Σύμφωνα με τα χιλιάδες απόρρητα έγγραφα που δημοσίευσε η WikiLeaks, η CIA χρησιμοποιούσε κινητά τηλέφωνα, τηλεοράσεις και υπολογιστές που έχουμε όλοι στο σπίτι μας για να μας... παρακολουθεί.Ουσιαστικά οι συσκευές μεγάλων ευρωπαϊκών αλλά και αμερικανικών εταιριών (Apple, Samsung, Microsoft Windows) λειτουργούσαν ως μικρόφωνα για να μπορούν οι πράκτορες της CIA να υποκλέψουν συνομιλίες των στόχων τους!
Ο πρώην σύμβουλος της Αμερικανικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), Έντουαρντ Σνόουντεν βάδισε στα ίχνη που άφησε ο Τζούλιαν Ασάνζ, τον Μάιο του 2013, αποκαλύπτοντας το σύστημα των παρακολουθήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών που έφτανε μέχρι το... κινητό της γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ. Ο Σνόουντεν εξέθεσε ανεπανόρθωτα τις ΗΠΑ, σε συνεργασία με τη βρετανική εφημερίδα Guardian, αφού ολόκληρη η Ευρώπη εξέφρασε την οργή της κατά του Μπαράκ Ομπάμα, προκαλώντας διπλωματικές εντάσεις.Το ταξίδι της διαφυγής του άρχισε από τη Χαβάη προς το Χονγκ Κονγκ. Έπειτα από θρίλερ και σενάρια, έφτασε στη Ρωσία. Στις 23 Ιουνίου προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο της Μόσχας, όπου έμεινε «εγκλωβισμένος» στη ζώνη μετεπιβίβασής του μέχρι τα τέλη Ιουλίου, οπότε και έλαβε προσωρινό άσυλο ενός έτους από το Κρεμλίνο. Ο Σνοούντεν κατηγορείται για κατασκοπεία και επιπλέον για κλοπή και παράνομη χρήση κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Ο πρώην σύμβουλος της NSA αρχίζει να πατάει ξανά στα πόδια του, υπό την προστασία του ισχυρού άνδρα της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο αμερικανικός ενημερωτικός ιστότοπος «The Intercept» - που δημιουργήθηκε από τον Γκλεν Γκρίνγουολντ με τη χρηματοδότηση του δημιουργού του ebay, Πιερ Ομιντιάρ - ανακοίνωσε την διάθεση των αρχείων του Σνόουντεν αναφέροντας πως «θα προσκαλέσει δημοσιογράφους, και από ΜΜΕ του εξωτερικού, να συνεργαστούν μαζί του για να εξερευνήσουν το σύνολο των αρχείων του Σνόουντεν». «Αφότου ξεκινήσαμε την κάλυψή μας για τα αρχεία αυτά, ένα από τα στοιχεία της προσέγγισής μας είναι να εργαζόμαστε σε συνεργασία με άλλα μέσα ενημέρωσης, αμερικανικά ή ξένα, και όχι να προσπαθούμε να κρατήσουμε όλο αυτό το υλικό για εμάς», εξήγησε ο Γκρίνγουολντ, επικεφαλής του Intercept. Η Αμερικανίδα ακτιβίστρια και δημιουργός ντοκιμαντέρ, Λόρα Πόιτρας και ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος και συνεργαζόμενος με την εφημερίδα Guardian, Γκλεν Γκρίνγουολντ, ήταν οι άνθρωποι που ήρθε σε επαφή ο Σνόουντεν, αφού πήρε την απόφαση να προχωρήσει στις αποκαλύψεις του. Το Μάιο του 2013 ο πρώην συνεργάτης της NSA συναντά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που διέμενε στο Χονγκ Κονγκ, την Πόιτρας και τον Γκρίνγουολντ, μαζί με τον «απεσταλμένο» της Guardian, Ewen MacAskill, ένα έμπειρο δημοσιογράφο που ζήτησε η εφημερίδα να είναι παρών. Όπως αποκάλυψε ο Γκλεν Γκρίνγουολντ στο βιβλίο του “No place to hide”, «όταν έβαλε το κινητό μου μέσα στο ψυγείο, ο Σνόουντεν πήρε τα μαξιλάρια από το κρεβάτι και τα έβαλε στην χαραμάδα της πόρτας. ‘Αυτό είναι για όσους περνούν στο διάδρομο’, μας εξήγησε». Ο Σνόουντεν δίνει συνέντευξη στον Γκρινγουόλντ και εξηγεί γιατί διέρρευσε τα αρχεία περί μαζικής παρακολούθησης των αμερικανικών αρχών. Η βιντεοσκοπημένη συνέντευξη ξεκινάει με τη φράση: «Το όνομά μου είναι Εντ Σνόουντεν. Είμαι 29 ετών. Δουλεύω για την Booz Allen Hamilton Inc. ως αναλυτής υποδομών για τη NSA (Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ) στη Χαβάη».
Αγάλματα των Σνόουντεν, Ασάνζ και Μάνινγκ στο Βερολίνο:έργο τέχνης που αναπαριστά τον πρώην πράκτορα της NSA Έντουαρντ Σνόουντεν, τον ιδρυτή του Wikileaks Τζούλιαν Ασάνζ και τον Αμερικανό στρατιώτη Μπράντλεϊ Μάνινγκ που καταδικάστηκαν για παράβαση του νόμου περί κατασκοπείας.Τα φυσικού μεγέθους αγάλματα των τριών πληροφοριοδοτών τοποθετήθηκαν στην Αλεξάντερπλατζ και στέκονται σε τρεις καρέκλες, σαν να μιλούν σε μία ανοικτή δημόσια συγκέντρωση. Δίπλα τους υπάρχει μία τέταρτη, κενή καρέκλα. Σύμφωνα με τον γλύπτη, στην καρέκλα αυτή θα μπορούσε να καθίσει οποιοσδήποτε στο Βερολίνο, προκειμένου να σηκωθεί και να πει οτιδήποτε θέλει
Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Guardian, τον ρωτά: «Σε ποιες άλλες θέσεις είχες δουλέψει στον τομέα των μυστικών υπηρεσιών;» Εκείνος απαντά: «Έχω υπάρξει μηχανικός συστημάτων, διαχειριστής συστημάτων, ανώτερος σύμβουλος για την CIA, σύμβουλος και υπάλληλος συστημάτων τηλεπικοινωνιών. Όταν είσαι σε θέσεις προνομιακής πρόσβασης, όπως διαχειριστής συστημάτων σε τέτοιου είδους υπηρεσίες πληροφοριών, είσαι εκτεθειμένος σε πολύ περισσότερες πληροφορίες σε ευρύτερη κλίμακα από ό, τι ένας κανονικός υπάλληλος. Και εξαιτίας αυτού, βλέπεις πράγματα που μπορούν να σε ταράξουν. Όμως, κατά τη διάρκεια της καριέρας ενός κανονικού υπαλλήλου, θα βρισκόταν κανείς αντιμέτωπος με μία ή δύο τέτοιες περιστάσεις. Όταν βλέπεις τα πάντα, τα βλέπεις όλο και συχνότερα και αναγνωρίζεις ότι κάποια από αυτά τα πράγματα συνιστούν στην πραγματικότητα παραβάσεις. Και όταν μιλάς σε άλλους γι’ αυτά σε ένα μέρος σαν αυτό, όπου αυτή είναι η καθημερινή φυσιολογική κατάσταση, αυτοί έχουν την τάση να μην σε παίρνουν στα σοβαρά και, ξέρεις, να σε προσπερνούν. Αλλά με τον καιρό αυτή η γνώση για τις παραβιάσεις κατά κάποιο τρόπο συσσωρεύεται και νιώθεις υποχρεωμένος να μιλήσεις σε κάποιον γι’ αυτό. Και όσο περισσότερο μιλάς γι’ αυτό, τόσο περισσότερο σε αγνοούν, σου λένε ότι δεν είναι πρόβλημα, έως ότου τελικά συνειδητοποιείς ότι ο λαός είναι αυτός που πρέπει να αποφασίζει για αυτές τις υποθέσεις και όχι κάποιος που απλώς διορίστηκε από την κυβέρνηση». Αιτιολογώντας την απόφασή του για τις αποκαλύψεις αναφέρει στη βιντεοσκοπημένη συνέντευξη: «Δεν θέλω να ζήσω σε μια κοινωνία που κάνει αυτού του είδους τα πράγματα... Δεν θέλω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου τα πάντα που κάνουν και λένε καταγράφονται. Αυτό δεν είναι κάτι που είμαι πρόθυμος να υποστηρίξω ή να ζήσω με αυτό». «Η NSA έχει δημιουργήσει μια υποδομή που της επιτρέπει να παρακολουθεί σχεδόν τα πάντα. Με αυτή την ικανότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπινων επικοινωνιών αυτόματα είναι σε στόχευση. Αν ήθελα να δω τα email σας ή το τηλέφωνο της συζύγου σας, το μόνο που έχω να κάνω είναι να χρησιμοποιήσω τις παρακολουθήσεις. Μπορώ να αποκτήσω “εισιτήριο” για τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τους κωδικούς πρόσβασης, τα αρχεία τηλεφώνου, τις πιστωτικές κάρτες», είπε ο Εντουαρντ Σνόουντεν.
| |
Δύο χρόνια μετά το βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ της για τον Έντουαρντ Σνόουντεν, «Citizenfour» (2014), η δραστήρια σκηνοθέτης Λόρα Πόιτρας, επιστρέφει με τη νέας της ταινία «Risk» (2016), η οποία εξερευνά τη ζωή και το έργο του ιδρυτή των WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε και επίσημα στο 69ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών.
Αρκετά πιο δύσκολη είναι η κατάσταση για τον ιδρυτή του Wikileaks, Τζούλιαν Ασάνζ, αφού σε αντίθεση με τον Σνόουντεν, δεν κινείται ελεύθερα σε μία αχανή χώρα όπως η Ρωσία, αλλά σε μία πρεσβεία. O Αυστραλός είναι περιορισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, έχοντας λάβει άσυλο από την χώρα της Λατινικής Αμερικής. Ο Ασάνζ δέχεται «υψηλές» επισκέψεις, όπως ο παλαίμαχος άσος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ερίκ Καντονά, ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, η Lady Gaga, ο ηθοποιός Τζον Κιούζακ, η συνάδελφός του Μάγκι Τζίλενχαλ και η Γιόκο Όνο που τον επισκέφθηκαν στην πρεσβεία. Ο 46χρονος αυστραλός προγραμματιστής μπορεί να πανηγύρισε την παύση της δίωξης της σουηδικής δικαιοσύνης που τον αναγκάζει να διαμένει στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο από τον Ιούνιο του 2012, είναι όμως ακόμη έγκλειστος, μια και η βρετανική αστυνομία απειλεί να τον συλλάβει, αν βγει. Ο συνιδρυτής του Wikileaks έμελλε να συνδέσει το όνομά του με τη δημοσιοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων διπλωματικών «μυστικών» των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 28 Νοεμβρίου του 2010 ο ιστότοπος δημοσίευσε πάνω από 250.000 διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ, προκαλώντας παγκόσμιο «σεισμό», με τον 42χρονο τότε Αυστραλό ακτιβιστή να είναι το «πρόσωπο» του Wikileaks, λειτουργώντας ως εκπρόσωπός του. Ο Ασάνζ στοχοποιήθηκε από την Ουάσινγκτον, με τις αμερικανικές αρχές να αναζητούν νομικούς τρόπους για τη δίωξή του. Το στόρι του Τζούλιαν Ασανζ έμοιαζε βγαλμένο από το κλασικό καλούπι ενός χάκερ: εφηβεία απέναντι σε μια οθόνη, έπειτα πειρατικές εισβολές σε διαδικτυακούς τόπους μεγάλων εταιρειών, σύλληψη από την αστυνομία, σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, δημιουργική χρήση των δεξιοτήτων του. Ιδρύοντας το WikiLeaks το 2006, ο Ασανζ έμοιαζε να θέτει την τεχνολογία των υπολογιστών στην υπηρεσία και της δημοκρατίας. Το 2010, ένα πλήθος απόρρητων εγγράφων για τον πόλεμο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, μαζί με το βίντεο της επίθεσης ενός αμερικανικού στρατιωτικού ελικοπτέρου που είχε στοιχίσει τη ζωή σε 18 άτομα στη Βαγδάτη τρία χρόνια νωρίτερα, έφερναν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας την υποκρισία πίσω από ακανθώδη ζητήματα όπως οι «παράπλευρες απώλειες» και τα δυσθεώρητα ύψη των αριθμών που αφορούσαν τον θάνατο αμάχων. Οι αισιόδοξοι είδαν «την πρωτοπορία ενός παγκόσμιου κινήματος για την ειλικρίνεια και τη δημοκρατία, ενισχυμένου από την ψηφιακή τεχνολογία και κινούμενου από τον ιδεαλισμό και τον σκεπτικισμό ενός στρατού από χάκερ» έγραφε τον περασμένο Μάιο στους «New York Times» o Α. Ο. Σκοτ. Στο απόγειο της φήμης του, ο Τζούλιαν Ασανζ χαιρετιζόταν ως ο φορέας ενός νέου είδους διαφάνειας και λάμβανε το περιζήτητο βραβείο «Μάρθα Γκέλχορν» για τη δημοσιογραφία.
| |
Δεκέμβριος 2006: Παρουσιάζεται το Wikileaks.org, προσφέροντας μία ασφαλή πλατφόρμα στους πληροφοριοδότες με σκοπό να αναρτούν μυστικά, αξιόλογα έγγραφα κρατώντας ταυτόχρονα κρυφή την ταυτότητά τους. Ο Τζούλιαν Ασάνζ, τίθεται μέλος του 9μελούς συμβουλίου του Wikileaks και σύντομα γίνεται ένας από τους κύριους εκπροσώπους του στον Τύπο.
Αύγουστος 2007: Η Βρετανική εφημερίδα “The Guardian” εκδίδει ένα πρωτοσέλιδο σχετικά μ' ένα θέμα διαφθοράς στην κυβέρνηση της Κένυας, επικαλούμενη ως πηγή το Wikileaks.
Ιανουάριος 2008: Το WikiLeaks δημοσιεύει έγγραφα τα οποία δείχνουν πώς η τράπεζα Julius Baer στην Ελβετία βοηθά τους πελάτες της να ξεπλύνουν χρήματα. Η τράπεζα καταθέτει αγωγή εναντίον του Wikileaks, αλλά μετά την αποσύρει.
Ιούλιος 2010: Σε συνεργασία με το Wikileaks, oι εφημερίδες “The Guardian”, “The New York Times” και “Der Spiegel” δημοσιοποιούν δεκάδες άρθρα σχετικά με αμερικανικά στρατιωτικά έγγραφα από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Τα άρθρα παρέχουν άγνωστες λεπτομέρειες σχετικά με τη λειτουργία και τα θύματα του πολέμου.
Νοέμβριος 2010: Εκδίδεται ένταλμα σύλληψης για τον Ασάνζ στη Σουηδία.
Οκτώβριος 2011: Το WikiLeaks ανακοινώνει ότι κλείνει προσωρινά αφού μεγάλες τράπεζες κόβουν τη χρηματοδότηση του.
Μάιος 2012: Ο Ασάνζ δεν καταφέρνει να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας και δίνεται η εντολή να εκδοθεί στη Σουηδία. Παράλληλα, η πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο του δίνει πολιτικό άσυλο, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Ιούνιος 2013: Ο Έντουαρντ Σνόουντεν, ένας 29χρονος σύμβουλος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (NSA) των Ηνωμένων Πολιτεών, διαρρέει σημαντικές πληροφορίες περί κατασκοπείας και προγραμμάτων παρακολούθησης της Αμερικής. Το Wikileaks του προσφέρει νομική υποστήριξη.
Αύγουστος 2007: Η Βρετανική εφημερίδα “The Guardian” εκδίδει ένα πρωτοσέλιδο σχετικά μ' ένα θέμα διαφθοράς στην κυβέρνηση της Κένυας, επικαλούμενη ως πηγή το Wikileaks.
Ιανουάριος 2008: Το WikiLeaks δημοσιεύει έγγραφα τα οποία δείχνουν πώς η τράπεζα Julius Baer στην Ελβετία βοηθά τους πελάτες της να ξεπλύνουν χρήματα. Η τράπεζα καταθέτει αγωγή εναντίον του Wikileaks, αλλά μετά την αποσύρει.
Ιούλιος 2010: Σε συνεργασία με το Wikileaks, oι εφημερίδες “The Guardian”, “The New York Times” και “Der Spiegel” δημοσιοποιούν δεκάδες άρθρα σχετικά με αμερικανικά στρατιωτικά έγγραφα από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Τα άρθρα παρέχουν άγνωστες λεπτομέρειες σχετικά με τη λειτουργία και τα θύματα του πολέμου.
Νοέμβριος 2010: Εκδίδεται ένταλμα σύλληψης για τον Ασάνζ στη Σουηδία.
Οκτώβριος 2011: Το WikiLeaks ανακοινώνει ότι κλείνει προσωρινά αφού μεγάλες τράπεζες κόβουν τη χρηματοδότηση του.
Μάιος 2012: Ο Ασάνζ δεν καταφέρνει να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας και δίνεται η εντολή να εκδοθεί στη Σουηδία. Παράλληλα, η πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο του δίνει πολιτικό άσυλο, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Ιούνιος 2013: Ο Έντουαρντ Σνόουντεν, ένας 29χρονος σύμβουλος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (NSA) των Ηνωμένων Πολιτεών, διαρρέει σημαντικές πληροφορίες περί κατασκοπείας και προγραμμάτων παρακολούθησης της Αμερικής. Το Wikileaks του προσφέρει νομική υποστήριξη.
Το ντοκιμαντέρ του Al Jazeera “Digital Dissidents” εξετάζει τις εμπειρίες των ανθρώπων που με κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους αποφασίζουν να αποκαλύψουν παράνομες κρατικές πρακτικές που μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Στο βιβλίο τους «WikiLeaks: Inside Julian Assange's War on Secrecy» (εκδ. Guardian Faber) οι ρεπόρτερ Ντέιβιντ Λι και Λιουκ Χάρντινγκ υπογραμμίζουν πως ο Ασανζ αντιδρούσε σε κάθε επιμέλεια, ακόμη και στην αφαίρεση των ονομάτων αφγανών χωρικών που είχαν επαφές με αμερικανούς στρατιώτες, με τον ισχυρισμό ότι τέτοιες παρεμβάσεις «μολύνουν τα τεκμήρια». Παράλληλα, πολλοί εκτός WikiLeaks (και όσοι εντός οργανισμού δεν υποφέρουν από παθολογική λατρεία στον αρχηγό) προβληματίστηκαν ιδιαίτερα με τη γενναιοδωρία του Ασανζ προς τον αμφιλεγόμενο, ρωσικής καταγωγής σουηδό δημοσιογράφο Ισραέλ Σαμίρ το 2010: φίλα προσκείμενος προς το Κρεμλίνο και κατηγορούμενος για αντισημιτισμό, ευλογήθηκε με τη χορηγία 100.000 από τα διπλωματικά τηλεγραφήματα που αφορούσαν τη Ρωσία. Ποιος είναι ο σκοπός του WikiLeaks; Η ανάμειξη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 με τη δημοσίευση περίπου 20.000 e-mail της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών στις 22 Ιουλίου 2016, τρεις ημέρες πριν από το συνέδριο που θα επικύρωνε την υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον, φάνηκε στην αρχή να ταιριάζει με τη διακηρυγμένη αντιπαλότητά του για τις κατεστημένες ελίτ: η αλληλογραφία υποδείκνυε ότι το «βαθύ κόμμα» είχε επιχειρήσει να υπονομεύσει την υποψηφιότητα του «σοσιαλιστή» γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς. Ωστόσο, η έρευνα που το FBI ξεκίνησε για την υπόθεση στις 25 Ιουλίου έσπειρε μια θύελλα που διαρκεί έως σήμερα: τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι η πηγή των υποκλαπέντων μηνυμάτων είναι ρώσοι χάκερ σε εντεταλμένη υπηρεσία από κύκλους του Κρεμλίνου. Η αίσθηση ότι ο ίδιος παρενέβαινε στις εκλογές σκόπιμα εναντίον της Κλίντον εντάθηκε όταν έναν μήνα πριν από την 6η Νοεμβρίου το WikiLeaks άρχισε να δημοσιεύει τμηματικά μερικές χιλιάδες κλεμμένα e-mail του επικεφαλής της εκστρατείας της, Τζον Ποντέστα. Για το περιοδικό «Wired» το WikiLeaks είχε ήδη «χάσει και επισήμως το ηθικό πλεονέκτημα». Η σύγχυση μεταξύ προσωπικού και πολιτικού, αλήθειας και ψεύδους, WikiLeaks και Τζούλιαν Ασανζ προκύπτει και από το ντοκιμαντέρ της Λόρα Πουατράς. Η σχέση τους, ένθερμη αρχικά, κρυώνει όσο η σκηνοθέτις επιχειρεί να διατηρήσει την αντικειμενικότητά της.«Πέντε χρόνια έγκλειστος χωρίς να μου απαγγελθούν κατηγορίες, ενώ τα παιδιά μου μεγάλωναν και το όνομά μου δυσφημιζόταν. Δεν ξεχνώ και δεν συγχωρώ». Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς άμεμπτος στον ιδιωτικό του βίο για να συμβάλει θετικά στον δημόσιο. Οπως δεν είναι επίσης απαραίτητο να δοξολογεί κανείς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όταν αρκεί να αναγνωρίσει το έργο της. Αν ο Ασανζ είχε θέσει πραγματικά ως στόχο ζωής τη διεύρυνση της δημόσιας διαφάνειας, το πέτυχε. Δημιούργησε έναν νέο δίαυλο ροής της και ευαισθητοποίησε τους παλαιούς. Οι «New York Times», η «Washington Post», o «New Yorker» και τα άλλα μείζονα ονόματα των μέσων ενημέρωσης διδάχθηκαν από το παράδειγμα του WikiLeaks την ανάγκη αναβάθμισης της σχέσης τους με την ανωνυμία: βαθμιαία και χωρίς πολύ θόρυβο δημιούργησαν τη δική τους πλατφόρμα υποδοχής παρόμοιου υλικού, μέσω ενός ανώνυμου, διαδικτυακού, ανοικτού λογισμικού, με το όνομα Secure Drop.