Η εκλογή της Σόφι είναι δραματική ταινία παραγωγής 1982, σε σκηνοθεσία Άλαν Τζέι Πακούλα. Η ταινία που έχει ως πρωταγωνιστές τη Μέριλ Στριπ, τον Κέβιν Κλάιν και τον Πίτερ ΜακΝίκολ είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Στάιρον με θέμα τη ζωή μιας Πολωνέζας επιζήσασας του ολοκαυτώματος. Η ερμηνεία της Στριπ θεωρείται από πολλούς ως μια από τις καλύτερές της και της χάρισε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου. Η Στριπ είχε ως αντίπαλό της, τη Τζέσικα Λανγκ για την ταινία Φράνσις, μια Αδέσμευτη Γυναίκα. Στα στοιχήματα ο αγώνας ήταν αμφίρροπος και οι πιθανότητες μοιρασμένες. Η Στριπ υποδυόταν μια Πολωνή, που κατάφερε να επιβιώσει από τα δεινά του πολέμου και από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ η Λανγκ έπαιζε τον ρόλο της πρώην στάρλετ του Χόλιγουντ Φράνσες Φάρμερ, που είχε δύσκολη ζωή λόγω του επαναστατικού της πνεύματος και των κομμουνιστικών της πεποιθησεων. Η Στριπ τελικά υπερίσχυσε αφήνοντας τη Λανγκ (υποψήφια σε δύο διαφορετικές κατηγορίες) με το όσκαρ Β' γυναικείου ρόλου για την Τούτσι , που είχε κερδίσει λίγα λεπτά νωρίτερα. Έτσι η Στριπ που ήταν έγκυος παρέλαβε το δεύτερό της όσκαρ μετά από εκείνο που είχε κερδίσει τρία χρόνια νωρίτερα για την ταινία Κράμερ εναντίον Κράμερ . Το μόνο βραβείο που έχασε η Στριπ εκείνη τη χρονιά ήταν το BAFTA.
Ο Στάιρον έγραψε τη νουβέλα του σκεπτόμενος την Ούρσουλα Άντρες, αλλά όταν ο Πακούλα αποφάσισε να μεταφέρει το μυθιστόρημα στη μεγάλη οθόνη η Στριπ ήταν τόσο αποφασισμένη να πάρει το ρόλο που παρακάλεσε γονατιστή το σκηνοθέτη να της τον παραχωρήσει. Πρώτη επιλογή του Πακούλα για το ρόλο της Σόφι, ήταν η Σουηδή Λιβ Ούλμαν, καθώς ο σκηνοθέτης πίστευε ότι η ηθοποιός με την σπαστή της προφορά θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το ρόλο. Άλλες υποψήφιες ήταν οι: Μάγντα Βασαριόβα και η Νάταλι Γουντ (που είχε καταγωγή από τη Ρωσία).Tο φιλμ σηματοδότησε το ντεμπούτο του Κέβιν Κλάιν στα κινηματογραφικά δρώμενα κι ο Τζον Κλιζ αποφάσισε να τον προσλάβει για την ταινία Ένα Ψάρι που το Έλεγαν Γουάντα το 1988, αφότου είδε την ερμηνεία του στην Εκλογή της Σόφι. H Στριπ, που τελικά ανέλαβε το ρόλο, γύρισε τη σκηνή της "εκλογής της" σε μια λήψη κι αρνήθηκε να την ξαναγυρίσει καθώς ήταν επίπονη για οποιαδήποτε μάνα. Η Στριπ που έχει έφεση στις προφορές έμαθε να μιλάει με πολωνέζικη προφορά κι έμαθε και γερμανικά για το ρόλο.
Ample make this bed.
Make this bed with awe;
In it wait till judgment break
Excellent and fair.
Be its mattress straight,
Be its pillow round;
Let no sunrise` yellow noise
Interrupt this ground.
-Emily Dickinson
Make this bed with awe;
In it wait till judgment break
Excellent and fair.
Be its mattress straight,
Be its pillow round;
Let no sunrise` yellow noise
Interrupt this ground.
-Emily Dickinson
Oι φρικιαστικές αναμνήσεις μιας Πολωνής επιζήσασας, της Sophie Zawistowska (Meryl Streep), έρχονται να αναστατώσουν και να στοιχειώσουν τη ζωή της στη Νέα Υόρκη, του 1947. Η αγάπη της για τον Nathan Landau (Kevin Kline), έναν γοητευτικό και χαρισματικό, αλλά βυθισμένο στις παραισθήσεις Αμερικανο-Εβραίο χημικό (ο οποίος βασανίζεται από εμμονές για το Ολοκαύτωμα), είναι ένας από τους λόγους που την κάνουν να συνεχίζει να ζει. Πιστεύει ότι της αξίζει η μεταχείριση που υπομένει από αυτόν, γιατί οι επιλογές που έκανε ήταν τόσο καταστροφικές, που πρέπει με κάποιο τρόπο να εξιλεωθεί. Το φιλμ, το οποίο πλαισιώνει ο Alan J. Pakula με ένα ποίημα της Emily Dickinson, διεκδίκησε πέντε βραβεία της Ακαδημίας, αλλά όχι και αυτό της καλύτερης ταινίας. Πιο αναλυτικά: καλύτερου σεναρίου (Alan J. Pakula), καλύτερης φωτογραφίας (Nestor Almendros), καλύτερης μουσικής επένδυσης (Marvin Hamlisch), α’ γυναικείου ρόλου (Meryl Streep) και καλύτερων κοστουμιών (Albert Wolsky). Δεν τα πήγε και τόσο καλά στο box office, παρόλο που το National Board of Review το κατέταξε ανάμεσα στα δέκα καλύτερα φιλμ της χρονιάς.
Ήρωες
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Στίνγκο, ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας, μετακομίζει στο Μπρούκλιν, σε μια λαϊκή πανσιόν που δεν διέφερε σε τίποτα από τα άσυλα των απόρων. Εκεί παγιδεύεται στο δαιδαλώδη ιστό της παθιασμένης και κυκλοθυμικής σχέσης των γειτόνων του, ενός ζεύγους που ζει φιλιώνει και ερωτοτροπεί λίγες μόνο ώρες μετά την πιο βάναυση σκηνή και για τους οποίους αναρωτιέται «αν είναι και οι δύο τρελοί ή παρίες, υποταγμένοι σε ένα παράξενο κοινό πεπρωμένο».
Ο (Εβραίος) Νέηθαν, ένας γητευτής μονίμως «κουρδισμένος», genius και διασκεδαστής μαζί, γίνεται έμπιστος φίλος του και γκουρού. Η ακαταμάχητη γοητεία του αντισταθμίζεται από μια ακαθόριστη σκοτεινή πλευρά του και από ξαφνικές αλλαγές σε διάθεση και συμπεριφορά, τα φοβερά tempetes (μπουρίνια) του. Σα να πετάει στον αέρα όπως το αεροπλάνο, κι ολοένα υψώνεται κι ανεβαίνει στη στρατόσφαιρα όπου ο αέρας είναι τόσο αραιός που δε μπορεί άλλο να πετάξει και να αναγκάζεται να πέσει. Κι όταν λέω ότι πέφτει, εννοώ, ως κάτω…
Η (Πολωνή και καθολική) Σόφι τον βλέπει ως σωτηρία της και καταστροφή της. Εργάζεται σ’ έναν αμφιλεγόμενο χειροπράκτη, διαβάζει Ντος Πάσσος και Τόμας Γουλφ αλλά αδυνατεί να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή. Κυριεύεται από βαθιά μελαγχολία και μαύρη απελπισία εξαιτίας του ότι επέζησε από το Άουσβιτς, φοβούμενη πως δεν θα απαλλαγεί ποτέ από τις ενοχές της. Ενοχές, διαβρωτικές σαν το θαλασσινό νερό. Μπορεί κάποιος να κουβαλάει μέσα του την τοξίνη της ενοχής μια ολόκληρη ζωή, όπως τον τύφο. Αγωνίζεται απεγνωσμένα να διαγράψει το όνομα του στρατοπέδου από το λεξιλόγιό της, γνωρίζοντας ότι αν επέτρεπε να εισχωρήσει στη μνήμη της, θα κινδύνευε να χάσει, να δώσει τέλος στη ζωή της. Έχει δει το γαλαζωπό νέφος της καμένης ανθρώπινης σάρκας, συνεπώς αδυνατεί να πιστέψει σ’ ένα Θεό που γυρίζει την πλάτη του στους ανθρώπους. Η ανικανότητα των ανθρώπων να καταλάβουν πραγματικά ήταν ένας ακόμα από τους λόγους για τους οποίους απέφευγε να μιλά γι’ αυτά.
Από την πρώτη στιγμή που θα τους δει κολλημένους τον ένα πάνω στον άλλο, σαν ένα σκοτεινό ανάγλυφο με φόντο τον ροζ διάδρομο με ένα κρεμαστό γλόμπο των σαράντα βατ, ο Στίνγκο δε θα πάψει να έλκεται από το ιδιόμορφο αυτό ζευγάρι, η σύγχιση και ταραχή των οποίων τροφοδοτείται απ’ τους βασανισμένους τους ψυχισμούς. Σταδιακά θα αρχίσει να θέλγεται σφοδρά από τις πολλαπλές γοητείες και αδυναμίες της Σόφι και να γίνει ο υποδοχέας των μυστικών της, μέχρι τον πυρήνα της τραγικής απόφασής της ανάμεσα σε δύο αβάσταχτες επιλογές. Μόνο που η Σόφι δεν είναι απολύτως ειλικρινής στις εξιστορήσεις της – αποκρύπτει, μεταπλάθει και παραπλανεί. Στην αφήγηση του Στίνγκο εμπλέκονται οι σπαρακτικές διηγήσεις της Σόφι, όπως εκείνες της παρουσίας της στο σπίτι του Ρούντολφ Ές το 1943 και της δραματικής της ικεσίας για σωτηρία.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Στίνγκο, ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας, μετακομίζει στο Μπρούκλιν, σε μια λαϊκή πανσιόν που δεν διέφερε σε τίποτα από τα άσυλα των απόρων. Εκεί παγιδεύεται στο δαιδαλώδη ιστό της παθιασμένης και κυκλοθυμικής σχέσης των γειτόνων του, ενός ζεύγους που ζει φιλιώνει και ερωτοτροπεί λίγες μόνο ώρες μετά την πιο βάναυση σκηνή και για τους οποίους αναρωτιέται «αν είναι και οι δύο τρελοί ή παρίες, υποταγμένοι σε ένα παράξενο κοινό πεπρωμένο».
Ο (Εβραίος) Νέηθαν, ένας γητευτής μονίμως «κουρδισμένος», genius και διασκεδαστής μαζί, γίνεται έμπιστος φίλος του και γκουρού. Η ακαταμάχητη γοητεία του αντισταθμίζεται από μια ακαθόριστη σκοτεινή πλευρά του και από ξαφνικές αλλαγές σε διάθεση και συμπεριφορά, τα φοβερά tempetes (μπουρίνια) του. Σα να πετάει στον αέρα όπως το αεροπλάνο, κι ολοένα υψώνεται κι ανεβαίνει στη στρατόσφαιρα όπου ο αέρας είναι τόσο αραιός που δε μπορεί άλλο να πετάξει και να αναγκάζεται να πέσει. Κι όταν λέω ότι πέφτει, εννοώ, ως κάτω…
Η (Πολωνή και καθολική) Σόφι τον βλέπει ως σωτηρία της και καταστροφή της. Εργάζεται σ’ έναν αμφιλεγόμενο χειροπράκτη, διαβάζει Ντος Πάσσος και Τόμας Γουλφ αλλά αδυνατεί να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή. Κυριεύεται από βαθιά μελαγχολία και μαύρη απελπισία εξαιτίας του ότι επέζησε από το Άουσβιτς, φοβούμενη πως δεν θα απαλλαγεί ποτέ από τις ενοχές της. Ενοχές, διαβρωτικές σαν το θαλασσινό νερό. Μπορεί κάποιος να κουβαλάει μέσα του την τοξίνη της ενοχής μια ολόκληρη ζωή, όπως τον τύφο. Αγωνίζεται απεγνωσμένα να διαγράψει το όνομα του στρατοπέδου από το λεξιλόγιό της, γνωρίζοντας ότι αν επέτρεπε να εισχωρήσει στη μνήμη της, θα κινδύνευε να χάσει, να δώσει τέλος στη ζωή της. Έχει δει το γαλαζωπό νέφος της καμένης ανθρώπινης σάρκας, συνεπώς αδυνατεί να πιστέψει σ’ ένα Θεό που γυρίζει την πλάτη του στους ανθρώπους. Η ανικανότητα των ανθρώπων να καταλάβουν πραγματικά ήταν ένας ακόμα από τους λόγους για τους οποίους απέφευγε να μιλά γι’ αυτά.
Από την πρώτη στιγμή που θα τους δει κολλημένους τον ένα πάνω στον άλλο, σαν ένα σκοτεινό ανάγλυφο με φόντο τον ροζ διάδρομο με ένα κρεμαστό γλόμπο των σαράντα βατ, ο Στίνγκο δε θα πάψει να έλκεται από το ιδιόμορφο αυτό ζευγάρι, η σύγχιση και ταραχή των οποίων τροφοδοτείται απ’ τους βασανισμένους τους ψυχισμούς. Σταδιακά θα αρχίσει να θέλγεται σφοδρά από τις πολλαπλές γοητείες και αδυναμίες της Σόφι και να γίνει ο υποδοχέας των μυστικών της, μέχρι τον πυρήνα της τραγικής απόφασής της ανάμεσα σε δύο αβάσταχτες επιλογές. Μόνο που η Σόφι δεν είναι απολύτως ειλικρινής στις εξιστορήσεις της – αποκρύπτει, μεταπλάθει και παραπλανεί. Στην αφήγηση του Στίνγκο εμπλέκονται οι σπαρακτικές διηγήσεις της Σόφι, όπως εκείνες της παρουσίας της στο σπίτι του Ρούντολφ Ές το 1943 και της δραματικής της ικεσίας για σωτηρία.