Είναι ένας από τους περισσότερο αναγνωρίσιµους και συζητήσιµους ποπ µύθους. Μια γενεαλογία των ειδώλων του 20ού αιώνα σίγουρα συµπεριλαµβάνει – εάν δεν ξεκινάει από – τη φιγούρα, τους στίχους και τα τραγούδια του ΜποµπΝτίλαν. Ενός ειδώλου που χτίζει τη διαχρονική δηµοτικότητά του στην αντισυµβατικότητα. Με µια δόση γενίκευσης θα µπορούσαµε να πούµε ότι µετά τον Ντίλαν δεν µπορεί να υπάρξει είδωλο της παγκόσµιας µουσικής σκηνής που η δουλειά, η µορφή και ο µύθος του να µην περιέχει, έστω και επιφανειακά, στοιχεία αµφισβήτησης στην κατεστηµένη κοινωνική τάξη. Η σύγκριση του Μποµπ Ντίλαν με τους ροκ ή τους ποπ αστέρες που τον ακολούθησαν µπορεί να ξενίσει, στον βαθµό που ελάχιστοι παρουσίασαν το ποιητικό βάθος, το µουσικό εύρος των δηµιουργιών του, τις λογοτεχνικές και φιλοσοφικές αναφορές του. Αν όµως εστιάσουµε στο πώς ο ίδιος διαχειρίστηκε τον εαυτό του ως ίνδαλµα, ως δηµιουργό και ως καλλιτέχνη, θα βρούµε ενδιαφέροντα στοιχεία συγγένειας. Εκτός από µεγάλος συνθέτης και ποιητής, εκτός από παιδί της δεκαετίας του 1960, της κουλτούρας των ναρκωτικών, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, του φιλειρηνικού κινήµατος, του αντικαταναλωτισµού, υπήρξε ταυτόχρονα ο πολλαπλασιαστής ενός νέου στυλ καλλιτεχνικής διασηµότητας που αναφαίνονταν στην εποχή του µε διάφορους τρόπους (µε τον τρόπο του Αντι Γουόρχολ αλλά και µε τον τρόπο του Ελβις Πρίσλεϊ). Της διασηµότητας που αλλάζει διαρκώς προσωπεία, αυτής που σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, αυτής που παίζει µε τα όρια της πραγµατικότητας και της αληθοφάνειας, αυτής που πειραµατίζεται διαρκώς µε την ψευδή, την κατασκευασµένη διάσταση κάθε ταυτότητας. Η πολλαπλότητα των µουσικών καταβολών και επιλογών του (µπλουζ, κάντρι, ροκ, σόουλ κ.ά.), σε µεγάλο βαθµό, συνδυάζεται µε µια επανάσταση: στην πραγµατικότητα, ο «δηµιουργός» στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής παραγωγής, µετά τον Ντίλαν, έπαυσε να υπάρχει. Ο ίδιος, πάντως, επένδυσε σε δύο αντίθετες εκδοχές του εαυτού του: ο ροκάς κα ιο αναγεννηµένος χριστιανός είναι το ίδιο πρόσωπο που απευθύνεται σε διαφορετικά είδη κοινού, που τολµάει να διαταράξει τις σχέσεις του µε τους θαυµαστές του – αλλά ακριβώς επειδή τους γυρνά την πλάτη στις συναυλίες του τους κάνει ακόµη πιο φανατικούς µαζί του. Αντισυµβατικός; Η ιδιαιτερότητα του Ντίλαν έγκειται στο ότι καταφέρνει οριακά να αµφισβητήσει ακόµα και την αντισυµβατική του µορφή. Σε ένα επάγγελµα, σε µια καλλιτεχνική δραστηριότητα όπου υπάρχει «βιοµηχανική παραγωγή» αντισυµβατικών ποπ και ροκ ειδώλων, αυτός επιµένει να διεκδικεί τη διαφορά, τη µοναδικότητα.Το ιδιόµορφο «κρυφτό» που παίζει εδώ και πέντε δεκαετίες, από την αναµενόµενη και επεκτατική εικόνα της καλλιτεχνικής αυθεντίας, σε µεγάλο βαθµό εξηγεί τη µοναδικότητά του. Αν και πολλές αναλύσεις θέλουν τον Μποµπ Ντίλαν το πιο αυθεντικό παράδειγµα (µαζί µε την Τζόαν Μπαέζ) της πολιτικοποιηµένης – εναλλακτικής καλλιτεχνικής εκδοχής της Αµερικής, µιας «εξευρωπαϊσµένης» Αµερικής σκεπτόµενης και αναστοχαστικής, δεν θα πρέπει να µας διαφύγει το γεγονός ότι την ίδια στιγµή επιδιώκει να αλλάξει το πολιτικό περιεχόµενο της τέχνης. Αυτός σηµατοδοτεί µε τον καλύτερο τρόπο ότι η πολιτικοποιηµένη τέχνη µπορεί να µην είναι στρατευµένη, να µην κάνει επίδειξη ενός βαρύγδουπου πολιτικού φορτίου: αρκεί να µπορεί να εκφράσει τον «άνεµο που παίρνει» τα ηθικά ερωτήµατα και τις ιδεολογικές βεβαιότητες µε τις οποίες τρέφεται η πολιτική, όπως και κάθε άλλη µορφή της ανθρώπινη δράσης. Το έργο του Ντίλαν κάνει δυσδιάκριτη τη διάκριση προσωπικού/πολιτικού, παράδοσης/µοντέρνου-εναλλακτικού, ποπ/υψηλού. Εάν κάποιος είναι ο «δηµιουργός» του επιµεληµένου ακατάστατου και ακατάτακτου καλλιτεχνικού ύφους, εάν κάποιος νοµιµοποίησε σε αισθητικούς και κοινωνικοπολιτικούς όρους την «αµφισβήτηση της αµφισβήτησης» ως τρόπο ζωής και µουσικής δηµιουργίας, εάν κάποιος έκανε την αφήγηση ποίηση και µετά τραγούδι, εάν κάποιος καταφέρνει επί χρόνια να απευθύνεται ταυτόχρονα στους «λίγους» και στους«πολλούς», τότε αυτός είναι ο Μποµπ Ντίλαν. Ενας «µύθος» που αντιστέκεται συστηµατικά στη µυθοποίησή του.»
Οι αληθινά σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν έκρυψαν ποτέ ότι μελετούν τους προγενέστερους δασκάλους, κι ενίοτε τους αντιγράφουν δημιουργικά. Ο νεαρός Μπομπ Ντίλαν ήταν ένα σφουγγάρι που ρούφαγε λέξεις και νότες. Επηρεασμένος από τον Ρεμπό, τον Βερλέν, τον Ντίλαν Τόμας, τον Γουόλτ Γουίτμαν και τους μπιτ ποιητές, όσο και από τους λαϊκούς τροβαδούρους και παραμυθάδες της Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα, έπαιξε με τις παρηχήσεις και τις συνηχήσεις που χαρακτηρίζουν την αγγλική γλώσσα, εκφράζοντας τους προβληματισμούς της μεταπολεμικής εποχής, το πνεύμα της περιπλάνησης και την αγωνία της αμερικανικής νεολαίας μπρος στον διογκούμενο εφιάλτη που υποκατέστησε το αμερικανικό όνειρο. Απελευθέρωσε τη φόρμα και το περιεχόμενο της έως τότε στιχουργικής, αποδεικνύοντας ότι η ροκ μουσική μπορούσε να είναι μια μορφή τέχνης ισάξια των υπολοίπων.
Οι σπουδές μουσικολογίας του Ντίλαν ήταν το ραδιόφωνο της δεκαετίας του ’50. Στις μουσικές του αποσκευές φόρτωσε όλα τα υβρίδια της αμερικανικής μουσικής. Σταδιακά, οι διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών αντικαταστάθηκαν από περίτεχνες μελωδίες, και όταν «έγινε ηλεκτρικός», οι ενορχηστρώσεις του εμπλουτίστηκαν και ενσωμάτωσαν τις εξελίξεις που αναδύονταν στη ροκ, παρότι τα τελευταία χρόνια επιστρέφει στα αγαπημένα του μπλουζ και στην κρυφή του αγάπη, την τζαζ. Η μουσική του Ντίλαν εμπεριέχει την ποίησή του και η ποίησή του, με τη βοήθεια της μουσικής του, άγγιξε ακροατήρια που δεν είχαν σχέση με την ποίηση. Οι μυστικιστικές εικόνες, οι μεταφορές, η παράδοση της διαμαρτυρίας, ο συμβολισμός, έγιναν στίχοι με λαϊκή απήχηση, κάτι που κανείς άλλος ποιητής ή τραγουδοποιός δεν είχε καταφέρει πριν απ’ αυτόν. Το δίλημμα είναι ψευδές: ο Ντίλαν είναι και προικισμένος τραγουδοποιός και σπουδαίος ποιητής.
Το κορίτσι απ’ το Βοριά
Αν πας ποτέ στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Αν κάποτε βρεθείς μες στο χιονιά,
σε παγωμένες όχτες δίχως καλοκαίρι,
αν είν’ το ρούχο της ζεστό ρίξε ματιά,
αν τη φυλάει απ’ τ’ ανέμου το μαχαίρι.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
αν κυματίζουνε και παίζουν με τα στήθια.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
γιατί έτσι μένουν στων ονείρων μου τα βύθια.
Να με θυμάται λίγο έχω καημό
και προσευχές χιλιάδες έχω κάνει
στης νύχτας μου τη σκοτεινιά
στης μέρας μου το φέγγος και τη χάρη.
Αν λοιπόν τύχει και βρεθείς στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Αν πας ποτέ στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Αν κάποτε βρεθείς μες στο χιονιά,
σε παγωμένες όχτες δίχως καλοκαίρι,
αν είν’ το ρούχο της ζεστό ρίξε ματιά,
αν τη φυλάει απ’ τ’ ανέμου το μαχαίρι.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
αν κυματίζουνε και παίζουν με τα στήθια.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
γιατί έτσι μένουν στων ονείρων μου τα βύθια.
Να με θυμάται λίγο έχω καημό
και προσευχές χιλιάδες έχω κάνει
στης νύχτας μου τη σκοτεινιά
στης μέρας μου το φέγγος και τη χάρη.
Αν λοιπόν τύχει και βρεθείς στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Blowin’ in the Wind
Πόσους δρόμους πρέπει ένας άντρας ν’ ακολουθήσει
προτού σαν άντρα μπορεί κανείς να τον ορίσει;
Σε πόσες θάλασσες πρέπει ένα περιστέρι λευκό να αρμενίσει
προτού στην άμμο πάει γλυκά για να καθίσει;
Ναι, και πόσες φορές θα βροντήσουν τα κανόνια
προτού τα θάψουμε για πάντα μες στα χιόνια;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει,
η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει.
Πόσα χρόνια μπορεί να αντέξει ένα βουνό
προτού της θάλασσας το φθείρει το νερό;
Ναι, και πόσα χρόνια μπορούνε κάποιοι
ν’ ανεχθούνε τη σκλαβιά
προτού έρθει να τους δοθεί και πάλι η λευτεριά;
Και πόσες φορές μπορεί κανείς να γυρίζει το κεφάλι
να κάνει πως δεν βλέπει το γύρω του το χάλι;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει,
η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει.
Πόσες φορές πρέπει το βλέμμα να σηκώσεις
προτού τον ουρανό να δεις ολόκληρο κι όχι με δόσεις;
Και πόσα αυτιά κανείς πρέπει να έχει
προτού το κλάμα του συνάνθρωπου αρχίσει να προσέχει;
Και πόσοι πρέπει να πεθάνουνε, πόσοι ακόμα άλλοι
προτού νοιώσουμε πως ο θάνατος κάνει ζημιά μεγάλη;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει,
η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει.
Πόσους δρόμους πρέπει ένας άντρας ν’ ακολουθήσει
προτού σαν άντρα μπορεί κανείς να τον ορίσει;
Σε πόσες θάλασσες πρέπει ένα περιστέρι λευκό να αρμενίσει
προτού στην άμμο πάει γλυκά για να καθίσει;
Ναι, και πόσες φορές θα βροντήσουν τα κανόνια
προτού τα θάψουμε για πάντα μες στα χιόνια;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει,
η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει.
Πόσα χρόνια μπορεί να αντέξει ένα βουνό
προτού της θάλασσας το φθείρει το νερό;
Ναι, και πόσα χρόνια μπορούνε κάποιοι
ν’ ανεχθούνε τη σκλαβιά
προτού έρθει να τους δοθεί και πάλι η λευτεριά;
Και πόσες φορές μπορεί κανείς να γυρίζει το κεφάλι
να κάνει πως δεν βλέπει το γύρω του το χάλι;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει,
η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει.
Πόσες φορές πρέπει το βλέμμα να σηκώσεις
προτού τον ουρανό να δεις ολόκληρο κι όχι με δόσεις;
Και πόσα αυτιά κανείς πρέπει να έχει
προτού το κλάμα του συνάνθρωπου αρχίσει να προσέχει;
Και πόσοι πρέπει να πεθάνουνε, πόσοι ακόμα άλλοι
προτού νοιώσουμε πως ο θάνατος κάνει ζημιά μεγάλη;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει,
η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει.
Του πολέμου αφεντικά
Ελάτε του πολέμου αφεντικά,
ελάτε σεις που φτιάχνετε κανόνια φονικά,
εσείς που φτιάχνετε αεροπλάνα θανατερά,
εσείς, λοιπόν, που φτιάχνετε του αίματος τα σιδερικά,
εσείς που όλο φοράτε κάσκες
όσο κι αν κρύβεστε πίσω από μάσκες,
σας το λέω και ξανά θε’ να το πω
το πρόσωπό σας ξέρω εγώ το αληθινό.
Τίποτα δεν έχετε κάνει εσείς της προκοπής,
μονάχα φτιάχνετε συσκευές ολέθρου και καταστροφής·
παίζετε εσείς με τον κόσμο μου δολερά,
θαρρείς κι είναι παιχνίδι στα χέρια σας τα μιαρά.
Μου δίνετε ένα όπλο που δεν έχω εγώ ζητήσει
και φεύγετε και χάνεστε όταν τα όπλα τα βαριά
σκορπίζουνε θανατικό και συμφορές και μίση.
Σαν τον Ιούδα από τις μέρες τις παλιές
όλο απάτες είστε και βρώμικες ψευτιές·
μου λέτε ένας παγκόσμιος πόλεμος μπορεί να κερδηθεί
και θέλετε να σας πιστέψω μεμιάς και στη στιγμή.
Μα ξέρω να βλέπω πίσω απ’ το βλέμμα σας τι κρύβεται,
σας πιάνω αμέσως είτε είστε όρθιοι είτε όταν σκύβετε,
το λέω ξανά για να σας το θυμίσω,
ξέρω να βλέπω τι γίνεται από τα παγερά μάτια σας πίσω.
Εσείς φτιάχνετε τη σκανδάλη
για να πυροβολούν οι άλλοι·
κάθεστε βολικά κι είστε θεατές της μάχης,
όταν ο Θάνατος καλπάζει και λέει φριχτά το ‘‘Πάρε να ’χεις’’.
Μες στα αρχοντικά σας λουφάζετε, κανάγιες,
όταν το αίμα νέων παιδιών απλώνεται στις ράγιες
χύνεται απ’ τα κορμιά τους ώσπου να γίνουν πτώματα
να σωριαστούν χωρίς πνοή στα ματωμένα χώματα.
Τον πιο μεγάλο φόβο σεις έχετε σκορπίσει,
τον φόβο στον κόσμο αυτό μια μάνα να γεννήσει·
για κάθε παιδί, αγέννητο κι αβάφτιστο, σεις είστε απειλή
τίποτε δεν αξίζει το αίμα σας, η ζωή σας είναι αδειανή.
Λέτε πως είμαι νέος πολύ ακόμα
και τέτοια που σας λέω με το δικό μου στόμα
λέτε πως είν’ ανώριμα, δεν έχουν στον κόσμο θέση.
Μα λέω εγώ πως κι ο Χριστός ποτέ δεν θα σας συγχωρέσει.
Για να σας κάνω τώρα και μια ερώτηση άλλη:
θαρρείτε έχουν τα λεφτά σας αξία πολύ μεγάλη
μπορούνε ν’ αγοράσουνε, λέτε, τη συγγνώμη;
Όχι, σας λέω, άλλη είν’ η δική μου γνώμη,
σαν έρθει και για σας του θανάτου η στιγμή
θα δείτε, τα χρήματά σας όλα
δεν θα μπορέσουν πίσω να σας φέρουν τη χαμένη σας ψυχή.
Κι εύχομαι να πεθάνετε, να πάτε να ψοφήσετε·
σύντομα, λέω βραχνά, την ύστατη πνοή ν’ αφήσετε
και ένα απόγευμα μουντό και βροχερό
θα δω το φέρετρό σας να χώνεται στο χώμα το σκληρό.
Θα μείνω εκεί πως έχετε πεθάνει για να σιγουρευτώ.
Αυτό ήθελα να μάθετε και να σας πω αυτό.
Ελάτε του πολέμου αφεντικά,
ελάτε σεις που φτιάχνετε κανόνια φονικά,
εσείς που φτιάχνετε αεροπλάνα θανατερά,
εσείς, λοιπόν, που φτιάχνετε του αίματος τα σιδερικά,
εσείς που όλο φοράτε κάσκες
όσο κι αν κρύβεστε πίσω από μάσκες,
σας το λέω και ξανά θε’ να το πω
το πρόσωπό σας ξέρω εγώ το αληθινό.
Τίποτα δεν έχετε κάνει εσείς της προκοπής,
μονάχα φτιάχνετε συσκευές ολέθρου και καταστροφής·
παίζετε εσείς με τον κόσμο μου δολερά,
θαρρείς κι είναι παιχνίδι στα χέρια σας τα μιαρά.
Μου δίνετε ένα όπλο που δεν έχω εγώ ζητήσει
και φεύγετε και χάνεστε όταν τα όπλα τα βαριά
σκορπίζουνε θανατικό και συμφορές και μίση.
Σαν τον Ιούδα από τις μέρες τις παλιές
όλο απάτες είστε και βρώμικες ψευτιές·
μου λέτε ένας παγκόσμιος πόλεμος μπορεί να κερδηθεί
και θέλετε να σας πιστέψω μεμιάς και στη στιγμή.
Μα ξέρω να βλέπω πίσω απ’ το βλέμμα σας τι κρύβεται,
σας πιάνω αμέσως είτε είστε όρθιοι είτε όταν σκύβετε,
το λέω ξανά για να σας το θυμίσω,
ξέρω να βλέπω τι γίνεται από τα παγερά μάτια σας πίσω.
Εσείς φτιάχνετε τη σκανδάλη
για να πυροβολούν οι άλλοι·
κάθεστε βολικά κι είστε θεατές της μάχης,
όταν ο Θάνατος καλπάζει και λέει φριχτά το ‘‘Πάρε να ’χεις’’.
Μες στα αρχοντικά σας λουφάζετε, κανάγιες,
όταν το αίμα νέων παιδιών απλώνεται στις ράγιες
χύνεται απ’ τα κορμιά τους ώσπου να γίνουν πτώματα
να σωριαστούν χωρίς πνοή στα ματωμένα χώματα.
Τον πιο μεγάλο φόβο σεις έχετε σκορπίσει,
τον φόβο στον κόσμο αυτό μια μάνα να γεννήσει·
για κάθε παιδί, αγέννητο κι αβάφτιστο, σεις είστε απειλή
τίποτε δεν αξίζει το αίμα σας, η ζωή σας είναι αδειανή.
Λέτε πως είμαι νέος πολύ ακόμα
και τέτοια που σας λέω με το δικό μου στόμα
λέτε πως είν’ ανώριμα, δεν έχουν στον κόσμο θέση.
Μα λέω εγώ πως κι ο Χριστός ποτέ δεν θα σας συγχωρέσει.
Για να σας κάνω τώρα και μια ερώτηση άλλη:
θαρρείτε έχουν τα λεφτά σας αξία πολύ μεγάλη
μπορούνε ν’ αγοράσουνε, λέτε, τη συγγνώμη;
Όχι, σας λέω, άλλη είν’ η δική μου γνώμη,
σαν έρθει και για σας του θανάτου η στιγμή
θα δείτε, τα χρήματά σας όλα
δεν θα μπορέσουν πίσω να σας φέρουν τη χαμένη σας ψυχή.
Κι εύχομαι να πεθάνετε, να πάτε να ψοφήσετε·
σύντομα, λέω βραχνά, την ύστατη πνοή ν’ αφήσετε
και ένα απόγευμα μουντό και βροχερό
θα δω το φέρετρό σας να χώνεται στο χώμα το σκληρό.
Θα μείνω εκεί πως έχετε πεθάνει για να σιγουρευτώ.
Αυτό ήθελα να μάθετε και να σας πω αυτό.
Το μπλουζ του Βορρά
Ελάτε, συναχθείτε, φίλοι όλοι
να σας πω μιαν ιστορία
για τότε που ήταν κάμποσα τα ορυχεία
και σπασμένα τα τζάμια στα παραθύρια
κι οι γέροι στα παγκάκια
σου λέγαν πώς άδειασε η πόλη.
Τα δικά μου τα παιδιά
στης πόλης μεγαλώνουν τη βόρεια μεριά
μα εγώ στην άλλη άκρη
πέρασα τα χρόνια μου τα παιδικά
κι από το πρώτο μου δάκρυ
αρρώστησε η μάνα μου βαριά
ο αδελφός μου ο μεγάλος
με μεγάλωσε μοχθώντας κι αυτός σκληρά.
Κυλούσε μ’ αφθονία τ’ ορυκτό
καθώς από την πόρτα μας κυλούσαν και τα χρόνια
κι ολούθε ηχούσαν φτυάρια και βαγόνια.
Ώσπου μιαν άγρια μέρα
ο αδελφός μου σπίτι δεν γύρισε
όπως συνέβη και παλιά με τον πατέρα.
Το λοιπόν, περίμενα όλο το χειμώνα, μόνη
με το βλέμμα στο παραθύρι στυλωμένο
σαν μαραμένη ανεμώνη.
οι φίλες μου καλά και στοργικά μου φέρθηκαν
και στο σχολείο πια δεν πήγαινα
μιας και με της άνοιξης τον πρώτο ήχο
παντρεύτηκα τον Τζων Τόμας
έναν μεταλλωρύχο.
Κύλησαν τα χρόνια πάλι
κι όλα πήγαιναν καλά δίχως λάθη
και γιόμιζε του σπιτικού μας το καλάθι.
Κάναμε και τρία παιδιά
κι ύστερα δίχως αιτία καμιά
έπεσε στο μισό η δουλειά.
Κι έπεσε ακόμα πιο πολύ μετά
κι αισθανόσουν τον αέρα να παγώνει
κι ήρθε ένας άντρας απ’ τα δυτικά
κι είπε σε μια βδομάδα
πάει, όλο τ’ ορυχείο κλείνει, τελειώνει.
Έλεγαν τα μεγάλα αφεντικά
πως είν’ τα μεροκάματα ψηλά.
Δεν αξίζει, είπανε, να σκάβουμε άλλο πια.
Όλα τους έρχονται πολύ πιο φτηνά
στης Νότιας Αμερικής τα μέρη
που οι μεταλλωρύχοι δε παίρνουν μία στο χέρι.
Και σφάλισαν του ορυχείου την πύλη
και σάπισε του σίδηρου η ύλη
και γέμισε η κάμαρα με του αλκοόλ τις αναθυμιάσεις.
Σαν έρχεται η φτώχεια
σου ’ρχεται εύκολο το ποτήρι σου να πιάσεις
και τα τραγούδια έγιναν λυπητερά
κι έκαναν την ώρα να κυλάει πολύ αργά
σαν περίμενα τον ήλιο να βυθιστεί ξανά.
Κι έμεινα πλάι στο παράθυρο να ζω,
ενώ εκείνος μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό
κι ήταν όλα ξανά βουβά.
Κι ένα πρωΐ ξυπνάω και βρίσκω τα σεντόνια αδειανά
και να ’χω απομείνει
μόνη με τρία παιδιά.
Το καλοκαίρι έφυγε κι ήρθε το χιόνι
κι όλη η πόλη παγώνει και κρυώνει
κατεβαίνουν ένα-ένα τα ρολά
και σαν θα μεγαλώσουν
θα μου φύγουν τα παιδιά.
Δεν υπάρχει από καιρό
τίποτε να τα κρατάει εδώ.
Ελάτε, συναχθείτε, φίλοι όλοι
να σας πω μιαν ιστορία
για τότε που ήταν κάμποσα τα ορυχεία
και σπασμένα τα τζάμια στα παραθύρια
κι οι γέροι στα παγκάκια
σου λέγαν πώς άδειασε η πόλη.
Τα δικά μου τα παιδιά
στης πόλης μεγαλώνουν τη βόρεια μεριά
μα εγώ στην άλλη άκρη
πέρασα τα χρόνια μου τα παιδικά
κι από το πρώτο μου δάκρυ
αρρώστησε η μάνα μου βαριά
ο αδελφός μου ο μεγάλος
με μεγάλωσε μοχθώντας κι αυτός σκληρά.
Κυλούσε μ’ αφθονία τ’ ορυκτό
καθώς από την πόρτα μας κυλούσαν και τα χρόνια
κι ολούθε ηχούσαν φτυάρια και βαγόνια.
Ώσπου μιαν άγρια μέρα
ο αδελφός μου σπίτι δεν γύρισε
όπως συνέβη και παλιά με τον πατέρα.
Το λοιπόν, περίμενα όλο το χειμώνα, μόνη
με το βλέμμα στο παραθύρι στυλωμένο
σαν μαραμένη ανεμώνη.
οι φίλες μου καλά και στοργικά μου φέρθηκαν
και στο σχολείο πια δεν πήγαινα
μιας και με της άνοιξης τον πρώτο ήχο
παντρεύτηκα τον Τζων Τόμας
έναν μεταλλωρύχο.
Κύλησαν τα χρόνια πάλι
κι όλα πήγαιναν καλά δίχως λάθη
και γιόμιζε του σπιτικού μας το καλάθι.
Κάναμε και τρία παιδιά
κι ύστερα δίχως αιτία καμιά
έπεσε στο μισό η δουλειά.
Κι έπεσε ακόμα πιο πολύ μετά
κι αισθανόσουν τον αέρα να παγώνει
κι ήρθε ένας άντρας απ’ τα δυτικά
κι είπε σε μια βδομάδα
πάει, όλο τ’ ορυχείο κλείνει, τελειώνει.
Έλεγαν τα μεγάλα αφεντικά
πως είν’ τα μεροκάματα ψηλά.
Δεν αξίζει, είπανε, να σκάβουμε άλλο πια.
Όλα τους έρχονται πολύ πιο φτηνά
στης Νότιας Αμερικής τα μέρη
που οι μεταλλωρύχοι δε παίρνουν μία στο χέρι.
Και σφάλισαν του ορυχείου την πύλη
και σάπισε του σίδηρου η ύλη
και γέμισε η κάμαρα με του αλκοόλ τις αναθυμιάσεις.
Σαν έρχεται η φτώχεια
σου ’ρχεται εύκολο το ποτήρι σου να πιάσεις
και τα τραγούδια έγιναν λυπητερά
κι έκαναν την ώρα να κυλάει πολύ αργά
σαν περίμενα τον ήλιο να βυθιστεί ξανά.
Κι έμεινα πλάι στο παράθυρο να ζω,
ενώ εκείνος μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό
κι ήταν όλα ξανά βουβά.
Κι ένα πρωΐ ξυπνάω και βρίσκω τα σεντόνια αδειανά
και να ’χω απομείνει
μόνη με τρία παιδιά.
Το καλοκαίρι έφυγε κι ήρθε το χιόνι
κι όλη η πόλη παγώνει και κρυώνει
κατεβαίνουν ένα-ένα τα ρολά
και σαν θα μεγαλώσουν
θα μου φύγουν τα παιδιά.
Δεν υπάρχει από καιρό
τίποτε να τα κρατάει εδώ.
Επινοώντας συνεχώς τον εαυτό του, ο Ντύλαν κατάφερνε πάντοτε να αιφνιδιάζει παραμένοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος 44 χρόνια τώρα, κερδίζοντας ταυτόχρονα τη φήμη μιας από τις πιο επιδραστικές μορφές στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. Από τα κλασικά folk & Blues (1962), τις ποιητικές του στιχουργικές αναζητήσεις (1964), την κοσμογονία (1965), το ντελίριο (1966), τις αλληγορίες (1968), την country αναβίωση (1969, την αναγέννηση (1975, την Xριστιανική του περίοδο (1979-81) και την επιστροφή του στην ακουστική αισθητική των '60s (1992-1993).
Γύρω-γύρω στη σκοπιά
‘‘Θα υπάρχει κάποια διέξοδος’’, είπ’ ο παλιάτσος στον ληστή,
‘‘γύρω μας βλέπω σύγχυση, γαλήνη δεν θα βρεις.
Έμποροι πίνουν το κρασί μας, κι άλλοι σκάβουν τη γη
κανένας νόμος δεν ισχύει, τα πάντα έχουν χαθεί’’.
‘‘Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς’’, ήταν τα λόγια του ληστή,
‘‘βρίσκοντ’ εδώ πολλοί από μας, που ’χουν γι’ αστείο τη ζωή,
κι ας μην ήτανε γραφτό, τα ’χουμε ζήσει όλ’ αυτά,
ας μη μιλάμε πια λοιπόν, η ώρα είν’ αργά’’.
Γύρω-γύρω στη σκοπιά, πρίγκιπες ξαπρυπνούν
καθώς γυναίκες και παιδιά, ξυπόλητοι περνούν.
Κάπου απ’ έξω μακριά, αγριόγατος βογκάει
πλησιάζουν καβαλάρηδες, τ’ αγέρι λυσσομανάει.
Μετάφραση: Δημήτρης Πουλικάκος
Ο παλιάτσος κι ο ληστής
‘‘Ήρθα τρεχάτος μέχρι εδώ’’,
είπε ο παλιάτσος στο ληστή,
‘‘κι αν σου ’χει μείνει μια σταλιά ντροπή,
δώσε λιγάκι προσοχή.
Έμποροι πίνουν το κρασί μας
και κλέβουνε τη γη,
εσύ είσαι η μόνη μας ελπίδα,
περιμένουμε να ’ρθείς’’.
‘‘Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά’’
ήταν τα λόγια του ληστή
‘‘έχουν περάσει όλ’ αυτά,
πάει καιρός πολύς.
Εδώ επάνω στα βουνά,
δεν δίνω δυάρα τσακιστή,
για ό,τι έχει κερδηθεί,
για ό,τι έχει πια χαθεί’’.
Πίσω απ’ του κάστρου τη σκοπιά,
οι πρίγκιπες κοιτούν,
καθώς γυναίκες και παιδιά
φεύγουν για να σωθούν.
Κάπου έξω μακριά,
ο άνεμος βογκά·
ζυγώνουν καβαλάρηδες
με όπλα και σκυλιά.
Μετάφραση: Διονύσης Σαββόπουλος
Όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί
Πρέπει να φύγεις τώρα, πάρε ότι νομίζεις πως θ’ αντέξει.
Μα ότι θέλεις να κρατήσεις, καλύτερα από τώρα να τ’ αρπάξεις.
Πέρα εκεί το ορφανό σου στέκεται με τ’ όπλο,
κλαίγοντας σαν την φωτιά στον ήλιο.
Κοίταξε έξω, οι άγιοι αρχίσανε να καταφτάνουν
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Οι δημοσιές είναι για τυχοδιώκτες, καλύτερα φυλάξου.
Πάρε μαζί σου ότι από δω κι εκεί έχεις μαζέψει.
Στο δρόμο ο ζωγράφος με τ’ αδειανά τα χέρια
μες στα σεντόνια σου τρελά μοτίβα ζωγραφίζει.
Κι ο ουρανός αυτός επίσης σε τυλίγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Όλοι οι ζαλισμένοι ναύτες γραμμή τραβάνε σπίτι.
Κι οι πεζοναύτες σου κι αυτοί γυρνάνε πίσω.
Ο εραστής που απ’ την πόρτα σου έξω μόλις βγήκε
όλες τις κουβέρτες απ’ το πάτωμα μαζί του πήρε.
Κι η φλοκάτη κάτω απ’ τα πόδια φεύγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Τα χώματα που πάτησες άσε τα πίσω, κάτι άλλο σε καλεί.
Ξέχνα το θάνατο που άφησες, δεν θα σ’ ακολουθήσουν.
Ο μπαγαπόντης που την πόρτα σου χτυπάει
είναι ντυμένος με τα ρούχα που κάποτε φορούσες.
Άναψε ένα ακόμη σπίρτο και πάλι ξανά ξεκίνα
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
‘‘Θα υπάρχει κάποια διέξοδος’’, είπ’ ο παλιάτσος στον ληστή,
‘‘γύρω μας βλέπω σύγχυση, γαλήνη δεν θα βρεις.
Έμποροι πίνουν το κρασί μας, κι άλλοι σκάβουν τη γη
κανένας νόμος δεν ισχύει, τα πάντα έχουν χαθεί’’.
‘‘Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς’’, ήταν τα λόγια του ληστή,
‘‘βρίσκοντ’ εδώ πολλοί από μας, που ’χουν γι’ αστείο τη ζωή,
κι ας μην ήτανε γραφτό, τα ’χουμε ζήσει όλ’ αυτά,
ας μη μιλάμε πια λοιπόν, η ώρα είν’ αργά’’.
Γύρω-γύρω στη σκοπιά, πρίγκιπες ξαπρυπνούν
καθώς γυναίκες και παιδιά, ξυπόλητοι περνούν.
Κάπου απ’ έξω μακριά, αγριόγατος βογκάει
πλησιάζουν καβαλάρηδες, τ’ αγέρι λυσσομανάει.
Μετάφραση: Δημήτρης Πουλικάκος
Ο παλιάτσος κι ο ληστής
‘‘Ήρθα τρεχάτος μέχρι εδώ’’,
είπε ο παλιάτσος στο ληστή,
‘‘κι αν σου ’χει μείνει μια σταλιά ντροπή,
δώσε λιγάκι προσοχή.
Έμποροι πίνουν το κρασί μας
και κλέβουνε τη γη,
εσύ είσαι η μόνη μας ελπίδα,
περιμένουμε να ’ρθείς’’.
‘‘Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά’’
ήταν τα λόγια του ληστή
‘‘έχουν περάσει όλ’ αυτά,
πάει καιρός πολύς.
Εδώ επάνω στα βουνά,
δεν δίνω δυάρα τσακιστή,
για ό,τι έχει κερδηθεί,
για ό,τι έχει πια χαθεί’’.
Πίσω απ’ του κάστρου τη σκοπιά,
οι πρίγκιπες κοιτούν,
καθώς γυναίκες και παιδιά
φεύγουν για να σωθούν.
Κάπου έξω μακριά,
ο άνεμος βογκά·
ζυγώνουν καβαλάρηδες
με όπλα και σκυλιά.
Μετάφραση: Διονύσης Σαββόπουλος
Όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί
Πρέπει να φύγεις τώρα, πάρε ότι νομίζεις πως θ’ αντέξει.
Μα ότι θέλεις να κρατήσεις, καλύτερα από τώρα να τ’ αρπάξεις.
Πέρα εκεί το ορφανό σου στέκεται με τ’ όπλο,
κλαίγοντας σαν την φωτιά στον ήλιο.
Κοίταξε έξω, οι άγιοι αρχίσανε να καταφτάνουν
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Οι δημοσιές είναι για τυχοδιώκτες, καλύτερα φυλάξου.
Πάρε μαζί σου ότι από δω κι εκεί έχεις μαζέψει.
Στο δρόμο ο ζωγράφος με τ’ αδειανά τα χέρια
μες στα σεντόνια σου τρελά μοτίβα ζωγραφίζει.
Κι ο ουρανός αυτός επίσης σε τυλίγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Όλοι οι ζαλισμένοι ναύτες γραμμή τραβάνε σπίτι.
Κι οι πεζοναύτες σου κι αυτοί γυρνάνε πίσω.
Ο εραστής που απ’ την πόρτα σου έξω μόλις βγήκε
όλες τις κουβέρτες απ’ το πάτωμα μαζί του πήρε.
Κι η φλοκάτη κάτω απ’ τα πόδια φεύγει
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Τα χώματα που πάτησες άσε τα πίσω, κάτι άλλο σε καλεί.
Ξέχνα το θάνατο που άφησες, δεν θα σ’ ακολουθήσουν.
Ο μπαγαπόντης που την πόρτα σου χτυπάει
είναι ντυμένος με τα ρούχα που κάποτε φορούσες.
Άναψε ένα ακόμη σπίρτο και πάλι ξανά ξεκίνα
κι όλα τελειώσαν τώρα, θλιμμένο μου παιδί.
Ο Dylan είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο είδος τύπου που περιπλέκεται συχνά για την ίδια την περιπλοκή. Στη διάρκεια της μέχρι τώρα καριέρας του, έκανε albums που εγκωμιάστηκαν ως μέγιστα ή που απορρίφθηκαν ως τα πιο φρικτά ή και τα δυο μαζί διχάζοντας τους κριτικούς. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μεγαλοφυΐα και μια τέτοια μεγαλοφυΐα, ένα ταλέντο τέτοιου αναστήματος, είναι αναγκασμένο να λάμπει ακόμη και στα πιο ελάχιστα που εμπνέεται.
Οι πύλες της Εδέμ
Για τον πόλεμο και την ειρήνη η αλήθεια στριφογυρνάει
ο δειλινός της γλάρος αρχίζει να γλιστράει.
Πάνω σε σύννεφα τετράποδα του δάσους
ο άγγελος καουμπόυ αγέρωχος καλπάζει.
Το κερί του αναμμένο προς τον ήλιο να κοιτάζει,
αν και η λάμψη του παίρνει να σκοτεινιάζει,
όλα έτσι εκτός κι αν είναι
κάτω απ’ της Εδέμ τα δέντρα.
Ο φανοστάτης στέκεται με χέρια διπλωμένα
τα σιδερένια νύχια του να είναι καρφωμένα
σε κράσπεδα κάτω από τρύπες όπου τα μωρά θρηνούν
κάνει τις σκιές του πάνω στο μεταλλικό σήμα ν’ απλωθούν.
Όλα, μα όλα, δεν μπορεί παρά να πέσουν, να χαθούν
μ’ ένα χτύπημα συντριπτικό
μα δίχως νόημα κι αυτό
ήχος μηδέν από τις πύλες της Εδέμ.
Ο άγριος στρατιώτης μπήγει το κεφάλι του στην άμμο
κι ύστερα παραπονιέται με το παραπάνω
στον ξυπόλητο κυνηγό που είναι πια κουφός
μα παραμένει ορθός.
Εκεί που αλυχτάνε τα σκυλιά
στα πλοία με τα χρωματιστά πανιά
που πλέουν μ’ ένα τσούρμο φίλες
για τις Εδέμ τις πύλες.
Με μια πυξίδα από το χρόνο σκουριασμένη
ο Αλαντίν με το λυχνάρι του κάθεται και περιμένει
μαζί με ουτοπικούς ερημίτες μοναχούς
στου Χρυσού Μόσχου πάνω τη σέλα.
Κι όσο κι αν λένε ‘‘Στον Παράδεισο έλα!’’
μήτε ένα γέλιο δεν ακούς
παρά μονάχα μέσα απ’ της Εδέμ της πύλες.
Σχέσεις ιδιοκτησίας ψιθυρίζουν στα φτερά
εκείνων που καταδικάστηκαν να πράττουν συνετά
και περιμένουν τον έναν μετά τον άλλο βασιλιά.
Κι εγώ προσπαθώ να τραγουδήσω αρμονικά
μ’ αυτό που ο μοναχικός σπουργίτης τραγουδά
και λέω ότι πίσω απ’ τις πύλες της Εδέμ
δεν θα βρεις κανέναν βασιλιά.
Η μηχανοκίνητη μαύρη μαντόνα τρέχει
είναι η δίτροχη βασίλισσα τσιγγάνα που φωνάζει
ένα ασημοστόλιστο φάντασμα έχει
και μαζί κάνουν τον νάνο με τη γκρι φανέλα να ουρλιάζει.
Καθώς κλαψουρίζει στα κακά πουλιά τ’ αρπακτικά
που τσιμπολογάνε τα ψίχουλα της αμαρτίας του ξανά
μα δεν υπάρχουν αμαρτίες πίσω απ’ τις πύλες της Εδέμ, παιδιά.
Τα βασίλεια της Εμπειρίας σαπίζουν ξαφνικά
μες στου ακριβού αγέρα τα χτυπήματα τα δυνατά,
ενώ οι φτωχοί τα υπάρχοντά τους ανταλλάζουν
ο ένας του άλλου τ’ αγαθά ζηλεύει που όλα μοιάζουν.
Ενώ η πριγκίπισσα κι ο πρίγκιπας κουβεντιάζουν
για το τι είναι και τι δεν είναι αληθινό
μες στης Εδέμ τις πύλες σημασία καμιά δεν έχει αυτό.
Ο ήλιος ο αλλοδαπός αλληθωρίζει
πάνω απ’ το κρεβάτι μου που ούτε μένα δεν γνωρίζει,
καθώς άγνωστοι, γνωστοί και φίλοι
θέλουν να παραιτηθούν από της μοίρας τους την ύλη
και λεύτεροι μένουν οι άλλοι,
ό,τι θέλουν να κάνουν κι ύστερα να πεθάνουν πάλι.
Και δίκες δεν γίνονται, φίλοι και φίλες
πίσω απ’ της Εδέμ τις Πύλες.
Κι έρχεται η αγαπημένη μου σαν φέξει η αυγή
να με δει και τα όνειρά της να μου πει
και κανείς δεν προσπαθεί
να θάψει ή να σκεπάσει με χώμα
τη λάμψη αυτών που ακούγονται από το κάθε στόμα
και μερικές φορές θαρρώ
πως λέξεις δεν υπάρχουν άλλες
εξόν απ’ αυτές που λεν το αληθινό
μα να πιστεύω έχω τη συνήθεια
πως πίσω απ’ της Εδέμ τις πύλες δεν υπάρχει αλήθεια.
Για τον πόλεμο και την ειρήνη η αλήθεια στριφογυρνάει
ο δειλινός της γλάρος αρχίζει να γλιστράει.
Πάνω σε σύννεφα τετράποδα του δάσους
ο άγγελος καουμπόυ αγέρωχος καλπάζει.
Το κερί του αναμμένο προς τον ήλιο να κοιτάζει,
αν και η λάμψη του παίρνει να σκοτεινιάζει,
όλα έτσι εκτός κι αν είναι
κάτω απ’ της Εδέμ τα δέντρα.
Ο φανοστάτης στέκεται με χέρια διπλωμένα
τα σιδερένια νύχια του να είναι καρφωμένα
σε κράσπεδα κάτω από τρύπες όπου τα μωρά θρηνούν
κάνει τις σκιές του πάνω στο μεταλλικό σήμα ν’ απλωθούν.
Όλα, μα όλα, δεν μπορεί παρά να πέσουν, να χαθούν
μ’ ένα χτύπημα συντριπτικό
μα δίχως νόημα κι αυτό
ήχος μηδέν από τις πύλες της Εδέμ.
Ο άγριος στρατιώτης μπήγει το κεφάλι του στην άμμο
κι ύστερα παραπονιέται με το παραπάνω
στον ξυπόλητο κυνηγό που είναι πια κουφός
μα παραμένει ορθός.
Εκεί που αλυχτάνε τα σκυλιά
στα πλοία με τα χρωματιστά πανιά
που πλέουν μ’ ένα τσούρμο φίλες
για τις Εδέμ τις πύλες.
Με μια πυξίδα από το χρόνο σκουριασμένη
ο Αλαντίν με το λυχνάρι του κάθεται και περιμένει
μαζί με ουτοπικούς ερημίτες μοναχούς
στου Χρυσού Μόσχου πάνω τη σέλα.
Κι όσο κι αν λένε ‘‘Στον Παράδεισο έλα!’’
μήτε ένα γέλιο δεν ακούς
παρά μονάχα μέσα απ’ της Εδέμ της πύλες.
Σχέσεις ιδιοκτησίας ψιθυρίζουν στα φτερά
εκείνων που καταδικάστηκαν να πράττουν συνετά
και περιμένουν τον έναν μετά τον άλλο βασιλιά.
Κι εγώ προσπαθώ να τραγουδήσω αρμονικά
μ’ αυτό που ο μοναχικός σπουργίτης τραγουδά
και λέω ότι πίσω απ’ τις πύλες της Εδέμ
δεν θα βρεις κανέναν βασιλιά.
Η μηχανοκίνητη μαύρη μαντόνα τρέχει
είναι η δίτροχη βασίλισσα τσιγγάνα που φωνάζει
ένα ασημοστόλιστο φάντασμα έχει
και μαζί κάνουν τον νάνο με τη γκρι φανέλα να ουρλιάζει.
Καθώς κλαψουρίζει στα κακά πουλιά τ’ αρπακτικά
που τσιμπολογάνε τα ψίχουλα της αμαρτίας του ξανά
μα δεν υπάρχουν αμαρτίες πίσω απ’ τις πύλες της Εδέμ, παιδιά.
Τα βασίλεια της Εμπειρίας σαπίζουν ξαφνικά
μες στου ακριβού αγέρα τα χτυπήματα τα δυνατά,
ενώ οι φτωχοί τα υπάρχοντά τους ανταλλάζουν
ο ένας του άλλου τ’ αγαθά ζηλεύει που όλα μοιάζουν.
Ενώ η πριγκίπισσα κι ο πρίγκιπας κουβεντιάζουν
για το τι είναι και τι δεν είναι αληθινό
μες στης Εδέμ τις πύλες σημασία καμιά δεν έχει αυτό.
Ο ήλιος ο αλλοδαπός αλληθωρίζει
πάνω απ’ το κρεβάτι μου που ούτε μένα δεν γνωρίζει,
καθώς άγνωστοι, γνωστοί και φίλοι
θέλουν να παραιτηθούν από της μοίρας τους την ύλη
και λεύτεροι μένουν οι άλλοι,
ό,τι θέλουν να κάνουν κι ύστερα να πεθάνουν πάλι.
Και δίκες δεν γίνονται, φίλοι και φίλες
πίσω απ’ της Εδέμ τις Πύλες.
Κι έρχεται η αγαπημένη μου σαν φέξει η αυγή
να με δει και τα όνειρά της να μου πει
και κανείς δεν προσπαθεί
να θάψει ή να σκεπάσει με χώμα
τη λάμψη αυτών που ακούγονται από το κάθε στόμα
και μερικές φορές θαρρώ
πως λέξεις δεν υπάρχουν άλλες
εξόν απ’ αυτές που λεν το αληθινό
μα να πιστεύω έχω τη συνήθεια
πως πίσω απ’ της Εδέμ τις πύλες δεν υπάρχει αλήθεια.
Τι είναι τελικά ο Dylan?
Τραγουδοποιός ή ποιητής που ντύνει τα στιχάκια του με μουσική; Ο ίδιος έχει πει για τον εαυτό του ότι νοιώθει περισσότερο σαν τραγουδοποιός και ότι ποιητή τον αποκαλούν οι άλλοι. Ο Dylan δεν θέλησε να περάσει προς τα έξω με την περιβολή του ποιητή. Περισσότερο με την περιβολή του τραγουδοποιού πέρασε και αν τον ονομάσαμε Προφήτη/Ποιητή,είναι γιατί “έπιασε” το σφυγμό της εποχής, είναι γιατί προ-είδε το πού μπορεί να πάει το πράγμα και τι νέο μπορεί να ειπωθεί που δεν έχει ειπωθεί και που είναι ανάγκη να ειπωθεί. Είναι πολυδιαβασμένος. Έχει "ξεσκονίσει" τους Verlaine, Rimbaud, Shakespeare, Ezra Pound & T.S. Eliot και δεν θα πρέπει να νοιώθουμε έκπληξη που στα 20 του χρόνια ντύθηκε την περιβολή της μεγαλοφυΐας γράφοντας τόσο σημαντικά πράγματα. Μπορεί τα στιχάκια του Bob να είναι "δύσκολα". Μπορεί να πονοκεφαλιάζεις προσπαθώντας να τα κατανοήσεις, αλλά αυτή η "δυσκολία" είναι που τον ανέβασε, γιατί οι μέχρι τότε φόρμες ήταν βατές και προβλέψιμες. Το θέμα στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι τι γράφει κανείς αλλά πως το γράφει και ο Dylan έχει αποδειχθεί μέγιστος στιχοπλόκος. Έδωσε "φωνή" σε γενιές ολόκληρες. Τη "φωνή" του την πήραν από δω και τη σεργιάνισαν από 'κεί και η Rock μουσική έγινε ένας κώδικας και μία φωνή ενιαία για την επικοινωνία που ....απουσίαζε!!! Και δεν είναι βέβαια μόνο τα στιχάκια που τον καθιστούν μεγάλο, αλλά είναι και ο τρόπος που όλα συνδυάζονται πολύ σωστά τοποθετημένα.
Τραγουδοποιός ή ποιητής που ντύνει τα στιχάκια του με μουσική; Ο ίδιος έχει πει για τον εαυτό του ότι νοιώθει περισσότερο σαν τραγουδοποιός και ότι ποιητή τον αποκαλούν οι άλλοι. Ο Dylan δεν θέλησε να περάσει προς τα έξω με την περιβολή του ποιητή. Περισσότερο με την περιβολή του τραγουδοποιού πέρασε και αν τον ονομάσαμε Προφήτη/Ποιητή,είναι γιατί “έπιασε” το σφυγμό της εποχής, είναι γιατί προ-είδε το πού μπορεί να πάει το πράγμα και τι νέο μπορεί να ειπωθεί που δεν έχει ειπωθεί και που είναι ανάγκη να ειπωθεί. Είναι πολυδιαβασμένος. Έχει "ξεσκονίσει" τους Verlaine, Rimbaud, Shakespeare, Ezra Pound & T.S. Eliot και δεν θα πρέπει να νοιώθουμε έκπληξη που στα 20 του χρόνια ντύθηκε την περιβολή της μεγαλοφυΐας γράφοντας τόσο σημαντικά πράγματα. Μπορεί τα στιχάκια του Bob να είναι "δύσκολα". Μπορεί να πονοκεφαλιάζεις προσπαθώντας να τα κατανοήσεις, αλλά αυτή η "δυσκολία" είναι που τον ανέβασε, γιατί οι μέχρι τότε φόρμες ήταν βατές και προβλέψιμες. Το θέμα στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι τι γράφει κανείς αλλά πως το γράφει και ο Dylan έχει αποδειχθεί μέγιστος στιχοπλόκος. Έδωσε "φωνή" σε γενιές ολόκληρες. Τη "φωνή" του την πήραν από δω και τη σεργιάνισαν από 'κεί και η Rock μουσική έγινε ένας κώδικας και μία φωνή ενιαία για την επικοινωνία που ....απουσίαζε!!! Και δεν είναι βέβαια μόνο τα στιχάκια που τον καθιστούν μεγάλο, αλλά είναι και ο τρόπος που όλα συνδυάζονται πολύ σωστά τοποθετημένα.