Πόσο θα σφάλαμε αν λέγαμε πως το συναίσθημα που ξετυλίγει το νήμα του δράματος στους αδελφούς Καραμαζώφ είναι το πάθος για τη ζωή; Καθόλου νομίζω. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα το πάθος των ηρώων πλημμυρίζει τα πάντα· αγνό και αμόλυντο από κάθε κακοποίηση και διαστροφή, κάθε χυδαία υποβάθμιση του από τους ανθρώπους και τους θεσμούς τους.
Στην οικογένεια Καραμαζώφ απουσιάζει ακριβώς εκείνο το στοιχείο της κοινωνικής θωράκισης που προστατεύει όλους εμάς από την αυτοκαταστροφική μανία: ο κομφορμισμός. Οι Καραμαζωφ δεν κρατούν ούτε ένα δράμι προσποίησης για τον εαυτό τους, είναι εκτεθειμένοι απολύτως, γυμνοί στις δυνάμεις της ζωής και ζούνε το κάθε συναίσθημα με τον πιο απόλυτο τρόπο ακόμα και σε σημείο να υποφέρουν. Ο Dmitri για παράδειγμα είναι τόσο αθωράκιστος που δεν καταλαβαίνει καν το μίσος που προκαλεί στον γηραιό πάτρωνα της Grushenka όταν ευθαρσώς του ζητά να την αφήσει αδέσμευτη γιατί «αυτός είναι πια γέρος και έχει φάει τα ψωμάκια του». Είναι τόσο αφελής που απλά δεν μπορεί να υποψιαστεί πόσο θανάσιμο λάθος είναι να προσβάλλεις τον άνθρωπο από τον οποίο εξαρτάται η ευτυχία σου. Αλλά η αφέλεια του είναι απλά το αποτέλεσμα απουσίας της κοινωνικής προσποίησης στην οποία όλοι μας έχουμε εντρυφήσει τις καθημερινές μας συναλλαγές.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, όπου οι άνθρωποι προκαλούν τον Θεό και την κοινωνία, στον εναλλασσόμενο και απαίσιο ρυθμό του εγκλήματος και της τιμωρίας, οι διαστροφές της ανθρώπινης σκέψης και το χάος των υποσυνείδητων παρορμήσεων αποκαλύπτονται κάτω από ένα εκτυφλωτικό φως - σαν το μάτι μας να βλέπει τον παράδεισο και την κόλαση ανάμεσα από σύννεφα σκισμένα από τον κεραυνό. Μέσα στον ξεχωριστό αυτόν κόσμο όπου το εξιδανικευμένο και το μελοδραματικό, το παθολογικό και το υγιές, το ενορατικό και το εγκεφαλικό συνταιριάζονται σ' ένα συμπαγές αμάλγαμα οι Αδελφοί Καραμάζοβ -το τελευταίο μυθιστόρημα του Ντοστογιέβσκι- παίρνουν μια θέση ολότελα δική τους. Το έργο αυτό γραμμένο όταν ο Ντοστογιέβσκι ήταν σχεδόν εξήντα χρονών και δημοσιευμένο στα 1880, λίγο πριν από τον θάνατό του, είναι όχι μονάχα το πιο ώριμο και το πιο ολοκληρωμένο από τα μεγάλα έργα του, αλλά χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του, μια και ανακεφαλαιώνει σε αυτό όλες τις ιδέες του και παρουσιάζει ανάγλυφα όλα τα επιτεύγματα της τέχνης του. Η ένταση του πολύπλοκου αυτού αριστουργήματος καθιστά την ανάλυση και την αξιολόγησή του εξαιρετικά δύσκολη. Απαρτίζεται από πολλά επίπεδα και ενώ η υψηλότερη καλλιτεχνική του επιτυχία βρίσκεται στην ενότητα και στην αλληλεξάρτηση όλων των μερών του, είναι υποχρεωμένος κανείς να εξετάσει τα επίπεδα αυτά ένα ένα ξεχωριστά, απομονώνοντας έτσι το ένα από το άλλο και διασπώντας την ολότητα του μυθιστορήματος που στην πραγματικότητα αποτελεί ένα αδιαίρετο καλλιτεχνικό σύνολο.
Ο πατέρας Pavel Fyodorovich ένας «παλιάτσος που έχει γραπωθεί πάνω από την φιληδονία του» όπως τον περιγράφει ο Ιβάν μοιράζεται με τον μεγάλο του γιό Ντμίτρι τον ίδιο τύπο καταδεκτικού στην κούπα της ζωής. Τραγουδούν και οι δύο τους μεθούν και χορεύουν με την ίδια άσβεστη μανία σαν κάθε φορά να είναι η πρώτη τους και η τελευταία. Ο πατέρας Πάβελ και ο Ντμίτρι Καραμαζώφ εκφράζουν τον Διονυσιακό άνθρωπο και για αυτό το λόγο και οι δρόμοι τους διασταυρώνονται στον έρωτα που έχουν για το πρόσωπο της μαγδαλήνιας Γκρούσενγκα, αφού τους έλκει η ίδια με αυτών διονυσιακή ψυχή της.Η Γκρούσενγκα όμως έχει κουραστεί να είναι υποχείριο και έπαθλο στον κόσμο των ανδρών. Έχει κουραστεί να υπομένει, να εξαπατάται και να εξαπατά προκειμένου να επιβιώσει, θα εξεγερθεί στον κόσμο των απολαύσεων και του συμφέροντος και σαν μια νέα Μαγδαληνή θα μεταμεληθεί βρίσκοντας την άδολη αγάπη στο πρόσωπο του αγαθού Νμίτρι. Θα του δοθεί μόνο όταν θα έχει ο ίδιος χάσει κάθε δύναμη για να της επιβληθεί. Μόνο από την θέση αδυναμίας πίσω από τα κάγκελα της φυλακής η Γκρούσενγκα νιώθει σίγουρη πως μπορεί να αγαπήσει τον Ντμίτρι.
«Εδώ που τα λέμε, σε μια εποχή σαν τη δική μας, είναι παράδοξο να ζητάς από τους ανθρώπους σαφήνεια», γράφει ο Ντοστογιέφσκι προλογίζοντας το τελευταίο του μυθιστόρημα, κι αποκαλύπτει το ήδη γνωστό, ότι τα έργα του είναι η ανθρώπινη ψυχική άβυσσος αλλά και ο καθρέφτης της εποχής του. Και γι' αυτό τον λόγο ακριβώς η διαχρονική ανατομία της κοινωνίας, του προσώπου, της οικογένειας. Ξεκίνησε να το γράφει τον Μάρτιο του 1878 και το ολοκλήρωσε τον Νοέμβριο του 1880, τρεις μήνες αργότερα πέθανε. Το έργο συγγράφηκε κατά την διάρκεια των ετών 1879-1880. Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να αποτελέσει το πρώτο μέρος ενός μεγαλύτερου έργου, με πρωταγωνιστή τον Αλιόσα Καραμάζοφ, υπό την ονομασία “Η Ζωή Ενός Μεγάλου Αμαρτωλού”, εντούτοις το έργο έμεινε ανολοκλήρωτο, καθώς ο συγγραφέας απεβίωσε το 1881. Οι «Αδελφοί Καραμάζοφ» είναι ένα μυθιστόρημα «σε τέσσερα μέρη»: Η ιστορία μιας οικογένειας, οι ιδιωτικές και ιστορικές «Παράνοιες», οι δυο εκ των τριών αδελφών Αλιόσα και Μίτια, ο αδελφός Ιβάν Καραμάζοφ κι ο επίλογος. Η πλοκή του συγγράμματος συγκεντρώνεται γύρω από την διαλυμένη οικογένεια των Καραμάζοφ, που προσπαθεί μετά από χρόνια να γεφυρώσει το χάσμα που την χωρίζει. Ο δύστροπος χαρακτήρας του πατέρα, Φιοντόρ Πάβλοβιτς Καραμάζοφ, και οι συνεχείς συγκρούσεις του με τον μεγαλύτερο γιό του Ντιμίτρι, δυσχεραίνουν την προσπάθεια επανένωσης. Η συνεχής αυτή σύγκρουσή θα αποτελέσει την αιτία της διάλυσης της οικογένειας ˙ καθώς ο πατέρας μετά από μια λογομαχία τους, καταλήγει άγρια δολοφονημένος και όλα τα στοιχεία υποδεικνύουν τον Ντιμίτρι ως δράστη. Ο ένοχος μπορεί να είναι μόνο ένας, εντούτοις είναι περισσότεροι αυτοί που όπλισαν το χέρι του δράστη! Οι κεντρικοί ήρωες, οι αδερφοί Καραμάζοφ, αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, απεικονίζουν τις δυνάμεις που ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή. Έτσι ο Ντιμίτρι συμβολίζει το άλογο πάθος, ο άθεος Ιβάν την λογική δίχως ίχνος συναισθήματος, ο Αλιόσα εκφράζει την προσκόλληση προς την παράδοση (οικογένεια, θρησκεία) ˙ ο πατέρας, Φιοντόρ Πάβλοβιτς, αποτελεί την προσωποποίηση της παρακμής και της χυδαιότητας, ενώ ο νόθος υιός Σμιερντιακόφ απεικονίζει το σκοτάδι και την οργή. Το έργο τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1860– την εποχή μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας στην τσαρική Ρωσία. Η νέα αυτή εποχή για την αυτοκρατορία αποπνέει στον συγγραφέα αισθήματα αισιοδοξίας και μια αίσθηση ανανέωσης για τον κόσμο, γεγονός που αποδεικνύεται παρά την όλη τραγικότητα της υπόθεσης του έργου και από το περιεχόμενο του και κυρίως από το τέλος του ˙ γι’ αυτόν τον λόγο εξάλλου το βιβλίο θεωρείται ένα από τα πιο αισιόδοξα του Ντοστογιέφσκι.
Οι Αλιόσα και Ιβάν εκφράζουν περισσότερο τον Απολλώνιο Καραμαζώφ. Αν και φαινομενικά είναι μεταξύ τους αντιθέτων πεποιθήσεων και ιδεών ψάχνουν απαντήσεις στα ίδια «ρώσικα προαιώνια ερωτήματα». Και οι δύο κλίνουν καταφατικά στη ζωή και αναζητούν μια αγάπη ανώτερη από το γήινο αδέρφι της· και οι δύο ψάχνουν την μεγάλη συγχώρεση που θα μπορέσει να σηκώσει στους ώμους της όλα τα σφάλματα της ανθρωπότητας και να τα διαγράψει.Ο Smerdyakov είναι ένας νόθος Καραμαζώφ, κουβαλάει μέσα ακόμα από την μήτρα της μητέρας του το στίγμα της απόρριψης. Προϊόν του αποκρουστικού βιασμού της μισότρελης μισοκαθυστερημένης Λιζαβέτας από τον Παβελ Φιοντόροβιτς έχει στο πρόσωπο του ζωγραφισμένα όλα τα έκπτωτα χαρακτηριστικά αυτής της αφύσικης ένωσης. Σιχαμερός, μνησίκακος, σπυριάρης, πονηρός, μεθοδικός και εκδικητικός: είναι ένα δίποδο βδέλυγμα.
Οι Αδερφοί Καραμάζοφ έγιναν παγκοσμίως γνωστοί χάρις και στο κεφάλαιο του Μέγα Ιεροεξεταστή. Σ’ αυτό το σημείο του έργου, ο άθεος Ιβάν επιδιώκει να αποδείξει στον θρησκόληπτο αδερφό του Αλιόσα, πως η εκκλησία και οι εκπρόσωποι της, δεν ακολουθούν το θείο έργο, παρά μονάχα φροντίζουν για την ικανοποίηση των ιδιωτικών τους συμφερόντων. Επιδιώκουν με ένα διαστρεβλωμένο δόγμα να θολώσουν την ανθρώπινη λογική, έχοντας ως σκοπό να σκλαβώσουν τον άνθρωπο, επειδή δεν δύναται κατά αυτούς να είναι ελεύθερο όν με ατομική βούληση. Η ανθρωπότητα δεν χρειάζεται ελευθερία άλλα έναν αρχηγό για να ακολουθεί με τυφλή υποταγή και τον ρόλο του αλάνθαστου καθοδηγητή θα τον επιτελέσει η εκκλησία με τα όργανά της. Για να αποδείξει τα παραπάνω, ο Ιβάν παρουσιάζει τον Χριστό να επανέρχεται στην γή, αυτή την φορά στην Σεβίλλη των χρόνων της Ιεράς Εξέτασης. Την ώρα που πραγματοποιεί ένα ακόμα θαύμα, ένας Καρδινάλιος αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον Σωτήρα ή κάποιον που του μοιάζει, και διατάζει την σύλληψή του. Στην φυλακή ο Καρδινάλιος-Μέγας Ιεροεξεταστής βγάζει έναν πύρινο λόγο εναντίον του κρατούμενου που ήρθε να ισοπεδώσει το οικοδόμημα τους και αποφασίζει να “σταυρώσει” για ακόμα μια φόρα αυτόν που δηλώνει πως υπηρετεί
«Είσαι Εσύ; Εσύ;… Σώπα, μην αποκρίνεσαι. Τι θα μπορούσες, άλλωστε, να πεις; Το τι θα πεις περίφημα το ξέρω. Δε δικαιούσαι όμως να προσθέσεις το παραμικρό στα όσα είπες κάποτε. Γιατί λοιπόν ήρθες να χαλάσεις την ησυχία μας; Γιατί για να χαλάσεις την ησυχία μας ήρθες, και τούτο το γνωρίζεις. Ξέρεις όμως τι έχει να γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι ούτε και θέλω να μάθω. Είτε είσαι Εκείνος είτε κάποιος που του μοιάζει απλώς, εγώ αύριο θα σε καταδικάσω και θα σε κάψω στην πυρά ως το δολιότερο των αιρετικών κι ο ίδιος ο λαός που σήμερα σου φιλούσε τα πόδια, αύριο κιόλας, μ’ ένα μου νεύμα, θα τρέχει να ρίξει στην πυρά Σου προσανάμματα, αυτό το ξέρεις; Ναι, ίσως να το ξέρεις.» «Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις με άδεια χέρια, φέρνοντας μονάχα κάποιαν επαγγελία ελευθερίας που αυτοί, μέσα στην κουταμάρα τους και την έμφυτη ατιμία τους, είναι ανίκανοι ακόμα και να τη σκεφτούν, που τη φοβούνται και τη τρέμουν, γιατί για τον άνθρωπο και την κοινωνία των ανθρώπων ποτέ τίποτα δε στάθηκε πιο αβάσταχτο από την ελευθερία! Βλέπεις όμως τούτες τις πέτρες μέσα στη γυμνή, φλογισμένη έρημο; Εάν τις μετατρέψεις σε ψωμί, θα τρέξει πίσω σου η ανθρωπότητα ωσάν κοπάδι ευγνώμον και πειθήνιο, το οποίο όμως θα τρέμει αιώνια μην τύχει και τραβήξεις το χέρι σου και του λείψει το ψωμί σου. Εσύ όμως δεν ήθελες να στερήσεις από τον άνθρωπο την ελευθερία του και απέκρουσες την πρόταση, γιατί τι είδους ελευθερία είναι αυτή συλλογίστηκες, αν η υπακοή ξεπληρώνεται με ψωμί;» «Καμιά επιστήμη δεν θα τους προσφέρει τον άρτο ενόσω παραμένουν ελεύθεροι, αλλά η κατάληξη θα είναι να φέρουν την ελευθερία τους και να την αποθέσουν στα πόδια μας και να μας πουν: “Κάλλιο να μας σκλαβώσετε, αλλά ταΐστε μας”. Και τελικά θα καταλάβουν και οι ίδιοι πως είναι αδιανόητο να υπάρξει για τον καθένα και η ελευθερία και ο επίγειος άρτος, γιατί ουδέποτε θα μάθουν να τα μοιράζονται αυτά μεταξύ τους! Θα πεισθούν επίσης ότι ουδέποτε θα απελευθερωθούν, γιατί είναι αδύναμοι, ακόλαστοι, τιποτένιοι και αντάρτες!» «Διορθώσαμε το έργο Σου και το βασίσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στην αυθεντία. Και χάρηκαν οι άνθρωποι, διότι πάλι σαν κοπάδι τους οδηγούν, και απαλλάχθηκαν επιτέλους οι καρδίες τους από το δώρο τούτο το φοβερό που τόσα βάσανα τους είχε φέρει. Λέγε πράξαμε σωστά, ήταν σωστά αυτά που πράξαμε και τους διδάξαμε; Μην εμείς δεν αγαπήσαμε την ανθρωπότητα, αφού με τόση ταπεινοφροσύνη παραδεχθήκαμε την αδυναμία της, από αγάπη γι’ αυτήν αλαφρύναμε το φορτίο της, επιτρέψαμε στην αδύναμη φύση της ως και την αμαρτία, αρκεί αυτή να γίνεται με την αδεία μας; Γιατί λοιπόν έρχεσαι τώρα να μας χαλάσεις την ησυχία μας;» «Σ’ το ξαναλέω, αύριο κιόλας θα δεις το πειθήνιο τούτο κοπάδι να σπεύδει στο πρώτο μου νεύμα να ρίξει αναμμένα κάρβουνα στην πυρά όπου θα Σε κάψω, και τούτο γιατί ήρθες να μας χαλάσεις την ησυχία μας. Γιατί, αν υπάρχει κάποιος που να αξίζει πιότερο απ’ όλους την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω..»
«Είσαι Εσύ; Εσύ;… Σώπα, μην αποκρίνεσαι. Τι θα μπορούσες, άλλωστε, να πεις; Το τι θα πεις περίφημα το ξέρω. Δε δικαιούσαι όμως να προσθέσεις το παραμικρό στα όσα είπες κάποτε. Γιατί λοιπόν ήρθες να χαλάσεις την ησυχία μας; Γιατί για να χαλάσεις την ησυχία μας ήρθες, και τούτο το γνωρίζεις. Ξέρεις όμως τι έχει να γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι ούτε και θέλω να μάθω. Είτε είσαι Εκείνος είτε κάποιος που του μοιάζει απλώς, εγώ αύριο θα σε καταδικάσω και θα σε κάψω στην πυρά ως το δολιότερο των αιρετικών κι ο ίδιος ο λαός που σήμερα σου φιλούσε τα πόδια, αύριο κιόλας, μ’ ένα μου νεύμα, θα τρέχει να ρίξει στην πυρά Σου προσανάμματα, αυτό το ξέρεις; Ναι, ίσως να το ξέρεις.» «Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις με άδεια χέρια, φέρνοντας μονάχα κάποιαν επαγγελία ελευθερίας που αυτοί, μέσα στην κουταμάρα τους και την έμφυτη ατιμία τους, είναι ανίκανοι ακόμα και να τη σκεφτούν, που τη φοβούνται και τη τρέμουν, γιατί για τον άνθρωπο και την κοινωνία των ανθρώπων ποτέ τίποτα δε στάθηκε πιο αβάσταχτο από την ελευθερία! Βλέπεις όμως τούτες τις πέτρες μέσα στη γυμνή, φλογισμένη έρημο; Εάν τις μετατρέψεις σε ψωμί, θα τρέξει πίσω σου η ανθρωπότητα ωσάν κοπάδι ευγνώμον και πειθήνιο, το οποίο όμως θα τρέμει αιώνια μην τύχει και τραβήξεις το χέρι σου και του λείψει το ψωμί σου. Εσύ όμως δεν ήθελες να στερήσεις από τον άνθρωπο την ελευθερία του και απέκρουσες την πρόταση, γιατί τι είδους ελευθερία είναι αυτή συλλογίστηκες, αν η υπακοή ξεπληρώνεται με ψωμί;» «Καμιά επιστήμη δεν θα τους προσφέρει τον άρτο ενόσω παραμένουν ελεύθεροι, αλλά η κατάληξη θα είναι να φέρουν την ελευθερία τους και να την αποθέσουν στα πόδια μας και να μας πουν: “Κάλλιο να μας σκλαβώσετε, αλλά ταΐστε μας”. Και τελικά θα καταλάβουν και οι ίδιοι πως είναι αδιανόητο να υπάρξει για τον καθένα και η ελευθερία και ο επίγειος άρτος, γιατί ουδέποτε θα μάθουν να τα μοιράζονται αυτά μεταξύ τους! Θα πεισθούν επίσης ότι ουδέποτε θα απελευθερωθούν, γιατί είναι αδύναμοι, ακόλαστοι, τιποτένιοι και αντάρτες!» «Διορθώσαμε το έργο Σου και το βασίσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στην αυθεντία. Και χάρηκαν οι άνθρωποι, διότι πάλι σαν κοπάδι τους οδηγούν, και απαλλάχθηκαν επιτέλους οι καρδίες τους από το δώρο τούτο το φοβερό που τόσα βάσανα τους είχε φέρει. Λέγε πράξαμε σωστά, ήταν σωστά αυτά που πράξαμε και τους διδάξαμε; Μην εμείς δεν αγαπήσαμε την ανθρωπότητα, αφού με τόση ταπεινοφροσύνη παραδεχθήκαμε την αδυναμία της, από αγάπη γι’ αυτήν αλαφρύναμε το φορτίο της, επιτρέψαμε στην αδύναμη φύση της ως και την αμαρτία, αρκεί αυτή να γίνεται με την αδεία μας; Γιατί λοιπόν έρχεσαι τώρα να μας χαλάσεις την ησυχία μας;» «Σ’ το ξαναλέω, αύριο κιόλας θα δεις το πειθήνιο τούτο κοπάδι να σπεύδει στο πρώτο μου νεύμα να ρίξει αναμμένα κάρβουνα στην πυρά όπου θα Σε κάψω, και τούτο γιατί ήρθες να μας χαλάσεις την ησυχία μας. Γιατί, αν υπάρχει κάποιος που να αξίζει πιότερο απ’ όλους την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω..»
Αναμφισβήτητα ο Αλιόσα είναι ο αγαπημένος χαρακτήρας του Ντοστογιέφσκι, όπως στον Ηλίθιο και το Όνειρο ενός Γελοίου ο Αλιόσα είναι και αυτός ιδεατός χαρακτήρας. Ο Αλιόσα είναι το πιο φανταστικό πρόσωπο στους αδελφούς Καραμαζώφ· κανείς στην πραγματική ζωή δεν μπορεί να είναι τόσο αθώος όσο ο Αλιόσα. Μια τέτοια ψυχή θα άνηκε ή σε τρελό ή σε ηλίθιο. Ο Αλιόσα μπορεί και είναι αγνός γιατί η ψυχή του είναι ακόμα η ψυχή παιδιού, σύντομα όμως και αυτός θα χάσει την παιδικότητα του όταν θα εξεγερθεί στην αδικία που συντελείται επάνω στο σκήνωμα του πατέρα Ζωσιμά. Η κακία και η ζήλια του κόσμου ήταν ανέκαθεν οι δολοφόνοι της παιδικής αθωότητας.