Κόρη ενός διάσημου πατέρα, σύζυγος ισχυρών ανδρών, μητέρα, ακτιβίστρια, sex symbol, λάτρης και πρωθιέρεια της υγιεινής ζωής. Θα έφτανε ένα από αυτά αλλά η Τζέιν Φόντα τα είχε όλα – και είναι στα 80 της μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς, με στόφα, ακτινοβολία και γονίδια σταρ, που βγήκε ποτέ από τη μήτρα της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος. Είναι υπερβολικά δύσκολο να στριμώξεις μια τόσο πολύχρωμη προσωπικότητα σε κουτάκια. Είναι, επίσης, αδύνατο να περιμένεις από έναν άνθρωπο που διένυσε μια δύσβατη νεανική ηλικία, όπως συνέβη στην περίπτωση της Φόντα, να αναδυθεί από αυτήν χωρίς τραύματα, ανασφάλειες και αντιφάσεις.
«Οι πραγματικοί σταθμοί της ζωής μου ήταν πάντα όταν βρισκόμουν στο πλευρό των γυναικών, υποστηρίζοντας τα δικαιώματά τους, τις συναισθηματικές αλήθειες τους, τη σεξουαλικότητα τους, ως μητέρες, ως γιαγιάδες, όπως είμαι εγώ»
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και είναι κόρη του μεγάλου αμερικανού ηθοποιού Χένρι Φόντα και της Φράνσις Φορντ Σέιμουρ. Είναι αδερφή τού ηθοποιού Πίτερ Φόντα -γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα- και θεία τής ηθοποιού Μπρίτζετ Φόντα, κόρης του Πίτερ. Οι γονείς τής Τζέιν την ονόμασαν «Λαίδη Τζέιν Σέιμουρ» εμπνευσμένοι από τη μακρινή απόγονο της μητέρας της, την Τζέιν Σέιμουρ, η οποία ήταν τρίτη σύζυγος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η’. Η μητέρα της, η οποία αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτόνησε όταν η Τζέιν ήταν 13 ετών κι ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε. Οταν ήταν έφηβη η Τζέιν εργάστηκε ως μοντέλο κοσμώντας δυο φορές το εξώφυλλο του περιοδικού Vogue. Στα δεκαεφτά της έλαβε τα πρώτα ερεθίσματα που την οδήγησαν να ασχοληθεί με την υποκριτική, όταν εμφανίστηκε στο πλάι του πατέρα της στο θεατρικό του Κλίφορντ Οντετς «Η χωριατοπούλα». Μετά την αποφοίτησή της από το αριστοκρατικό κολέγιο Βασάρ αναχώρησε για την Ευρώπη. Σπούδασε ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι για δύο χρόνια κι όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ γνωρίστηκε με τον πρωτοπόρο της υποκριτικής και καθηγητή του περίφημου Ακτορς Στούντιο, Λι Στράσµπεργκ, ο οποίος της είπε ότι έχει ταλέντο. Η δήλωση του Στράσμπεργκ άλλαξε ριζικά τη ζωή της Τζέιν, που πλέον μοχθούσε να γίνει ηθοποιός. Ετσι, το 1960, η Φόντα έκανε την παρθενική της εμφάνιση στο Μπρόντγουέϊ στο θεατρικό «There was a little girl», ενώ την ίδια χρονιά γύρισε και την πρώτη της ταινία στο πλευρό του Αντονι Πέρκινς με τίτλο «Οι γυναίκες τρελαίνονται για τους ψηλούς», («Tall Story»). Ακολούθησαν οι ταινίες «Το σπίτι της αμαρτίας», («Walk On The Wild Side», 1962), που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, «Γάμος υπό δοκιμή», («Period Of Adjustment», 1963) βασισμένο σε θεατρικό του Τένεσι Γουίλιαμς και «Κυριακή στη Νέα Υόρκη», («Sunday In New York», 1965). Ηταν, όμως, η συμμετοχή της στην ταινία τού 1965 «Η Λησταρχίνα» («Cat Ballou») που την έκανε σταρ.
«Σκεφτόμουν πρόσφατα πώς γίνεται και τα δάκρυα έρχονται τόσο πιο εύκολα στην επιφάνεια πια. Και κατάλαβα ότι έχει να κάνει με την ηλικία. Έχω συνειδητοποιήσει τόσο υπέροχα την έννοια του χρόνου, αλλά και πόσο λίγος καιρός μου απομένει, πόσο πολύς είναι πίσω μου και όλα έχουν γίνει τόσο πολύτιμα»
Το 1965 η Φόντα παντρεύτηκε τον γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ, ο οποίος τη σκηνοθέτησε το 1968 στην -καλτ, πλέον- ταινία «Μπαρμπαρέλα» («Barbarella»). Η ταινία αυτή την καθιέρωσε ως «σύμβολο του σεξ» και «Αμερικανίδα Μπριζίτ Μπαρντό», καθώς η υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητά της αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο από τα εντυπωσιακά κοστούμια τού έργου φέρνοντας ρίγη ανεκπλήρωτου πόθου σε εκατομμύρια θαυμαστές της. Την ίδια χρονιά η Φόντα απέκτησε το πρώτο της παιδί, τη Βανέσα Βαντίμ. Η ζωή με τον Βαντίμ διεύρυνε τους ορίζοντες της Τζέιν, η οποία μυήθηκε στην έντονη και ταραχώδη πολιτικοποίηση και άλλαξε τον τρόπο σκέψης της, πράγμα που άρχισε να γίνεται εμφανές και στη δουλειά της ως ηθοποιός εφόσον το ταλέντο της άρχισε να ωριμάζει. Πρώτο δείγμα είναι η ταινία που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν» («They Shoot Horses, Don’t They?», 1969), ενώ παράλληλα απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες «Μπόνι και Κλάιντ» («Bonnie and Clyde», 1967) και «Το μωρό της Ρόζμαρι» («Rosemary’s Baby», 1968). Η Φόντα βίωνε την πιο παραγωγική της περίοδο ως ηθοποιός, ενώ η έντονη πολιτικοποίησή της και το γεγονός ότι ήταν υποστηρίκτρια του κινήματος κατά του πολέμου του Βιετνάμ, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί αρνητικές κριτικές κι έντονα πυρά από τον Τύπο. Το 1970 η Φόντα, μαζί με τον ηθοποιό Ντόναλντ Σάδερλαντ και τον ακτιβιστή Φρεντ Γκάρντνερ, δημιούργησαν ένα είδος πολιτικής επιθεώρησης που αποκαλούσαν «FTA Tour» (Free the army tour) με την οποία περιόδευσαν κατά μήκος της δυτικής ακτής των ΗΠΑ συνομιλώντας με στρατιώτες που θα πήγαιναν να πολεμήσουν στο Βιετνάμ.
| |
| |
Ο Χένρι Φόντα ήταν λαϊκός ήρωας, αλλά ανεπαρκής πατέρας. Η αυταρχικότητα και η συναισθηματική του αποστασιοποίηση άφησαν το κενό στην ψυχή της κόρης του να χάσκει. Παρόλο που, όπως εξομολογείται η ίδια, γύριζε ταινίες και ανέβαινε στο θεατρικό σανίδι για να τον ευχαριστήσει, χωρίς καλά-καλά να είναι σίγουρη για το κάθε της βήμα, δεν κατάφερε ποτέ να τον προσεγγίσει ουσιαστικά, ακόμα και όταν συμπρωταγωνίστησαν στο κύκνειο άσμα του στη μεγάλη οθόνη, τη «Χρυσή Λίμνη» (1981). «Είμαι σίγουρη ότι με αγαπούσε, αλλά δεν ήξερε πώς να μου το δείξει»
Η νίκη της το 1972 στα Οσκαρ και στην κατηγορία Α’ γυναικείος ρόλος για την ταινία του Αλαν Πακούλα «Η Εξαφάνιση» («Klute»), έλαβε χλιαρή υποδοχή. Στον λόγο της η Φόντα ευχαρίστησε όσους τη χειροκρότησαν και προσέθεσε ότι θα μπορούσε να πει πολλά περισσότερα, αλλά δεν επρόκειτο να το κάνει εκείνη τη βραδιά. Την ίδια χρονιά επισκέφτηκε το Βόρειο Βιετνάμ και έδωσε τροφή για νέα αρνητικά σχόλια. Εκτοτε αποκαλείτο από τον Τύπο «Χάνοϊ Τζέιν». Η Φόντα, κατά την παραμονή της στο Βιετνάμ, συμμετείχε σε 10 ραδιοφωνικές εκπομπές όπου αποκαλούσε τα ανώτατα στελέχη του αμερικάνικου κράτους και του αμερικανικού στρατού εγκληματίες πολέμου. Επισκέφτηκε, επίσης, τους αμερικάνους αιχμαλώτους πολέμου για χάρη των οποίων μετέφερε μηνύματα από τις οικογένειές τους. Από τη στιγμή που κέρδισε το Οσκαρ το 1971, μέχρι και την προβολή της ταινίας «Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας» («Fun with Dick and Jane») το 1977, η Φόντα δεν είχε εμπορική επιτυχία, παρά το γεγονός ότι γύριζε ταινίες. Οι πολιτικές της πεποιθήσεις είχαν αμαυρώσει την εικόνα της. Το 1972 συμμετείχε στην ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Ολα πάνε καλά» (Tout va bien), ενώ έναν χρόνο μετά χώρισε από τον Ροζέ Βαντίμ και παντρεύτηκε τον αμερικάνο ακτιβιστή Τομ Χέιντεν με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Τομ Γκάριτι. Η μεγάλη επιτυχία τής κωμωδίας «Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας» την επανέφερε στο προσκήνιο και η ταινία τού Φρεντ Τσίνεμαν «Τζούλια» (Julia) απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Η Φόντα, που συμπρωταγωνιστεί στην ταινία με τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, υποδύεται την ίδια τη Χέλμαν -η οποία, την περίοδο του Μεσοπολέμου, κατάφερε να διασχίσει τη Γερμανία του Χίτλερ μεταφέροντας χρήματα για τον αγώνα των κομμουνιστών κατά του φασισμού- και προτάθηκε για Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το οποίο έχασε από την Ντάιαν Κίτον για την ταινία τού Γούντι Αλεν «Ο Νευρικός Εραστής» («Annie Hall»). Η τύχη, όμως, βρισκόταν στο πλευρό της Φόντα, η οποία ξαναχτύπησε φλέβα χρυσού την επόμενη χρονιά, πρωταγωνιστώντας στο πλευρό του Γιον Βόιτ στο φιλμ «Ο Γυρισμός» («Coming Home», 1978) που της απέφερε το δεύτερό της Οσκαρ. Οι επιτυχίες και οι διακρίσεις συνεχίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’70, καθώς ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής και πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Σύνδρομο της Κίνας» («The China Syndrome», 1979) και «Στη Χρυσή Λίμνη» («On Golden Pond», 1981) που ήταν η μοναδική ταινία στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον διάσημο πατέρα της. Η δεκαετία του ’80 τη βρήκε να ασχολείται, πέρα από τον Κινηματογράφο και τον ακτιβισμό, με την αεροβική γυμναστική, την οποία έκανε μόδα. Το 1990 η Τζέιν Φόντα πήρε διαζύγιο από τον δεύτερό της σύζυγο, Τομ Χέιντεν, ενώ έναν χρόνο αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων της, παντρεύτηκε τον ιδρυτή του ειδησεογραφικού δικτύου CNN, Τεντ Τέρνερ κι αποσύρθηκε από τον χώρο της υποκριτικής. Το «Στάνλεϊ και Ιρις» (Stanley & Iris, 1990), με συμπρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ήταν και η τελευταία ταινία που γύρισε τη δεκαετία του ’90. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να είναι ενεργή στον χώρο της αεροβικής γυμναστικής μέχρι και το 1995, όταν έβγαλε την τελευταία της κασέτα. Η νέα χιλιετία βρήκε τη Φόντα να χωρίζει από τον Τέντ Τέρνερ το 2000 και να επιστρέφει στο χώρο της 7ης τέχνης, του θεάτρου, του πολιτικού ακτιβισμού και του αερόμπικ. Το 2005 υποδύθηκε την "κακιά πεθερά" στο ομώνυμο φιλμ (αγγλ. Monster-in-Law) όπου ταλαιπωρούσε την Τζένιφερ Λόπεζ και το 2007 στην ταινία Σπίτι με κανόνες (Georgia Rule). Τον Απρίλιο του 2005 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της με τίτλο My Life So Far. Μέχρι σήμερα, εκφράζεται ανοιχτά για ο,τιδήποτε θεωρεί άδικο ή ρατσιστικό, συνοδεύοντας όμως τη γνώμη της για πρόσωπα και πράγματα με τη γενναιοδωρία που απέκτησε έπειτα από χρόνια ενδοσκόπησης. «Νιώθω ότι τον καταλαβαίνω λίγο», είπε πρόσφατα για τον πρόεδρο Τραμπ. «Είναι ένας άνδρας που τον τραυμάτισε ο πατέρας του όταν ήταν παιδί, που είχε μια μητέρα που δεν τον προστάτευσε. Η συμπεριφορά του είναι η γλώσσα των τραυματισμένων. Οπότε, πρέπει να του δείχνεις συμπάθεια, ενώ μισείς αυτά που κάνει».
«Τι στην ευχή συμβαίνει με τη Τζέιν Φόντα; Λυπάμαι πολύ τον Χένρι Φόντα, που είναι τόσο καλός άνθρωπος», είπε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, την ώρα που η Τζέιν, μεταμορφωμένη σε φλογερή επαναστάτρια, στρεφόταν σε πύρινες δηλώσεις και διαδηλώσεις και αποδεχόταν πρόσκληση της κυβέρνησης του Βόρειου Βιετνάμ να επισκεφθεί την πρωτεύουσα Ανόι. Εκεί, φωτογραφήθηκε επάνω σε ένα αντιαεροπορικό άρμα, από εκείνα που κατέρριπταν αμερικανικά αεροπλάνα. Η «Τζέιν του Ανόι» (όπως τη βάφτισαν) αντιμετωπίστηκε εχθρικά από μεγάλη μερίδα Αμερικανών, οι οποίοι την κατηγόρησαν για ύβρη απέναντι στους στρατιώτες των ΗΠΑ που πέθαιναν στο πεδίο της μάχης.
| |
| |
«Είμαι 81 και αισθάνομαι καλύτερα από ποτέ», λέει η Τζέιν Φόντα. «Ξέρω ότι ακούγεται εξωφρενικό, αλλά είναι αλήθεια. Δεν γίνεσαι σοφός μέσα από τις πολλές εμπειρίες. Γίνεσαι σοφός όταν αναλύεις βαθιά τις εμπειρίες αυτές. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ζήσω τόσα πολλά χρόνια, ότι θα επιβιώσω. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ζήσω για να νιώσω ολοκληρωμένη. Σήμερα νιώθω ότι εγώ κρατάω την τύχη στα χέρια μου. Εγώ αποφασίζω πώς θα εξελιχθεί το τελευταίο κομμάτι της ζωής μου»»
Αναρωτιούνταν πολλοί: Τι κοινό είχε η ατίθαση κόρη του θρυλικού Χένρι Φόντα, που έπαιρνε την κάμερα και έτρεχε μόνη της στο Βιετνάμ την εποχή του πολέμου, είχε πίσω της δύο μάλλον αντισυμβατικούς γάμους (με τον Γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ και τον ακτιβιστή Τομ Χέιντεν), διαδήλωνε για τα δικαιώματα των γυναικών και των μαύρων, με έναν βαθύπλουτο επιχειρηματία; Η Τζέιν Φόντα παραμένει ενεργή στη δημόσια ζωή της χώρας της, όπως πάντα. Όχι μια τυπική φεμινίστρια, αλλά φεμινίστρια με την πιο ουσιαστική έννοια του όρου, αναμείχθηκε στο κίνημα του #ΜeΤoo, παλεύει για θέματα όπως η εξάλειψη της μισθολογικής ανισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, για την αύξηση του κατώτατου μισθού. «Αναρωτήθηκα πώς θα ήθελα να είναι τα επόμενα χρόνια μου, πώς θα ήθελα να τα ζήσω. Και συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα να βρω τις απαντήσεις μου για το μέλλον αν δεν κοίταγα πίσω, αν δεν εξέταζα τη ζωή μου στις πρώτες δύο πράξεις». Το έκανε γράφοντας για πέντε χρόνια την αυτοβιογραφία της, που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα («Η ζωή μου», μετάφραση: Μάρα Μοίρα). Το σημαντικότερο πράγμα που έμαθε γράφοντας το βιβλίο ήταν για τη μητέρα της, η οποία αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν 12 ετών. «Υπέφερε από σοβαρής μορφής διπολική διαταραχή και δεν το γνώριζα. Όταν έγραφα το βιβλίο, κατάφερα να αποκτήσω πρόσβαση στο ιατρικό ιστορικό της μητέρας μου, όπου ανακάλυψα ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά. Και ένιωσα σαν να μπαίνουν όλα τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους». Η ανακάλυψη αυτή επέτρεψε στην ώριμη πια Τζέιν να συγχωρήσει τη μητέρα της. Ως παιδί που φυσικά δεν μπορούσε να γνωρίζει τις παραμέτρους μιας σοβαρής ψυχιατρικής διαταραχής, ένιωθε «υπεύθυνη» για την αυτοκτονία της μητέρας της. «Πριν μάθω αυτή την τόσο σημαντική λεπτομέρεια για τη ζωή της μητέρας μου, μελετούσα για τη σεξουαλική κακοποίηση νεαρών κοριτσιών για σχεδόν 10 χρόνια. Και αυτό που έμαθα τότε είναι ότι οι κακοποιημένες γυναίκες αισθάνονται ενοχές, σαν να προκάλεσαν οι ίδιες ό,τι συνέβη, και αυτή η ενοχή αλλά και το μίσος για το σώμα τους μπορεί να περάσει και στα παιδιά τους, κυρίως στις κόρες τους». Η Τζέιν Φόντα ξέρει πολύ καλά για το τι ακριβώς μιλάει: για σχεδόν 25 χρόνια, από την ενηλικίωση μέχρι τα 45 της, υπήρξε βουλιμική· έτρωγε σαν να μην υπάρχει αύριο και μετά κατευθυνόταν ήρεμα προς την τουαλέτα. «Έχω κάνει εμετό στα πιο σικ εστιατόρια της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες».
Μέχρι τα 70 μου ήμουν μία αντανάκλαση. Συνειδητοποίησα ότι έζησα όλη μου τη ζωή με διπλή ταυτότητα. Έκανα πάντα τα αδύνατα-δυνατά ώστε κανείς -ιδιαίτερα οι άντρες- να μη βλέπει ποια πραγματικά είμαι, παρά μόνο την αντανάκλασή μου. Να μη δει κανείς ότι μπορώ να θυμώσω, ότι δεν μπορώ να είμαι όμορφη συνέχεια, ότι μπορώ να γίνω σκληρή. Πέρασα όλη μου τη ζωή χωρίς να εμφανιστώ σε κάποιον ποτέ ολόκληρη και αυθεντική. Όταν έφυγα από το γάμο μου με τον Τεντ (Τέρνερ) ένιωσα τον πραγματικό εαυτό μου να μετακομίζει ξανά μέσα μου. Αυτό είναι το κέντρο της τρίτης πράξης της ζωής μου: είμαι ολόκληρη πια. Δεν είμαι πλέον μία αντανάκλαση»
Η Τζέιν Φόντα παραμένει ενεργή στη δημόσια ζωή της χώρας της, όπως πάντα. Όχι μια τυπική φεμινίστρια, αλλά φεμινίστρια με την πιο ουσιαστική έννοια του όρου, αναμείχθηκε στο κίνημα του #ΜeΤoo, παλεύει για θέματα όπως η εξάλειψη της μισθολογικής ανισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, για την αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ την ίδια στιγμή επιφυλάσσει μια λιγότερο εχθρική προσέγγιση στο πρόσωπο του προέδρου Τραμπ. Η δήλωσή της «ότι πρέπει να έχουμε ενσυναίσθηση όταν μιλάμε για τον Ντόναλντ Τραμπ και τους ψηφοφόρους του» κινήθηκε σε διαφορετικό μήκος κύματος από άλλους φιλελεύθερους σταρ του Χόλιγουντ. «Μισώ όσα πιστεύει, μισώ όσα κάνει, αλλά...», είχε δηλώσει πρόσφατα στο Politico. Η Τζέιν Φόντα επιστρέφει σε μια παλαιότερη δική της ανάλυση για το πώς η κουλτούρα του ανδρισμού και της πατριαρχίας έχει βλάψει το ανδρικό φύλο. «Σκεφθείτε όλους τους άνδρες που ξέρετε και οι οποίοι έχουν πάρει, περιέργως, διαζύγιο από τα συναισθήματά τους. Ο φόβος να θεωρηθούν άνανδροι είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στους άνδρες, που πιστεύω πως αρκετοί πρόεδροι των ΗΠΑ αρνήθηκαν να αποσυρθούν από το Βιετνάμ, για να μην τους θεωρήσουν “μαλακούς”».Η ανάλυση αυτή θεμελιώθηκε στη σχέση με τον απόμακρο και ελάχιστα εκφραστικό πατέρα της. «Ο μπαμπάς μπορούσε να περάσει ώρες πλέκοντας δαντέλες που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ή φτιάχνοντας καλάθια με νήματα. Ζωγράφιζε πολύ ωραία και υπήρχε μια τρυφερότητα σε πολλές από τις ερμηνείες του, χωρίς ίχνος από την εικόνα του αρρενωπού άνδρα. Αλλά μ’ εμένα ο πατέρας μου δεν ήταν ευγενικός. Μπορούσε να είναι ευγενικός με ανθρώπους που δεν γνώριζε, με εντελώς αγνώστους. Αλλά έμαθα πως οι κλεισμένοι στον εαυτό τους άνθρωποι δεν είναι ασυνήθιστο να βγάζουν μια πιο τρυφερή πλευρά τους σε εντελώς αγνώστους, σε ζώα, στην κηπουρική ή σε άλλα χόμπι. Στον περιορισμένο χώρο του σπιτιού μας αναδυόταν η σκοτεινή πλευρά του μπαμπά. Εμείς, οι δικοί του άνθρωποι, ζούσαμε έχοντας αδιάκοπα επίγνωση του ναρκοπεδίου στο οποίο περπατούσαμε, προσπαθώντας να μην πυροδοτήσουμε την οργή του. Αυτό το περιβάλλον της διαρκούς έντασης μου έστειλε το μήνυμα ότι ο κίνδυνος ελλοχεύει στη στενή επαφή και ότι η απόσταση εγγυάται την ασφάλεια». Πάντως στη διάρκεια μιας συνέντευξής της με τη θρυλική Μπάρμπαρα Γουόλτερς, η τελευταία τής αποκάλυψε ότι σε μια συνάντησή της με τον Χένρι Φόντα, το 1974, ο αστέρας του παλιού Χόλιγουντ της είχε εξομολογηθεί ότι «η Τζέιν είναι η καλύτερη ηθοποιός που ξέρω». Η Τζέιν Φόντα χαμογέλασε στη Γουόλτερς εμφανώς συγκινημένη. «Δεν μου το είχε πει ποτέ».
| |
| |