Πώς “γεννήθηκε” “Ο φύλακας στη σίκαλη” του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Ο Σάλιντζερ “ζούσε” με τον ήρωα του Χόλντεν Κόλφιλντ σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή του. Οι πρώτες σελίδες, γράφτηκαν όταν πλησίαζε τα 25, λίγο πριν φύγει στην Ευρώπη στο πλαίσιο της στρατιωτικής του θητείας (λοχίας) και ήταν τόσο πολύτιμες γι’ αυτόν που τις είχε μαζί του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο! Μαζί του έκαναν έφοδο στη Νορμανδία, παρέλασαν στους δρόμους Παρισιού, ήταν δίπλα σε νεκρούς στρατιώτες και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Ο Σάλιντζερ τις διόρθωνε, τις άφηνε στην άκρη, τις ξανάγραφε. Ο χαρακτήρας της ιστορίας άλλαζε καθώς ο συγγραφέας άλλαζε. Η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του βιβλίου και ειδικά του ήρωά του. Ο Σάλιντζερ, πριν μπει στον στρατό, ως νεαρός συγγραφέας είχε δημοσιεύσει κάποιες ιστορίες σε διάφορα περιοδικά. Από τότε είχε αρχίσει να πλάθει τα μέλη της οικογένειας Κόλφιλντ, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου, πια, Χόλντεν. Την ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία, έξι ανέκδοτες ιστορίες των Κόλφιλντ βρίσκονταν στην κατοχή του. Ιστορίες που θα διαμόρφωναν τη ραχοκοκαλιά του έργου. Το 1940 ο Σάλιντζερ, γράφοντας σε φίλο του, 21 ετών τότε, περιγράφει το υπό διαμόρφωση βιβλίο ως “αυτοβιογραφικό”. Αργότερα, σε συνέντευξη που έδωσε σε σχολική εφημερίδα, δήλωνε: “Η παιδική μου ηλικία μοιάζει αρκετά με αυτή του αγοριού στο βιβλίο”.
Ο Σάλιντζερ “ζούσε” με τον ήρωα του Χόλντεν Κόλφιλντ σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή του. Οι πρώτες σελίδες, γράφτηκαν όταν πλησίαζε τα 25, λίγο πριν φύγει στην Ευρώπη στο πλαίσιο της στρατιωτικής του θητείας (λοχίας) και ήταν τόσο πολύτιμες γι’ αυτόν που τις είχε μαζί του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο! Μαζί του έκαναν έφοδο στη Νορμανδία, παρέλασαν στους δρόμους Παρισιού, ήταν δίπλα σε νεκρούς στρατιώτες και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Ο Σάλιντζερ τις διόρθωνε, τις άφηνε στην άκρη, τις ξανάγραφε. Ο χαρακτήρας της ιστορίας άλλαζε καθώς ο συγγραφέας άλλαζε. Η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του βιβλίου και ειδικά του ήρωά του. Ο Σάλιντζερ, πριν μπει στον στρατό, ως νεαρός συγγραφέας είχε δημοσιεύσει κάποιες ιστορίες σε διάφορα περιοδικά. Από τότε είχε αρχίσει να πλάθει τα μέλη της οικογένειας Κόλφιλντ, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου, πια, Χόλντεν. Την ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία, έξι ανέκδοτες ιστορίες των Κόλφιλντ βρίσκονταν στην κατοχή του. Ιστορίες που θα διαμόρφωναν τη ραχοκοκαλιά του έργου. Το 1940 ο Σάλιντζερ, γράφοντας σε φίλο του, 21 ετών τότε, περιγράφει το υπό διαμόρφωση βιβλίο ως “αυτοβιογραφικό”. Αργότερα, σε συνέντευξη που έδωσε σε σχολική εφημερίδα, δήλωνε: “Η παιδική μου ηλικία μοιάζει αρκετά με αυτή του αγοριού στο βιβλίο”.
Ανήκει στα αντιπροσωπευτικότερα έργα του μεταπολεμικού ρεαλισμού και αναμφίβολα επηρέασε βαθιά τους συγγραφείς οι οποίοι τρεις δεκαετίες αργότερα δημιούργησαν το ρεύμα που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή βρώμικος ή μινιμαλιστικός ρεαλισμός."Ο Φύλακας στη σίκαλη" διαρκώς πάει να αποκτήσει μυθιστορηματική πλοκή και διαρκώς ο συγγραφέας μοιάζει να την "αναστέλλει", όπως ο Χόλντεν που συνεχώς φεύγει για τα δυτικά και "συνεχώς" παραμένει στη Νέα Υόρκη. Ο νεορεαλισμός του Σάλιντζερ θυμίζει σε πολλά τις καλύτερες νεορεαλιστικές ταινίες του ιταλικού κινηματογράφου, όπου κυριαρχούν η νοσταλγία, η πικρία, η τρυφερότητα, η απέχθεια και η ανοχή: μια ανεπανάληπτη χημεία των αισθημάτων.
Το 1951 ο Αμερικανός συγγραφέας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ γράφει ένα μυθιστόρημα το οποίο έμελε να σημαδέψει γενιές Αμερικανών αρχικά, ενώ εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο στη συνέχεια. ‘Ο φύλακας στη σίκαλη’ έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, πρόκειται για ένα από τα πιο πολυμεταφρασμένα (έχει μεταφραστεί σε σχεδόν όλες τις γλώσσες)και συγχρόνως τα πιο πολυδιαβασμενα βιβλία του αιώνα μας. 250.000 αντίτυπά οι ετήσιες πωλήσεις του ενώ οι συνολικές αγγίζουν τα 65 εκατομμύρια. Έχει καταταχθεί επίσης στη λίστα με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας του προηγούμενου αιώνα, ενώ δεν λείπει από καμία λίστα των 100 καλύτερων βιβλίων παγκοσμίως. Στην Αμερική λογοκρίθηκε το 1961 και επανήλθε πολύ αργότερα όπου άρχισε να διδάσκεται στα Αμερικανικά σχολεία. Το βιβλίο συνοδεύεται και από έναν ‘μύθο’ σχετικά με την επίδραση που μπορεί να έχει σε διαταραγμένα άτομα. Αν και δεν είναι ξεκάθαρο το γιατί, έχει συνδεθεί με κάποιους εγκληματίες. Ο Mark David Chapman, δολοφόνος του John Lennon, ο John Hinckley που επιχείρησε να δολοφονήσει τον Ronald Reagan, ο Robert John Bardo που πυροβόλησε τη Rebecca Schaeffer είναι μόνο μερικοί από αυτούς που όταν συνελήφλησαν βρέθηκε επάνω τους αντίτυπο του ‘Φύλακα στη Σίκαλη’. Το 1978 οι εκδόσεις Επίκουρος αναθέτουν στην ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη να μεταφράσει το βιβλίο στην Ελληνική γλώσσα. Η αρχική προτροπή της μεταφράστριας προς τον συγγραφέα ώστε να αλλαχθεί ο τίτλος, καθώς η σίκαλη τότε ( αλλά και σήμερα) δεν ήταν στην συνείδηση του Ελληνικού κοινού ως χωράφι, όπως το εννοεί ο τίτλος – περισσότερο γνώριζαν τις φρυγανιές σικάλεως- δεν γίνεται δεκτή. Στην λέξη catcher (παίχτης του baseball πιάνει την μπάλα κάτι σαν τον δικό μας τερματοφύλακα) ο Σάλιντζερ συμβιβάζεται με την λέξη φύλακας και έτσι ο τίτλος μένει παράξενος μόνο κατά το ήμισυ. Στο κυρίως βιβλίο η Τζένη Μαστοράκη κάνει μια υποδειγματική μετάφραση και δίνει με άνεση τον παλμό και το κλίμα του βιβλιου.
Το μυθιστόρημα τάραξε την συντηρητική δεκαετία του 1950 και απέκτησε ένα πολυπληθές και αφοσιωμένο αναγνωστικό κοινό. Την εποχή του ψυχρού πολέμου κατά την οποία μεσουρανούσαν οι καθωσπρέπει μουσικές κωμωδίες με τη Ντόρις Ντέυ, ο δεκαεξάχρονος ήρωας του Σάλιντζερ, Χόλντεν Κόλφηλντ αμφισβητεί υποτονικά την υποκρισία των ενηλίκων και καταγγέλλει κάθε απόπειρα εκχρηματισμού της αθωότητας, του ταλέντου και του ηρωισμού. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το ίδιο το σύστημα ακύρωσε την επαναστατικότητα του βιβλίου με το να το κάνει ''best seller", και την αγνότητα του συγγραφέα κάνοντάς τον πλούσιο.
Η εμμονή του Σάλιντζερ ώστε να μην αλλοιωθεί το έργο του από τις μεταφράσεις και να μην χάσει το νόημα του, φαίνεται εκτός από το παραπάνω περιστατικό και στο ότι δεν επέτρεπε τις επανεκδόσεις παρά μόνο τις ανατυπώσεις ίδιες με το αρχικό έργο. Έτσι και στην Ελλάδα κυκλοφορεί ακόμη μόνο η αρχική έκδοση από τις εκδόσεις Επίκουρος. Τέλος ο Σάλινζτερ δεν έδωσε ποτέ άδεια να διασκευαστεί το βιβλίο σε κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο παρά τις αμέτρητες προτάσεις. Η προτροπή του ‘ Ο Χόλντεν (κεντρικός ήρωας του βιβλίου) είναι εκεί, ξαναδιαβάστε το βιβλίο’ είναι καταλυτική. Τα παραπάνω έρχονται σε πλήρη συμφωνία και με τον βίο του συγγραφέα ο οποίος έφυγε από την ζωή το 2010 σε ηλικία 91 ετών, μέσα στο περιφραγμένο με πανύψηλες μάντρες σπίτι του από το οποίο έβγαινε σπάνια. Το βιβλίο από τις πρώτες γραμμές μας προϊδεάζει ότι δεν πρόκειται για κάτι συνηθησμένο: Αν θέλετε λοιπόν στ αλήθεια να τ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πώς θα σας πώ που γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφιλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες.
Η υπόθεση απλή: Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι ένας έφηβος που όπως όλοι προσπαθεί να βάλει σε μία τάξη τις σκέψεις του και να ξεκινήσει την ζωή του. Θα περιπλανηθούμε μαζί του στην πόλη της Νέας Υόρκης για λίγες μέρες όταν τον διώχνουν από το σχολείο του και μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο Χόλντεν θα νιώσει όλα τα συναισθήματα και θα αρχίσει να βιώνει όλες τις εμπειρίες της ζωής. Θα κλάψει, θα γελάσει, θα ερωτευτεί, θα κάνει έρωτα, θα τσακωθεί, θα χτυπηθεί, θα αγαπήσει, θα μισήσει. Η σχέση του με την οικογένεια του και ειδικά με την μικρή του αδερφή θα είναι καταλυτική στον εσωτερικό του μονόλογο που θα τον οδηγήσει σε ένα απροσδόκητο τέλος. Η γραφή του Σάλιντζερ είναι απλή, σαφής και κατανοητή. Διαβάζεται πολύ γρήγορα, ακόμη και σε μία νύχτα, σαν να σας διηγείται μια ιστορία ένας καλός σας φίλος. Όμως αυτό το αφαιρετικό συγγραφικό στυλ του Σάλιντζερ, το οποίο παράλληλα έχει μια λογοτεχνική αρτιότητα χωρίς να υποχωρεί στην ποιότητα του λόγου, είναι αυτό που προσπαθούν να μιμηθούν εκατομμύρια συγγραφείς ανά τον κόσμο.
Η υπόθεση απλή: Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι ένας έφηβος που όπως όλοι προσπαθεί να βάλει σε μία τάξη τις σκέψεις του και να ξεκινήσει την ζωή του. Θα περιπλανηθούμε μαζί του στην πόλη της Νέας Υόρκης για λίγες μέρες όταν τον διώχνουν από το σχολείο του και μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο Χόλντεν θα νιώσει όλα τα συναισθήματα και θα αρχίσει να βιώνει όλες τις εμπειρίες της ζωής. Θα κλάψει, θα γελάσει, θα ερωτευτεί, θα κάνει έρωτα, θα τσακωθεί, θα χτυπηθεί, θα αγαπήσει, θα μισήσει. Η σχέση του με την οικογένεια του και ειδικά με την μικρή του αδερφή θα είναι καταλυτική στον εσωτερικό του μονόλογο που θα τον οδηγήσει σε ένα απροσδόκητο τέλος. Η γραφή του Σάλιντζερ είναι απλή, σαφής και κατανοητή. Διαβάζεται πολύ γρήγορα, ακόμη και σε μία νύχτα, σαν να σας διηγείται μια ιστορία ένας καλός σας φίλος. Όμως αυτό το αφαιρετικό συγγραφικό στυλ του Σάλιντζερ, το οποίο παράλληλα έχει μια λογοτεχνική αρτιότητα χωρίς να υποχωρεί στην ποιότητα του λόγου, είναι αυτό που προσπαθούν να μιμηθούν εκατομμύρια συγγραφείς ανά τον κόσμο.
Ο Χόλντεν άρεσε στους αμερικανούς γιατί υπερασπίζεται με πάθος την αθωότητα που κάθε πολίτης αυτής της χώρας διατηρεί μέσα του, αλλά έγινε στόχος κριτικής, γιατί κηρύσσει την άρνηση στις βασικές αξίες που διέπουν το σύστημα: Την αισιοδοξία την ενεργητικότητα και την ελεύθερη οικονομία. Ο Σάλιντζερ διακωμωδεί την εταιρική επιτυχία, τους «υποδειγματικούς» γάμους, τη μονιμοποίηση της νεότητας στην εμφάνιση, τη μανία με τη σωματική άσκηση. Ο ήρωας του ο Χόλντεν, στηλιτεύει όλα αυτά και πολλά άλλα με τον χαρακτηρισμό ''κάλπικα'' (phony).
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ «Ο Φύλακας στη σίκαλη».
-Είναι ένα μάθημα, που όλα τα παιδιά στην τάξη πρέπει να σηκωθούνε και να βγάλουνε λόγο. Ξέρετε. Έτσι αυθόρμητα να πούμε. Κι άμα κανένα παιδί κάνει πως ξεφεύγει απ’ το θέμα, τότε πρέπει να ουρλιάζεις «Παρέκβαση!» όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ήτανε να σου στρίβει. Με μηδενίσανε.
-Γιατί;
-Δεν ξέρω. Όλη αυτή η ιστορία με την παρέκβαση μου ‘σπαγε τα νεύρα. Δεν ξέρω. Το κακό με μένα είναι πως μ’ αρέσει άμα ξεφεύγει κανείς απ’ το θέμα. Είναι, να πούμε, πιο ενδιαφέρον.
-Δε θες να μένει κανείς στην ουσία, όταν σου μιλάει για κάτι;
-Βέβαια, μ’ αρέσει να μένει στην ουσία και τα ρέστα. Αλλά δε μ’ αρέσει να μένει και πάρα πολύ στην ουσία. Δεν ξέρω. Μόνο που νομίζω πως δε θα μ’ αρέσει άμα μένει κανείς στην ουσία όλη την ώρα. Τα παιδιά που πήρανε τους καλύτερους βαθμούς στην Προφορική Έκφραση, ήτανε από κείνα που μένανε όλη την ώρα στην ουσία – το παραδέχομαι. Ήταν όμως κι ένα παιδί, ο Ρίτσαρντ Κινσέλα. Δεν έμενε και πολύ στην ουσία κι όλο του φωνάζανε «Παρέκβαση!» Αυτό το ‘βρισκα απαίσιο, γιατί πρώτα πρώτα ήτανε πολύ νευρικός τύπος – θέλω να πω, ήτανε πολύ νευρικός τύπος – και όλο τρέμανε τα χείλια του κάθε που ερχότανε η σειρά του να βγάλει λόγο, κι ίσα που τον άκουγες όταν καθόσουνα πίσω πίσω στην αίθουσα. Όμως όταν σταματούσαν λιγάκι, να τρέμουνε τα χείλια του, οι λόγοι του μ’ αρέσανε καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Φυσικά κι αυτός κόπηκε όμως. Με τέσσερα, γιατί όλη την ώρα του φωνάζανε «Παρέκβαση!» Για παράδειγμα είχε βγάλει ένα λόγο για μια φάρμα που αγόρασε ο πατέρας του στο Βέρμοντ. Όλη την ώρα του φωνάζανε «Παρέκβαση!» όσο έβγαζε λόγο, και κείνος ο καθηγητής, ο κύριος Βίνσον, του έβαλε μηδέν γιατί δε μας είπε τι ζώα και τι λαχανικά και ξέρω γω τι, είχανε στη φάρμα και δε συμμαζεύεται. Αυτό που έκανε ο Ρίτσαρντ Κινσέλα, ήτανε που ξεκίναγε να σου πει για όλα αυτά τα πράγματα – κι έπειτα, έτσι άξαφνα, έπιανε να σου λέει για κείνο το γράμμα που πήρε η μάνα του απ’ το θείο του, και πώς έπαθε ο θείος του πολυομυελίτιδα και τα ρέστα στα σαρανταδύο του, και πως δεν άφηνε κανένανε να πάει να τον δει στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήθελε να τον βλέπουνε με πατερίτσες. Δεν είχε και μεγάλη σχέση με τη φάρμα -το παραδέχουμαι- αλλά πάντως ήτανε όμορφο. Είναι πολύ όμορφο να σου λέει κανείς για το θείο του. Ιδίως όταν αρχίζει να σου διηγιέται για τη φάρμα του πατέρα του και τα ρέστα, κι έπειτα έτσι ξαφνικά ενδιαφέρεται πιο πολύ για το θείο του. Θέλω να πω, είναι πρόστυχο να του ουρλιάζεις συνέχεια «Παρέκβαση!», άμα τα λέει τόσο καλά κι έχει πάρει φόρα… Δεν ξέρω. Δεν είν’ εύκολο να το εξηγήσω.
-Χόλντεν… Έχω να σου κάνω μια πολύ σύντομη ελαφρώς στριφνή, παιδαγωγική ερώτηση. Δε νομίζεις πως για όλα τα πράγματα υπάρχει ο κατάλληλος τόπος και χρόνος; Δε νομίζεις πως όταν κανείς αρχίζει να σου μιλάει για τη φάρμα του πατέρα του, πρέπει να μείνει στο θέμα του, κι έπειτα να σου πει για τις πατερίτσες του θείου του; Ή πάλι, αν οι πατερίτσες του θείου του είναι τόσο ενδιαφέρον θέμα, τότε ας διαλέξει να μιλήσει γι’ αυτό κι όχι για τη φάρμα.
-Ναι – δεν ξέρω. Νομίζω πως θα ‘πρεπε. Θέλω να πω, νομίζω πως θα ‘πρεπε να διαλέξει το θείο του για θέμα αντί για τη φάρμα, άμα τον ενδιαφέρει πιο πολύ. Όμως αυτό που θέλω να πω, είναι ότι ένα σωρό φορές δεν ξέρεις τι σ’ ενδιαφέρει πιο πολύ, όσο που ν’ αρχίσεις να μιλάς για κάτι που δε σ’ ενδιαφέρει πολύ. Θέλω να πω, καμιά φορά δε γίνεται κι αλλιώς. Νομίζω όμως ότι πρέπει ν’ αφήνεις κάποιον ήσυχο, άμα τουλάχιστον αυτόν τον ενδιαφέρει, κι είναι ξαναμμένος. Μ’ αρέσει να ξανάβει κανείς με κάτι. Είναι όμορφο.
ΤΖ. ΝΤ. ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ «Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ» Μετάφραση ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ, Εκδόσεις ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
-Είναι ένα μάθημα, που όλα τα παιδιά στην τάξη πρέπει να σηκωθούνε και να βγάλουνε λόγο. Ξέρετε. Έτσι αυθόρμητα να πούμε. Κι άμα κανένα παιδί κάνει πως ξεφεύγει απ’ το θέμα, τότε πρέπει να ουρλιάζεις «Παρέκβαση!» όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ήτανε να σου στρίβει. Με μηδενίσανε.
-Γιατί;
-Δεν ξέρω. Όλη αυτή η ιστορία με την παρέκβαση μου ‘σπαγε τα νεύρα. Δεν ξέρω. Το κακό με μένα είναι πως μ’ αρέσει άμα ξεφεύγει κανείς απ’ το θέμα. Είναι, να πούμε, πιο ενδιαφέρον.
-Δε θες να μένει κανείς στην ουσία, όταν σου μιλάει για κάτι;
-Βέβαια, μ’ αρέσει να μένει στην ουσία και τα ρέστα. Αλλά δε μ’ αρέσει να μένει και πάρα πολύ στην ουσία. Δεν ξέρω. Μόνο που νομίζω πως δε θα μ’ αρέσει άμα μένει κανείς στην ουσία όλη την ώρα. Τα παιδιά που πήρανε τους καλύτερους βαθμούς στην Προφορική Έκφραση, ήτανε από κείνα που μένανε όλη την ώρα στην ουσία – το παραδέχομαι. Ήταν όμως κι ένα παιδί, ο Ρίτσαρντ Κινσέλα. Δεν έμενε και πολύ στην ουσία κι όλο του φωνάζανε «Παρέκβαση!» Αυτό το ‘βρισκα απαίσιο, γιατί πρώτα πρώτα ήτανε πολύ νευρικός τύπος – θέλω να πω, ήτανε πολύ νευρικός τύπος – και όλο τρέμανε τα χείλια του κάθε που ερχότανε η σειρά του να βγάλει λόγο, κι ίσα που τον άκουγες όταν καθόσουνα πίσω πίσω στην αίθουσα. Όμως όταν σταματούσαν λιγάκι, να τρέμουνε τα χείλια του, οι λόγοι του μ’ αρέσανε καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Φυσικά κι αυτός κόπηκε όμως. Με τέσσερα, γιατί όλη την ώρα του φωνάζανε «Παρέκβαση!» Για παράδειγμα είχε βγάλει ένα λόγο για μια φάρμα που αγόρασε ο πατέρας του στο Βέρμοντ. Όλη την ώρα του φωνάζανε «Παρέκβαση!» όσο έβγαζε λόγο, και κείνος ο καθηγητής, ο κύριος Βίνσον, του έβαλε μηδέν γιατί δε μας είπε τι ζώα και τι λαχανικά και ξέρω γω τι, είχανε στη φάρμα και δε συμμαζεύεται. Αυτό που έκανε ο Ρίτσαρντ Κινσέλα, ήτανε που ξεκίναγε να σου πει για όλα αυτά τα πράγματα – κι έπειτα, έτσι άξαφνα, έπιανε να σου λέει για κείνο το γράμμα που πήρε η μάνα του απ’ το θείο του, και πώς έπαθε ο θείος του πολυομυελίτιδα και τα ρέστα στα σαρανταδύο του, και πως δεν άφηνε κανένανε να πάει να τον δει στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήθελε να τον βλέπουνε με πατερίτσες. Δεν είχε και μεγάλη σχέση με τη φάρμα -το παραδέχουμαι- αλλά πάντως ήτανε όμορφο. Είναι πολύ όμορφο να σου λέει κανείς για το θείο του. Ιδίως όταν αρχίζει να σου διηγιέται για τη φάρμα του πατέρα του και τα ρέστα, κι έπειτα έτσι ξαφνικά ενδιαφέρεται πιο πολύ για το θείο του. Θέλω να πω, είναι πρόστυχο να του ουρλιάζεις συνέχεια «Παρέκβαση!», άμα τα λέει τόσο καλά κι έχει πάρει φόρα… Δεν ξέρω. Δεν είν’ εύκολο να το εξηγήσω.
-Χόλντεν… Έχω να σου κάνω μια πολύ σύντομη ελαφρώς στριφνή, παιδαγωγική ερώτηση. Δε νομίζεις πως για όλα τα πράγματα υπάρχει ο κατάλληλος τόπος και χρόνος; Δε νομίζεις πως όταν κανείς αρχίζει να σου μιλάει για τη φάρμα του πατέρα του, πρέπει να μείνει στο θέμα του, κι έπειτα να σου πει για τις πατερίτσες του θείου του; Ή πάλι, αν οι πατερίτσες του θείου του είναι τόσο ενδιαφέρον θέμα, τότε ας διαλέξει να μιλήσει γι’ αυτό κι όχι για τη φάρμα.
-Ναι – δεν ξέρω. Νομίζω πως θα ‘πρεπε. Θέλω να πω, νομίζω πως θα ‘πρεπε να διαλέξει το θείο του για θέμα αντί για τη φάρμα, άμα τον ενδιαφέρει πιο πολύ. Όμως αυτό που θέλω να πω, είναι ότι ένα σωρό φορές δεν ξέρεις τι σ’ ενδιαφέρει πιο πολύ, όσο που ν’ αρχίσεις να μιλάς για κάτι που δε σ’ ενδιαφέρει πολύ. Θέλω να πω, καμιά φορά δε γίνεται κι αλλιώς. Νομίζω όμως ότι πρέπει ν’ αφήνεις κάποιον ήσυχο, άμα τουλάχιστον αυτόν τον ενδιαφέρει, κι είναι ξαναμμένος. Μ’ αρέσει να ξανάβει κανείς με κάτι. Είναι όμορφο.
ΤΖ. ΝΤ. ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ «Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ» Μετάφραση ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ, Εκδόσεις ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Η μεγάλη επιτυχία του «Φύλακα» το 1951 τρόμαξε τον φυγόκοσμο Σάλιντζερ. Εγινε ακόμη πιο απόμακρος, απέφυγε όσο μπορούσε τη δημοσιότητα, αρνήθηκε πεισματικά να μεταφερθεί ο «Φύλακας» στο σινεμά και ήταν έτοιμος να κάνει αγωγές σε οποιονδήποτε δοκίμαζε να απειλήσει την ιδιωτική του ζωή. Κάποιοι, μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να πουν ότι ο επίσης άφαντος Τόμας Πίντσον ήταν στην πραγματικότητα ψευδώνυμο του Σάλιντζερ. Τα τελευταία χρόνια, το όνομά του συνδεόταν περισσότερο με αγωγές και μηνύσεις – είχε γίνει έξαλλος όταν η πρώην σύντροφός του και η κόρη του δημοσίευσαν τα απομνημονεύματά τους, όπου βέβαια κύριο θέμα ήταν ο Σάλιντζερ (παρουσιαζόταν ως ένας παράξενος, αυταρχικός, σχεδόν βάναυσος άνδρας), όμως η αλήθεια είναι ότι και μόνο με τον Χόλντεν Κόλφιλντ του «Φύλακα», εξασφάλισε την υστεροφημία του.