Οταν άνθρωποι πεθαίνουν κατά χιλιάδες, είναι δύσκολο να νοιαστείς για την τύχη των μνημείων. Οταν περάσει η φρίκη του εμφυλίου πολέμου, η πολιτιστική κληρονομιά , θα πρέπει να αποκατασταθεί. Οι επιζώντες των πολέμων συνέρχονται. Το παρελθόν τους, όμως μπορεί να μην αναρρώσει. Η Συρία θα χρειαστεί κάποτε τη μεγαλύτερη εκστρατεία ιστορικής σωτηρίας της σύγχρονης εποχής.
Αν ο 20ός αιώνας μπορούσε να... υπερηφανεύεται για τις πολλές καταστροφές μνημείων, αφού ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πλούτισε τον κατάλογο των τραυματισμένων ή απολεσθέντων θησαυρών, ο 21ος δεν φείδεται, επίσης, απωλειών. Η επικαιροποιημένη λίστα της UNESCO περιλαμβάνει 54 μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς που τελούν υπό απειλή. Στον κατάλογο ξεχωρίζουν, όπως είναι φυσικό, οι καταστροφές στη Συρία και στο Ιράκ. Στην ίδια λίστα, όμως, εμφανίζονται το ιστορικό κέντρο της Βιέννης, τα μεσαιωνικά μνημεία του Κοσόβου, ο παραδοσιακός ναυπηγικός χαρακτήρας του Λίβερπουλ, αρχαίες πόλεις και εξέχοντες ναοί στην Εγγύς Ανατολή, εθνικά πάρκα και δρυμοί στην Αφρική, στη Νότιο Αμερική ή στη Μικρονησία. Πέρα από τον πόλεμο και την τρομοκρατία, η πολιτιστική κληρονομιά απειλείται και από μια σειρά από λιγότερο προφανείς κινδύνους: την αμέλεια, την έλλειψη επαρκούς επιτήρησης, τις λεηλασίες και τη στοχευμένη καταπίεση του πολιτισμού των μειονοτήτων.
Βούδες του Μπαμιγιάν, Αφγανιστάν (2000 - 2005)
Η Συρία και η πλούσια κληρονομιά της στο έλεος των βομβαρδιστικών
Ο ανελέητος, αδιάκριτος βομβαρδισμός των συριακών πόλεων, από οποιαδήποτε πλευρά των αντιμαχομένων, έχει αφανίσει το Χαλέπι και τη Χομς, πόλεις με ανεκτίμητο πλούτο ιστορικών μνημείων. Το Crac des Chevaliers, το μεγαλοπρεπέστερο και καλύτερα διατηρημένο από τα κάστρα των σταυροφόρων, έχει σφυροκοπηθεί από βομβαρδιστικά, όπως και το οχυρό του Σαλαντίν στο Καλάτ Σαλάχ ελ-Ντιν. Ο μιναρές του τεμένους Ουμαγιάντ στο Χαλέπι, του 11ου αιώνα, είναι τώρα ένας σωρός ερειπίων. Και παντού έχουν γίνει λεηλασίες.Η Συρία έρχεται να προστεθεί, λοιπόν, μετά το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη, στον κατάλογο των αρχαίων πολιτισμών που καταστρέφονται από τον σύγχρονο πόλεμο, πολύ συχνά από δυτικά βομβαρδιστικά. Είναι καταστροφές που θυμίζουν εκείνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και που παραβιάζουν τη συνθήκη της Χάγης του 1954 για τον σεβασμό της πολιτιστικής κληρονομιάς εν καιρώ πολέμου, συνθήκη που η Βρετανία δεν έχει επικυρώσει… από σεβασμό στη RAF.Η καταστροφική δύναμη του πολέμου είναι μια πραγματικότητα της ζωής. Τα μεθεόρτια του πολέμου είναι ένα διαφιλονικούμενο ζήτημα. Πρέπει τα ερείπια να αφήνονται άθικτα ως ζοφερή υπενθύμιση του πολέμου ή πρέπει να αποκαθίστανται σε πείσμα της πολεμικής φρίκης; Ή μήπως πρέπει τα ίχνη αυτά του παρελθόντος να ισοπεδώνονται για να κάνουν τόπο σε μια νέα εποχή; Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρετανικές πόλεις όπως το Πλίμουθ, το Μπρίστολ και το Κόβεντρι, σάρωσαν τα παλιά κέντρα τους (όπως δεν είχαν καταφέρει οι γερμανικές βόμβες) αφήνοντας μόνο απομεινάρια εκκλησιών ως μάρτυρες της βρετανικής εμμονής με τον πόλεμο. Αντίθετα, το Λένινγκραντ, η Δρέσδη, το Σεν Μαλό, επισκεύασαν τους κατεστραμμένους καθεδρικούς, τα ανάκτορα και τους δρόμους τους. Αρνήθηκαν να αφήσουν την παραφροσύνη του πολέμου να σβήσει τη μνήμη και τη συνέχεια. Οι κάτοικοι της Βαρσοβίας ξαναέκτισαν την πόλη τους με πρότυπο παλιές φωτογραφίες. Η διαμάχη περί αυθεντικότητας δεν τους απασχόλησε.Η διαμάχη αυτή όμως αρνείται να πεθάνει. Τα δύο γιγαντιαία αγάλματα του Βούδα στο Μπαμιγιάν ανατινάχτηκαν το 2001 από «εικονοκλάστες» Ταλιμπάν, αφήνοντας δύο τεράστιες τρύπες στη βουνοπλαγιά. Η αφγανική κυβέρνηση και οι κάτοικοι της περιοχής θέλουν να τους ξαναφτιάξουν, για να δείξουν ότι αψηφούν τους Ταλιμπάν αλλά και γιατί το θέαμα των κενών εσοχών είναι αποτρόπαιο. Ωστόσο, οι φανατικοί της Ουνέσκο αρνούνται να λάβουν υπόψη τη γνώμη των Αφγανών. Το 2012 αποφάσισαν ότι οι Βούδες δεν πρέπει να ανακατασκευαστούν, διότι η τοποθεσία θα χάσει τον χαρακτήρα του «μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς». Παρότι τα μισά από τα μεγάλα μνημεία του κόσμου είναι μείγματα αποκατάστασης και ανακατασκευής, η παράλογη ιδεολογία της Ουνέσκο υποστηρίζει ότι το ερείπιο ενός ερειπίου είναι «καλύτερο» από ένα ερείπιο. Αυτή άραγε θα είναι και η τύχη της Συρίας; Η λατρεία των ερειπίων βλέπει το παρελθόν είτε σαν κάτι που πρέπει να εξαλειφθεί ως άχρηστο –η τύχη της μετεμφυλιακής Βηρυτού– είτε σαν κάτι που πρέπει να μείνει απολύτως άθικτο. Η ιδέα ότι το ηθικό και η αίσθηση ταυτότητας ενός έθνους πρέπει να στηριχθούν με την αποκατάσταση των δομών του και των μνημείων του είναι ανάθεμα για τη λατρεία αυτή. Το παρελθόν είναι για τους εφόρους των μουσείων.Κι όμως, οι καθεδρικοί της Ευρώπης, τα παλάτια της Ρωσίας, οι ναοί του Κιότο, έχουν γκρεμιστεί και ξαναχτιστεί επανειλημμένα, καθώς οι λαοί εκτιμούν τη συμβολή τους στη συνείδησή τους ως κοινότητας.Το μεγαλύτερο χρέος που έχουμε να πληρώσουμε στον πόλεμο δεν είναι να τον δοξάζουμε. Είναι να αποκαταστήσουμε τις καταστροφές που έχει προκαλέσει για να τιμήσουμε τη συλλογική μνήμη που ο πόλεμος επιχείρησε να καταρρακώσει.
Ο ανελέητος, αδιάκριτος βομβαρδισμός των συριακών πόλεων, από οποιαδήποτε πλευρά των αντιμαχομένων, έχει αφανίσει το Χαλέπι και τη Χομς, πόλεις με ανεκτίμητο πλούτο ιστορικών μνημείων. Το Crac des Chevaliers, το μεγαλοπρεπέστερο και καλύτερα διατηρημένο από τα κάστρα των σταυροφόρων, έχει σφυροκοπηθεί από βομβαρδιστικά, όπως και το οχυρό του Σαλαντίν στο Καλάτ Σαλάχ ελ-Ντιν. Ο μιναρές του τεμένους Ουμαγιάντ στο Χαλέπι, του 11ου αιώνα, είναι τώρα ένας σωρός ερειπίων. Και παντού έχουν γίνει λεηλασίες.Η Συρία έρχεται να προστεθεί, λοιπόν, μετά το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη, στον κατάλογο των αρχαίων πολιτισμών που καταστρέφονται από τον σύγχρονο πόλεμο, πολύ συχνά από δυτικά βομβαρδιστικά. Είναι καταστροφές που θυμίζουν εκείνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και που παραβιάζουν τη συνθήκη της Χάγης του 1954 για τον σεβασμό της πολιτιστικής κληρονομιάς εν καιρώ πολέμου, συνθήκη που η Βρετανία δεν έχει επικυρώσει… από σεβασμό στη RAF.Η καταστροφική δύναμη του πολέμου είναι μια πραγματικότητα της ζωής. Τα μεθεόρτια του πολέμου είναι ένα διαφιλονικούμενο ζήτημα. Πρέπει τα ερείπια να αφήνονται άθικτα ως ζοφερή υπενθύμιση του πολέμου ή πρέπει να αποκαθίστανται σε πείσμα της πολεμικής φρίκης; Ή μήπως πρέπει τα ίχνη αυτά του παρελθόντος να ισοπεδώνονται για να κάνουν τόπο σε μια νέα εποχή; Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρετανικές πόλεις όπως το Πλίμουθ, το Μπρίστολ και το Κόβεντρι, σάρωσαν τα παλιά κέντρα τους (όπως δεν είχαν καταφέρει οι γερμανικές βόμβες) αφήνοντας μόνο απομεινάρια εκκλησιών ως μάρτυρες της βρετανικής εμμονής με τον πόλεμο. Αντίθετα, το Λένινγκραντ, η Δρέσδη, το Σεν Μαλό, επισκεύασαν τους κατεστραμμένους καθεδρικούς, τα ανάκτορα και τους δρόμους τους. Αρνήθηκαν να αφήσουν την παραφροσύνη του πολέμου να σβήσει τη μνήμη και τη συνέχεια. Οι κάτοικοι της Βαρσοβίας ξαναέκτισαν την πόλη τους με πρότυπο παλιές φωτογραφίες. Η διαμάχη περί αυθεντικότητας δεν τους απασχόλησε.Η διαμάχη αυτή όμως αρνείται να πεθάνει. Τα δύο γιγαντιαία αγάλματα του Βούδα στο Μπαμιγιάν ανατινάχτηκαν το 2001 από «εικονοκλάστες» Ταλιμπάν, αφήνοντας δύο τεράστιες τρύπες στη βουνοπλαγιά. Η αφγανική κυβέρνηση και οι κάτοικοι της περιοχής θέλουν να τους ξαναφτιάξουν, για να δείξουν ότι αψηφούν τους Ταλιμπάν αλλά και γιατί το θέαμα των κενών εσοχών είναι αποτρόπαιο. Ωστόσο, οι φανατικοί της Ουνέσκο αρνούνται να λάβουν υπόψη τη γνώμη των Αφγανών. Το 2012 αποφάσισαν ότι οι Βούδες δεν πρέπει να ανακατασκευαστούν, διότι η τοποθεσία θα χάσει τον χαρακτήρα του «μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς». Παρότι τα μισά από τα μεγάλα μνημεία του κόσμου είναι μείγματα αποκατάστασης και ανακατασκευής, η παράλογη ιδεολογία της Ουνέσκο υποστηρίζει ότι το ερείπιο ενός ερειπίου είναι «καλύτερο» από ένα ερείπιο. Αυτή άραγε θα είναι και η τύχη της Συρίας; Η λατρεία των ερειπίων βλέπει το παρελθόν είτε σαν κάτι που πρέπει να εξαλειφθεί ως άχρηστο –η τύχη της μετεμφυλιακής Βηρυτού– είτε σαν κάτι που πρέπει να μείνει απολύτως άθικτο. Η ιδέα ότι το ηθικό και η αίσθηση ταυτότητας ενός έθνους πρέπει να στηριχθούν με την αποκατάσταση των δομών του και των μνημείων του είναι ανάθεμα για τη λατρεία αυτή. Το παρελθόν είναι για τους εφόρους των μουσείων.Κι όμως, οι καθεδρικοί της Ευρώπης, τα παλάτια της Ρωσίας, οι ναοί του Κιότο, έχουν γκρεμιστεί και ξαναχτιστεί επανειλημμένα, καθώς οι λαοί εκτιμούν τη συμβολή τους στη συνείδησή τους ως κοινότητας.Το μεγαλύτερο χρέος που έχουμε να πληρώσουμε στον πόλεμο δεν είναι να τον δοξάζουμε. Είναι να αποκαταστήσουμε τις καταστροφές που έχει προκαλέσει για να τιμήσουμε τη συλλογική μνήμη που ο πόλεμος επιχείρησε να καταρρακώσει.
Κυρήνη, Λιβύη, 2015
Μνημεία που καταστράφηκαν και εξακολουθούν να καταστρέφονται από ανθρώπινο χέρι και που τα περισσότερα από αυτά δεν θα αντικρίσουμε ποτέ ξανά όπως ήταν...
ΙΡΑΚ.
«Το Ιράκ είναι ένα λίκνο του κοινού μας πολιτισμού. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να τερματίσει αυτά τα εγκλήματα πολέμου» ήταν το SOS της Μαρία Μπέμερ, υφυπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας για θέματα πολιτισμού και εκπαίδευσης, σε συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης της UNESCO το 2015. Η περιτειχισμένη Χάτρα, του 3ου αιώνα π.Χ., που αντέκρουσε τις ρωμαϊκές εισβολές, δυστύχησε στα χέρια των τζιχαντιστών το 2014, οι οποίοι την ισοπέδωσαν με μπουλντόζες. Η Μοσούλη (που την έχει υμνήσει και ο Χατζιδάκις στον «Κεμάλ») πλήρωσε από νωρίς το τίμημα με την ιστορική της βιβλιοθήκη, έναν τάφο που φέρεται να ανήκει στον προφήτη Ιωνά, ένα τζαμί αφιερωμένο σε αυτόν αλλά και ένα χριστιανικό μοναστήρι. Οι θησαυροί του Μουσείου της Μοσούλης ταξιδεύουν στη μαύρη αγορά, όπως και τα τιμαλφή από τάφους που συλήθηκαν από κρατουμένους του ISIS ως... καταναγκαστικά έργα. Η αρχαία πόλη Νιμρούντ, λίγα χιλιόμετρα νότια της Μοσούλης, ισοπεδώθηκε και... απορρίφθηκε στον Ευφράτη από τις μπουλντόζες του ISIS. Μία πόλη 2.900 ετών, με παλάτια (όπου βρέθηκε ο περίφημος Φακός της Νιμρούντ, που λέγεται ότι είναι ο πρώτος μεγεθυντικός φακός), γλυπτούς θησαυρούς, ναούς και τεμένη, έγινε λάσπη στον βυθό του ποταμού. Και στην παρακείμενη Νινευί, όμως, σημειώθηκαν αναντικατάστατες απώλειες: το 70% του αχανούς ανακτόρου του Ασσύριου βασιλιά Sennacherib έχει χαθεί, ενώ η πύλη Adad και τμήμα του οχυρωματικού τείχους, άνω των 2.500 ετών, γίνονται καρτ ποστάλ μιας πόλης άλλοτε διαλαμψάσης.
ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ.
Κάποτε, στην έρημο του Μπαμιγιάν στο Αφγανιστάν, δέσποζαν τα ψηλότερα αγάλματα του Βούδα σε ολόκληρη την υφήλιο. Οι Βούδες του Μπαμιγιάν λαξεύθηκαν στους βράχους της κοιλάδας κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., και αποτελούσαν μια σπάνια και πολύτιμη έκφραση της ελληνοβουδιστικής τέχνης, του παντρέματος δηλαδή μεταξύ του κλασικού ελληνικού πολιτισμού και του βουδισμού που ήκμασαν στο Αφγανιστάν πριν από την εξάπλωση του Ισλάμ. Για αιώνες, τα αγάλματα στέκονταν περήφανα και ανθεκτικά – μάλιστα, παρότι ένας Πέρσης βασιλιάς τα είχε πλήξει με κανόνια τον 18ο αιώνα, τα αγάλματα είχαν επιβιώσει. Ωστόσο, με την κυριαρχία των Ταλιμπάν, στη χώρα ξεκίνησε μια εκστρατεία για την εξάλειψη οποιουδήποτε «μη ισλαμικού» στοιχείου. Τον Μάιο του 2001, η κυβέρνηση των Ταλιμπάν διέταξε την ανατίναξη των αγαλμάτων με δυναμίτη, προκαλώντας την οργή της διεθνούς κοινότητας αλλά και του τοπικού πληθυσμού. Η καταστροφή τους είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς συμβολίζει την έναρξη της σύγχρονης στοχοποίησης των πολιτισμικών μνημείων από όργανα του ισλαμικού εξτρεμισμού. Σήμερα, οι θεόρατες κόγχες στον βράχο της κοιλάδας παραμένουν κενές.
ΛΙΒΥΗ.
Αν κάποιος επισκεφθεί σήμερα το αρχαίο, ελληνορωμαϊκό συγκρότημα ναών της Κυρήνης, το πρώτο πράγμα που θα προσέξει είναι ένα μήνυμα ψεκασμένο με γκράφιτι, πάνω από το εντυπωσιακό αέτωμα του ναού του Απόλλωνα. Γύρω του διάσπαρτα βρίσκονται κατεστραμμένα αγάλματα, λεηλατημένοι αρχαίοι τάφοι και κατάλοιπα από την κατεδάφιση της νεκρόπολης από οικογένειες Λίβυων που ήθελαν να χτίσουν στη θέση της το σπίτι τους. Υπό τη σκιά του εμφυλίου πολέμου της χώρας, η πόλη της Κυρήνης έχασε κάθε προστασία, πέφτοντας στο έλεος των βανδάλων. «Αντί για επιτηρητές αντίκρισα μπουλντόζες», ανέφερε ο δημοσιογράφος του περιοδικού New Yorker, Jon Lee Anderson, έπειτα από επίσκεψή του στο συγκρότημα των ναών.
ΘΙΒΕΤ.
Η πόλη Λαρούγκ Γκαρ στην επαρχία Σιτσουάν της Κίνας είναι ένα ζωντανό, ιερό μνημείο που κόβει την ανάσα. Η λεγόμενη «πόλη στον ουρανό» είναι ένα χαοτικό μοναστήρι που αποτελείται από αμέτρητα κόκκινα σπιτάκια και κατοικείται από 40.000 θιβετιανούς μοναχούς, ενώ παράλληλα φιλοξενεί και το μεγαλύτερο θρησκευτικό ίδρυμα στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, η Λαρούγκ Γκαρ βιώνει έναν αργό θάνατο, αποτέλεσμα της χρόνιας διαμάχης μεταξύ του Θιβέτ και της Κίνας. Η κινεζική κυβέρνηση έχει κατεδαφίσει πάνω από τις μισές οικίες των Θιβετιανών μοναχών, θέλοντας να τα αντικαταστήσει με ξενοδοχεία και τουριστικές υποδομές. Κάθε μέρα, ολοένα και περισσότεροι μοναχοί εγκαταλείπουν τον ιερό τους τόπο. Η πολιτισμική αιμορραγία της Λαρούγκ Γκαρ είναι μια ζοφερή υπενθύμιση πως τα μνημεία δεν απειλούνται μόνο από τους πολέμους και την τρομοκρατία, αλλά και από έλλειψη σεβασμού και καταστολή της θρησκευτικής ελευθερίας των μειονοτήτων.
ΙΡΑΚ.
«Το Ιράκ είναι ένα λίκνο του κοινού μας πολιτισμού. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να τερματίσει αυτά τα εγκλήματα πολέμου» ήταν το SOS της Μαρία Μπέμερ, υφυπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας για θέματα πολιτισμού και εκπαίδευσης, σε συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης της UNESCO το 2015. Η περιτειχισμένη Χάτρα, του 3ου αιώνα π.Χ., που αντέκρουσε τις ρωμαϊκές εισβολές, δυστύχησε στα χέρια των τζιχαντιστών το 2014, οι οποίοι την ισοπέδωσαν με μπουλντόζες. Η Μοσούλη (που την έχει υμνήσει και ο Χατζιδάκις στον «Κεμάλ») πλήρωσε από νωρίς το τίμημα με την ιστορική της βιβλιοθήκη, έναν τάφο που φέρεται να ανήκει στον προφήτη Ιωνά, ένα τζαμί αφιερωμένο σε αυτόν αλλά και ένα χριστιανικό μοναστήρι. Οι θησαυροί του Μουσείου της Μοσούλης ταξιδεύουν στη μαύρη αγορά, όπως και τα τιμαλφή από τάφους που συλήθηκαν από κρατουμένους του ISIS ως... καταναγκαστικά έργα. Η αρχαία πόλη Νιμρούντ, λίγα χιλιόμετρα νότια της Μοσούλης, ισοπεδώθηκε και... απορρίφθηκε στον Ευφράτη από τις μπουλντόζες του ISIS. Μία πόλη 2.900 ετών, με παλάτια (όπου βρέθηκε ο περίφημος Φακός της Νιμρούντ, που λέγεται ότι είναι ο πρώτος μεγεθυντικός φακός), γλυπτούς θησαυρούς, ναούς και τεμένη, έγινε λάσπη στον βυθό του ποταμού. Και στην παρακείμενη Νινευί, όμως, σημειώθηκαν αναντικατάστατες απώλειες: το 70% του αχανούς ανακτόρου του Ασσύριου βασιλιά Sennacherib έχει χαθεί, ενώ η πύλη Adad και τμήμα του οχυρωματικού τείχους, άνω των 2.500 ετών, γίνονται καρτ ποστάλ μιας πόλης άλλοτε διαλαμψάσης.
ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ.
Κάποτε, στην έρημο του Μπαμιγιάν στο Αφγανιστάν, δέσποζαν τα ψηλότερα αγάλματα του Βούδα σε ολόκληρη την υφήλιο. Οι Βούδες του Μπαμιγιάν λαξεύθηκαν στους βράχους της κοιλάδας κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., και αποτελούσαν μια σπάνια και πολύτιμη έκφραση της ελληνοβουδιστικής τέχνης, του παντρέματος δηλαδή μεταξύ του κλασικού ελληνικού πολιτισμού και του βουδισμού που ήκμασαν στο Αφγανιστάν πριν από την εξάπλωση του Ισλάμ. Για αιώνες, τα αγάλματα στέκονταν περήφανα και ανθεκτικά – μάλιστα, παρότι ένας Πέρσης βασιλιάς τα είχε πλήξει με κανόνια τον 18ο αιώνα, τα αγάλματα είχαν επιβιώσει. Ωστόσο, με την κυριαρχία των Ταλιμπάν, στη χώρα ξεκίνησε μια εκστρατεία για την εξάλειψη οποιουδήποτε «μη ισλαμικού» στοιχείου. Τον Μάιο του 2001, η κυβέρνηση των Ταλιμπάν διέταξε την ανατίναξη των αγαλμάτων με δυναμίτη, προκαλώντας την οργή της διεθνούς κοινότητας αλλά και του τοπικού πληθυσμού. Η καταστροφή τους είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς συμβολίζει την έναρξη της σύγχρονης στοχοποίησης των πολιτισμικών μνημείων από όργανα του ισλαμικού εξτρεμισμού. Σήμερα, οι θεόρατες κόγχες στον βράχο της κοιλάδας παραμένουν κενές.
ΛΙΒΥΗ.
Αν κάποιος επισκεφθεί σήμερα το αρχαίο, ελληνορωμαϊκό συγκρότημα ναών της Κυρήνης, το πρώτο πράγμα που θα προσέξει είναι ένα μήνυμα ψεκασμένο με γκράφιτι, πάνω από το εντυπωσιακό αέτωμα του ναού του Απόλλωνα. Γύρω του διάσπαρτα βρίσκονται κατεστραμμένα αγάλματα, λεηλατημένοι αρχαίοι τάφοι και κατάλοιπα από την κατεδάφιση της νεκρόπολης από οικογένειες Λίβυων που ήθελαν να χτίσουν στη θέση της το σπίτι τους. Υπό τη σκιά του εμφυλίου πολέμου της χώρας, η πόλη της Κυρήνης έχασε κάθε προστασία, πέφτοντας στο έλεος των βανδάλων. «Αντί για επιτηρητές αντίκρισα μπουλντόζες», ανέφερε ο δημοσιογράφος του περιοδικού New Yorker, Jon Lee Anderson, έπειτα από επίσκεψή του στο συγκρότημα των ναών.
ΘΙΒΕΤ.
Η πόλη Λαρούγκ Γκαρ στην επαρχία Σιτσουάν της Κίνας είναι ένα ζωντανό, ιερό μνημείο που κόβει την ανάσα. Η λεγόμενη «πόλη στον ουρανό» είναι ένα χαοτικό μοναστήρι που αποτελείται από αμέτρητα κόκκινα σπιτάκια και κατοικείται από 40.000 θιβετιανούς μοναχούς, ενώ παράλληλα φιλοξενεί και το μεγαλύτερο θρησκευτικό ίδρυμα στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, η Λαρούγκ Γκαρ βιώνει έναν αργό θάνατο, αποτέλεσμα της χρόνιας διαμάχης μεταξύ του Θιβέτ και της Κίνας. Η κινεζική κυβέρνηση έχει κατεδαφίσει πάνω από τις μισές οικίες των Θιβετιανών μοναχών, θέλοντας να τα αντικαταστήσει με ξενοδοχεία και τουριστικές υποδομές. Κάθε μέρα, ολοένα και περισσότεροι μοναχοί εγκαταλείπουν τον ιερό τους τόπο. Η πολιτισμική αιμορραγία της Λαρούγκ Γκαρ είναι μια ζοφερή υπενθύμιση πως τα μνημεία δεν απειλούνται μόνο από τους πολέμους και την τρομοκρατία, αλλά και από έλλειψη σεβασμού και καταστολή της θρησκευτικής ελευθερίας των μειονοτήτων.