Δεν υπάρχει άλλο βιβλίο στην παγκόσμια λογοτεχνία που να απογοητεύει τόσο απελπιστικά τον προτιθέμενο αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας γραμμές και ταυτόχρονα να πουλάει πάνω από εκατό χιλιάδες αντίτυπα το χρόνο. Βιβλία σαν το Ulysses έχουν μυητικό χαρακτήρα, δηλαδή τα διαβάζει κανείς όπως τη Βίβλο ή τα ομηρικά έπη: στο μάκρος του βίου και στη διαδρομή της πνευματικής του πορείας. Στις εκατοντάδες πυκνογραμμένες γριφώδεις σελίδες του δικαιώνεται ο κοινός τόπος της σύγχρονης θεωρίας πως καμία ανάγνωση (όπως και κανένα γράψιμο) δεν είναι ποτέ τελειωτική. Ίσως κανένα άλλο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν απαιτεί σε τέτοιο βαθμό τη συνέργεια του αναγνώστη, ικετεύοντάς τον να «παίξει».
Ο Τζόυς έγραψε τη δική του Οδύσσεια της καθημερινότητας, όπου όλα είναι απολύτως συγκεκριμένα. 16 Ιουνίου 1904. Δουβλίνο. Ενας κάτοικος, ο Λέοπολντ Μπλουμ, ξυπνάει για να πάει στη δουλειά του. Αλλά αργεί να επιστρέψει στο σπίτι του. Αργοπορεί, καθυστερεί και φτάνει τις πρώτες ώρες της επομένης. Το σπίτι του είναι η Ιθάκη του και τα όσα συμβαίνουν παραπέμπουν στα περιστατικά της ομηρικής Οδύσσειας.
Ο «Οδυσσέας» είναι ο απολογισμός μιας μοναδικής μέρας, της 16 Ιουνίου 1904. Ο χώρος είναι συγκεκριμένος, το Δουβλίνο. Ένας πολίτης αυτής της πόλης, ο Λεοπόλδος Μπλουμ, ξυπνάει το πρωί και φεύγει για την δουλειά του. Οι κοινωνικές, οι επαγγελματικές και οι συναισθηματικές υποχρεώσεις του καθυστερούν την επιστροφή του μέχρι τις πρώτες ώρες της επόμενης ημέρας. Αυτή η αργοπορία επιστροφής συνιστά την μοναδική ομοιότητα με το αρχαϊκό πρότυπο. Ο Λεοπόλδος Μπλουμ περνάει μέσα από μια αντιστοιχία περιπετειών ανάλογων με κείνες του Οδυσσέα. Το κατέβασμα στον Άδη βρίσκει την αντιστοιχία του στη μετάβαση του Μπλουμ στο νεκροταφείο, το οποίο επισκέπτεται συνοδεύοντας στην τελευταία του κατοικία ένα φίλο που πέθανε απροσδόκητα. Το νησί του Αιόλου βρίσκει την αντιστοιχία του στα γραφεία μιας εφημερίδας, όπου φυσάνε όλοι οι άνεμοι. Οι Σειρήνες είναι τα κορίτσια του μπαρ του Ξενοδοχείου Όρμοντ, στο οποίο καταφεύγει ο Μπλουμ για ένα καθυστερημένο γεύμα και ακούει από τη διπλανή αίθουσα μερικούς φίλους να τραγουδούν με τη συνοδεία πιάνου. Η σπηλιά του Κύκλωπα είναι το μπαρ του Μπάρνεϊ Κίερναμ, όπου συχνάζει κάποιος φανατικός εθνικιστής που κατονομάζεται ως Πολίτης και που διακηρύσσει τη μισαλλοδοξία του απέναντι σε καθετί που δεν είναι ιρλανδέζικο και που προκαλεί ένα μικρής έκτασης πογκρόμ στον Μπλουμ ο οποίος είναι εβραϊκής καταγωγής. Η Κίρκη είναι το πορνείο της νυχτερινής πόλης, το οποίο επισκέπτεται ο Μπλουμ για να βοηθήσει έναν μισοπεθαμένο νεαρό που συνάντησε πριν από λίγο και που νιώθει γι' αυτόν ένα ισχυρό αίσθημα πατρικής φροντίδας. Η δράση είναι ελάχιστη, όμως η τεχνική του «εσωτερικού μονολόγου» που επινοεί ο συγγραφέας για την έκθεση της αφήγησής του, του παρέχει τη δυνατότητα να σχολιάσει με λεπτομέρειες όλο το πλέγμα των σχέσεων των προσώπων που λαμβάνουν μέρος σ' αυτό το σε μικρογραφία έπος. Ο μεσήλικας κύριος Μπλουμ, καθώς και ο νεαρός Στίβεν Ντένταλους (που παίζει τον ρόλο του ομηρικού Τηλέμαχου), ανασυνθέτουν και επανεξετάζουν μέσα στους συλλογισμούς τους όλα τα προβλήματα που θίγει και ο έλληνας ποιητής. Το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη εστιάζεται τόσο στις ομοιότητες του μύθου όσο και στις διαφορές και στις ανατροπές του, οι οποίες τον βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων κατ' αρχάς για μια σύγκριση του κόσμου μας με τον κλασικό κόσμο και κατά δεύτερον για την ανίχνευση της ηθικής και πνευματικής πορείας του σύγχρονου κόσμου μας μέσα στον οποίο ζούμε.
Διαβάζεται ο Οδυσσέας σήμερα κι αν ναι, με ποιον ακριβώς τρόπο;
Πώς θα κατανοήσουμε ένα κείμενο το οποίο είναι γραμμένο με την τεχνική της ροής της συνείδησης, μια μέθοδο γραφής που θέτει ευθύς εξαρχής τεράστια εμπόδια στην αποκρυπτογράφησή της; Προσανατολισμένη στο να συλλάβει και να εκφράσει την άκρατη υποκειμενικότητα των μυθιστορηματικών ηρώων, η ροή της συνείδησης αποκαλύπτει το χάος, την αταξία και το παράλογο που επικρατούν στον εσωτερικό τους κόσμο, διοχετεύοντας τις σκέψεις και τις αντιδράσεις τους στα πιο παράξενα και ακανόνιστα κανάλια. Το αποτέλεσμα είναι η διάλυση του μύθου και η καταστρατήγηση της πλοκής, που μετατρέπουν τον λόγο του Τζόις σε δυσεπίλυτο σταυρόλεξο. Αν εδώ συνυπολογίσουμε πως στην αφήγηση του Οδυσσέα παρεμβάλλονται κάθε τόσο άπειρα λογοπαίγνια και υπαινιγμοί, συνδυασμένα με έναν σταθερά παρωδιακό τόνο, τον οποίο επιτείνει η ειρωνική χρήση των διαφημιστικών σλόγκαν, η δυσκολία της κατανόησης αυξάνει ανησυχητικά.
Και τα εμπόδια δεν έχουν τελειωμό. Κάθε κεφάλαιο του Οδυσσέα αντιστοιχεί σε μια ραψωδία της ομηρικής Οδύσσειας (από τους Λωτοφάγους και τους Λαιστρυγόνες μέχρι τις Σειρήνες ή τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη), με τους κεντρικούς τζοϊσικούς ήρωες να ανάγονται επίσης στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του αρχαιοελληνικού προτύπου: ο Leopold Bloom είναι ένας σύγχρονος Οδυσσέας, πίσω από τη Molly Bloom κρύβεται η Πηνελόπη ενώ κάτω από τη μορφή του Stephen Dedalus σαλεύει ο Τηλέμαχος. Πόσο εύκολα μπορεί να αποκωδικοποιηθούν τέτοιες αναλογίες, που προϋποθέτουν μιαν εποπτική γνώση της αρχαίας λογοτεχνίας και μυθολογίας, και τι συμβαίνει όταν σ' αυτές θα έρθει να προστεθεί μια πλειάδα αναφορών στην παράδοση της μεσαιωνικής Ιρλανδίας, που γρήγορα θα ενισχυθούν και από έναν εντυπωσιακό όγκο νεότερων ιστορικών παραπομπών; Κι επιπλέον, πώς να αντιμετωπιστούν οι χαώδεις διαφορές οι οποίες παρουσιάζονται από τη μια έκδοση του Οδυσσέα στην άλλη, με την εκάστοτε διόρθωση των λαθών που αναπόφευκτα προκύπτουν από ένα τόσο περίπλοκο υλικό να παράγει εις το διηνεκές σωρεία καινούργιων λαθών.
Πώς θα κατανοήσουμε ένα κείμενο το οποίο είναι γραμμένο με την τεχνική της ροής της συνείδησης, μια μέθοδο γραφής που θέτει ευθύς εξαρχής τεράστια εμπόδια στην αποκρυπτογράφησή της; Προσανατολισμένη στο να συλλάβει και να εκφράσει την άκρατη υποκειμενικότητα των μυθιστορηματικών ηρώων, η ροή της συνείδησης αποκαλύπτει το χάος, την αταξία και το παράλογο που επικρατούν στον εσωτερικό τους κόσμο, διοχετεύοντας τις σκέψεις και τις αντιδράσεις τους στα πιο παράξενα και ακανόνιστα κανάλια. Το αποτέλεσμα είναι η διάλυση του μύθου και η καταστρατήγηση της πλοκής, που μετατρέπουν τον λόγο του Τζόις σε δυσεπίλυτο σταυρόλεξο. Αν εδώ συνυπολογίσουμε πως στην αφήγηση του Οδυσσέα παρεμβάλλονται κάθε τόσο άπειρα λογοπαίγνια και υπαινιγμοί, συνδυασμένα με έναν σταθερά παρωδιακό τόνο, τον οποίο επιτείνει η ειρωνική χρήση των διαφημιστικών σλόγκαν, η δυσκολία της κατανόησης αυξάνει ανησυχητικά.
Και τα εμπόδια δεν έχουν τελειωμό. Κάθε κεφάλαιο του Οδυσσέα αντιστοιχεί σε μια ραψωδία της ομηρικής Οδύσσειας (από τους Λωτοφάγους και τους Λαιστρυγόνες μέχρι τις Σειρήνες ή τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη), με τους κεντρικούς τζοϊσικούς ήρωες να ανάγονται επίσης στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του αρχαιοελληνικού προτύπου: ο Leopold Bloom είναι ένας σύγχρονος Οδυσσέας, πίσω από τη Molly Bloom κρύβεται η Πηνελόπη ενώ κάτω από τη μορφή του Stephen Dedalus σαλεύει ο Τηλέμαχος. Πόσο εύκολα μπορεί να αποκωδικοποιηθούν τέτοιες αναλογίες, που προϋποθέτουν μιαν εποπτική γνώση της αρχαίας λογοτεχνίας και μυθολογίας, και τι συμβαίνει όταν σ' αυτές θα έρθει να προστεθεί μια πλειάδα αναφορών στην παράδοση της μεσαιωνικής Ιρλανδίας, που γρήγορα θα ενισχυθούν και από έναν εντυπωσιακό όγκο νεότερων ιστορικών παραπομπών; Κι επιπλέον, πώς να αντιμετωπιστούν οι χαώδεις διαφορές οι οποίες παρουσιάζονται από τη μια έκδοση του Οδυσσέα στην άλλη, με την εκάστοτε διόρθωση των λαθών που αναπόφευκτα προκύπτουν από ένα τόσο περίπλοκο υλικό να παράγει εις το διηνεκές σωρεία καινούργιων λαθών.
Ο Οδυσσέας αποτελείται από 18 κεφάλαια, το καθένα από τα οποία έχει γραφτεί με διαφορετική τεχνική και το καθένα καλύπτει περίπου μία ώρα από τον συνολικό αφηγηματικό χρόνο. Η αφήγηση είναι πολυεπίπεδη, με μια απίστευτη ποικιλία αποχρώσεων όπου ο συγγραφέας, χωρίς να παρουσιάζεται ως κλασικός παντογνώστης αφηγητής, αποδεικνύεται απόλυτος κάτοχος του υλικού του. Τα επεισόδια που περιγράφει, κυρίως όμως ο ανεπανάληπτος τρόπος με τον οποίο τα συνθέτει, η διείσδυση στο υπόστρωμα του χαρακτήρα του καθενός από τα πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες του ώσπου να καταλήξει στο απίστευτο τελευταίο κεφάλαιο, τον λεγόμενο «μονόλογο της Μόλλυ», συνθέτουν ένα έργο το οποίο ουδείς προσπάθησε να μιμηθεί ως σήμερα χωρίς να αποτύχει οικτρά, αποδεικνύοντας, πολύ απλά, ότι η μοναδικότητα δεν επαναλαμβάνεται.
Λοιπόν; Δεν υπάρχει κανένας δρόμος διάσωσης της επικοινωνίας μας με τον Οδυσσέα; Πολλοί, αλλά η πλέον ενδεδειγμένη ίσως λύση είναι να αποτινάξουμε όλες τις ακαδημαϊκές και κριτικές ερμηνείες που έχουν επικαλύψει με το δυσβάστακτο εκτόπισμά τους το λογοτεχνικό κείμενο, δοκιμάζοντας να κολυμπήσουμε χωρίς βοήθεια σε βαθιά νερά. Και το κολύμπι στα βαθιά νερά δεν χρειάζεται να ξεκινήσει από τον θηριώδη φιλολογικό εξοπλισμό του έργου, που βάζει στα αίματα ακαδημαϊκούς και κριτικούς. Οι πρώτες απλωτές μπορεί να γίνουν με τη συνδρομή του αμεσότερου στοιχείου του Οδυσσέα, που δεν είναι άλλο από τον γαιώδη και γεμάτο συναισθήματα χαρακτήρα του Leopold Bloom. Ζώντας με πλήρη ένταση την κάθε στιγμή του, ο πρωταγωνιστής του Τζόις θα κατορθώσει στο διάστημα ενός εικοσιτετραώρου (αυτός είναι όλος κι όλος ο μυθιστορηματικός χρόνος του πολυσέλιδου, σχεδόν αχανούς Οδυσσέα) να κάνει τα πάντα: θα ετοιμάσει πρωινό για τη γυναίκα του, θα ταΐσει τη γάτα του, θα θρηνήσει τον θάνατο του γιού του, θα κοιτάξει αισθησιακές γυναίκες στον δρόμο, θα ακούσει τις περιπέτειες και τις ιστορίες των άλλων στο μπαρ, χωρίς ποτέ να λάβει μέρος ο ίδιος σε οτιδήποτε, θα δεχτεί με σπάνια σοφία την απιστία της Molly Bloom και, το κυριότερο, θα μάθει στον Stephen Dedalus πως η μόρφωση και η παιδεία είναι εγκεφαλικά βαρίδια και πως η ζωή διεκδικεί την προτεραιότητα απέναντι σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό στοίχημα.
Δεν υπάρχει μυθιστόρημα στην παγκόσμια λογοτεχνία όπου να έχουμε ένα τόσο λεπτομερές πορτρέτο μιας πόλης, όπως είναι εδώ το Δουβλίνο, σε σημείο μάλιστα που ο Τζόυς να ισχυριστεί ότι, αν η πόλη είχε ολοσχερώς καταστραφεί, θα μπορούσε να ξαναχτιστεί πανομοιότυπη, «τούβλο-τούβλο», με βάση τον Οδυσσέα.
Στις 16 Ιουνίου του 1904 (η ημερομηνία που θα αποσπάσει ο συγγραφέας από τον βίο των ηρώων του, αλλά και η ημερομηνία της ετήσιας γιορτής των θαυμαστών του Τζόις από όλο τον κόσμο, η Bloomsday), ο Leopold Bloom θα χωρέσει ολόκληρο το σύμπαν σ' ένα βιβλίο. Οι περίπλοκες λογοτεχνικές γραφές, τα τοπικά γεγονότα σε συνάρτηση με την καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η ιστορία της φιλοσοφίας και των ιδεών, ο κέλτικος πολιτισμός, τα ακούραστα γλωσσικά παιχνίδια, η ανατομία του Δουβλίνου ανά τους αιώνες ή η αιώρηση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία (το σύνολο του περίτεχνου δικτύου που μετατρέπει τον Οδυσσέα σε απροσπέλαστο μυστικό) θα προσγειωθούν στην καθημερινότητα ενός κοινού και τετριμμένου ήρωα, ο οποίος τρέφεται από τους υλικούς, εντελώς χειροπιαστούς δεσμούς του με ό,τι τον περιβάλλει και τον συγκινεί, κόντρα στην ασήκωτη αρματωσιά του ομηρικού του προκατόχου. Κι αυτός είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσουμε να διαβάζουμε τον Οδυσσέα: από το φαγητό, το ποτό, το σεξ, το χιούμορ και τη χαρά που βγαίνει από το σκοτάδι (ο Leopold Bloom είναι ένας ακραιφνής υπερασπιστής της ευζωίας) προς την ανοιχτή και επικίνδυνη θάλασσα της υψηλής τέχνης (ο Stephen Dedalus είναι ένας αποσυνάγωγος του κόσμου). Αλλά έτσι δεν αρχίζει να ξετυλίγεται η μαγεία μιας καινούργιας και πέρα για πέρα απρόβλεπτης Οδύσσειας;
Επιτομή του μοντερνισμού
Ο Οδυσσέας συνιστά, μαζί με την Ερημη χώρα του Ελιοτ, η οποία κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, την επιτομή του υψηλού μοντερνισμού. Αντιλαμβάνεται κανείς τη γοητεία που άσκησε (και τις αμέτρητες μελέτες που προκάλεσε), αφού, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ελιοτ, ο Τζόυς «κατεδάφισε» όλες τις εκδοχές του ύφους που μας παρέδωσε ο 19ος αιώνας. Ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση ο χρόνος, αντί να φθείρει αυτό το αριστούργημα, του πρόσθεσε νέες αποχρώσεις - για να μην αναφερθούμε στον πόλεμο που εξακολουθεί να μαίνεται ανάμεσα σε ειδικούς και μη για το ποιο θα πρέπει να είναι το τελικό (οριστικό) κείμενο, τι λάθη παρεισέφρησαν στη μία ή στην άλλη έκδοσή του, ποιες «διορθώσεις» λαθών ήταν λανθασμένες και ποια από τις άπειρες μεταφράσεις του βρίσκεται πλησιέστερα στο πρωτότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι στον κατάλογο των 100 σημαντικότερων μυθιστορημάτων της Modern Library (του εκδοτικού κολοσσού Random House) ο Οδυσσέας κατέχει την πρώτη θέση. Στον Τζόυς και ειδικότερα στον Οδυσσέα οφείλεται ο όρος stream of consciousness, ο οποίος μεταφέρθηκε στη χώρα μας ως εσωτερικός μονόλογος (μάλλον από τον Βαλερί Λαρμπό που μετέφρασε τμήμα του μυθιστορήματος στα γαλλικά και επιμελήθηκε το κείμενο συνολικά).
Ο Οδυσσέας συνιστά, μαζί με την Ερημη χώρα του Ελιοτ, η οποία κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, την επιτομή του υψηλού μοντερνισμού. Αντιλαμβάνεται κανείς τη γοητεία που άσκησε (και τις αμέτρητες μελέτες που προκάλεσε), αφού, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ελιοτ, ο Τζόυς «κατεδάφισε» όλες τις εκδοχές του ύφους που μας παρέδωσε ο 19ος αιώνας. Ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση ο χρόνος, αντί να φθείρει αυτό το αριστούργημα, του πρόσθεσε νέες αποχρώσεις - για να μην αναφερθούμε στον πόλεμο που εξακολουθεί να μαίνεται ανάμεσα σε ειδικούς και μη για το ποιο θα πρέπει να είναι το τελικό (οριστικό) κείμενο, τι λάθη παρεισέφρησαν στη μία ή στην άλλη έκδοσή του, ποιες «διορθώσεις» λαθών ήταν λανθασμένες και ποια από τις άπειρες μεταφράσεις του βρίσκεται πλησιέστερα στο πρωτότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι στον κατάλογο των 100 σημαντικότερων μυθιστορημάτων της Modern Library (του εκδοτικού κολοσσού Random House) ο Οδυσσέας κατέχει την πρώτη θέση. Στον Τζόυς και ειδικότερα στον Οδυσσέα οφείλεται ο όρος stream of consciousness, ο οποίος μεταφέρθηκε στη χώρα μας ως εσωτερικός μονόλογος (μάλλον από τον Βαλερί Λαρμπό που μετέφρασε τμήμα του μυθιστορήματος στα γαλλικά και επιμελήθηκε το κείμενο συνολικά).