Αναρίθμητες είναι οι σελίδες που έχουν γραφεί για τον Φραντς Κάφκα που όμως είναι ένας από τους λιγότερο κατανοημένους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. 'Αρχισε να γράφει το γνωστότερο μυθιστόρημά του, τη «Δίκη», το 1914. Αυτό είναι ακριβώς δέκα χρόνια μετά την δημοσίευση του «μανιφέστου των σουρεαλιστών», που ήταν τότε εντελώς ανίδεοι για την «υπερ-ρεαλιστική» φαντασία του Κάφκα, ενός άγνωστου συγγραφέα που τα κείμενά του εκδόθηκαν πολύ μετά τον θάνατό του.«Η δίκη» περιγράφει την κατάσταση κάποιου που κατηγορείται για κάτι. Αρχικά όλα διαδραματίζονται με μάλλον κωμική διάθεση: δύο εντελώς συνηθισμένοι κύριοι εμφανίζονται ένα πρωί στο σπίτι του Κ. που βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι του, και κατά τη διάρκεια μιας μάλλον ευχάριστης συζήτησης του ανακοινώνουν πως είναι κατηγορούμενος και πως η διαλεύκανση της υπόθεσής του αναμένεται να διαρκέσει πάρα πολύ καιρό. Η όλη κατάσταση είναι παράλογη κι αστεία. Εξάλλου, όταν ο Κάφκα ανέγνωσε το κεφάλαιο αυτό για πρώτη φορά στους φίλους του, όλοι γέλασαν.Αυτό το παράλογο εκ πρώτης όψεως μυθιστόρημα, ανέκαθεν προκαλούσε τις πιο ποικιλόμορφες ερμηνείες. Θεωρήθηκε διαδοχικά καταγγελία κατά της γραφειοκρατικής απανθρωποποίησης, κατηγορητήριο κατά του ολοκληρωτισμού, μεταφορά για τον αντισημιτισμό. «Η δίκη» πλέον αναγιγνώσκεται ολοένα και περισσότερο ως παράλογο χιούμορ ή σουρεαλιστικό κείμενο.
Το μυθιστόρημα «Η Δίκη» του Φραντς Κάφκα αποτελεί μια εξόφθαλμη προβολή των εσωτερικών δαιμόνων του συγγραφέα. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Γιόζεφ Κ., είναι ένα άτομο μοναχικό. Δεν ζει όμως στο περιθώριο της κοινωνίας, αντίθετα κατέχει μια διακριτή θέση, είναι τμηματάρχης σε Τράπεζα. Η κοινωνική θέση που δίνει ο συγγραφέας στον ήρωά του δεν είναι τυχαία. Μια και ο Γιόζεφ Κ. είναι η προβολή του Φραντς Κάφκα (Κ. σημαίνει Κάφκα, όπως και στον Πύργο ο κεντρικός χαρακτήρας λέγεται Κ.), πρέπει να είναι περίπου στην ίδια κοινωνική θέση με αυτόν. Επίσης, εφόσον γύρω του στήνεται η Δίκη, η αντίθεση γίνεται εντονότερη με έναν ευπρεπή υπάλληλο απ’ ό,τι με ένα περιθωριακό άτομο, διότι ο ευπρεπής αυτός υπάλληλος θα εκπέσει σιγά – σιγά, μέχρι να εξευτελιστεί πλήρως και τέλος να εκτελεστεί «σαν το σκυλί». Υπάρχουν στο μυθιστόρημα αρκετές τέτοιες «τεχνητές» παρεμβολές του συγγραφέα που στόχο έχουν να εκλογικεύσουν το όραμά του και να το κάνουν αναγνώσιμο. Επιτρέπει ωστόσο στο διορατικό αναγνώστη να διεισδύσει στα βαθύτερα στρώματα της σκέψης του. Διότι σε όλο αυτό το έργο ο Κάφκα μιλά υπαινικτικά για τη φαντασίωση που τον κατατρύχει. Ξέρει όμως να κρατά τις ισορροπίες και να μην εκτρέπεται. Ο Γιόζεφ Κ., ένα μοναχικό άτομο , κινείται σε ένα κόσμο χαοτικό, όπου οι άλλοι είναι πάντα ξένοι και μακρινοί, συχνά απειλητικοί και επίφοβοι, και όπου κάθε προσπάθεια του κεντρικού ήρωα να ανασυνταχθεί και να υπερασπίσει τον εαυτό του πέφτει στο κενό. Οι Άλλοι, ο κόσμος έξω από τον Γιόζεφ Κ., παραμένουν ύπουλοι, αινιγματικοί, αδιάφοροι στο δικό του δράμα. Ο Γιόζεφ Κ. είναι μόνος, κανείς δεν μπορεί και ούτε και θέλει ουσιαστικά να τον βοηθήσει. Όλοι οι άλλοι μηδενός εξαιρουμένου, βρίσκονται απέναντι. Κανείς δεν βρίσκεται δίπλα. Η τεράστια μοναξιά του Γιόζεφ Κ. δεν αίρεται από τις ψυχρές και σπασμωδικές συζητήσεις που κάνει μαζί τους. Μια πολιτική ερμηνεία του έργου θα σκόνταφτε ακριβώς σε αυτό το σημείο: απουσιάζει κάθε ίχνος συντροφικότητας, φιλίας, συμπαράστασης των Άλλων. Ο εξωτερικός κόσμος είναι ένας εφιάλτης, πουθενά δεν συναντούμε μια τρυφερή ανθρώπινη επαφή, μια έστω στιγμιαία αλλά ειλικρινή σύμπλευση δύο ψυχών. Και φυσικά κανένας, μα απολύτως κανένας χαρακτήρας, δεν διαθέτει γενναίο και περήφανο φρόνημα. Είναι ένας κόσμος καρικατούρα, ένας μη πραγματικός κόσμος. Πρώτο και κύριο γνώρισμα αυτού του παράδοξου κόσμου, μέσα στον οποίο ξεδιπλώνεται η «Δίκη», είναι το χάος. Δεύτερο γνώρισμα είναι η ενοχή. Τρίτο η πλήρης αδυναμία απέναντι στο μηχανισμό της Εξουσίας και η σταδιακή αναπόφευκτη ταπείνωση. Τέταρτο η λανθάνουσα σεξουαλικότητα που διατρέχει όλο το έργο. Πέμπτο, η μεγάλη σημασία της ιεραρχίας, όπου στη δουλικά οργανωμένη αυτή κοινωνία, ο καθένας είναι εξουσιαστής του κατώτερου και παράλληλα εξουσιάζεται από τον ανώτερο. Έκτο, η αίσθηση της μοναξιάς. Έβδομο, η παρανοϊκή ατμόσφαιρα.
Το χάος.
Ο Γιόζεφ Κ. βιώνει τον κόσμο ως χάος. Ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι ο μικρόκοσμος της Τράπεζας ή της πανσιόν, όπου μένει ο Κ., αν και στην πανσιόν μπορούμε να δούμε μια μορφή χάους, καθώς νέα πρόσωπα, άγνωστοι ένοικοι, εμφανίζονται. Ο εξωτερικός κόσμος είναι στην ουσία ό,τι αντιπροσωπεύει αυτό το χαοτικό δικαστικό σύστημα που λειτουργεί παράπλευρα προς το επίσημο δικαστικό σύστημα και που έχει ύπουλα εξαπλωθεί στον υποδόριο ιστό του κοινωνικού σώματος. Από την πρώτη αράδα του μυθιστορήματος, όταν ανακοινώνεται στον Κ. ότι είναι κατηγορούμενος, μέχρι το τέλος της ιστορίας, σε όλη τη διαδρομή του έργου ο αναγνώστης ακολουθεί τον Κ. και βιώνει μαζί του αυτό το ανεξήγητο χάος. Όλα είναι ρευστά, απροσδιόριστα, ασαφή και συγχρόνως επίβουλα, απειλητικά και επικίνδυνα. Τίποτα δεν είναι σταθερό, συγκεκριμένο και σαφές. Οι Δικαστές είναι πρόσωπα χαμένα στην απροσδιοριστία και στην αχλή. Ο Κ. δεν τους βλέπει, ακούει μόνο γι αυτούς και ό,τι ακούει είναι πάντα τρομαχτικό. Ο Κ. κινείται σε ακαθόριστα κτηριακά συγκροτήματα γραφείων, όπου ενοικούν μυστηριώδη πρόσωπα, κλητήρες, κατηγορούμενοι και συνεργαζόμενοι με αυτό το παράπλευρο δικαστικό σύστημα, όλοι με αμφίβολες και σκοτεινές αρμοδιότητες. Το χάος περιέχει μια διαρκή απειλή, ένα συνεχή κίνδυνο και ο Κ. νιώθει ανίκανος να το αντιμετωπίσει.
Η ενοχή.
Ο Γιόζεφ Κ. είναι ένοχος. Αυτό αποτελεί μια αναπόσπαστη ιδιότητά του, το κύριο χαρακτηριστικό του, την ταυτότητά του. Ο ίδιος αρνείται αρχικά την ενοχή του, αλλά όσο προχωρεί η διαδικασία, τόσο αφήνεται να παρασυρθεί από τα γεγονότα με ένα μοιρολατρικό τρόπο, σαν να παραδέχεται κάπου στο βάθος της συνείδησής του ότι έχει τελικά αυτή την ιδιότητα. Το Δικαστήριο ( ό,τι είναι δηλαδή έξω από αυτόν) τον θεωρεί ένοχο. Είναι κατηγορούμενος, οι ελπίδες αθώωσής του είναι μηδαμινές, ανύπαρκτες σχεδόν. Ο Γιόζεφ Κ. κυκλοφορεί στην πόλη με τη σφραγίδα του ένοχου. Όλοι το ξέρουν αυτό τώρα. Η ενοχή του δεν χρειάζεται αποδείξεις. Απλώς υπάρχει.
Η γυναίκα
Όλες οι γυναικείες μορφές του έργου – πλην της ηλικιωμένης σπιτονοικοκυράς - είναι φιλήδονες. Ο αισθησιασμός, κάθε φορά που εμφανίζεται μια γυναικεία μορφή, είναι ξεκάθαρος και ο Κάφκα φαίνεται να βιώνει εδώ τη γυναικεία παρουσία με καθαρά φιλήδονο τρόπο. Ο «ρομαντικός» - πείτε τον υγιή, αν θέλετε – έρωτας απουσιάζει τελείως. Αξίζει να αναφέρουμε πώς περιγράφει μια συντροφιά κοριτσιών που συναντά ο Γιόζεφ Κ. κατά την επίσκεψή του στο ζωγράφο. Η ηλικία τους είναι γύρω στα δεκατρία και έχουν όλα ένα κράμα παιδικότητας και διαφθοράς. Επικεφαλής είναι μια μικρή με καμπούρα και με ύφος τελείως διεφθαρμένο. Καμιά χάρη και καμιά δροσιά δεν βλέπει ο Κ. (δηλαδή ο Κάφκα) στη γυναίκα, ακόμα και όταν βρίσκεται σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία.
Η κοινωνία
Είναι σαφώς κατηγοριοποιημένη σε ανώτερους και κατώτερους. Οι κατώτεροι είναι πάντα δουλοπρεπείς, ευτελίζονται, ταπεινώνονται από τους ανώτερους και υποτάσσονται σ’ αυτούς. Στην υποθετική αυτή κοινωνία δεν υπάρχει αξιοπρέπεια ούτε υπερήφανο φρόνημα. Ανώτεροι όλων είναι οι Δικαστές που και αυτοί ταξινομούνται σε ανώτερους και κατώτερους. Όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία, βλέπουμε την απόλυτη αυταρχικότητα και την έλλειψη κάθε θετικού συναισθήματος προς όσους είναι κατώτεροι. Το σύστημα δουλεύει στηριζόμενο στην απάθεια, την αναλγησία, την απόλυτη απουσία της φιλίας, της αλληλεγγύης, της αγάπης. Οι ανώτεροι είναι στυγνοί, απαθείς, αδιάφοροι, αυταρχικοί, ανελέητοι, αμείλικτοι προς τους κατώτερους και παράλληλα δουλικοί, ταπεινοί και υποταγμένοι σε όσους είναι ανώτεροι από αυτούς. Το δίπολο εξουσιαστής – εξουσιαζόμενος (καθαρά μαζοχιστικό στοιχείο και όχι πολιτικό) βρίσκει εδώ την τέλεια μορφή του. Παράλληλα υπάρχουν και αυτοί που κινούνται στο μικρόκοσμο του Γιόζεφ Κ: ο Διευθυντής και ο Υποδιευθυντής, ο θείος, η σπιτονοικοκυρά κλπ. Όλοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τους Άλλους, είναι ξένοι προς τον ήρωα, δεν υπάρχει σημείο επαφής.
Ο Γιόζεφ Κ. βιώνει τον κόσμο ως χάος. Ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι ο μικρόκοσμος της Τράπεζας ή της πανσιόν, όπου μένει ο Κ., αν και στην πανσιόν μπορούμε να δούμε μια μορφή χάους, καθώς νέα πρόσωπα, άγνωστοι ένοικοι, εμφανίζονται. Ο εξωτερικός κόσμος είναι στην ουσία ό,τι αντιπροσωπεύει αυτό το χαοτικό δικαστικό σύστημα που λειτουργεί παράπλευρα προς το επίσημο δικαστικό σύστημα και που έχει ύπουλα εξαπλωθεί στον υποδόριο ιστό του κοινωνικού σώματος. Από την πρώτη αράδα του μυθιστορήματος, όταν ανακοινώνεται στον Κ. ότι είναι κατηγορούμενος, μέχρι το τέλος της ιστορίας, σε όλη τη διαδρομή του έργου ο αναγνώστης ακολουθεί τον Κ. και βιώνει μαζί του αυτό το ανεξήγητο χάος. Όλα είναι ρευστά, απροσδιόριστα, ασαφή και συγχρόνως επίβουλα, απειλητικά και επικίνδυνα. Τίποτα δεν είναι σταθερό, συγκεκριμένο και σαφές. Οι Δικαστές είναι πρόσωπα χαμένα στην απροσδιοριστία και στην αχλή. Ο Κ. δεν τους βλέπει, ακούει μόνο γι αυτούς και ό,τι ακούει είναι πάντα τρομαχτικό. Ο Κ. κινείται σε ακαθόριστα κτηριακά συγκροτήματα γραφείων, όπου ενοικούν μυστηριώδη πρόσωπα, κλητήρες, κατηγορούμενοι και συνεργαζόμενοι με αυτό το παράπλευρο δικαστικό σύστημα, όλοι με αμφίβολες και σκοτεινές αρμοδιότητες. Το χάος περιέχει μια διαρκή απειλή, ένα συνεχή κίνδυνο και ο Κ. νιώθει ανίκανος να το αντιμετωπίσει.
Η ενοχή.
Ο Γιόζεφ Κ. είναι ένοχος. Αυτό αποτελεί μια αναπόσπαστη ιδιότητά του, το κύριο χαρακτηριστικό του, την ταυτότητά του. Ο ίδιος αρνείται αρχικά την ενοχή του, αλλά όσο προχωρεί η διαδικασία, τόσο αφήνεται να παρασυρθεί από τα γεγονότα με ένα μοιρολατρικό τρόπο, σαν να παραδέχεται κάπου στο βάθος της συνείδησής του ότι έχει τελικά αυτή την ιδιότητα. Το Δικαστήριο ( ό,τι είναι δηλαδή έξω από αυτόν) τον θεωρεί ένοχο. Είναι κατηγορούμενος, οι ελπίδες αθώωσής του είναι μηδαμινές, ανύπαρκτες σχεδόν. Ο Γιόζεφ Κ. κυκλοφορεί στην πόλη με τη σφραγίδα του ένοχου. Όλοι το ξέρουν αυτό τώρα. Η ενοχή του δεν χρειάζεται αποδείξεις. Απλώς υπάρχει.
Η γυναίκα
Όλες οι γυναικείες μορφές του έργου – πλην της ηλικιωμένης σπιτονοικοκυράς - είναι φιλήδονες. Ο αισθησιασμός, κάθε φορά που εμφανίζεται μια γυναικεία μορφή, είναι ξεκάθαρος και ο Κάφκα φαίνεται να βιώνει εδώ τη γυναικεία παρουσία με καθαρά φιλήδονο τρόπο. Ο «ρομαντικός» - πείτε τον υγιή, αν θέλετε – έρωτας απουσιάζει τελείως. Αξίζει να αναφέρουμε πώς περιγράφει μια συντροφιά κοριτσιών που συναντά ο Γιόζεφ Κ. κατά την επίσκεψή του στο ζωγράφο. Η ηλικία τους είναι γύρω στα δεκατρία και έχουν όλα ένα κράμα παιδικότητας και διαφθοράς. Επικεφαλής είναι μια μικρή με καμπούρα και με ύφος τελείως διεφθαρμένο. Καμιά χάρη και καμιά δροσιά δεν βλέπει ο Κ. (δηλαδή ο Κάφκα) στη γυναίκα, ακόμα και όταν βρίσκεται σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία.
Η κοινωνία
Είναι σαφώς κατηγοριοποιημένη σε ανώτερους και κατώτερους. Οι κατώτεροι είναι πάντα δουλοπρεπείς, ευτελίζονται, ταπεινώνονται από τους ανώτερους και υποτάσσονται σ’ αυτούς. Στην υποθετική αυτή κοινωνία δεν υπάρχει αξιοπρέπεια ούτε υπερήφανο φρόνημα. Ανώτεροι όλων είναι οι Δικαστές που και αυτοί ταξινομούνται σε ανώτερους και κατώτερους. Όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία, βλέπουμε την απόλυτη αυταρχικότητα και την έλλειψη κάθε θετικού συναισθήματος προς όσους είναι κατώτεροι. Το σύστημα δουλεύει στηριζόμενο στην απάθεια, την αναλγησία, την απόλυτη απουσία της φιλίας, της αλληλεγγύης, της αγάπης. Οι ανώτεροι είναι στυγνοί, απαθείς, αδιάφοροι, αυταρχικοί, ανελέητοι, αμείλικτοι προς τους κατώτερους και παράλληλα δουλικοί, ταπεινοί και υποταγμένοι σε όσους είναι ανώτεροι από αυτούς. Το δίπολο εξουσιαστής – εξουσιαζόμενος (καθαρά μαζοχιστικό στοιχείο και όχι πολιτικό) βρίσκει εδώ την τέλεια μορφή του. Παράλληλα υπάρχουν και αυτοί που κινούνται στο μικρόκοσμο του Γιόζεφ Κ: ο Διευθυντής και ο Υποδιευθυντής, ο θείος, η σπιτονοικοκυρά κλπ. Όλοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τους Άλλους, είναι ξένοι προς τον ήρωα, δεν υπάρχει σημείο επαφής.
Το παράπλευρο δικαστήριο
Λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη Δικαιοσύνη, δεν έχει όμως καμιά σχέση με αυτήν. Έχει τους δικούς του νόμους που είναι όμως ασαφείς και σκοτεινοί. «Η υπηρεσία μας» εξηγεί στο Γιόζεφ Κ. ο ένας από τους δύο φύλακες που ήρθαν να τον συλλάβουν, «δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή. Αυτός είναι νόμος απαράβατος». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα δικαστήριο εγκατεστημένο στη συνείδηση, αόρατο και άυλο μεν, αλλά υπαρκτό και μάλιστα ασύγκριτα ισχυρότερο από ένα κανονικό δικαστήριο. Πράγματι από αυτό το δικαστήριο δεν μπορεί να ξεφύγει καμιά ένοχη συνείδηση και είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να απαλλαγεί από την κατηγορία που τη βαρύνει. Εδώ τα γνωστά δικονομικά τερτίπια δεν έχουν πέραση. Ο Κ. ως κατηγορούμενος στερείται των δημοκρατικών δικαιωμάτων του. Οι δικαιολογίες του είναι άσκοπες ( μάταιες). Εννοείται ότι ένα τέτοιο δικαστήριο ελάχιστη σημασία δίνει στους συνηγόρους υπεράσπισης. Η κατηγορία και η συνακόλουθη ενοχή είναι αυτά που βαρύνουν εδώ, η υπεράσπιση είναι περιττή, κάτι σαν παρωδία, σαν φτιασίδι στην όλη υπόθεση, γι αυτό θα είναι ισχνή και προσχηματική και φυσικά αναποτελεσματική. Ο Κ. πρέπει να μάθει να υπερασπίζεται μόνος του τον εαυτό του - με άλλα λόγια θα σταθεί ανυπεράσπιστος μπροστά στους δικαστές του. Ένα δικαστήριο συνείδησης δεν φυλακίζει, αφήνει τον κατηγορούμενο να περιφέρεται ελεύθερος, αλλά τον παρακολουθεί άγρυπνα. Η σύλληψή του είναι κάτι «πνευματικό», όχι όπως συλλαμβάνεται ένας κλέφτης, αυτό λέει στον Κ. η κυρία Γκρούμπαχ, η ιδιοκτήτρια της πανσιόν. Με άλλα λόγια ο Κ. μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά κυκλοφορεί με το στίγμα του κατηγορούμενου (και αυτή είναι η βαθιά αίσθηση κάθε ενοχικού ατόμου). Υποσυνείδητα ο Κ. ομολογεί το ενοχικό του συναίσθημα, όταν λέει στην κυρία Γκρούμπαχ: «Αν θέλετε να διαφυλάξετε την αξιοπρέπεια του σπιτιού σας, πρέπει πρώτα από όλα να διώξετε εμένα». Τέλος μια φράση πολύ αποκαλυπτική για τη σχέση του ενοχικού, μαζοχιστικού ατόμου με την εξουσία είναι η φράση που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα της δεσποινίδας Μπύρστνερ, καθώς συζητά με τον Κ.: «Οι δίκες ασκούν μια παράξενη έλξη σε όλους τους ανθρώπους». Όχι βέβαια σε όλους τους ανθρώπους, αλλά στους ενοχικούς και τους μαζοχιστές οπωσδήποτε.
Η πρώτη ανάκριση
Και μόνη η λέξη «ανάκριση» παραπέμπει στη συγκεκριμένη σαδομαζοχιστική φαντασίωση. Στην ουσία πρόκειται καθαρά για δημόσια διαπόμπευση. Η ανάκριση σ’ αυτό το μυστηριώδες δικαστήριο γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μια φορά συνήθως την εβδομάδα και την Κυριακή, όταν ο Κ. δεν εργάζεται. Αυτή η κανονικότητα (και η συχνότητα) των ανακρίσεων που παράλληλα εξευτελίζουν δημόσια το θύμα, μάς παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικές τελετές που αποτελούν μια αγαπημένη φαντασίωση κάθε μαζοχιστή. Η πρώτη ανάκριση πραγματοποιείται σε ένα απομακρυσμένο σπίτι – καμιά σχέση με δικαστικά μέγαρα. Ο ευρύτερος χώρος αποτελείται από γκρίζες, λαϊκές πολυκατοικίες. Ο Κ. νιώθει να τον παρακολουθεί ο Ανακριτής πίσω από κάποιο παράθυρο, καθώς αυτός είναι ακόμα στο δρόμο (αίσθηση διαρκούς παρακολούθησης, χαρακτηριστικό της παρανοειδούς διαταραχής). Η αίθουσα, ένας χώρος μεγάλος για τελετές, είναι κατάμεστη από κόσμο που θα παρακολουθήσει τη διαπόμπευση του Κ. Πρώτη αποδοκιμασία: «Αργήσατε μία ώρα και πέντε λεπτά», λέει ο Ανακριτής στον Κ. Αυτός παραιτείται αμέσως από την υπεράσπιση του εαυτού του. Ελπίζει ωστόσο να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου, αλλά, όπως θα αποδειχθεί παρακάτω, αυτό είναι αδύνατο. Όταν δηλώνει την ανώτερη επαγγελματική του θέση, προκαλεί τα γέλια του κόσμου (εξευτελισμός, γελοιοποίηση). Γελά κι αυτός (αυτοταπείνωση). Ο Ανακριτής όμως αντιτείνει ότι ο Κ. είναι ελαιοχρωματιστής (ταπείνωση) και αυτό το λέει με κατηγορηματικό τρόπο. Ο κόσμος έχει καρφώσει με ένταση τα μάτια πάνω του, παρακολουθεί άγρυπνα κάθε κίνησή του ( η ηδονή τού να είσαι θήραμα). Ο Κ. εκφωνεί ένα λογύδριο προσπαθώντας να ενισχύσει κάπως την αξιοπρέπειά του, αλλά φοβάται ότι οι υπάλληλοι του Δικαστηρίου θα διαδώσουν την είδηση της σύλληψης και θα δυσφημίσουν το όνομά του (γενική διαπόμπευση στην ευρύτερη κοινωνία). Παρατηρεί ότι ο Ανακριτής κάνει νόημα με το βλέμμα σε κάποιον από το πλήθος και το καταγγέλλει με θάρρος (που απλώς θα αυξήσει τον εξευτελισμό και τη γελοιοποίησή του): «Μόλις τώρα ο κύριος Ανακριτής έκανε σε κάποιον από σας ένα κρυφό νεύμα. Υπάρχουν λοιπόν άτομα ανάμεσά σας που παίρνουν εντολές απο δώ πάνω». Μέσα σ’ αυτή την εξευτελιστική φαντασιώδη ατμόσφαιρα (που ο Γιόζεφ Κ. τη βιώνει ως μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα), ο Κάφκα προσθέτει μια φαινομενικά άσχετη πινελιά: ένας άνδρας κοντά στην πόρτα έχει «στριμώξει» μια γυναίκα. Με το ρήμα αυτό μπορούμε να υποθέσουμε είτε ότι το ζευγάρι βρίσκεται σε ερωτικές διαχύσεις είτε ότι κάνει σεξ. Η άσεμνη αυτή σκηνή προκαλεί τον ενθουσιασμό όσων βρίσκονται εκεί κοντά και ο Κ. συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι όλοι όσοι είναι μέσα στην αίθουσα αποτελούν ένα «σινάφι». Παρατηρεί καλύτερα πόσο χαμερπής είναι η εξωτερική τους εμφάνιση και ανακαλύπτει ότι όλοι, ακόμα και ο Ανακριτής, φορούν κάποιο σήμα στο πέτο. Είναι δηλαδή μέλη μιας συμμορίας που παρακολουθεί τις αντιδράσεις του Κ. και διασκεδάζει (εξευτελισμός). Αυτό το καταγγέλλει δυνατά: «Ώστε έτσι, είστε λοιπόν όλοι μέλη της διεφθαρμένης συμμορίας που τόση ώρα κατηγορούσα». Όλοι επομένως φαίνονται να είναι προσυνεννοημένοι και όλοι συνωμοτούν εναντίον του. Σ’ αυτό το σημείο το παρανοϊκό του ντελίριο βρίσκεται στην κορύφωσή του.
Λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη Δικαιοσύνη, δεν έχει όμως καμιά σχέση με αυτήν. Έχει τους δικούς του νόμους που είναι όμως ασαφείς και σκοτεινοί. «Η υπηρεσία μας» εξηγεί στο Γιόζεφ Κ. ο ένας από τους δύο φύλακες που ήρθαν να τον συλλάβουν, «δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή. Αυτός είναι νόμος απαράβατος». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα δικαστήριο εγκατεστημένο στη συνείδηση, αόρατο και άυλο μεν, αλλά υπαρκτό και μάλιστα ασύγκριτα ισχυρότερο από ένα κανονικό δικαστήριο. Πράγματι από αυτό το δικαστήριο δεν μπορεί να ξεφύγει καμιά ένοχη συνείδηση και είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να απαλλαγεί από την κατηγορία που τη βαρύνει. Εδώ τα γνωστά δικονομικά τερτίπια δεν έχουν πέραση. Ο Κ. ως κατηγορούμενος στερείται των δημοκρατικών δικαιωμάτων του. Οι δικαιολογίες του είναι άσκοπες ( μάταιες). Εννοείται ότι ένα τέτοιο δικαστήριο ελάχιστη σημασία δίνει στους συνηγόρους υπεράσπισης. Η κατηγορία και η συνακόλουθη ενοχή είναι αυτά που βαρύνουν εδώ, η υπεράσπιση είναι περιττή, κάτι σαν παρωδία, σαν φτιασίδι στην όλη υπόθεση, γι αυτό θα είναι ισχνή και προσχηματική και φυσικά αναποτελεσματική. Ο Κ. πρέπει να μάθει να υπερασπίζεται μόνος του τον εαυτό του - με άλλα λόγια θα σταθεί ανυπεράσπιστος μπροστά στους δικαστές του. Ένα δικαστήριο συνείδησης δεν φυλακίζει, αφήνει τον κατηγορούμενο να περιφέρεται ελεύθερος, αλλά τον παρακολουθεί άγρυπνα. Η σύλληψή του είναι κάτι «πνευματικό», όχι όπως συλλαμβάνεται ένας κλέφτης, αυτό λέει στον Κ. η κυρία Γκρούμπαχ, η ιδιοκτήτρια της πανσιόν. Με άλλα λόγια ο Κ. μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά κυκλοφορεί με το στίγμα του κατηγορούμενου (και αυτή είναι η βαθιά αίσθηση κάθε ενοχικού ατόμου). Υποσυνείδητα ο Κ. ομολογεί το ενοχικό του συναίσθημα, όταν λέει στην κυρία Γκρούμπαχ: «Αν θέλετε να διαφυλάξετε την αξιοπρέπεια του σπιτιού σας, πρέπει πρώτα από όλα να διώξετε εμένα». Τέλος μια φράση πολύ αποκαλυπτική για τη σχέση του ενοχικού, μαζοχιστικού ατόμου με την εξουσία είναι η φράση που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα της δεσποινίδας Μπύρστνερ, καθώς συζητά με τον Κ.: «Οι δίκες ασκούν μια παράξενη έλξη σε όλους τους ανθρώπους». Όχι βέβαια σε όλους τους ανθρώπους, αλλά στους ενοχικούς και τους μαζοχιστές οπωσδήποτε.
Η πρώτη ανάκριση
Και μόνη η λέξη «ανάκριση» παραπέμπει στη συγκεκριμένη σαδομαζοχιστική φαντασίωση. Στην ουσία πρόκειται καθαρά για δημόσια διαπόμπευση. Η ανάκριση σ’ αυτό το μυστηριώδες δικαστήριο γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μια φορά συνήθως την εβδομάδα και την Κυριακή, όταν ο Κ. δεν εργάζεται. Αυτή η κανονικότητα (και η συχνότητα) των ανακρίσεων που παράλληλα εξευτελίζουν δημόσια το θύμα, μάς παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικές τελετές που αποτελούν μια αγαπημένη φαντασίωση κάθε μαζοχιστή. Η πρώτη ανάκριση πραγματοποιείται σε ένα απομακρυσμένο σπίτι – καμιά σχέση με δικαστικά μέγαρα. Ο ευρύτερος χώρος αποτελείται από γκρίζες, λαϊκές πολυκατοικίες. Ο Κ. νιώθει να τον παρακολουθεί ο Ανακριτής πίσω από κάποιο παράθυρο, καθώς αυτός είναι ακόμα στο δρόμο (αίσθηση διαρκούς παρακολούθησης, χαρακτηριστικό της παρανοειδούς διαταραχής). Η αίθουσα, ένας χώρος μεγάλος για τελετές, είναι κατάμεστη από κόσμο που θα παρακολουθήσει τη διαπόμπευση του Κ. Πρώτη αποδοκιμασία: «Αργήσατε μία ώρα και πέντε λεπτά», λέει ο Ανακριτής στον Κ. Αυτός παραιτείται αμέσως από την υπεράσπιση του εαυτού του. Ελπίζει ωστόσο να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου, αλλά, όπως θα αποδειχθεί παρακάτω, αυτό είναι αδύνατο. Όταν δηλώνει την ανώτερη επαγγελματική του θέση, προκαλεί τα γέλια του κόσμου (εξευτελισμός, γελοιοποίηση). Γελά κι αυτός (αυτοταπείνωση). Ο Ανακριτής όμως αντιτείνει ότι ο Κ. είναι ελαιοχρωματιστής (ταπείνωση) και αυτό το λέει με κατηγορηματικό τρόπο. Ο κόσμος έχει καρφώσει με ένταση τα μάτια πάνω του, παρακολουθεί άγρυπνα κάθε κίνησή του ( η ηδονή τού να είσαι θήραμα). Ο Κ. εκφωνεί ένα λογύδριο προσπαθώντας να ενισχύσει κάπως την αξιοπρέπειά του, αλλά φοβάται ότι οι υπάλληλοι του Δικαστηρίου θα διαδώσουν την είδηση της σύλληψης και θα δυσφημίσουν το όνομά του (γενική διαπόμπευση στην ευρύτερη κοινωνία). Παρατηρεί ότι ο Ανακριτής κάνει νόημα με το βλέμμα σε κάποιον από το πλήθος και το καταγγέλλει με θάρρος (που απλώς θα αυξήσει τον εξευτελισμό και τη γελοιοποίησή του): «Μόλις τώρα ο κύριος Ανακριτής έκανε σε κάποιον από σας ένα κρυφό νεύμα. Υπάρχουν λοιπόν άτομα ανάμεσά σας που παίρνουν εντολές απο δώ πάνω». Μέσα σ’ αυτή την εξευτελιστική φαντασιώδη ατμόσφαιρα (που ο Γιόζεφ Κ. τη βιώνει ως μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα), ο Κάφκα προσθέτει μια φαινομενικά άσχετη πινελιά: ένας άνδρας κοντά στην πόρτα έχει «στριμώξει» μια γυναίκα. Με το ρήμα αυτό μπορούμε να υποθέσουμε είτε ότι το ζευγάρι βρίσκεται σε ερωτικές διαχύσεις είτε ότι κάνει σεξ. Η άσεμνη αυτή σκηνή προκαλεί τον ενθουσιασμό όσων βρίσκονται εκεί κοντά και ο Κ. συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι όλοι όσοι είναι μέσα στην αίθουσα αποτελούν ένα «σινάφι». Παρατηρεί καλύτερα πόσο χαμερπής είναι η εξωτερική τους εμφάνιση και ανακαλύπτει ότι όλοι, ακόμα και ο Ανακριτής, φορούν κάποιο σήμα στο πέτο. Είναι δηλαδή μέλη μιας συμμορίας που παρακολουθεί τις αντιδράσεις του Κ. και διασκεδάζει (εξευτελισμός). Αυτό το καταγγέλλει δυνατά: «Ώστε έτσι, είστε λοιπόν όλοι μέλη της διεφθαρμένης συμμορίας που τόση ώρα κατηγορούσα». Όλοι επομένως φαίνονται να είναι προσυνεννοημένοι και όλοι συνωμοτούν εναντίον του. Σ’ αυτό το σημείο το παρανοϊκό του ντελίριο βρίσκεται στην κορύφωσή του.
«Ο μαστιγωτής».
Ο μαστιγωτής είναι ηλιοκαμένος σαν ναυτικός, με πρόσωπο τραχύ και γεμάτο υγεία, φορά μια δερμάτινη στολή που αφήνει γυμνά τα χέρια και το στέρνο του και κρατά μια βέργα. Τα θύματά του είναι δυο κατώτεροι φύλακες – καθόλου συμπτωματικά ο ένας από αυτούς λέγεται Φραντς - που πρέπει να μείνουν γυμνοί και να μαστιγωθούν ανελέητα για ένα ασήμαντο παράπτωμα. Η σκηνή εξελίσσεται σε μια αποθήκη της Τράπεζας. «Η τιμωρία είναι δίκαιη και δεν υπάρχει τρόπος να την αποφύγουν», λέει ο μαστιγωτής στον Κ. Και πιο κάτω: «Το καθήκον μου είναι να δέρνω και θα δέρνω». Ο φύλακας με το όνομα Φραντς δέχεται ένα δυνατό χτύπημα με τη βέργα και αφήνει μια δυνατή κραυγή που αντιβουίζει σε όλο το κτήριο. Σωριάζεται κάτω «μισολιπόθυμος σπαρταρώντας από την αγωνία με τα χέρια να ψηλαφούν απεγνωσμένα το πάτωμα. Καθώς κυλιόταν κατάχαμα, η άκρη της βέργας ανεβοκατέβαινε πάνω του ρυθμικά». Ο Κ. φεύγει αποκεί με τη σκέψη ότι ο μαστιγωτής, καθώς διαθέτει απόλυτη εξουσία πάνω στους φύλακες, μπορεί να τους δείρει «μέχρι θανάτου». Την επόμενη μέρα που περνά πάλι από την αποθήκη και ανοίγει την πόρτα, βλέπει το ίδιο αποτρόπαιο θέαμα, το μαστιγωτή με τη βέργα στο χέρι και τους φύλακες γυμνούς να σκούζουν και να ικετεύουν για βοήθεια.
.«Η Λένι».
«Δεν υπάρχει τρόπος να αντισταθεί κανείς σ’ αυτό το δικαστήριο», λέει η Λένι στον Κ., ενώ πιέζει το στήθος της στο δικό του, «Η μόνη λύση είναι να ομολογήσει κανείς την ενοχή του». Υποταγή στην εξουσία και σεξουαλική διέγερση, δύο στοιχεία εμπλεγμένα σε ένα.
«Ο δικηγόρος – ο βιομήχανος – ο ζωγράφος».
Ο Κ. μαθαίνει ότι «ο νόμος ούτε καν προβλέπει ρητά την ύπαρξη υπεράσπισης, απλώς την ανέχεται» και ότι το δωμάτιο των δικηγόρων («δικηγορίσκοι αμφιβόλων ικανοτήτων») είναι ένα στενό καμαράκι που «φανερώνει σ’ όλο της το μεγαλείο την περιφρόνηση με την οποία τους αντιμετωπίζει το δικαστήριο». Ακόμη «απαγορεύεται αυστηρά στους δικηγόρους να τολμήσουν την παραμικρή μεταρρύθμιση στο δωμάτιο έστω και με δικά τους έξοδα...Όσο περισσότερο αποθαρρύνεται η υπεράσπιση, τόσο ο κατηγορούμενος αναγκάζεται να στηριχθεί αποκλειστικά στον εαυτό του». Και πιο κάτω: «Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να διαβάσει τη δικογραφία...και ο συνήγορος δεν έχει το δικαίωμα να παρευρίσκεται στις ανακρίσεις». Με άλλα λόγια στο αφύσικο αυτό Δικαστήριο ο κατηγορούμενος δεν έχει ουσιαστικά δικαίωμα υπεράσπισης. Αν είχε, τότε η νοσηρή γοητεία αυτού του Δικαστηρίου θα εξατμιζόταν. Αλλά ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ακριβώς αυτή η νοσηρή γοητεία. Ο Τιτορέλι, ο ζωγράφος, λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα τον Κ. Αναγκαστικά εδώ θα περιοριστούμε σε πολύ λίγα. «Δεν ξέρω κανέναν κατηγορούμενο που να έχει αθωωθεί οριστικά». «Οι κατώτεροι δικαστές δεν έχουν το δικαίωμα να απαλλάξουν κάποιον οριστικά. Αυτό το δικαίωμα το έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο που είναι τελείως απρόσιτο. Κανείς μας δεν ξέρει πώς είναι εκεί». «Το δικαστήριο δεν ξεχνά ποτέ».
Στη μαζοχιστική φαντασίωση ο κατηγορούμενος δεν έχει ποτέ δικαιώματα, είναι ανυπεράσπιστος μπροστά στην εξουσία, η δε εξουσία δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί. Επομένως ο κατηγορούμενος είναι χαμένος από χέρι. Γι αυτό έχει μεγάλη σημασία για το συγκεκριμένο μύθο: α) να είναι ο Κ. κατηγορούμενος, χωρίς ακριβώς να ξέρει γιατί β) να μην έχει δικαίωμα υπεράσπισης γ) να μη γνωρίζει πότε θα τελειώσει αυτή η περιπέτειά του και συγχρόνως να ανησυχεί βάσιμα ότι δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.
«Στη Μητρόπολη».
Εδώ έχουμε την περίφημη παραβολή του Νόμου και του Φύλακα. Η παραβολή έχει ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους. Ακόμα και μια γνωστική προσέγγιση έχει επιχειρηθεί, δεδομένου ότι ο Κάφκα είχε ενδιαφερθεί για τους Γνωστικούς και τόσο «Η Δίκη» όσο και «Ο Πύργος» μπορούν πράγματι να ερμηνευθούν με τον τρόπο σκέψης των Γνωστικών.
Ο Νόμος υπάρχει απρόσιτος Κάπου σε ένα Χώρο, όπου κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει. Ο Νόμος μπορεί να είναι ο Νόμος, μπορεί να είναι ο Θεός, μπορεί να είναι οτιδήποτε πανίσχυρο, παντοδύναμο, σκοτεινό, ανεξιχνίαστο και απρόσιτο που ο ανθρώπινος νους το διαισθάνεται με ανατριχίλα. Είναι το υπέρτατο Δέος, μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος εκμηδενίζεται. Με μια ψυχαναλυτική προσέγγιση ο Νόμος είναι ο Πατέρας, ο Χέρμαν Κάφκα, η οντότητα εκείνη για την οποία ο Φραντς Κάφκα ένιωθε σε όλη του τη ζωή δέος, φόβο, σεβασμό, λατρεία και υποταγή, μια οντότητα που προϋπάρχει και είναι σχεδόν μυστηριακή, απρόσβλητη από το καθετί, κυρίαρχη των πάντων. Ο Πατέρας είναι το Ον.
Ο χωρικός που θα έρθει στην Πύλη και εκεί θα μείνει ως το θάνατό του παρακαλώντας το φύλακα να τον αφήσει να περάσει μέσα, είναι ο ίδιος ο Φράντς Κάφκα που θέλει να προσεγγίσει τον Πατέρα. Δεν θα τα καταφέρει ποτέ. Θα πεθάνει ικετεύοντας το φύλακα να του επιτρέψει την είσοδο. Ο φύλακας είναι όλοι εκείνοι οι αυτόματοι, ανακλαστικοί μηχανισμοί που αλυσιδωτά (είναι κι άλλοι φύλακες πιο μέσα) θα κρατήσουν τον ικέτη σε κατάσταση μάταιης προσμονής και υποταγής. Η Πύλη αυτή θα κλείσει με το θάνατο του ικέτη, ο Φραντς δεν θα συναντηθεί ποτέ με αυτό το προϋπάρχον και ασύλληπτο για το νου του Ον που καθόρισε (και, κατά την άποψή του, κατέστρεψε) τη ζωή του, δεν συναντηθεί ποτέ με τον πατέρα του.
«Το τέλος».
«Σαν το σκυλί!». Είναι η τελευταία σκέψη του Κ. καθώς πεθαίνει μαχαιρωμένος από δυο δήμιους του παράπλευρου δικαστηρίου. Και η τελευταία φράση του συγγραφέα: «Λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά το θάνατό του». Ο Κ. θα πεθάνει, η ντροπή και η ενοχή του όμως δεν θα σβήσουν ποτέ. Αυτό είναι ένα είδος Κόλασης, μια αιώνια τιμωρία, το τελευταίο δώρο που προσφέρει ο συγγραφέας στον Κ. στην προβολή του δηλαδή, στο avatar του
Ο μαστιγωτής είναι ηλιοκαμένος σαν ναυτικός, με πρόσωπο τραχύ και γεμάτο υγεία, φορά μια δερμάτινη στολή που αφήνει γυμνά τα χέρια και το στέρνο του και κρατά μια βέργα. Τα θύματά του είναι δυο κατώτεροι φύλακες – καθόλου συμπτωματικά ο ένας από αυτούς λέγεται Φραντς - που πρέπει να μείνουν γυμνοί και να μαστιγωθούν ανελέητα για ένα ασήμαντο παράπτωμα. Η σκηνή εξελίσσεται σε μια αποθήκη της Τράπεζας. «Η τιμωρία είναι δίκαιη και δεν υπάρχει τρόπος να την αποφύγουν», λέει ο μαστιγωτής στον Κ. Και πιο κάτω: «Το καθήκον μου είναι να δέρνω και θα δέρνω». Ο φύλακας με το όνομα Φραντς δέχεται ένα δυνατό χτύπημα με τη βέργα και αφήνει μια δυνατή κραυγή που αντιβουίζει σε όλο το κτήριο. Σωριάζεται κάτω «μισολιπόθυμος σπαρταρώντας από την αγωνία με τα χέρια να ψηλαφούν απεγνωσμένα το πάτωμα. Καθώς κυλιόταν κατάχαμα, η άκρη της βέργας ανεβοκατέβαινε πάνω του ρυθμικά». Ο Κ. φεύγει αποκεί με τη σκέψη ότι ο μαστιγωτής, καθώς διαθέτει απόλυτη εξουσία πάνω στους φύλακες, μπορεί να τους δείρει «μέχρι θανάτου». Την επόμενη μέρα που περνά πάλι από την αποθήκη και ανοίγει την πόρτα, βλέπει το ίδιο αποτρόπαιο θέαμα, το μαστιγωτή με τη βέργα στο χέρι και τους φύλακες γυμνούς να σκούζουν και να ικετεύουν για βοήθεια.
.«Η Λένι».
«Δεν υπάρχει τρόπος να αντισταθεί κανείς σ’ αυτό το δικαστήριο», λέει η Λένι στον Κ., ενώ πιέζει το στήθος της στο δικό του, «Η μόνη λύση είναι να ομολογήσει κανείς την ενοχή του». Υποταγή στην εξουσία και σεξουαλική διέγερση, δύο στοιχεία εμπλεγμένα σε ένα.
«Ο δικηγόρος – ο βιομήχανος – ο ζωγράφος».
Ο Κ. μαθαίνει ότι «ο νόμος ούτε καν προβλέπει ρητά την ύπαρξη υπεράσπισης, απλώς την ανέχεται» και ότι το δωμάτιο των δικηγόρων («δικηγορίσκοι αμφιβόλων ικανοτήτων») είναι ένα στενό καμαράκι που «φανερώνει σ’ όλο της το μεγαλείο την περιφρόνηση με την οποία τους αντιμετωπίζει το δικαστήριο». Ακόμη «απαγορεύεται αυστηρά στους δικηγόρους να τολμήσουν την παραμικρή μεταρρύθμιση στο δωμάτιο έστω και με δικά τους έξοδα...Όσο περισσότερο αποθαρρύνεται η υπεράσπιση, τόσο ο κατηγορούμενος αναγκάζεται να στηριχθεί αποκλειστικά στον εαυτό του». Και πιο κάτω: «Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να διαβάσει τη δικογραφία...και ο συνήγορος δεν έχει το δικαίωμα να παρευρίσκεται στις ανακρίσεις». Με άλλα λόγια στο αφύσικο αυτό Δικαστήριο ο κατηγορούμενος δεν έχει ουσιαστικά δικαίωμα υπεράσπισης. Αν είχε, τότε η νοσηρή γοητεία αυτού του Δικαστηρίου θα εξατμιζόταν. Αλλά ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ακριβώς αυτή η νοσηρή γοητεία. Ο Τιτορέλι, ο ζωγράφος, λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα τον Κ. Αναγκαστικά εδώ θα περιοριστούμε σε πολύ λίγα. «Δεν ξέρω κανέναν κατηγορούμενο που να έχει αθωωθεί οριστικά». «Οι κατώτεροι δικαστές δεν έχουν το δικαίωμα να απαλλάξουν κάποιον οριστικά. Αυτό το δικαίωμα το έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο που είναι τελείως απρόσιτο. Κανείς μας δεν ξέρει πώς είναι εκεί». «Το δικαστήριο δεν ξεχνά ποτέ».
Στη μαζοχιστική φαντασίωση ο κατηγορούμενος δεν έχει ποτέ δικαιώματα, είναι ανυπεράσπιστος μπροστά στην εξουσία, η δε εξουσία δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί. Επομένως ο κατηγορούμενος είναι χαμένος από χέρι. Γι αυτό έχει μεγάλη σημασία για το συγκεκριμένο μύθο: α) να είναι ο Κ. κατηγορούμενος, χωρίς ακριβώς να ξέρει γιατί β) να μην έχει δικαίωμα υπεράσπισης γ) να μη γνωρίζει πότε θα τελειώσει αυτή η περιπέτειά του και συγχρόνως να ανησυχεί βάσιμα ότι δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.
«Στη Μητρόπολη».
Εδώ έχουμε την περίφημη παραβολή του Νόμου και του Φύλακα. Η παραβολή έχει ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους. Ακόμα και μια γνωστική προσέγγιση έχει επιχειρηθεί, δεδομένου ότι ο Κάφκα είχε ενδιαφερθεί για τους Γνωστικούς και τόσο «Η Δίκη» όσο και «Ο Πύργος» μπορούν πράγματι να ερμηνευθούν με τον τρόπο σκέψης των Γνωστικών.
Ο Νόμος υπάρχει απρόσιτος Κάπου σε ένα Χώρο, όπου κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει. Ο Νόμος μπορεί να είναι ο Νόμος, μπορεί να είναι ο Θεός, μπορεί να είναι οτιδήποτε πανίσχυρο, παντοδύναμο, σκοτεινό, ανεξιχνίαστο και απρόσιτο που ο ανθρώπινος νους το διαισθάνεται με ανατριχίλα. Είναι το υπέρτατο Δέος, μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος εκμηδενίζεται. Με μια ψυχαναλυτική προσέγγιση ο Νόμος είναι ο Πατέρας, ο Χέρμαν Κάφκα, η οντότητα εκείνη για την οποία ο Φραντς Κάφκα ένιωθε σε όλη του τη ζωή δέος, φόβο, σεβασμό, λατρεία και υποταγή, μια οντότητα που προϋπάρχει και είναι σχεδόν μυστηριακή, απρόσβλητη από το καθετί, κυρίαρχη των πάντων. Ο Πατέρας είναι το Ον.
Ο χωρικός που θα έρθει στην Πύλη και εκεί θα μείνει ως το θάνατό του παρακαλώντας το φύλακα να τον αφήσει να περάσει μέσα, είναι ο ίδιος ο Φράντς Κάφκα που θέλει να προσεγγίσει τον Πατέρα. Δεν θα τα καταφέρει ποτέ. Θα πεθάνει ικετεύοντας το φύλακα να του επιτρέψει την είσοδο. Ο φύλακας είναι όλοι εκείνοι οι αυτόματοι, ανακλαστικοί μηχανισμοί που αλυσιδωτά (είναι κι άλλοι φύλακες πιο μέσα) θα κρατήσουν τον ικέτη σε κατάσταση μάταιης προσμονής και υποταγής. Η Πύλη αυτή θα κλείσει με το θάνατο του ικέτη, ο Φραντς δεν θα συναντηθεί ποτέ με αυτό το προϋπάρχον και ασύλληπτο για το νου του Ον που καθόρισε (και, κατά την άποψή του, κατέστρεψε) τη ζωή του, δεν συναντηθεί ποτέ με τον πατέρα του.
«Το τέλος».
«Σαν το σκυλί!». Είναι η τελευταία σκέψη του Κ. καθώς πεθαίνει μαχαιρωμένος από δυο δήμιους του παράπλευρου δικαστηρίου. Και η τελευταία φράση του συγγραφέα: «Λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά το θάνατό του». Ο Κ. θα πεθάνει, η ντροπή και η ενοχή του όμως δεν θα σβήσουν ποτέ. Αυτό είναι ένα είδος Κόλασης, μια αιώνια τιμωρία, το τελευταίο δώρο που προσφέρει ο συγγραφέας στον Κ. στην προβολή του δηλαδή, στο avatar του