Ο Κερουάκ ήταν ωραίος και παρέμεινε ωραίος γιατί πέθανε νέος. Έγραψε διηγήματα, ποιήματα και μυθιστορήματα άλλα το magnus opus υπήρξε το βιβλίο του «Στο δρόμο» . Αν ο Φλομπέρ ήταν η μαντάμ Μποβαρί, και ο Τζόις ο Οδυσσέας, ο Κέρουακ ήταν ο Σαλ Παραντάις – ο 24χρονος συγγραφέας, ήρωας του, ουσιαστικά, αυτοβιογραφικού βιβλίου του.Και, όπως λέει στην διάσημη,πλέον, αποστροφή του βιβλίου: «οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά πού καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά».
Μέσα στην αμερικανική κοινωνία του ‘50 που καθορίζεται από άκρατο καταναλωτισμό, μικροαστικά πρότυπα ζωής και θρησκευτικό πουριτανισμό, ανθίζει μια γενιά αντι-ηρώων, που αντιστρατεύεται το μοτίβο του σύγχρονου επιτυχημένου Αμερικάνου, του αυτοδημιούργητου, εργατικού, οικογενειάρχη επιχειρηματία, δίνοντας φωνή στο λογοτεχνικό ρεύμα και την συνακόλουθη κοσμοθεωρία των μπιτ. Απέναντι στην κενή μανία για συνεχή οικονομική πρόοδο και κοινωνική ανέλιξη, η γενιά των μπιτ προάγει μια ζωή στο δρόμο, χαρακτηριζόμενη από δυνατές συγκινήσεις, αβεβαιότητα, εθελούσια φτώχεια, φιλοσοφικές αναζητήσεις, ελεύθερο έρωτα και ψυχότροπες ουσίες. Ένα κύμα-προάγγελος των χίπις και της πανκ τυλιγμένο σε τζαζ μουσική και επιρροές από τον Χέμινγουει, μια γενιά που περνώντας την εφηβεία της εν μέσω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ενηλικιώνεται κουρασμένη.
«Η γενιά των μπητ»
Όταν ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ρωτήθηκε τι ήταν η γενιά των «μπητ» απάντησε πως ήταν «μια παρέα φίλων με τον ίδιο τρόπο σκέψης». «Ή καλύτερα, μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να λένε πολλά λόγια, ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο. Γεννήθηκαν όλοι στην Αμερική, σε μια εποχή που η χώρα ζούσε μέσα στην αφθονία, ανακάλυπτε την γοητεία του περιττού, έπεφτε στην παγίδα του «ό,τι επιθυμώ είναι απαραίτητο». Αυτή η παρέα πίστεψε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο καταναλωτισμός έχει γίνει αρχή και κριτήριο ευζωίας, η ανακάλυψη μυαλών που μπορούν να ανθίσουν ακόμα και στις πέτρες είναι μια μορφή επανάστασης». Το «μπητ» (beat) παραπέμπει παράλληλα στην ήττα, την παραίτηση και την εξόντωση (beaten) αλλά και στη μακαριότητα, την καθαγίαση (beatific). Περιγράφοντας την γενιά των «μπητ», ο Κέρουακ προσπαθεί να συλλάβει την μυστική αγιότητα των κατατρεγμένων.
Όταν ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ρωτήθηκε τι ήταν η γενιά των «μπητ» απάντησε πως ήταν «μια παρέα φίλων με τον ίδιο τρόπο σκέψης». «Ή καλύτερα, μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να λένε πολλά λόγια, ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο. Γεννήθηκαν όλοι στην Αμερική, σε μια εποχή που η χώρα ζούσε μέσα στην αφθονία, ανακάλυπτε την γοητεία του περιττού, έπεφτε στην παγίδα του «ό,τι επιθυμώ είναι απαραίτητο». Αυτή η παρέα πίστεψε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο καταναλωτισμός έχει γίνει αρχή και κριτήριο ευζωίας, η ανακάλυψη μυαλών που μπορούν να ανθίσουν ακόμα και στις πέτρες είναι μια μορφή επανάστασης». Το «μπητ» (beat) παραπέμπει παράλληλα στην ήττα, την παραίτηση και την εξόντωση (beaten) αλλά και στη μακαριότητα, την καθαγίαση (beatific). Περιγράφοντας την γενιά των «μπητ», ο Κέρουακ προσπαθεί να συλλάβει την μυστική αγιότητα των κατατρεγμένων.
Το συναρπαστικό road trip
Εκδόθηκε το 1957, και έντεκα χρόνια αργότερα οι φήμες ήθελαν τον Φράνσις Φορντ Κόπολα να διεκδικεί τα δικαιώματα για μια ταινία που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Χρειάστηκαν να περάσουν πάνω από πενήντα χρόνια για να το σκηνοθετήσει ο Walter Salles (Βάλτερ Σάλες, Ημερολόγια μοτοσικλέτας). Στα χρόνια που μεσολάβησαν το βιβλίο του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ταινίες όπως («Ξέγνοιαστος καβαλάρης», «Πέντε εύκολα κομμάτια», «Θέλμα και Λουίζ», «Γεννημένοι δολοφόνοι»). Το να βάλεις τρεις νέους σε ένα αυτοκίνητο καθ’ οδόν για το Ντένβερ, το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και το Μεξικό, μπορεί στις μέρες μας να έχει μια χροιά ρομαντισμού ή και κοινοτοπίας. Ο Κέρουακ όμως έγραψε το βιβλίο σε μια εποχή που κανένας Αμερικανός δεν ταξίδευε γιατί δεν είχε λόγο να φύγει. Όλοι ζητούσαν τη σταθερότητα. Ήταν η εποχή του baby boom, των προαστίων που εξαπλώνονταν, της αφθονίας των οικιακών συσκευών, της μόνιμης δουλειάς, ήταν η εποχή που η τηλεόραση ήταν η διέξοδος και βρισκόταν στο σαλόνι. Οι πειραματισμοί (με σεξ και ναρκωτικά), η αμφισβήτηση (της κοινωνικής τάξης), η φυγή (από την πόλη και τις καταναλωτικές συνήθειες) αλλά και η ελεγεία στην ειλικρινή αντρική φιλία μέσω του Σαλ και του Ντην που βγάζουν ο ένας του άλλου τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό είναι αυτά που συνθέτουν την περίληψη του βιβλίου αλλά δίνουν και τον ορισμό μιας γενιάς. Το όνομα αυτής προσδιορίζεται από ένα μουσικό ρυθμό: Beat. Θα την καταγράψουν στα βιβλία τους και συγγραφείς όπως ο Ουίλιαμ Μπάροουζ («Γυμνό Συμπόσιο»), ο Άλεν Γκίνζμπεργκ («Το ουρλιαχτό») – η Αγία Τριάδα (με τον Κέρουακ) μιας παρέας που δοκιμάζει τα πάντα. Η ταχύτητα της γραφής του Κέρουακ ήταν παροιμιώδης και η ατάκα του Τρούμαν Καπότε χαρακτηριστική: «Ο Κέρουακ δεν γράφει, δαχτυλογραφεί». Το 1941 έγραψε σε μια δανεική γραφομηχανή 200 διηγήματα σε διάστημα 8 εβδομάδων. Ήθελε ακριβώς αυτό, ο τρόπος γραφής να ταιριάζει με το περιεχόμενο, ήθελε μια «αυθόρμητη πρόζα» όπου η εμπειρία θα μπορούσε να μεταγγιστεί απευθείας στον αναγνώστη, σαν πρόκληση ενός «σοκ τηλεπάθειας» όπως έλεγε. Έτσι γράφτηκε και το βιβλίο «Στο δρόμο»: σε διάστημα τριών εβδομάδων, δαχτυλογράφησε το πρώτο ντραφτ σε δέκα ρολά χαρτιού για τέλεξ το 1951. Εκδότη βρήκε έξι χρόνια αργότερα, αφού κόπηκε αρκετά και προστέθηκαν σημεία στίξης.
Εκδόθηκε το 1957, και έντεκα χρόνια αργότερα οι φήμες ήθελαν τον Φράνσις Φορντ Κόπολα να διεκδικεί τα δικαιώματα για μια ταινία που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Χρειάστηκαν να περάσουν πάνω από πενήντα χρόνια για να το σκηνοθετήσει ο Walter Salles (Βάλτερ Σάλες, Ημερολόγια μοτοσικλέτας). Στα χρόνια που μεσολάβησαν το βιβλίο του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ταινίες όπως («Ξέγνοιαστος καβαλάρης», «Πέντε εύκολα κομμάτια», «Θέλμα και Λουίζ», «Γεννημένοι δολοφόνοι»). Το να βάλεις τρεις νέους σε ένα αυτοκίνητο καθ’ οδόν για το Ντένβερ, το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και το Μεξικό, μπορεί στις μέρες μας να έχει μια χροιά ρομαντισμού ή και κοινοτοπίας. Ο Κέρουακ όμως έγραψε το βιβλίο σε μια εποχή που κανένας Αμερικανός δεν ταξίδευε γιατί δεν είχε λόγο να φύγει. Όλοι ζητούσαν τη σταθερότητα. Ήταν η εποχή του baby boom, των προαστίων που εξαπλώνονταν, της αφθονίας των οικιακών συσκευών, της μόνιμης δουλειάς, ήταν η εποχή που η τηλεόραση ήταν η διέξοδος και βρισκόταν στο σαλόνι. Οι πειραματισμοί (με σεξ και ναρκωτικά), η αμφισβήτηση (της κοινωνικής τάξης), η φυγή (από την πόλη και τις καταναλωτικές συνήθειες) αλλά και η ελεγεία στην ειλικρινή αντρική φιλία μέσω του Σαλ και του Ντην που βγάζουν ο ένας του άλλου τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό είναι αυτά που συνθέτουν την περίληψη του βιβλίου αλλά δίνουν και τον ορισμό μιας γενιάς. Το όνομα αυτής προσδιορίζεται από ένα μουσικό ρυθμό: Beat. Θα την καταγράψουν στα βιβλία τους και συγγραφείς όπως ο Ουίλιαμ Μπάροουζ («Γυμνό Συμπόσιο»), ο Άλεν Γκίνζμπεργκ («Το ουρλιαχτό») – η Αγία Τριάδα (με τον Κέρουακ) μιας παρέας που δοκιμάζει τα πάντα. Η ταχύτητα της γραφής του Κέρουακ ήταν παροιμιώδης και η ατάκα του Τρούμαν Καπότε χαρακτηριστική: «Ο Κέρουακ δεν γράφει, δαχτυλογραφεί». Το 1941 έγραψε σε μια δανεική γραφομηχανή 200 διηγήματα σε διάστημα 8 εβδομάδων. Ήθελε ακριβώς αυτό, ο τρόπος γραφής να ταιριάζει με το περιεχόμενο, ήθελε μια «αυθόρμητη πρόζα» όπου η εμπειρία θα μπορούσε να μεταγγιστεί απευθείας στον αναγνώστη, σαν πρόκληση ενός «σοκ τηλεπάθειας» όπως έλεγε. Έτσι γράφτηκε και το βιβλίο «Στο δρόμο»: σε διάστημα τριών εβδομάδων, δαχτυλογράφησε το πρώτο ντραφτ σε δέκα ρολά χαρτιού για τέλεξ το 1951. Εκδότη βρήκε έξι χρόνια αργότερα, αφού κόπηκε αρκετά και προστέθηκαν σημεία στίξης.
Το μυθιστόρημα Στο δρόμο (1957) πραγματεύεται τη ζωή που έζησε ο Τζακ Κέρουακ– στο βιβλίο απαντάται με το όνομα Σαλ Παραντάιζ- ταξιδεύοντας, άλλοτε μόνος του και άλλοτε με τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους, χωρίς σκοπό, σε κάθε γωνιά της Αμερικής, από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Μεξικό, από το Ντένβερ μέχρι το Σαν Φρανσίσκο. Ο συγγραφέας με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του σκιαγραφεί φίλους του και εκπροσώπους της μπιτ γενιάς. Έτσι ο βασικός πρωταγωνιστής, ο ιδιόρρυθμος, ηδονιστής, κυνικός Ντιν Μοριάρτι αποτελεί τη λογοτεχνική ενσάρκωση του φίλου και επίσης συγγραφέα Νιλ Κασσάντυ, ο Κάρλο Μαρξ με τα γυαλιά και τις φιλοσοφικές του ιδιαιτερότητες δεν είναι άλλος από τον σημαίνοντα συγγραφέα και ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ, ενώ και δευτερεύοντες χαρακτήρες βρίσκουν αναλογίες σε υπαρκτά πρόσωπα. Ο Σαλ Παραντάιζ, νεαρός συγγραφέας, περιπλανώμενος στην Αμερική αναζητώντας τροφή για το μυαλό και την ψυχή του, παραστάσεις και απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης, γνωρίζει μοναδικούς χαρακτήρες, ερωτεύεται, δένεται με ισχυρούς δεσμούς φιλίας, εκστασιάζεται και αηδιάζει, ζει τη ζωή ανθρώπων του μόχθου, αλλά και τη ζωή των εξοβελισμένων από την κοινωνία. Στα περισσότερα ταξίδια του ακολουθεί τον Ντην, έναν χαρισματικό άντρα, γαλουχημένο με τις αξίες της φυλακής και του δρόμου, θύμα και θύτη, που παρασύρει τους φίλους του σε μια ζωή εκτός κοινωνικών δομών, σε ένα πλαίσιο άφατης ελευθεριότητας και θήρευσης της ηδονής. Ο αφηγητής, πιο συγκρατημένος, πιο λογικός, παρατηρεί, άλλοτε επικριτικά, άλλοτε με θαυμασμό τον Ντην και τον συγκρίνει πότε με άγιο, πότε με κτήνος. Διασχίζοντας ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο με ότο-στοπ, κλεμμένα αυτοκίνητα, με λεωφορεία και με τα πόδια, οι ήρωες μας μεταδίδουν το παλμό μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και τις αντιφάσεις που κρύβει η χώρα, υπογραμμίζοντας την αυθεντικότητα των μεταναστών και των μειονοτήτων της, αλλά και τη ζωή στο περιθώριο απέναντι στο αστικό όνειρο. Ο Ντην, μια μοναδική, καταδικασμένη λογοτεχνική φιγούρα, συγκροτεί τον εκφραστή μιας γενιάς ανίκανης να συμβιβαστεί με κοινωνικές και αξιακές νόρμες, μιας γενιάς αντιδραστικής και αμοραλιστικής που αδιάκοπα ψάχνει και απαιτεί το καινούριο. Η σεξουαλική ελευθεριότητα των πρωταγωνιστών καταφέρνει ένα γερό χτύπημα στο ιδεώδες της μονογαμίας και του θεσμού του γάμου, ο Ντην μοιάζει εθισμένος στο σεξ περισσότερο από όσο στα ναρκωτικά, ερωτεύεται και παντρεύεται με την ίδια ανεύθυνη ευκολία που εγκαταλείπει και απορρίπτει, παρακαλά τον φίλο του Σαλ να κοιμηθεί με την μονιμότερη των ερωμένων του, την ανήλικη και γριφώδη Μέριλου, η οποία με τη σειρά της θα τους αφήσει αναζητώντας πιο επικερδείς αγκαλιές. Δέσμιοι των παθών και των εξαρτήσεων τους, της ακόρεστης ανάγκης τους για νέες παραστάσεις, της αδυναμίας τους να υπαχθούν σε κοινωνικούς ρόλους, οι γοητευτικοί ήρωες μας ακροβατούν μέσα και έξω από τη κοινωνία, πλάθοντας μια δική τους πραγματικότητα.
«Απόταξε την λογοτεχνική, γραμματική κι συντακτική αναστολή... Σύνθεσε άγρια, ανυπότακτα, αγνά, να έρχεται από χαμηλά, όσο πιο τρελά τόσο το καλύτερο», έλεγε ο Τζακ Κέρουακ που έγραφε για την κοινωνική δικαιοσύνη, το περιθώριο, τους ταξικομανείς και τους ομοφυλόφιλους, τους ανθρώπους εκτός των αποδεκτών πλαισίων της μεταπολεμικής Αμερικής του '50. Σαν σήμερα, στις 20 Οκτωβρίου του 1969 ο Τζακ Κέρουακ έφυγε από τη ζωή.
Ας θυμηθούμε μερικές σημαντικές στιγμές από τη ζωή του:
O Τζακ Κέρουακ ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπητ γενιάς. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα "Στο Δρόμο" και "Οι Αλήτες του Ντάρμα". Γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασσαχουσέττης στις 12 Μαρτίου του 1922. Σε πολύ νεαρή ηλικία, βίωσε το θάνατο του αδελφού του Τζέραρντ, γεγονός που επηρέασε βαθιά τον Κέρουακ, αποτελώντας την αφορμή για την έκδοση του μυθιστορήματος "Visions of Gerard". Του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα και από μικρός φαινόταν ότι είχε κλίση προς αυτή την κατεύθυνση. Μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε καλό αθλητή του μπέιζμπολ και κυρίως του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Κατά το δεύτερο έτος σπουδών του, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο έχοντας αρχικά την πρόθεση να καταταγεί στοστρατό. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου τελικά ξεκίνησε να εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας Λόουελ Σαν (Lowell Sun). Τον Οκτώβριο του 1942 ταξίδεψε ως λαντζέρης με το πλοίο Ντόρτσεστερ με προορισμό τη Γροιλανδία. Συνδέθηκε στενά με τους Λουσιέν Καρρ (Lucien Carr) και Άλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg), τότε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με τον συγγραφέα Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ (William S. Burroughs) καθώς και με τον Νιλ Κάσαντι (Neal Cassady). Εκείνη την εποχή, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζον Κλέλλον Χολμς , ο Κέρουακ περιέγραψε τους φίλους του και γενικά την γενιά του ως ψυχικά κουρασμένη με την ζωή και τον κόσμο, έχοντας ένα αίσθημα «ήττας»(beatness), το οποίο κρύβει μέσα του και μια μεγάλη δυναμική, εισάγοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά τον όρο Beat Generation. Παντρεύτηκε την Έντυ Πάρκερ το 1944, λίγο μετά την φυλάκιση του Λουσιέν Καρρ για ανθρωποκτονία, για την οποία μάλιστα ο Κέρουακ θεωρήθηκε συνένοχος. Ο γάμος του κράτησε μόλις μερικούς μήνες, χώρισε το 1945 και τον ίδιο χρόνο συνέπεσε ο θάνατος του πατέρα του. Την επόμενη δεκαετία, ο Κέρουακ ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Αμερική και το Μεξικό, άλλοτε οδηγώντας με συνεπιβάτη τον Κάσαντι, κι άλλοτε κάνοντας ότο-στοπ. Η περιπλάνησή θα αποτελούσε τη βάση του περίφημου μυθιστορήματός του Στο Δρόμο (On the Road). Το 1950 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Τζόαν Χάβερτυ. Τα επόμενα χρόνια, αποτέλεσαν μία ιδιαίτερα δημιουργική και παραγωγική περίοδο για τον Κέρουακ. Άρχισε να γράφει με μανία, τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα. Το βιβλίο του "Στο Δρόμο" γράφτηκε σε τρεις μόνο εβδομάδες, χωρίς κόμματα και χωρίς παραγράφους. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και ειδικότερα μετά τη δημοσίευση του On the Road, ο Κέρουακ απέκτησε μεγάλη φήμη, στα πλαίσια της οποίας πραγματοποίησε αρκετές δημόσιες απαγγελίες ποίησης ή πεζογραφίας, συχνά με συνοδεία μουσικής τζαζ, στη Νέα Υόρκη. Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, στις 20 Οκτωβρίου 1969, από εσωτερική αιμορραγία, λόγω κίρρωσης τού ήπατος.
Ας θυμηθούμε μερικές σημαντικές στιγμές από τη ζωή του:
O Τζακ Κέρουακ ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπητ γενιάς. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα "Στο Δρόμο" και "Οι Αλήτες του Ντάρμα". Γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασσαχουσέττης στις 12 Μαρτίου του 1922. Σε πολύ νεαρή ηλικία, βίωσε το θάνατο του αδελφού του Τζέραρντ, γεγονός που επηρέασε βαθιά τον Κέρουακ, αποτελώντας την αφορμή για την έκδοση του μυθιστορήματος "Visions of Gerard". Του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα και από μικρός φαινόταν ότι είχε κλίση προς αυτή την κατεύθυνση. Μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε καλό αθλητή του μπέιζμπολ και κυρίως του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Κατά το δεύτερο έτος σπουδών του, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο έχοντας αρχικά την πρόθεση να καταταγεί στοστρατό. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου τελικά ξεκίνησε να εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας Λόουελ Σαν (Lowell Sun). Τον Οκτώβριο του 1942 ταξίδεψε ως λαντζέρης με το πλοίο Ντόρτσεστερ με προορισμό τη Γροιλανδία. Συνδέθηκε στενά με τους Λουσιέν Καρρ (Lucien Carr) και Άλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg), τότε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με τον συγγραφέα Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ (William S. Burroughs) καθώς και με τον Νιλ Κάσαντι (Neal Cassady). Εκείνη την εποχή, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζον Κλέλλον Χολμς , ο Κέρουακ περιέγραψε τους φίλους του και γενικά την γενιά του ως ψυχικά κουρασμένη με την ζωή και τον κόσμο, έχοντας ένα αίσθημα «ήττας»(beatness), το οποίο κρύβει μέσα του και μια μεγάλη δυναμική, εισάγοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά τον όρο Beat Generation. Παντρεύτηκε την Έντυ Πάρκερ το 1944, λίγο μετά την φυλάκιση του Λουσιέν Καρρ για ανθρωποκτονία, για την οποία μάλιστα ο Κέρουακ θεωρήθηκε συνένοχος. Ο γάμος του κράτησε μόλις μερικούς μήνες, χώρισε το 1945 και τον ίδιο χρόνο συνέπεσε ο θάνατος του πατέρα του. Την επόμενη δεκαετία, ο Κέρουακ ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Αμερική και το Μεξικό, άλλοτε οδηγώντας με συνεπιβάτη τον Κάσαντι, κι άλλοτε κάνοντας ότο-στοπ. Η περιπλάνησή θα αποτελούσε τη βάση του περίφημου μυθιστορήματός του Στο Δρόμο (On the Road). Το 1950 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Τζόαν Χάβερτυ. Τα επόμενα χρόνια, αποτέλεσαν μία ιδιαίτερα δημιουργική και παραγωγική περίοδο για τον Κέρουακ. Άρχισε να γράφει με μανία, τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα. Το βιβλίο του "Στο Δρόμο" γράφτηκε σε τρεις μόνο εβδομάδες, χωρίς κόμματα και χωρίς παραγράφους. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και ειδικότερα μετά τη δημοσίευση του On the Road, ο Κέρουακ απέκτησε μεγάλη φήμη, στα πλαίσια της οποίας πραγματοποίησε αρκετές δημόσιες απαγγελίες ποίησης ή πεζογραφίας, συχνά με συνοδεία μουσικής τζαζ, στη Νέα Υόρκη. Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, στις 20 Οκτωβρίου 1969, από εσωτερική αιμορραγία, λόγω κίρρωσης τού ήπατος.
ο Τζακ Κέρουακ, κορυφαίος εκπρόσωπος της μπίτνικ γενιάς, μαζί με τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, τον Ουίλιαμ Μπαροούζ, τον Γκάρυ Σνάιντερ, τον Νιλ Κασσάντυ επέφεραν την πλέον ρηξικέλευθη τομή στην αμερικανική μεταπολεμική λογοτεχνία, καθιερώνοντας την πιο πειραματική, ειλικρινή και αντικομφορμιστική γραφή απέναντι στις αστικές συμβάσεις και το αμερικανικό όνειρο της συντηρητικής σύγχρονής τους κοινωνίας.