Γεννημένη το 1560 στο βασίλειο της Ουγγαρίας, η Ελισσάβετ Μπάθορι έμελλε να να γίνει η πρώτη καταγραμμένη γυναίκα serial killer της Ιστορίας με τα περισσότερα θύματα στην ιστορία της ανθρωπότητας, μολονότι ο αριθμός τους παραμένει ανεπιβεβαίωτος . Την περίοδο του πολέμου της ΑυστροΟυγγαρίας με τους Οθωμανούς και ενώ ο σύζυγός της βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, η κόμισσα ταξίδευε στα κάστρα που της άνηκαν και τελούσε εκεί τα φρικαλέα εγκλήματά της. Όπως σε κάθε αντίστοιχο θρύλο, υπάρχουν τόσες παραλλαγές της ιστορίας που είναι πρακτικά αδύνατο να φτάσει κανείς στην αλήθεια.
Είναι άγνωστο το πότε ξεκίνησε η Ελισάβετ να σκοτώνει γυναίκες. Αν όντως τις σκότωνε — κάτι που δεν αποδείχθηκε ποτέ — θα πρέπει να έγινε ανάμεσα στο 1585 και 1610. Τόσο ο σύζυγός της όσο και οι συγγενείς της γνώριζαν για τη σαδιστική της τάση, αλλά δεν μεσολάβησαν. Οι άνθρωποι που ζούσαν γύρω από το κάστρο τη μισούσαν τόσο πολύ, ώστε η Ελισάβετ έβγαινε μόνο με συνοδεία ένοπλης φρουράς. Επίσης, βασάνισε μερικές κοπέλες στην κατοικία της στο Sárvár και Keresztúr. Τα θύματά της ήταν μόνο γυναίκες, οι οποίες στέλνονταν στο κάστρο της από τους γονείς της με σκοπό να τις μάθει τη συμπεριφορά των ευγενών ή τις πουλούσανε στην Ελισάβετ για δούλες.
Γεννήθηκε το 1560 και ήταν κόρη πλούσιων Βοϊβόδων και ξαδέρφη του Βασιλιά της Πολωνίας. Η περιουσία της οικογένειάς της ξεπερνούσε τα πλούτη του Αυτοκράτορας της Αυστρίας και η Ελίζαμπεθ μεγάλωσε μέσα στην πολυτέλεια. Την εποχή της Ελίζαμπεθ, το βασίλειο της Ουγγαρίας είχε δύο πολεμικά μέτωπα. Εναντίον της Αυστρίας στα δυτικά και την επερχόμενη απειλή τον Οθωμανών από τα νότια. Σε ηλικία 15 ετών, παντρεύτηκε τον Κόμη Φέρεντζ Ναντάσντι, ο οποίος ήταν γνωστός για τις θηριωδίες που διέπραξε εναντίον των Οθωμανών, αλλά τον λάτρευαν σαν ήρωα επειδή σταμάτησε την προέλασή τους. Ο γάμος τους ήταν μια άριστη συμφωνία, καθώς ένωνε δύο εξαιρετικά ισχυρές, αριστοκρατικές οικογένειες. Ως γαμήλιο δώρο έδωσε στην Ελισάβετ το κάστρο Čachtice, που βρίσκεται στα Καρπάθια, κοντά στο Trenčín, στη σημερινή Σλοβακία. Το κάστρο αγοράστηκε από το σύζυγο της Ελισάβετ το 1602, ενώ ως τότε αποτελούσε κατοχή του Ροδόλφου Β΄. Η Ελισάβετ είχε 5 παιδιά, εκ των οποίων τα 2 πέθαναν πρόωρα. Η Ελίζαμπεθ θαύμαζε τον σύζυγό της, ο οποίος όμως έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε πολεμικές εκστρατείες. Η νεαρή κόμισσα ανέλαβε τη διαχείρηση των εδαφών τους και διοικούσε με ασύλληπτη αυστηρότητα. Οι αριστοκράτες της Ουγγαρίας φημίζονταν για την απάνθρωπη μεταχείριση απέναντι στους σλοβάκους χωρικούς. Τους θεωρούσαν υποδεέστερους, σχεδόν υπάνθρωπους και ασκούσαν απόλυτη εξουσία πάνω τους. Ακόμα και οι πιο ελαφρές παραβιάσεις τιμωρούνταν σκληρά και αυτή ήταν η νοοτροπία όλων των ούγγρων αριστοκρατών, όχι μόνο της Μπάθορι. Γι’ αυτό κανείς δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Ανεξέλεγκτη όμως, άρχισε να κακομεταχειρίζεται και Ούγγρους, αλλά όχι για να αποδίδουν καλύτερα στα χωράφια. Η Κόμισσα ήταν σαδίστρια και την ευχαριστούσε ο πόνος των άλλων. Ήταν τέτοια η φτώχεια των χωρικών, που πολλές οικογένειες πουλούσαν τις κόρες τους στην Κόμισσα. Ταυτόχρονα, οι έμπιστοι της Κόμισσας την προμήθευαν τακτικά με νεαρές κοπέλες, οι οποίες δέχονταν να δουλέψουν εξαιτίας των υψηλών μισθών που τους υποσχόταν. Αυτόπτες μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη της, περιέγραφαν τα φρικιαστικά βασανιστήρια που υπέφεραν οι υπηρέτριες της Κόμισσας....
Με το που ανακάλυψαν την Ελισάβετ (πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να βασανίζει νεαρές κοπέλες στον πύργο της), την έκλεισαν σε αποχωρητήριο του κάστρου, το 1610, όπου και πέθανε, το 1614. Περισσότερα από 300 άτομα ανακρίθηκαν στην περίοδο 1611 – 1614. Ποτέ δε διεξήχθη κάποια τακτική δίκη και η υπόθεση παρέμεινε ανοικτή, καθώς οι ευγενείς εθελοτυφλούσαν, επειδή δεν ήθελαν να συγκρουστούν με την αιμοδιψή κόμισσα και τους συγγενείς της. Οι κατηγορίες εναντίον της για σατανισμό και ότι έπινε το αίμα των θυμάτων της απορρίπτονται σήμερα, παρόλο που το όνομά της έγινε θρύλος και ταυτίστηκε με μακάβρια και εξωπραγματικά γεγονότα.
Μία τεχνική, που υποστήριζε ότι έμαθε από τον σύζυγό της, ονομάστηκε αργότερα “κλωτσώντας τα αστέρια”. Ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, τοποθετούνταν χαρτιά ποτισμένα με λάδι, στα οποία έβαζαν φωτιά. Το θύμα άρχιζε να “κλωτσάει” για να πετάξει τα χαρτιά και έβλεπε “αστεράκια” απ’ τον πόνο. Σύμφωνα με άλλον μάρτυρα, η Μπάθορι ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου μία υπηρέτρια, επειδή έκλεψε ένα αχλάδι. Σε άλλες έμπηγε βελόνες κάτω από τα νύχια ή τις άφηνες γυμνές στα χιόνια και τις έλουζε με παγωμένο νερό, μέχρι να πεθάνουν από υποθερμία.Το 1604 ο σύζυγός της πέθανε και η Μπάθορι βρέθηκε ευάλωτη απέναντι στους άντρες συγγενείς της, που εποφθαλμιούσαν τα πλούτη της. Αντέδρασε με ακόμα αγριότερα βασανιστήρια, προσπαθώντας να εδραιώσει την κυριάρχια της στην περιοχή. Άρχισε να σκοτώνει μαζικά και τα πτώματα δεν χωρούσαν να ταφούν στις περιοχές γύρω από το κάστρο της. Οι ντόπιοι έλεγαν ότι είχε κρύψει μερικά πτώματα κάτω από το κρεβάτι της και η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Όσο τα χρόνια περνούσαν, η ομορφιά της άρχισε να φθείρεται και η διατήρηση της νεότητάς έγινε έμμονη ιδέα για την Κόμισσα, που φημιζόταν για τα κάλλη και τη ματαιοδοξία της. Κανείς μάρτυρας δεν ανέφερε ότι η Μπάθορι γέμιζε τη μπανιέρα της με το αίμα νέων κοριτσιών για να διατηρήσει τη νιότη της. Η ιστορία ήταν φανταστική και γράφτηκε για πρώτη φορά το 1729 από τον Ιησουίτη συγγραφέα, Λάτσι Τουρότσι, αλλά δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα....
Πολλοί πιστεύουν ότι η τάση της να σκοτώνει προερχόταν από τον οικογενειακό της κύκλο, καθώς οι συγγενείς της ήταν διαβόητοι για την κτηνώδη συμπεριφορά τους. Φαίνεται ότι έπασχαν από ψυχωτικές ασθένειες όπως ακριβώς και εκείνη.Επίσης , υπάρχει η πίθανοτητα (εαν ισχύουν οι εικασίες περι πόσης αίματος ) οι Ελισάβετ να έπασχε από σιδηροπενική αναιμία και να θεωρούσε το αίμα τη μοναδική πηγή σιδήρου η οποία θα την έκανε να φαίνεται πιο νέα με ροδαλά μάγουλα και γεμάτη ομορφιά .
Σύμφωνα με τις καταθέσεις, η Μπάθορι κρατούσε τις κοπέλες σε κελιά κρεμασμένα απ’ το ταβάνι και τρυπούσε το κορμί τους με λόγχες, έτσι ώστε το αίμα τους να κυλήσει σαν τρεχούμενο νερό. Βέβαια στόχος της δεν ήταν να επαναφέρει την ομορφιά της, αλλά η σαδιστική απόλαυση του βασανιστηρίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πίστευε στις “θεραπευτικές” ιδιότητες της νεαρής σάρκας. Ένας μάρτυρας κατέθεσε ότι είδε την Κόμισσα να δαγκώνει το στήθος μια νεαρής υπηρέτριας και να κόβει κομμάτι, το οποίο έφαγε για να “δυναμώσει”. Σε άλλες περιπτώσεις, τάιζε τις υπηρέτριες με την ίδια τους τη σάρκα ή έραβε τα στόματά τους και τις άφηνε να πεθάνουν από ασιτία. Υπολογίζεται ότι μέχρι τη δίκη της, το 1611, η Ελίζαμπεθ Μπάθορι είχε σκοτώσει 650 νεαρές κοπέλες. Βέβαια, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα τα θύματα δεν ξεπερνούσαν τα 80. Το 1610 η Μπάθορι έκανε ένα λάθος. Βασάνισε την κόρη ούγγρου προτεστάντη ιερέα. Η κοπέλα απέδρασε και διηγήθηκε την περιπέτειά της στον πατέρας της, ο οποίος απευθύνθηκε σε άλλους ούγγρους αριστοκράτες και ζήτησε βοήθεια. Όσο η Μπάθορι σκότωνε Σλοβάκους, κανείς δεν κινούνταν εναντίον της. Όμως δεν μπορούσαν να δεχτούν επιθέσεις προς τους Ούγγρους, καθώς θα υπονόμευε την εξουσία τους. Όταν άκουσε τις κατηγορίες, ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας ανέθεσε στον Κόμη Γκεόργκι Θούρζο, συγγενή και αντίπαλο της Μπάθορι, να τη σταματήσει. Ο Θούρζο δέχτηκε περιχαρής, καθώς ήταν η αφορμή που έψαχνε για να επιτεθεί στην Μπάθορι και να αρπάξει τα εδάφη της. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1610, ο Κόμης Θούρζο έφτασε έξω από το κάστρο Κατστίτσε, όπου έμενε η Μπάθορι. Σύμφωνα με γράμματά του, όταν άνοιξε τις πόρτες, ο Θούρζο αντίκρισε μια ανατριχιαστική σκηνή.
Μία κοπέλα ήταν νεκρή και μία άλλη αργοπέθαινε, ενώ η Μπάθορι χτυπούσε αλύπητα μία τρίτη. Οι άντρες του τη συνέλαβαν και ξεκίνησαν οι διαδικασίες της δίκης. Ο Θούρζο είχε να αντιμετωπίσει το εξής πρόβλημα: αν δίκαζε απευθείας την Μπάθορι και την εκτελούσε, όπως είχε διατάξει ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας, κινδύνευε να μειώσει την απόλυτη εξουσία των Ούγγρων αριστοκρατών. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να φανεί ότι η Μπάθορι τιμωρήθηκε για εγκλήματα εναντίον των Σλοβάκων, γιατί θα έδινε την εντύπωση ότι η ισχύ των αριστοκρατών ήταν περιορισμένη. Γι’ αυτό δίκασε τους τρεις έμπιστους υπηρέτες της, που την προμήθευαν με τις κοπέλες. Καταδικάστηκαν και κάηκαν στην πυρά, ενώ η Μπάθορι φυλακίστηκε στον πύργο του κάστρου της, όπου έμεινε μέχρι και το θάνατό της, το 1614. Στη δίκη τα στόματα λύθηκαν. Περισσότεροι από 300 μάρτυρες κατέθεσαν εναντίον της Μπάθορι και των συνεργατών της, περιγράφοντας τις φρικαλεότητες που υπέστησαν οι ίδιοι και γνωστοί τους. Πολλοί απ’ αυτούς αναγκάστηκαν να καταθέσουν, αφού βασανίστηκαν από τον Θούρζο. Εξαιτίας των βασανιστηρίων, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι οι κατηγορίες που βάραιναν την Μπάθορι ήταν εξ’ ολοκλήρου φανταστικές και αποτελούσαν προπαγάνδα για να σπιλώσουν το όνομά της. Ο θρύλος της “Ματωμένης Κόμισσας” ενέπνευσε πλήθος λογοτεχνών και κινηματογραφιστών και μέχρι σήμερα, αποτελεί μία απ’ τις δημοφιλέστερες ιστορίες τρόμου....