Η σχεδόν μεταφυσική λατρεία γύρω από το πρόσωπο του Μαρξ τού έχει αποστερήσει κατά κάποιο τρόπο την ανθρώπινη διάστασή του. Έχοντας παγιώσει την ιστορική του εικόνα, δύσκολα μπορεί να «βολευτεί» στο ένδυμα της καθημερινότητας, έτσι ώστε η εκδοχή του Μαρξ ως αντικείμενο του πόθου να φαντάζει σχεδόν βέβηλη… Κι όμως, ο ερωτευμένος Μαρξ, ο Μαρξ της οικογένειας, των φίλων, του καθημερινού βίου, της περιπέτειας, των αγώνων, των απίστευτων δυσκολιών, είναι αυτός που ζωντανεύει μέσα από τις συγκλονιστικά αποκαλυπτικές επιστολές της γλυκιάς του «γαϊδουρίτσας», όπως περιπαιχτικά αποκαλούσε τη λατρεμένη του σύζυγο Τζένη.
“Τζένη! Αν μπορούσα να βροντοφωνάξω
Αν ήξερα όλες τις γλώσσες
Με γραμμένα φωτεινά αστραποβόλα λόγια
Σ’όλο το διάστημα θα ΄θελα να τραγουδήσω
την αγάπη μου για σένα για να σε θυμάται αιώνια ο κόσμος!
Η βαρόνη Τζένη φον Βεστφάλεν, με ρίζες στην υψηλή αριστοκρατία και ο, τέσσερα χρόνια μικρότερός της, σχεδόν άπορος νεαρός φοιτητής Καρλ Μαρξ, γνωρίζονταν από παιδιά. Η ιστορία τους όμως δεν ήταν ένα ρομαντικό παραμύθι. Οι δυό τους υπέφεραν, εξορίστηκαν, δοκιμάστηκαν σκληρά από τη φτώχεια, τις στερήσεις και το «κυνηγητό», χωρίς ποτέ να χάσει η Τζένη το χιούμορ της και την εμπιστοσύνη της στον Καρλ Μαρξ, αλλά και στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Η αδιάλειπτη στήριξή της στο πλευρό του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του έργου του. Τα σημαντικότερα άρθρα και συγγράμματα του Μαρξ, όπως το «Κεφάλαιο», το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», κ.ά. πέρασαν από τα χέρια της, αφού είχε αναλάβει να καθαρογράφει και να δακτυλογραφεί τα δυσανάγνωστα χειρόγραφα του συζύγου της.«Δεν υπήρξαν ποτέ δύο άνθρωποι -και οι δύο το ίδιο υπέροχοι- που να ταιριάζουν τόσο και να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο» -έγραψε αργότερα η μικρότερη κόρη του Μαρξ, Ελεονώρα. Η αξιοπρέπεια και οι τρόποι της είχαν πάνω σε όλους, όσους την γνώριζαν, μια μαγική επίδραση. Ηταν συγχρόνως μητέρα, φίλη, ερωμένη, έμπιστη και σύμβουλος. Μια όμορφη, δυναμική και θαρραλέα γυναίκα σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή.
Αν ήξερα όλες τις γλώσσες
Με γραμμένα φωτεινά αστραποβόλα λόγια
Σ’όλο το διάστημα θα ΄θελα να τραγουδήσω
την αγάπη μου για σένα για να σε θυμάται αιώνια ο κόσμος!
Η βαρόνη Τζένη φον Βεστφάλεν, με ρίζες στην υψηλή αριστοκρατία και ο, τέσσερα χρόνια μικρότερός της, σχεδόν άπορος νεαρός φοιτητής Καρλ Μαρξ, γνωρίζονταν από παιδιά. Η ιστορία τους όμως δεν ήταν ένα ρομαντικό παραμύθι. Οι δυό τους υπέφεραν, εξορίστηκαν, δοκιμάστηκαν σκληρά από τη φτώχεια, τις στερήσεις και το «κυνηγητό», χωρίς ποτέ να χάσει η Τζένη το χιούμορ της και την εμπιστοσύνη της στον Καρλ Μαρξ, αλλά και στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Η αδιάλειπτη στήριξή της στο πλευρό του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του έργου του. Τα σημαντικότερα άρθρα και συγγράμματα του Μαρξ, όπως το «Κεφάλαιο», το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», κ.ά. πέρασαν από τα χέρια της, αφού είχε αναλάβει να καθαρογράφει και να δακτυλογραφεί τα δυσανάγνωστα χειρόγραφα του συζύγου της.«Δεν υπήρξαν ποτέ δύο άνθρωποι -και οι δύο το ίδιο υπέροχοι- που να ταιριάζουν τόσο και να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο» -έγραψε αργότερα η μικρότερη κόρη του Μαρξ, Ελεονώρα. Η αξιοπρέπεια και οι τρόποι της είχαν πάνω σε όλους, όσους την γνώριζαν, μια μαγική επίδραση. Ηταν συγχρόνως μητέρα, φίλη, ερωμένη, έμπιστη και σύμβουλος. Μια όμορφη, δυναμική και θαρραλέα γυναίκα σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή.
Το άριστα αναπτυγμένο κι εύστροφο πνεύμα και η φλογερή καρδιά της Τζένης τη βοήθησαν να εκτιμήσει τον πλούτο της ψυχής του αγαπημένου της, τη μεγάλη δύναμη της θέλησής του, την ικανότητα για βαθιά αισθήματα, τη δίψα της μάχης για υψηλά ιδανικά. Αυτό έτρεφε την ασυνήθιστη αγάπη της Τζένης για τον Καρλ. Και η αγάπη της έδινε δυνάμεις.
«Τζένη, άσε τις σφαίρες του ουρανού να κυλάνε,
Για μένα είσαι ήλιος και λάμψη αστεριών
Οι εχθρικοί κόσμοι μουγκρίζουν μπροστά μου
Θα τους νικήσω Τζένη, αν μείνεις δικιά μου…»
(Απόσπασμα από το ποίημα του Κ. Μαρξ «Η σκέψη»)
Η βαρόνη Ιωάννα Βέρθα Ιουλία Τζένη φον Βεστφάλεν ήταν ένα «άνθος» με ρίζες στην πρωσική και την σκοτσέζικη αριστοκρατία. Και τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του. Εκείνη και ο Καρλ γνωρίζονταν από παιδιά -η Σόφι, η αδελφή του Καρλ, σχεδόν συνομήλική της Τζένης, ήταν η καλύτερή της φίλη. Και ο Καρλ, ως έφηβος, είχε πολύ καλές σχέσεις με τον πατέρα της, Λουδοβίκο φον Βεστφάλεν, ο οποίος υπήρξε για κείνον ένα είδος μέντορα -συνήθιζαν να κάνουν μαζί μεγάλους περιπάτους και να μιλούν για πολιτική ή να παραθέτουν και να αναλύουν με τις ώρες αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Γκέτε και τον Σέξπιρ. Τον Οκτώβριο του 1835, μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, ο νεαρός Καρλ Μαρξ έφυγε για την Βόννη, για σπουδές Νομικής, στο Πανεπιστήμιο. Παραδόξως βρήκε τα νομικά βιβλία μάλλον πληκτικά -προτιμούσε να περνάει τον καιρό του, διαβάζοντας ιστορία, πολιτική, φιλοσοφία ή γλεντώντας στις μπιραρίες, ως μέλος της Λέσχης της Ταβέρνας ή της Λέσχης των ποιητών. Σε αντιστάθμισμα για κείνο το χαμένο χρόνο, επιστρέφοντας στο Τρίερ, το καλοκαίρι του 1836 κέρδισε μια σπουδαία νίκη: ζήτησε την Τζένη σε γάμο και κείνη δέχτηκε. Η ίδια η Τζένη ήταν έξυπνη, εγγράμματη, με υψηλή μόρφωση κι αγάπη για τη λογοτεχνία -ιδίως για τους Γερμανούς ρομαντικούς. Στον Καρλ, παρατηρούν οι βιογράφοι της, ίσως να ερωτεύτηκε τα ίδια, οικεία χαρακτηριστικά, που είχαν οι αγαπημένοι της ήρωες του Γκέτε και του Σίλερ: το ανήσυχο, ζωηρό πνεύμα που κονιορτοποιεί τις συμβάσεις. Την τραγικότητα και το πάθος του επαναστάτη ιδεαλιστή που εναντιώνεται σε μια σκληρή εξουσία. Όσο για κείνον, ήταν ξετρελαμένος με "το πιο όμορφο κορίτσι του Τρίερ".
Για μένα είσαι ήλιος και λάμψη αστεριών
Οι εχθρικοί κόσμοι μουγκρίζουν μπροστά μου
Θα τους νικήσω Τζένη, αν μείνεις δικιά μου…»
(Απόσπασμα από το ποίημα του Κ. Μαρξ «Η σκέψη»)
Η βαρόνη Ιωάννα Βέρθα Ιουλία Τζένη φον Βεστφάλεν ήταν ένα «άνθος» με ρίζες στην πρωσική και την σκοτσέζικη αριστοκρατία. Και τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του. Εκείνη και ο Καρλ γνωρίζονταν από παιδιά -η Σόφι, η αδελφή του Καρλ, σχεδόν συνομήλική της Τζένης, ήταν η καλύτερή της φίλη. Και ο Καρλ, ως έφηβος, είχε πολύ καλές σχέσεις με τον πατέρα της, Λουδοβίκο φον Βεστφάλεν, ο οποίος υπήρξε για κείνον ένα είδος μέντορα -συνήθιζαν να κάνουν μαζί μεγάλους περιπάτους και να μιλούν για πολιτική ή να παραθέτουν και να αναλύουν με τις ώρες αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Γκέτε και τον Σέξπιρ. Τον Οκτώβριο του 1835, μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, ο νεαρός Καρλ Μαρξ έφυγε για την Βόννη, για σπουδές Νομικής, στο Πανεπιστήμιο. Παραδόξως βρήκε τα νομικά βιβλία μάλλον πληκτικά -προτιμούσε να περνάει τον καιρό του, διαβάζοντας ιστορία, πολιτική, φιλοσοφία ή γλεντώντας στις μπιραρίες, ως μέλος της Λέσχης της Ταβέρνας ή της Λέσχης των ποιητών. Σε αντιστάθμισμα για κείνο το χαμένο χρόνο, επιστρέφοντας στο Τρίερ, το καλοκαίρι του 1836 κέρδισε μια σπουδαία νίκη: ζήτησε την Τζένη σε γάμο και κείνη δέχτηκε. Η ίδια η Τζένη ήταν έξυπνη, εγγράμματη, με υψηλή μόρφωση κι αγάπη για τη λογοτεχνία -ιδίως για τους Γερμανούς ρομαντικούς. Στον Καρλ, παρατηρούν οι βιογράφοι της, ίσως να ερωτεύτηκε τα ίδια, οικεία χαρακτηριστικά, που είχαν οι αγαπημένοι της ήρωες του Γκέτε και του Σίλερ: το ανήσυχο, ζωηρό πνεύμα που κονιορτοποιεί τις συμβάσεις. Την τραγικότητα και το πάθος του επαναστάτη ιδεαλιστή που εναντιώνεται σε μια σκληρή εξουσία. Όσο για κείνον, ήταν ξετρελαμένος με "το πιο όμορφο κορίτσι του Τρίερ".
«[…] φανταζόμουν ότι είχες χάσει το δεξί σου χέρι και, Καρλ, βρισκόμουν σε κατάσταση έξαψης και ευδαιμονίας γι’ αυτό. Βλέπεις, θησαυρέ μου, σκεφτόμουν ότι έτσι θα σου ήμουν πλέον απολύτως απαραίτητη, ότι θα με κρατούσες παντοτινά κοντά σου και θα με λάτρευες. Και τότε θα κατέγραφα εγώ για λογαριασμό σου όλες αυτές τις λατρεμένες, ουράνιες ιδέες σου και θα σου ήμουν πραγματικά χρήσιμη».
«Της καρδιάς μου αγαπημένη:
Σου γράφω και πάλι, επειδή είμαι μόνος και γιατί πάντα με προβληματίζει να έχω διάλογο μαζί σου στο κεφάλι μου, χωρίς να γνωρίζεις τίποτα γι `αυτό ή να έχεις ακούσει γι’ αυτό ή να είσαι σε θέση να απαντήσεις…
Η στιγμιαία απουσία είναι κάτι καλό, επειδή στην σταθερή παρουσία τα πράγματα φαίνονται πάρα πολύ όμοια για να διαφοροποιούνται. Η εγγύτητα συρρικνώνει ακόμη και πύργους, ενώ η μικροαστικότητα και η κοινοτοπία, σε στενή άποψη, αυξάνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μικρές συνήθειες, οι οποίες μπορούν φυσικά να ερεθίσουν και να αποκτήσουν συναισθηματική μορφή, εξαφανίζονται όταν το άμεσο αντικείμενο απομακρύνεται από το μάτι. Μεγάλη πάθη, τα οποία λόγω της εγγύτητάς παίρνουν τη μορφή της μικροαστικής ρουτίνας, αναπτύσσονται και λαμβάνουν και πάλι τη φυσική τους διάσταση, λόγω της μαγείας της απόστασης. Έτσι είναι με την αγάπη μου. Θα πρέπει μόνο να σε αρπάξουν μακριά από μένα, ακόμη και σε ένα απλό όνειρο, για να ξέρω αμέσως πως ο χρόνος υπηρετεί μόνο, όπως είναι ο ήλιος και η βροχή για τα φυτά, την ανάπτυξη της. Τη στιγμή που είσαι απούσα, η αγάπη μου για σένα δείχνει να είναι αυτό που είναι, γιγαντιαία, στην οποία συνωστίζονται όλη η ενέργεια του πνεύματός μου και όλα τα χαρακτηριστικά της καρδιάς μου…Υπάρχουν πολλές γυναίκες στον κόσμο, και μερικές από αυτές είναι όμορφες. Αλλά πού μπορώ να βρω και πάλι ένα πρόσωπο, του οποίου το κάθε χαρακτηριστικό, ακόμα και η κάθε ρυτίδα, να είναι μια υπενθύμιση από τις μεγαλύτερες και πιο γλυκές αναμνήσεις της ζωής μου; Ακόμη και τους ατελείωτους πόνους μου, τις αναντικατάστατες απώλειες μου, τις διαβάζω στη γλυκιά σου έκφραση, και μ’ ένα φιλί διώχνω μακριά τον πόνο, όταν φιλώ γλυκά το πρόσωπό σου… Αντίο, καρδιά μου γλυκιά. Φιλώ εσένα και τα παιδιά πολλές χιλιάδες φορές.
Δικός σου, Karl»
Ο Καρλ ήξερε πως οι Πρώσοι αριστοκράτες συγγενείς της αγαπημένης του δεν θα συναινούσαν εύκολα στο γάμο της με έναν μικρότερο, Εβραίο, σχεδόν άπορο νεαρό φοιτητή. Γι’αυτό κράτησαν τον αρραβώνα τους κρυφό -οι μόνοι που το γνώριζαν, εκτός από τους ίδιους ήταν οι πατεράδες τους και η Σόφι Μαρξ. Ο Λούντβιχ φον Βεστφάλεν υποστήριζε το ζευγάρι, με τον όρο πως ο γάμος τους θα γινόταν μόνο όταν ο Καρλ τελείωνε το πανεπιστήμιο. Όσο για τον Χάινριχ Μαρξ ήταν ταυτόχρονα ενοχλημένος αλλά και υπερήφανος για το «κατόρθωμα» του γιου του. Τον ανησυχούσε ο «ρευστός», ευφάνταστος, χαρακτήρας του Καρλ, το νεαρό της ηλικίας του, η διαφορά της κοινωνικής θέσης των δύο οικογενειών. Γοητευμένος, ωστόσο, από την ομορφιά και την φλογερή, αφοσιωμένη καρδιά της Τζένης, φρόντιζε να της διαβιβάζει, στα κρυφά, τα γράμματα που του έστελνε ο Καρλ, από το Βερολίνο, όπου συνέχιζε τις σπουδές του στο σοβαρό Humboldt Universitat. Ταυτόχρονα ταχυδρομούσε στον γιο του τα νέα της αρραβωνιαστικιάς του, θυμίζοντάς του πως έπρεπε να είναι αντάξιος «αυτής της θαυμάσιας κοπέλας». «Η θυσία που κάνει για σένα είναι ανυπολόγιστη. Αλίμονο αν το ξεχνούσες ποτέ. Πρέπει τώρα να δείξεις πως είσαι ένας άντρας που αξίζει τον σεβασμό του κόσμου». Ο περίεργος, μυστικός, καθ΄όλα αστικός, αρραβώνας του Καρλ και της Τζένης κράτησε επτά χρόνια -χρόνια μέσα στα οποία ο νεαρός Μαρξ (μαζί με όλες τις άλλες ασχολίες, σπουδές και μελέτες του) πρόλαβε να απευθύνει στην μέλλουσα σύζυγό του τέσσερις (!) τόμους με ερωτικά ποιήματα. Χιλιάδες μελιστάλαχτους στίχους, αφιερωμένους σε Εκείνη
Σου γράφω και πάλι, επειδή είμαι μόνος και γιατί πάντα με προβληματίζει να έχω διάλογο μαζί σου στο κεφάλι μου, χωρίς να γνωρίζεις τίποτα γι `αυτό ή να έχεις ακούσει γι’ αυτό ή να είσαι σε θέση να απαντήσεις…
Η στιγμιαία απουσία είναι κάτι καλό, επειδή στην σταθερή παρουσία τα πράγματα φαίνονται πάρα πολύ όμοια για να διαφοροποιούνται. Η εγγύτητα συρρικνώνει ακόμη και πύργους, ενώ η μικροαστικότητα και η κοινοτοπία, σε στενή άποψη, αυξάνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μικρές συνήθειες, οι οποίες μπορούν φυσικά να ερεθίσουν και να αποκτήσουν συναισθηματική μορφή, εξαφανίζονται όταν το άμεσο αντικείμενο απομακρύνεται από το μάτι. Μεγάλη πάθη, τα οποία λόγω της εγγύτητάς παίρνουν τη μορφή της μικροαστικής ρουτίνας, αναπτύσσονται και λαμβάνουν και πάλι τη φυσική τους διάσταση, λόγω της μαγείας της απόστασης. Έτσι είναι με την αγάπη μου. Θα πρέπει μόνο να σε αρπάξουν μακριά από μένα, ακόμη και σε ένα απλό όνειρο, για να ξέρω αμέσως πως ο χρόνος υπηρετεί μόνο, όπως είναι ο ήλιος και η βροχή για τα φυτά, την ανάπτυξη της. Τη στιγμή που είσαι απούσα, η αγάπη μου για σένα δείχνει να είναι αυτό που είναι, γιγαντιαία, στην οποία συνωστίζονται όλη η ενέργεια του πνεύματός μου και όλα τα χαρακτηριστικά της καρδιάς μου…Υπάρχουν πολλές γυναίκες στον κόσμο, και μερικές από αυτές είναι όμορφες. Αλλά πού μπορώ να βρω και πάλι ένα πρόσωπο, του οποίου το κάθε χαρακτηριστικό, ακόμα και η κάθε ρυτίδα, να είναι μια υπενθύμιση από τις μεγαλύτερες και πιο γλυκές αναμνήσεις της ζωής μου; Ακόμη και τους ατελείωτους πόνους μου, τις αναντικατάστατες απώλειες μου, τις διαβάζω στη γλυκιά σου έκφραση, και μ’ ένα φιλί διώχνω μακριά τον πόνο, όταν φιλώ γλυκά το πρόσωπό σου… Αντίο, καρδιά μου γλυκιά. Φιλώ εσένα και τα παιδιά πολλές χιλιάδες φορές.
Δικός σου, Karl»
Ο Καρλ ήξερε πως οι Πρώσοι αριστοκράτες συγγενείς της αγαπημένης του δεν θα συναινούσαν εύκολα στο γάμο της με έναν μικρότερο, Εβραίο, σχεδόν άπορο νεαρό φοιτητή. Γι’αυτό κράτησαν τον αρραβώνα τους κρυφό -οι μόνοι που το γνώριζαν, εκτός από τους ίδιους ήταν οι πατεράδες τους και η Σόφι Μαρξ. Ο Λούντβιχ φον Βεστφάλεν υποστήριζε το ζευγάρι, με τον όρο πως ο γάμος τους θα γινόταν μόνο όταν ο Καρλ τελείωνε το πανεπιστήμιο. Όσο για τον Χάινριχ Μαρξ ήταν ταυτόχρονα ενοχλημένος αλλά και υπερήφανος για το «κατόρθωμα» του γιου του. Τον ανησυχούσε ο «ρευστός», ευφάνταστος, χαρακτήρας του Καρλ, το νεαρό της ηλικίας του, η διαφορά της κοινωνικής θέσης των δύο οικογενειών. Γοητευμένος, ωστόσο, από την ομορφιά και την φλογερή, αφοσιωμένη καρδιά της Τζένης, φρόντιζε να της διαβιβάζει, στα κρυφά, τα γράμματα που του έστελνε ο Καρλ, από το Βερολίνο, όπου συνέχιζε τις σπουδές του στο σοβαρό Humboldt Universitat. Ταυτόχρονα ταχυδρομούσε στον γιο του τα νέα της αρραβωνιαστικιάς του, θυμίζοντάς του πως έπρεπε να είναι αντάξιος «αυτής της θαυμάσιας κοπέλας». «Η θυσία που κάνει για σένα είναι ανυπολόγιστη. Αλίμονο αν το ξεχνούσες ποτέ. Πρέπει τώρα να δείξεις πως είσαι ένας άντρας που αξίζει τον σεβασμό του κόσμου». Ο περίεργος, μυστικός, καθ΄όλα αστικός, αρραβώνας του Καρλ και της Τζένης κράτησε επτά χρόνια -χρόνια μέσα στα οποία ο νεαρός Μαρξ (μαζί με όλες τις άλλες ασχολίες, σπουδές και μελέτες του) πρόλαβε να απευθύνει στην μέλλουσα σύζυγό του τέσσερις (!) τόμους με ερωτικά ποιήματα. Χιλιάδες μελιστάλαχτους στίχους, αφιερωμένους σε Εκείνη
Στην Τζένη
Ι
Τζένη, γελώντας θα μπορούσες να ρωτήσεις,
γιατί “Στην Τζένη” απευθύνω τα τραγούδια μου,
Όταν για σένα μόνον ο σφυγμός χτυπάει πιο γρήγορα,
Όταν για σένα το τραγούδι μου ηχεί μ’απελπισία,
Κι όταν εσύ μονάχα με εμπνέεις,
Όταν σε κάθε λέξη βρίσκω τ’όνομά σου,
Όταν χαρίζεις μελωδία σε κάθε ήχο,
Κι όταν η κάθε ανάσα σου είναι θεϊκή,
Γλυκά τ’ωραίο σου όνομα ηχεί
Και ο ρυθμός του πάλι μου μιλάει
Κι ο πλούσιός του ήχος είναι μουσική,
Σαν τις δονήσεις των πνευμάτων στο σκοτάδι
Και σαν την αρμονία κάποιας χρυσής χορδής,
Μιας ύπαρξης υπέροχης και μαγικής.
ΙΙ
Βλέπεις! Θα γέμιζα χιλιάδες τόμους,
Γράφοντας μονάχα τη λέξη Τζένη,
Βιβλία που θα φανέρωναν έναν κόσμο σκέψης,
Κατόρθωμα αιώνιας θελήσεως,
Στίχοι που τρυφερά καταπραϋνουν κάθε πόθο,
Κάθε λάμψη, κάθε αιθέρια αστραπή,
Κάθε πόνο, κάθε θλίψη κι αγωνία,
Αλλά και κάθε ουράνια ευτυχία,
Κάθε ζωή και κάθε ανθρώπινη Σοφία.
Μπορώ να τα διαβάσω στα αστέρια
Κι η αναπνοή του Ζέφυρου τα ξαναφέρνει,
Από τους άγριους κεραυνούς της καταιγίδας.
Ω! Στ’αλήθεια θα τα γράψω σαν ρεφραίν,
Ώστε οι γενιές που έρχονται να ξέρουν:
ΤΖΕΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ.
Ι
Τζένη, γελώντας θα μπορούσες να ρωτήσεις,
γιατί “Στην Τζένη” απευθύνω τα τραγούδια μου,
Όταν για σένα μόνον ο σφυγμός χτυπάει πιο γρήγορα,
Όταν για σένα το τραγούδι μου ηχεί μ’απελπισία,
Κι όταν εσύ μονάχα με εμπνέεις,
Όταν σε κάθε λέξη βρίσκω τ’όνομά σου,
Όταν χαρίζεις μελωδία σε κάθε ήχο,
Κι όταν η κάθε ανάσα σου είναι θεϊκή,
Γλυκά τ’ωραίο σου όνομα ηχεί
Και ο ρυθμός του πάλι μου μιλάει
Κι ο πλούσιός του ήχος είναι μουσική,
Σαν τις δονήσεις των πνευμάτων στο σκοτάδι
Και σαν την αρμονία κάποιας χρυσής χορδής,
Μιας ύπαρξης υπέροχης και μαγικής.
ΙΙ
Βλέπεις! Θα γέμιζα χιλιάδες τόμους,
Γράφοντας μονάχα τη λέξη Τζένη,
Βιβλία που θα φανέρωναν έναν κόσμο σκέψης,
Κατόρθωμα αιώνιας θελήσεως,
Στίχοι που τρυφερά καταπραϋνουν κάθε πόθο,
Κάθε λάμψη, κάθε αιθέρια αστραπή,
Κάθε πόνο, κάθε θλίψη κι αγωνία,
Αλλά και κάθε ουράνια ευτυχία,
Κάθε ζωή και κάθε ανθρώπινη Σοφία.
Μπορώ να τα διαβάσω στα αστέρια
Κι η αναπνοή του Ζέφυρου τα ξαναφέρνει,
Από τους άγριους κεραυνούς της καταιγίδας.
Ω! Στ’αλήθεια θα τα γράψω σαν ρεφραίν,
Ώστε οι γενιές που έρχονται να ξέρουν:
ΤΖΕΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ.
Η ερωτική ποίηση του Μαρξ -από την οποία μόνο 2-3 σελίδες είδαν το φως όσο ζούσε εκείνος- είναι ένα καθαρό δείγμα του γερμανικού ρομαντισμού: εύθραυστα στιχάκια «φτιαγμένα από σεληνόφως» και ευωδιαστούς κήπους, Από μουσική και πυρετικές λάμψεις, μελαγχολία και όνειρα. Από πάθος, παραφορά, και συναισθηματική υπερβολή. Τόση, που, ενίοτε, φέρνει και την ίδια την Τζένη σε αμηχανία: «Ω Καρλ, αυτό που με κάνει δυστυχισμένη», του γράφει τον Δεκέμβριο του 1839, «είναι το γεγονός ότι το καθετί που θα μπορούσε να χαρίσει σε οποιοδήποτε άλλο κορίτσι αφάνταστη απόλαυση -η ωραία, αισθαντική και γεμάτη πάθος αγάπη σου, τα απερίγραπτης ομορφιάς πράγματα που λες σχετικά μ’αυτήν, οι εμπνευσμένες δημιουργίες της φαντασίας σου- όλα αυτά μου προκαλούν μονάχα αγωνία και με οδηγούν στην απόγνωση. Όσο περισσότερο προσπαθώ να δοθώ στην ευτυχία, τόσο περισσότερο φοβάμαι ότι η φλογερή σου αγάπη θα τελειώσει, και ότι εσύ θα γίνεις ψυχρός και απόμακρος».Το 1881 και η ίδια η Τζένη αρρώστησε. Οι γιατροί διέγνωσαν δυσπεψία. Στην πραγματικότητα, υπέφερε από καρκίνο στο συκώτι -πονούσε πολύ και κανένα από τα φάρμακα που της έδιναν δεν την ανακούφιζε Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί -ο Καρλ Μαρξ είναι ολότελα δοσμένος σε κείνη. Όσο για την ποίησή του (μια ποίηση «μέτρια από τεχνική άποψη», όπως σημειώνει ο Ευγένιος Αρανίτσης, στην εισαγωγή του βιβλίου «Καρλ Μαρξ – Ερωτικά ποιήματα», «στομφώδης, λιγάκι ανόητη και απόλυτα ειλικρινής») σίγουρα, δεν διεκδικεί τις δάφνες του Μπάιρον -αλλά και γιατί θα ‘πρεπε να το κάνει; Στο τέλος, τέλος, το σημαντικό σ’αυτή δεν είναι αν είναι καλή ή κακή ή μέτρια, αλλά πως είναι ποίηση του Καρλ Μαρξ. Εν ολίγοις, πως γράφτηκε «από το σίγουρο χέρι του ανθρώπου που μερικά χρόνια αργότερα επιχείρησε να πείσει τους Γερμανούς εργάτες πως το σύμπαν αποτελεί ένα μυστηριώδες οικονομικό παιχνίδι». Το ότι ο Μαρξ φιλόσοφος και ο Μαρξ ποιητής είναι το ίδιο πρόσωπο αποτελεί, σαφώς, μια ενδιαφέρουσα παραδοξότητα για τον ιστορικό του μέλλοντος. Ή για οποιονδήποτε άλλον θα επιχειρήσει να «αναγνωρίσει» τον επαναστάτη διανοητή, στους λυρικούς στοχασμούς του ερωτευμένου, που ατενίζει στο πρόσωπο της εκλεκτής του, ολόκληρο το Σύμπαν…
«Τζένη, αν θέλεις ρώτησε γιατί μιλούν οι λέξεις μου
Και ποιο είναι το κρυμμένο νόημά τους.
Μα είναι άσκοπο να πούμε οτιδήποτε
Μάταιο θα ΄τανε και να το προσπαθήσουμε.
Κοίτα τα μάτια σου, τα τόσο φωτεινά,
Βαθύτερα και από τον πιο βαθύ καθρέφτη τ’Ουρανού
Πιο καθαρά απ’το φως που εκπέμπει ο ήλιος
Και τότε την απάντηση θα βρεις.
Τόλμα να ζήσεις τη ζωή και να απολαύσεις.
Δοκίμασε να πιέσεις το λευκό σου χέρι –
Μόνη σου, εσύ θα πάρεις την απάντηση,
Τον μακρινό Παράδεισό μου θα γνωρίσεις.
Α! Κάθε που τα χείλη σου ανοίγουν
Για να μου πουν μια λέξη τρυφερή,
Τότε βυθίζομαι σε τρέλα εκστατική
Κι ύστερα, χάνομαι χωρίς ελπίδα.»
(Απόσπασμα από το ποίημα του Κ.Μαρξ «Ο κόσμος μου»)
Και ποιο είναι το κρυμμένο νόημά τους.
Μα είναι άσκοπο να πούμε οτιδήποτε
Μάταιο θα ΄τανε και να το προσπαθήσουμε.
Κοίτα τα μάτια σου, τα τόσο φωτεινά,
Βαθύτερα και από τον πιο βαθύ καθρέφτη τ’Ουρανού
Πιο καθαρά απ’το φως που εκπέμπει ο ήλιος
Και τότε την απάντηση θα βρεις.
Τόλμα να ζήσεις τη ζωή και να απολαύσεις.
Δοκίμασε να πιέσεις το λευκό σου χέρι –
Μόνη σου, εσύ θα πάρεις την απάντηση,
Τον μακρινό Παράδεισό μου θα γνωρίσεις.
Α! Κάθε που τα χείλη σου ανοίγουν
Για να μου πουν μια λέξη τρυφερή,
Τότε βυθίζομαι σε τρέλα εκστατική
Κι ύστερα, χάνομαι χωρίς ελπίδα.»
(Απόσπασμα από το ποίημα του Κ.Μαρξ «Ο κόσμος μου»)
Ο Καρλ Μαρξ και η Τζένη φον Βεστφάλεν, παντρεύτηκαν εν τέλει, στις 19 Ιουνίου 1843 -εκείνος ήταν μόλις 25 χρονών, εκείνη 29. Η αριστοκράτισσα καλλονή υπέφερε, εξορίστηκε, δοκιμάστηκε σκληρά από την ανέχεια, χωρίς ποτέ να χάσει το καλοπροαίρετο χιούμορ της και την εμπιστοσύνη της στον Καρλ Μαρξ και στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Η αδιάλειπτη στήριξή της και η στράτευση στο πλευρό του έπαιξε ίσως τον σημαντικότερο ρόλο στην ολοκλήρωση του έργου του -άλλωστε τα σημαντικότερα άρθρα και συγγράμματα του Μαρξ, το «Κεφάλαιο», το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», πέρασαν από τα χέρια της, αφού είχε αναλάβει να καθαρογράφει και να δακτυλογραφεί -περίπου ως άτυπη γραμματέας- τα δυσανάγνωστα χειρόγραφα του άντρα της. «Δεν θα ‘ναι υπερβολή», θα έγραφε αργότερα η μικρότερη κόρη του Μαρξ, Ελεονώρα, (σ.σ. ολόκληρο το όνομά της ήταν Τζένη – Ελεονώρα, αφού και οι τέσσερις κόρες του Μαρξ, είχαν πάρει και το όνομα της μητέρα τους, προς τιμήν της… ) αν πω ότι χωρίς τη Τζένη φον Βεστφάλεν ο Καρλ Μαρξ δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ αυτός που έγινε. Δεν υπήρξαν ποτέ δυο άνθρωποι-και οι δυο το ίδιο υπέροχοι-που να ταιριάζουν τόσο και να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο.» Το μόνο που κατάφερε να κλονίσει το μαχητικό πνεύμα της Τζένης ήταν ο χαμός των παιδιών της: μόνο 3 από τα 7 παιδιά που απέκτησαν οι Μαρξ έζησαν ως την ενηλικίως, Τα άλλα 4, δυστυχώς, χάθηκαν είτε από ασθένειες είτε εξαιτίας των θλιβερών συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας. Το 1881 και η ίδια η Τζένη αρρώστησε. Οι γιατροί διέγνωσαν δυσπεψία. Στην πραγματικότητα, υπέφερε από καρκίνο στο συκώτι -πονούσε πολύ και κανένα από τα φάρμακα που της έδιναν δεν την ανακούφιζε. Την ίδια περίοδο, ο Καρλ ήταν επίσης καθηλωμένος στο κρεβάτι, σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού, με βαριά γρίπη. Στις 2 Δεκεμβρίου 1881, όταν η Τζένη ένιωσε πως ο θάνατος ήταν κοντά, του φώναξε: «Κάρλ, οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν». Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια. Ο "θάνατός της σκότωσε κάθε κίνητρο ζωής για κείνον", θα έγραφε ο Ένγκελς. Ο Καρλ Μαρξ, πέθανε ενάμισι χρόνο αργότερα, στις 14 Μαρτίου 1883, στο Λονδίνο, απογοητευμένος, χωρίς καμιά αναγνώριση ή ένδειξη πως το έργο του, θα άλλαζε κάποτε την Ιστορία. Η Τζένη και ο Καρλ Μαρξ τάφηκαν μαζί, στο νεκροταφείο του Χαϊγκέιτ στο βόρειο Λονδίνο.