μένει γυμνή πολλές ώρες, ενώ ξεκουραζόταν με το πάσο της, με τόσο έρωτα όσο και στον ίδιο τον έρωτα. Η καμπίνα ήταν ξεχαρβαλωμένη, μισοβαμμένη κι η μυρουδιά από νέφτι ήταν ωραία για να μείνει στη θύμηση συνδυασμένη μ’ ένα ευτυχισμένο απόγευμα. Ξαφνικά, ικανοποιώντας μια ασυνήθιστη έμπνευση, ο Φλορεντίνο Αρίσα άνοιξε ένα κουτί με κόκκινη μπογιά που βρισκόταν κοντά στην κουκέτα, μούσκεψε το δείκτη του και ζωγράφισε, χαμηλά στην κοιλιά της ωραίας περιστερούς ένα ματωμένο βέλος που έδειχνε προς το νότο κι έγραψε: Αυτό το μ...νάκι είναι δικό μου. Εκείνη την ίδια νύχτα, η Ολυμπία Σουλέτα ξεντύθηκε μπροστά στον άντρα της, χωρίς να θυμηθεί την επιγραφή κι εκείνος δεν είπε κουβέντα, ούτε και κόπηκε η αναπνοή του, τίποτα, μόνο πήγε στο μπάνιο για το ξυράφι του, ενώ εκείνη έβαζε τη νυχτικιά της, και της έκοψε το λαρύγγι μια κι έξω.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
* Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την αυτοκτονία του Χερεμία δε Σεντ Αμούρ και το γράμμα που έχει αφήσει στο γιατρό Ουρμπίνιο. Η σχέση των δύο ξεκίνησε από την αγάπη τους για το σκάκι. Το γράμμα αποκαλύπτει μια κρυφή ζωή του Χερεμία καθώς και την ύπαρξη μιας ερωμένης.
* Ο Χουβενάλ Ουρμπίνοκαι η Φερμίνα Δάσα είναι παντρεμένοι για αρκετές δεκαετίες και εξακολουθούν να είναι ερωτευμένοι ωστόσο έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με πολλούς καβγάδες. Στον πιο έντονο καβγά που παραλίγο να τους χωρίσει ο γιατρός είναι αυτός που υποχωρεί.
* Ο Μαρκές και σε αυτό το βιβλίο περιγράφει τους ατέλειωτους εμφύλιους πολέμους μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών.
* Η Φερμίνα Δάσα στη διαφωνία της με τον άντρα της για το χαρακτήρα του Χερεμία υποστηρίζει πως αν δεν είχε κρατήσει μυστικά δε θα είχε κερδίσει φίλους, διαπίστωση η οποίοα παραπέμπει σε Νίτσε.
* Ο Χούβεναλ Ουρμπίνο προαισθάνεται το θάνατο του που τον βρίσκει ενώ προσπαθεί να πιάσει τον παπαγάλο του. Προλαβαίνει να πει στη γυναίκα του «ένας Θεός ξέρει πόσο σε αγάπησα» και εκείνη του αποκρίνεται «θα ιδωθούμε σύντομα».
* Ο Φλορεντίνο Αρίσα εμφανίζεται στο σπίτι της Φ. Δάσα και δίνει πολύτιμη βοήθεια στην αγρύπνια του νεκρού. Όταν μένει μόνος με την Φ. Δάσα της εκμυστηρεύεται πως ο έρωτας που νιώθει για εκίνη και κρατάει πάνω από 50 χρόνια είναι ακόμα ζωντανός αλλά εκείνη τον διώχνει εξαγρωμένη. Έπειτα ξεσπάει σε κλάματα αλλά συνηδειτοποιεί κιόλας τι έχει προκαλέσει σε αυτόν τον άνθρωπο. Όταν αργότερα ξυπνάει από βαθύ ύπνο τον σκέφτεται περισσότερο από τον άντρα της.
* Ο Μαρκές περιγράφει τη γέννηση του έρωτα μεταξύ του νεαρού Φλορεντίνο Αρίσα και της μαθήτριας Φερμίνα Δάσα. Ο πρώτος από την ένταση φτάνει στο σημείο να να φάει γαρδένιες και να πιεί κολώνια για νιωσει την μυρωδιά της ενώ την παρακολουθεί για μήνες.
* ο Φ. Αρίσα κάνει πρόταση γάμου στη Φ. Δάσα που εκείνη αποδέχεται. Εν τω μεταξύ περνάει τον καιρό του στον οίκο ανοχής που διατηρεί ο διευθυντής του στο ταχυδρομείο και παρακολουθεί το κλίμα τρυφερότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών.
* Ο Λορέντσο Αρίσα ανακαλύπτει τον έρωτα της κόρης του και γι αυτό το λόγο διώχνει τη αδελφή του Εσκολάστικα από το σπίτι επείδη καταλαβαίνει πως τη συγκάλειπτε. Έπειτα προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει τον Φ. Αρίσα να απομακρυνθεί από την κόρη του αλλά καθώς ο τελευταίος δεν υποχωρεί ούτε στην απειλή του όπλου παίρνει τη κόρη του και φεύγουν για μακρύ ταξίδι.
* Οι ερωτευμένοι επικοινωνούν κρυφά μέσω τηλεγραφημάτων, η Φ. Δάσα ανακαλύπτει ταραγμένη όμως ότι μπορεί να ζήσει ευτυχισμένη και χωρίς έρωτα ή ενάντια σε αυτόν.
* Ο Φ. Αρίσα προσπαθεί να βρει το βυθισμένο θησαυρό των Ισπανών αλλά τον εξαπατά ο μικρός βοηθός του. Όταν αργότερα η Φ. Δάσα θα τον περιφρονήσει θα βρίσκει καταφύγιο σε ένα φάρο που θα θελήσει να αγοράσει καθώς πιστεύει πως είναι ο μόνος τρόπος για να συνδυάσει τη δουλειά με την ποίηση.
* Όταν η Φ. Δάσα επιστέφει ο Φ. Αρίσα την συναντά όμως όταν τον συναντά αντί για έρωτα νιώθει απογοήτευση και κατανοεί πως ο έρωτα που ένιωθε δεν ήταν παρά μια Χίμαιρα.
* Ο Χουβενάλ Ουρμπίνιο γυρίζει από το Παρίσι στην πόλη του αλλά ανακαλύπτει πως έπεσε θύμα της νοσταλγίας καθώς συναντά την εγκατάλειψη, τη την καταστροφή και την φτώχεια που τον απογοητεύουν.
* Ο Μαρκές περιγράφει την επιδημία χολέρας που προκάλεσε μια άνευ προηγούμενου θανάτους ειδικά ανάμεσα στον μαύρο πληθυσμό.
* Ο Χ. Ουρμπίνιο επισκέπτεται την άρωστη Φ. Δάσα και από την δεύτερη κιόλας συνάντηση την πολιορκεί ερωτικά, αυτή αντιστέκεται πεισματικά. Στο μεταξύ την επισκέπτεται η ξαδέλφη της Ιλδεμπράντα που πιστεύει πως όταν κάτι συμβαίνει σε έναν έρωτα επηρεάζει όλους τους έρωτες της γης. Όταν μάλιστα επισκέπτεται στο ταχυδρομείο τον Φ. Αρίσα κάνει την διαπίστωση πως είναι άσχημος και θλιβερός αλλά γεμάτος έρωτα..
* Η Φ. Δάσα αποφασίζει να παντρευτεί τον Χ. Ουρμπίνιο και αυτό κάνει τον Φ. Αρίσα να μεταναστεύσει απογοητευμένος. Στο ταξίδι του τον αποπλανεί μια άγνωστη γυναίκα ωστόσο ο πόνος του εξακολουθεί να είναι ανυπόφορος.
* Ο Φλορεντίνο Αρίσα επιστρέφει στην πόλη του με το ίδιο ποταμόπλοιο καθώς δεν αντέχει να εγκαταλείψει την Φερμίνα Δάσα, στο λιμάνι αντί για δυσωδία αυτός οσμίζεται μόνο τη μυρωδιά της ώσπου με τον καιρό αυτή εξασθενεί και μένει μόνο στις γαρδένιες.
* Ο Μαρκές περιγράφει το μήνα του μέλιτος στη Γαλλία και την παρουσία των Οσκαρ Ουάιλντ και Βίκτωρ Ουγκώ.
* Ο Φλορεντίνο Αρίσα μεταμορφώνεται σε δεινό εραστή και αποφασίζει να γίνει πλούσιος για να κατακτήσει τη Φερμίνα Δάσα, ενώ εύχεται να πεθάνει ο γιατρός Ουρμπίνιο. Στο μεταξύ αναλαμβάνει δουλειά στην εταιρία ποταμοπλοϊας και ανακαλύπτει ότι μοιάζει με τον πατέρα του που ήταν επίσης ποιητής. Στον ελεύθερο χρόνο του γράφει επιτυχημένα ποιήματα για ερωτευμένους.
* Ο Φ. Αρίσα γνωρίζει την Λέονα Κασιάνι που θα τον υπηρετήσει και θα του συμπαρασταθεί για πολλά χρόνια και θα γίνει η μοναδική του φίλη χωρίς να κάνει έρωτα μαζί της.
* Ο Φ. Αρίσα ζει με την πεποίθηση πως σκοπός της ζωής του είναι να κάνει ευτυχισμένη μια χήρα, ωστόσο η Φ. Δάσα από τη μεριά της συνειδητοποίει πως δεν μπόρεσε να τον αγαπήσει γιατί της έδινε την αίσθηση της σκιάς και κανείς δεν τον γνώριζε πραγματικά. Γίνεται επίσης αντιληπτό πως το μόνο συναίσθημα που δεν αντέχει είναι οι ενοχές.
* Η Φ. Δάσα σκέφτεται πως έχει κάνει λάθος με το γάμο της καθώς τα πρώτα χρόνια είναι δυστυχισμένα κυρίως λόγω της παρουσίας της πεθεράς της.
* Ο Μαρκές αρκετές φορές χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό δίνοντας μια αίσθηση οικειότητας και την εντύπωση πως συμμετέχει στην ιστορία.
* Η Φ. Δάσα χρησιμοποιεί την οσμή της για να αναγνωρίσει αν τα ρούχα είναι καθαρά ή ακόμα για να ανακαλύψει τα χαμένα της παιδιά όπως και για να προσανατολίζεται στις κοινωνικές εκδηλώσεις, η ικανότητα της αυτή γίνεται και η αιτία να ανακαλύψει την απιστία του άντρα της και να αισθανθεί έντονη ζήλια. Όταν εκείνος παραδέχεται τη σχέση του με την όμορφη μιγάδα Μπάρμπαρα Λιντς τον εγκαταλείπει για να γυρίσει στο χωριό που μεγάλωσε και τώρα μαστίζεται από την χολέρα.
* Ο Φ. Αρίσα φοβάται μήπως ο θάνατος κερδίσει την μανιασμένη μάχη με τον έρωτα. Εν τω μεταξύ αναγορεύεται διάδοχος της εταιρίας και εξακολουθεί να αποζητά σθεναρά ένα μέλλον όπου θα μοιραστεί με την Φ. Δάσα.
* Ο Μαρκές υποστηρίζει πως «τίποτα δε μοιάζει περισσότερο σε έναν άνθρωπο από τον τρόπο που πεθαίνει».
* Η Φ. Δάσα στέλνει ένα οργισμένο και προσβλητικό γράμμα στ Φ. Αρίσα για το τόλμημα του να της επαναλάβει πως είναι ερωτευμένος μαζί της. Κατόπιν προσπαθεί να ξεχάσει τον άντρα της καίγωντας τα έπιπλα και πουλώντας τα ρούχα του.
* Ο Μαρκές επαναλαμβάνει όπως στο 100 χρόνια μοναξιά το περιστατικό σφαγής των εργατών στις μπανανοφυτείες του Σαν Χουάν της Σιενάγα.
* Ο Φ. Αρίσα «βομβαρδίζει» με γράμματα τη Φ. Δάσα προσπαθώντας να την κατακτήσει από την αρχή χωρίς εκείνη να νιώσει ούτε ίχνος νοσταλγίας. Εκείνη δέχεται τα γράμματα και ανακαλύπτει σε αυτά μια σοφία που την κάνει να ξαναβρεί νόημα στη ζωή της. Έτσι σιγά σιγά αρχίζει να συμφιλιώνεται με τον Φ. Αρίσα και όταν εκείνος πηγαίνει στο μνημόσυνο του άντρα της τον χαιρετάει ευγενικά.
* Ο Φ. Αρίσα επισκέπτεται την Φ. Δάσα κάθε Τρίτη και δημιουργείται μεταξύ τους μια δυνατή σχέση σε σημείο που η τελευταία να διώξει την κόρη της από το σπίτι για πάντα όταν προσπάθησε να τον διαβάλλει. Επίσης όταν εκείνος διακόπτει τις επισκέψεις του λόγω ατυχήματος αισθάνεται έντονη μοναξιά και την έλλειψη του.
* Η Φ. Δάσα συμφιλιώνεται με τον νεκρό άντρα της και αποφασίζει να ταξιδέψει με ποταμόπλοιο μαζί με τον Φ. Αρίσα.
* Ο Μάρκες περιγράφει την οικολογική καταστροφή που επέφερε η ποταμοπλοΐα.
* Οι δυο χωρίς ηλικία εραστές κάνουν έρωτα για πρώτη φορά που αν και απογοητευτική δεν τους αποκαρδιώνει.
* Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την αυτοκτονία του Χερεμία δε Σεντ Αμούρ και το γράμμα που έχει αφήσει στο γιατρό Ουρμπίνιο. Η σχέση των δύο ξεκίνησε από την αγάπη τους για το σκάκι. Το γράμμα αποκαλύπτει μια κρυφή ζωή του Χερεμία καθώς και την ύπαρξη μιας ερωμένης.
* Ο Χουβενάλ Ουρμπίνοκαι η Φερμίνα Δάσα είναι παντρεμένοι για αρκετές δεκαετίες και εξακολουθούν να είναι ερωτευμένοι ωστόσο έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με πολλούς καβγάδες. Στον πιο έντονο καβγά που παραλίγο να τους χωρίσει ο γιατρός είναι αυτός που υποχωρεί.
* Ο Μαρκές και σε αυτό το βιβλίο περιγράφει τους ατέλειωτους εμφύλιους πολέμους μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών.
* Η Φερμίνα Δάσα στη διαφωνία της με τον άντρα της για το χαρακτήρα του Χερεμία υποστηρίζει πως αν δεν είχε κρατήσει μυστικά δε θα είχε κερδίσει φίλους, διαπίστωση η οποίοα παραπέμπει σε Νίτσε.
* Ο Χούβεναλ Ουρμπίνο προαισθάνεται το θάνατο του που τον βρίσκει ενώ προσπαθεί να πιάσει τον παπαγάλο του. Προλαβαίνει να πει στη γυναίκα του «ένας Θεός ξέρει πόσο σε αγάπησα» και εκείνη του αποκρίνεται «θα ιδωθούμε σύντομα».
* Ο Φλορεντίνο Αρίσα εμφανίζεται στο σπίτι της Φ. Δάσα και δίνει πολύτιμη βοήθεια στην αγρύπνια του νεκρού. Όταν μένει μόνος με την Φ. Δάσα της εκμυστηρεύεται πως ο έρωτας που νιώθει για εκίνη και κρατάει πάνω από 50 χρόνια είναι ακόμα ζωντανός αλλά εκείνη τον διώχνει εξαγρωμένη. Έπειτα ξεσπάει σε κλάματα αλλά συνηδειτοποιεί κιόλας τι έχει προκαλέσει σε αυτόν τον άνθρωπο. Όταν αργότερα ξυπνάει από βαθύ ύπνο τον σκέφτεται περισσότερο από τον άντρα της.
* Ο Μαρκές περιγράφει τη γέννηση του έρωτα μεταξύ του νεαρού Φλορεντίνο Αρίσα και της μαθήτριας Φερμίνα Δάσα. Ο πρώτος από την ένταση φτάνει στο σημείο να να φάει γαρδένιες και να πιεί κολώνια για νιωσει την μυρωδιά της ενώ την παρακολουθεί για μήνες.
* ο Φ. Αρίσα κάνει πρόταση γάμου στη Φ. Δάσα που εκείνη αποδέχεται. Εν τω μεταξύ περνάει τον καιρό του στον οίκο ανοχής που διατηρεί ο διευθυντής του στο ταχυδρομείο και παρακολουθεί το κλίμα τρυφερότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών.
* Ο Λορέντσο Αρίσα ανακαλύπτει τον έρωτα της κόρης του και γι αυτό το λόγο διώχνει τη αδελφή του Εσκολάστικα από το σπίτι επείδη καταλαβαίνει πως τη συγκάλειπτε. Έπειτα προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει τον Φ. Αρίσα να απομακρυνθεί από την κόρη του αλλά καθώς ο τελευταίος δεν υποχωρεί ούτε στην απειλή του όπλου παίρνει τη κόρη του και φεύγουν για μακρύ ταξίδι.
* Οι ερωτευμένοι επικοινωνούν κρυφά μέσω τηλεγραφημάτων, η Φ. Δάσα ανακαλύπτει ταραγμένη όμως ότι μπορεί να ζήσει ευτυχισμένη και χωρίς έρωτα ή ενάντια σε αυτόν.
* Ο Φ. Αρίσα προσπαθεί να βρει το βυθισμένο θησαυρό των Ισπανών αλλά τον εξαπατά ο μικρός βοηθός του. Όταν αργότερα η Φ. Δάσα θα τον περιφρονήσει θα βρίσκει καταφύγιο σε ένα φάρο που θα θελήσει να αγοράσει καθώς πιστεύει πως είναι ο μόνος τρόπος για να συνδυάσει τη δουλειά με την ποίηση.
* Όταν η Φ. Δάσα επιστέφει ο Φ. Αρίσα την συναντά όμως όταν τον συναντά αντί για έρωτα νιώθει απογοήτευση και κατανοεί πως ο έρωτα που ένιωθε δεν ήταν παρά μια Χίμαιρα.
* Ο Χουβενάλ Ουρμπίνιο γυρίζει από το Παρίσι στην πόλη του αλλά ανακαλύπτει πως έπεσε θύμα της νοσταλγίας καθώς συναντά την εγκατάλειψη, τη την καταστροφή και την φτώχεια που τον απογοητεύουν.
* Ο Μαρκές περιγράφει την επιδημία χολέρας που προκάλεσε μια άνευ προηγούμενου θανάτους ειδικά ανάμεσα στον μαύρο πληθυσμό.
* Ο Χ. Ουρμπίνιο επισκέπτεται την άρωστη Φ. Δάσα και από την δεύτερη κιόλας συνάντηση την πολιορκεί ερωτικά, αυτή αντιστέκεται πεισματικά. Στο μεταξύ την επισκέπτεται η ξαδέλφη της Ιλδεμπράντα που πιστεύει πως όταν κάτι συμβαίνει σε έναν έρωτα επηρεάζει όλους τους έρωτες της γης. Όταν μάλιστα επισκέπτεται στο ταχυδρομείο τον Φ. Αρίσα κάνει την διαπίστωση πως είναι άσχημος και θλιβερός αλλά γεμάτος έρωτα..
* Η Φ. Δάσα αποφασίζει να παντρευτεί τον Χ. Ουρμπίνιο και αυτό κάνει τον Φ. Αρίσα να μεταναστεύσει απογοητευμένος. Στο ταξίδι του τον αποπλανεί μια άγνωστη γυναίκα ωστόσο ο πόνος του εξακολουθεί να είναι ανυπόφορος.
* Ο Φλορεντίνο Αρίσα επιστρέφει στην πόλη του με το ίδιο ποταμόπλοιο καθώς δεν αντέχει να εγκαταλείψει την Φερμίνα Δάσα, στο λιμάνι αντί για δυσωδία αυτός οσμίζεται μόνο τη μυρωδιά της ώσπου με τον καιρό αυτή εξασθενεί και μένει μόνο στις γαρδένιες.
* Ο Μαρκές περιγράφει το μήνα του μέλιτος στη Γαλλία και την παρουσία των Οσκαρ Ουάιλντ και Βίκτωρ Ουγκώ.
* Ο Φλορεντίνο Αρίσα μεταμορφώνεται σε δεινό εραστή και αποφασίζει να γίνει πλούσιος για να κατακτήσει τη Φερμίνα Δάσα, ενώ εύχεται να πεθάνει ο γιατρός Ουρμπίνιο. Στο μεταξύ αναλαμβάνει δουλειά στην εταιρία ποταμοπλοϊας και ανακαλύπτει ότι μοιάζει με τον πατέρα του που ήταν επίσης ποιητής. Στον ελεύθερο χρόνο του γράφει επιτυχημένα ποιήματα για ερωτευμένους.
* Ο Φ. Αρίσα γνωρίζει την Λέονα Κασιάνι που θα τον υπηρετήσει και θα του συμπαρασταθεί για πολλά χρόνια και θα γίνει η μοναδική του φίλη χωρίς να κάνει έρωτα μαζί της.
* Ο Φ. Αρίσα ζει με την πεποίθηση πως σκοπός της ζωής του είναι να κάνει ευτυχισμένη μια χήρα, ωστόσο η Φ. Δάσα από τη μεριά της συνειδητοποίει πως δεν μπόρεσε να τον αγαπήσει γιατί της έδινε την αίσθηση της σκιάς και κανείς δεν τον γνώριζε πραγματικά. Γίνεται επίσης αντιληπτό πως το μόνο συναίσθημα που δεν αντέχει είναι οι ενοχές.
* Η Φ. Δάσα σκέφτεται πως έχει κάνει λάθος με το γάμο της καθώς τα πρώτα χρόνια είναι δυστυχισμένα κυρίως λόγω της παρουσίας της πεθεράς της.
* Ο Μαρκές αρκετές φορές χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό δίνοντας μια αίσθηση οικειότητας και την εντύπωση πως συμμετέχει στην ιστορία.
* Η Φ. Δάσα χρησιμοποιεί την οσμή της για να αναγνωρίσει αν τα ρούχα είναι καθαρά ή ακόμα για να ανακαλύψει τα χαμένα της παιδιά όπως και για να προσανατολίζεται στις κοινωνικές εκδηλώσεις, η ικανότητα της αυτή γίνεται και η αιτία να ανακαλύψει την απιστία του άντρα της και να αισθανθεί έντονη ζήλια. Όταν εκείνος παραδέχεται τη σχέση του με την όμορφη μιγάδα Μπάρμπαρα Λιντς τον εγκαταλείπει για να γυρίσει στο χωριό που μεγάλωσε και τώρα μαστίζεται από την χολέρα.
* Ο Φ. Αρίσα φοβάται μήπως ο θάνατος κερδίσει την μανιασμένη μάχη με τον έρωτα. Εν τω μεταξύ αναγορεύεται διάδοχος της εταιρίας και εξακολουθεί να αποζητά σθεναρά ένα μέλλον όπου θα μοιραστεί με την Φ. Δάσα.
* Ο Μαρκές υποστηρίζει πως «τίποτα δε μοιάζει περισσότερο σε έναν άνθρωπο από τον τρόπο που πεθαίνει».
* Η Φ. Δάσα στέλνει ένα οργισμένο και προσβλητικό γράμμα στ Φ. Αρίσα για το τόλμημα του να της επαναλάβει πως είναι ερωτευμένος μαζί της. Κατόπιν προσπαθεί να ξεχάσει τον άντρα της καίγωντας τα έπιπλα και πουλώντας τα ρούχα του.
* Ο Μαρκές επαναλαμβάνει όπως στο 100 χρόνια μοναξιά το περιστατικό σφαγής των εργατών στις μπανανοφυτείες του Σαν Χουάν της Σιενάγα.
* Ο Φ. Αρίσα «βομβαρδίζει» με γράμματα τη Φ. Δάσα προσπαθώντας να την κατακτήσει από την αρχή χωρίς εκείνη να νιώσει ούτε ίχνος νοσταλγίας. Εκείνη δέχεται τα γράμματα και ανακαλύπτει σε αυτά μια σοφία που την κάνει να ξαναβρεί νόημα στη ζωή της. Έτσι σιγά σιγά αρχίζει να συμφιλιώνεται με τον Φ. Αρίσα και όταν εκείνος πηγαίνει στο μνημόσυνο του άντρα της τον χαιρετάει ευγενικά.
* Ο Φ. Αρίσα επισκέπτεται την Φ. Δάσα κάθε Τρίτη και δημιουργείται μεταξύ τους μια δυνατή σχέση σε σημείο που η τελευταία να διώξει την κόρη της από το σπίτι για πάντα όταν προσπάθησε να τον διαβάλλει. Επίσης όταν εκείνος διακόπτει τις επισκέψεις του λόγω ατυχήματος αισθάνεται έντονη μοναξιά και την έλλειψη του.
* Η Φ. Δάσα συμφιλιώνεται με τον νεκρό άντρα της και αποφασίζει να ταξιδέψει με ποταμόπλοιο μαζί με τον Φ. Αρίσα.
* Ο Μάρκες περιγράφει την οικολογική καταστροφή που επέφερε η ποταμοπλοΐα.
* Οι δυο χωρίς ηλικία εραστές κάνουν έρωτα για πρώτη φορά που αν και απογοητευτική δεν τους αποκαρδιώνει.