Ενα από τα πιο καυστικά σχόλια του Hollywood πάνω στον ίδιο του το μύθο. O μίτος της «Λεωφόρου της Δύσης», ξετυλίγεται από ένα νεκρό που επιπλέει σε μια πισίνα του Μπέβερλι Χίλς. Μελόδραμα και φιλμ νουάρ ενώνουν τις δυνάμεις τους κάτω από την μπαγκέτα ενός από τους πιο ευρηματικούς «μαέστρους» του Hollywood («Σαμπρίνα», «Μάρτυρας Κατηγορίας», «Μερικοί το προτιμούν καυτό»). Από τα πιο δυνατά χαρτιά της ταινίας, οι εξαιρετικές ερμηνείες αρχής γενομένης με αυτήν της Γκλόρια Σουάνσον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, του ηθοποιού και σκηνοθέτη Εριχ Φον Στρόχάϊμ στον ρόλο του υπηρέτη, ενώ εντύπωση προκαλούν και τα περάσματα των πολύ γνωστών για την εποχή, Σεσίλ ΝτεΜιλ και Μπάστερ Κίτον. Κορύφωση του δράματος της απόγνωσης ή της καλλιτεχνικής «ταπείνωσης», όπως την χαρακτήρισε ο Φίλιπ Ροθ, το ελεγειακό και παράλληλα μεγαλειώδες μέσα στον ολοκληρωτικό ξεπεσμό γκρο πλαν της Νόρμα, πριν πέσει η αυλαία.
Το όνομα του Billy Wilder έχει δίκαια συνδεθεί με την αστραφτερή περίοδο του κλασικού Hollywood. Η συνεργασία του με την Marilyn Monroe στα εμβληματικά για το είδος τους «Gentlemen prefer blondes» και «Seven year Itch» κάνουν σαφές το μέγεθος της συμβολής του σε αυτή την πολύ συγκεκριμένη κινηματογραφική εποχή. Ωστόσο, η εμμονή του Wilder με τον κόσμο του Hollywood -επί της οθόνης αλλά και εξωκινηματογραφικά- πρέπει να αναζητηθεί αρκετά χρόνια πριν τις πασίγνωστες συνεργασίες του με την θρυλική ξανθιά. Δωδέκατο, σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, στη λίστα με τις εκατό σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών, το «Sunset Boulevard» αποτελεί κάτι περισσότερο από ένα καλογραμμένο ερωτικό θρίλερ. Με φόντο την μεγαλύτερη βιομηχανία θεάματος των fifties και πλήρες αναφορών και αιχμηρών σχολίων, το έργο που πιο πρόσφατα μνημονεύτηκε από τον David Lynch ως βασική πηγή έμπνευσης για το δικό του «Mulholand Drive», μπορεί να εκτιμηθεί μονάχα ως ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο, δεδομένου ότι σπάνια μία κινηματογραφική ταινία πετυχαίνει να σαρκάσει με τόσο εύστοχο και απενοχοποιημένο τρόπο τα αμφιλεγόμενα σημεία του συστήματος στο οποίο η ίδια οφείλει τη δημιουργία της. Το παρατεταμένο εναρκτήριο travelling, μας μεταφέρει στο νούμερο 10086 της Sunset Boulevard. Στην πισίνα μίας εγκαταλελειμμένης βίλας, στην καρδιά του Hollywood, επιπλέει το πτώμα ενός άνδρα - του αφηγητή αυτής της ασυνήθιστης ιστορίας. Ταλαντούχος, φιλόδοξος σεναριογράφος, ο Joe Gillis προσπαθεί μάταια να πουλήσει το τελευταίο του σενάριο στο στούντιο της Paramount. Απένταρος και με τους δανειστές να τον καταδιώκουν, κρύβεται στο πρώτο γκαράζ που συναντά, προκειμένου να διασώσει όλη κι όλη την περιουσία του, το αυτοκίνητό του. Προς μεγάλη του έκπληξη, η ιδιοκτήτρια της ετοιμόρροπης έπαυλης είναι η Norma Desmond, μία ξεχασμένη σταρ της εποχής του βωβού σινεμά. Μαθαίνοντας την ιδιότητα του απρόσκλητου καλεσμένου της, η ξεχασμένη ντίβα τον υποχρεώνει να διαβάσει τις αναρίθμητες στοίβες της 'Salome', του σεναρίου που η ίδια έχει γράψει για να εγκαινιάσει την επιστροφή της στην μεγάλη οθόνη. Ξέροντας καλά πως οι μέρες της στο πανί έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, ο Joe δέχεται παρόλα αυτά να γίνει συνεργάτης της, προκειμένου να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα. Οι παροχές της εργοδότριάς του, όμως, γίνονται όλο και πιο προσωπικές. Η Norma θα καταφέρει να βρεθεί για μία τελευταία φορά στο επίκεντρο των προβολέων, το δραματικό φινάλε, όμως, έχει αποκαλυφθεί από την αρχή στον θεατή.
Στον ρόλο της διαταραγμένης σταρ, η Gloria Swanson αναγνωρίζει πολλά από τα δικά της βιώματα στον χώρο του σινεμά. Έχοντας διακριθεί τις δεκαετίες του Α10 και του Α20 σε ρόλους κυρίως ανάλαφρους, η Swanson όφειλε την μεταστροφή της σε ντίβα της μεγάλης οθόνης στον Cecil B. DeMille και τους δραματικούς ρόλους που της εμπιστεύτηκε, ακόμα και κατά την έντονη περίοδο της μετάβασης στον ομιλούντα κινηματογράφο. Βέβαια, η ίδια η Swanson ποτέ δεν στερήθηκε την προσοχή του κοινού. Με επτά διαδοχικούς γάμους στο ενεργητικό της και ερμηνείες που την οδήγησαν τρεις φορές μέχρι τις υποψηφιότητες των Oscar, η Swanson κατάφερε να παραμείνει περιζήτητη μέχρι το τέλος της ζωής της, ακόμα κι αν οι εμφανίσεις της μετά το Α60 ήταν κυρίως τηλεοπτικές. Κρατώντας, λοιπόν, παράμερα το δραματικό κομμάτι της διαταραχής και της εγκατάλειψης, η Norma Desmond είναι κατά μεγάλο βαθμό η ίδια η μορφή της Swanson. Στο παγωμένο βλέμμα της ηρωίδας διαβάζει κανείς την δύναμη μίας ηθοποιού που επιβλήθηκε πολύ πριν ο ήχος της δώσει επιπλέον πλεονέκτημα. Η εμφάνιση του ίδιου του DeMille στον ρόλο του βετεράνου σκηνοθέτη που αδυνατεί να προσφέρει στην παραμελημένη ντίβα την πολυπόθητη επάνοδο, συμπληρώνει σε αυτή την μελαγχολική αναπόληση μίας περασμένης εποχής για το σινεμά. Ο Billy Wilder επιχειρεί μία καυστική κριτική στην επικράτηση του λαμπρού χολυγουντιανού θεάματος έναντι του ξεχασμένου, αληθινού σινεμά της βουβής εποχής. Το κοινό του 1950 καλείται να τον ακολουθήσει στην επανεξέταση μίας τέχνης που τότε μετρούσε ούτε λίγο ούτε πολύ, μόλις μισό αιώνα ζωής. Πόσο περισσότερο ισχυρό μπορεί να είναι σήμερα το εγχείρημά του Wilder; Ειδικά, όταν ανάμεσα στα κέρινα πρόσωπα του σκονισμένου παρελθόντος, στην σκηνή του μπριτζ, εμφανίζεται μεταξύ άλλων και ο ίδιος ο Buster Keaton.
H επιλογή των ηθοποιών.... μια δύσκολη υπόθεση
Σύμφωνα με τον σεναριογράφο και παραγωγό της ταινίας Τσαρλς Μπράκετ εκείνος κι ο Μπίλι Γουάιλντερ σκέφτηκαν όλες τις ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου για τον ρόλο της Νόρμα Ντέσμοντ, εκτός από τη Σουάνσον. Ο Γουάιλντερ ήθελε αρχικά να προσλάβει τη Μέι Γουέστ και τον Μάρλον Μπράντο για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά δεν προσέγγισε κανέναν από τους δυο. Έπειτα παραγωγός και σκηνοθέτης προσέγγισαν την Πόλα Νέγκρι, αλλά η συνομιλία τους στο τηλέφωνο τους αποκάλυψε τη βαριά πολωνική προφορά της ηθοποιού κι έτσι την απέρριψαν. Έπειτα σκέφτηκαν ότι θα ήταν ωραίο να προσλάβουν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Φρεντ ΜακΜάρεϊ και τη Νόρμα Σίρερ. Έτσι προσέγγισαν τη Σίρερ, η οποία απέρριψε το ρόλο τόσο λόγω της απόσυρσής της από τα κινηματογραφικά δρώμενα, όσο και λόγω της απέχθειας που της προκάλεσε ο χαρακτήρας της Ντέσμοντ. Στη συνέχεια μίλησαν με τη Γκρέτα Γκάρμπο, που δεν είχε καμιά όρεξη να εμφανιστεί ξανά σε ταινία. Οι δυο άνδρες έπειτα επισκέφτηκαν τη Μαίρη Πίκφορντ, αλλά πριν συζητήσουν το θέμα της ταινίας, ο Γουάιλντερ κατάλαβε ότι το η ηθοποιός θα εκλάμβανε αρνητικά το γεγονός ότι της πρότειναν τον ρόλο μιας γυναίκας που έχει για εραστή έναν άνδρα που έχει τα μισά της χρόνια. Είχαν σκεφτεί να παραχωρήσουν τους κεντρικούς ρόλους στην Πίκφορντ και στον Μοντγκόμερι Κλιφτ. Το όνομα της Σουάνσον προέκυψε όταν ο Γουάιλντερ ζήτησε τη συμβουλή του σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ. Ο σκηνοθέτης του υπέδειξε την Γκλόρια Σουάνσον, μια από τις πιο επιτυχημένες ηθοποιούς της βωβής περιόδου, γνωστής για την ομορφιά, το ταλέντο και τον ξέφρενο τρόπο ζωής της. Η Σουάνσον, όπως και η Ντέσμοντ, δεν είχε επιτυχημένη μετάβαση από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο, αλλά σε αντίθεση με την ηρωίδα του Γουάιλντερ είχε αποδεχτεί το τέλος της κινηματογραφικής της καριέρας και είχε μεταφερθεί από τις αρχές της δεκαετίας του '30 στη Νέα Υόρκη, όπου δούλευε στο ραδιόφωνο και από τα τέλη της δεκαετίας του '40 στην τηλεόραση. Παρά το γεγονός ότι η Σουάνσον δεν ενδιαφερόταν για επιστροφή στη μεγάλη οθόνη, η συζήτησή της με τον σκηνοθέτη πάνω στο ρόλο της κίνησε την περιέργεια.
Σύμφωνα με τον σεναριογράφο και παραγωγό της ταινίας Τσαρλς Μπράκετ εκείνος κι ο Μπίλι Γουάιλντερ σκέφτηκαν όλες τις ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου για τον ρόλο της Νόρμα Ντέσμοντ, εκτός από τη Σουάνσον. Ο Γουάιλντερ ήθελε αρχικά να προσλάβει τη Μέι Γουέστ και τον Μάρλον Μπράντο για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά δεν προσέγγισε κανέναν από τους δυο. Έπειτα παραγωγός και σκηνοθέτης προσέγγισαν την Πόλα Νέγκρι, αλλά η συνομιλία τους στο τηλέφωνο τους αποκάλυψε τη βαριά πολωνική προφορά της ηθοποιού κι έτσι την απέρριψαν. Έπειτα σκέφτηκαν ότι θα ήταν ωραίο να προσλάβουν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Φρεντ ΜακΜάρεϊ και τη Νόρμα Σίρερ. Έτσι προσέγγισαν τη Σίρερ, η οποία απέρριψε το ρόλο τόσο λόγω της απόσυρσής της από τα κινηματογραφικά δρώμενα, όσο και λόγω της απέχθειας που της προκάλεσε ο χαρακτήρας της Ντέσμοντ. Στη συνέχεια μίλησαν με τη Γκρέτα Γκάρμπο, που δεν είχε καμιά όρεξη να εμφανιστεί ξανά σε ταινία. Οι δυο άνδρες έπειτα επισκέφτηκαν τη Μαίρη Πίκφορντ, αλλά πριν συζητήσουν το θέμα της ταινίας, ο Γουάιλντερ κατάλαβε ότι το η ηθοποιός θα εκλάμβανε αρνητικά το γεγονός ότι της πρότειναν τον ρόλο μιας γυναίκας που έχει για εραστή έναν άνδρα που έχει τα μισά της χρόνια. Είχαν σκεφτεί να παραχωρήσουν τους κεντρικούς ρόλους στην Πίκφορντ και στον Μοντγκόμερι Κλιφτ. Το όνομα της Σουάνσον προέκυψε όταν ο Γουάιλντερ ζήτησε τη συμβουλή του σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ. Ο σκηνοθέτης του υπέδειξε την Γκλόρια Σουάνσον, μια από τις πιο επιτυχημένες ηθοποιούς της βωβής περιόδου, γνωστής για την ομορφιά, το ταλέντο και τον ξέφρενο τρόπο ζωής της. Η Σουάνσον, όπως και η Ντέσμοντ, δεν είχε επιτυχημένη μετάβαση από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο, αλλά σε αντίθεση με την ηρωίδα του Γουάιλντερ είχε αποδεχτεί το τέλος της κινηματογραφικής της καριέρας και είχε μεταφερθεί από τις αρχές της δεκαετίας του '30 στη Νέα Υόρκη, όπου δούλευε στο ραδιόφωνο και από τα τέλη της δεκαετίας του '40 στην τηλεόραση. Παρά το γεγονός ότι η Σουάνσον δεν ενδιαφερόταν για επιστροφή στη μεγάλη οθόνη, η συζήτησή της με τον σκηνοθέτη πάνω στο ρόλο της κίνησε την περιέργεια.
Η απογοήτευση της Σουάνσον και η άρνηση του Μοντγκόμερυ Κλιφτ
Η Σουάνσον απογοητεύτηκε όταν ο σκηνοθέτης της ζήτησε να περάσει από ακρόαση για να της παραχωρήσει τον ρόλο. Η απάντησή της ήταν: Έκανα 20 ταινίες για την Paramount. Γιατί θέλουν να περάσω από ακρόαση; Αυτή της η αντίδραση προστέθηκε στο σενάριο από τον σκηνοθέτη με την ατάκα της Νόρμα Ντέσμοντ: Χωρίς εμένα δε θα υπήρχε Paramount! Στην αυτοβιογραφία της η Σουάνσον έγραψε ότι ρώτησε τον Τζορτζ Κιούκορ αν ήταν λογικό το γεγονός ότι δεν ήθελε να περάσει από ακρόαση κι ότι εκείνος της απάντησε ότι η Νόρμα Ντέσμοντ ήταν ο ρόλος για τον οποίο όλοι θα την θυμούνταν στο μέλλον. Έπειτα της είπε: Αν σου ζητήσουν να περάσεις από 10 ακροάσεις τότε να περάσεις από 10 ακροάσεις αλλιώς θα σε πυροβολήσω,. Ο ενθουσιασμός του σκηνοθέτη για τον ρόλο έπεισε τη Σουάνσον να περάσει από ακρόαση, η οποία ήταν επιτυχημένη και η ηθοποιός υπέγραψε συμβόλαιο 50.000 δολαρίων. Το 1975 ο Γουάλντερ είπε σε συνέντευξή του ότι η Σουάνσον είχε πολλά στοιχεία από τη Νόρμα Ντέσμοντ. Ο Μοντγκόμερι Κλιφτ είχε υπογράψει για να υποδυθεί το ρόλο του Τζο Γκίλις έναντι 5.000 δολαρίων την εβδομάδα, αλλά λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα αποχώρησε από το εγχείρημα δηλώνοντας ότι ο ρόλος ενός νέου άνδρα που συνάπτει ερωτική σχέση με μεγαλύτερη γυναίκα ήταν παρόμοιος με εκείνο που είχε ερμηνεύσει στην ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ Η κληρονόμος (The Heiress, 1949), ρόλο για τον οποίο ένιωθε ότι δεν ήταν αρκετά πειστικός. Η αποχώρηση του ηθοποιού εξόργισε τον Γουάιλντερ ο οποίος απάντησε: Αν ήταν καλός ηθοποιός, θα μπορούσε να πείσει οποιονδήποτε ότι μπορεί να κάνει έρωτα με οποιαδήποτε γυναίκα. Εικασίες πάνω στην άρνηση του Κλιφτ οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο ηθοποιός αποχώρησε γιατί εκείνη την περίοδο είχε σχέση με μεγαλύτερη από εκείνον γυναίκα, την τραγουδίστρια Λίμπι Χόλμαν.
Η Σουάνσον απογοητεύτηκε όταν ο σκηνοθέτης της ζήτησε να περάσει από ακρόαση για να της παραχωρήσει τον ρόλο. Η απάντησή της ήταν: Έκανα 20 ταινίες για την Paramount. Γιατί θέλουν να περάσω από ακρόαση; Αυτή της η αντίδραση προστέθηκε στο σενάριο από τον σκηνοθέτη με την ατάκα της Νόρμα Ντέσμοντ: Χωρίς εμένα δε θα υπήρχε Paramount! Στην αυτοβιογραφία της η Σουάνσον έγραψε ότι ρώτησε τον Τζορτζ Κιούκορ αν ήταν λογικό το γεγονός ότι δεν ήθελε να περάσει από ακρόαση κι ότι εκείνος της απάντησε ότι η Νόρμα Ντέσμοντ ήταν ο ρόλος για τον οποίο όλοι θα την θυμούνταν στο μέλλον. Έπειτα της είπε: Αν σου ζητήσουν να περάσεις από 10 ακροάσεις τότε να περάσεις από 10 ακροάσεις αλλιώς θα σε πυροβολήσω,. Ο ενθουσιασμός του σκηνοθέτη για τον ρόλο έπεισε τη Σουάνσον να περάσει από ακρόαση, η οποία ήταν επιτυχημένη και η ηθοποιός υπέγραψε συμβόλαιο 50.000 δολαρίων. Το 1975 ο Γουάλντερ είπε σε συνέντευξή του ότι η Σουάνσον είχε πολλά στοιχεία από τη Νόρμα Ντέσμοντ. Ο Μοντγκόμερι Κλιφτ είχε υπογράψει για να υποδυθεί το ρόλο του Τζο Γκίλις έναντι 5.000 δολαρίων την εβδομάδα, αλλά λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα αποχώρησε από το εγχείρημα δηλώνοντας ότι ο ρόλος ενός νέου άνδρα που συνάπτει ερωτική σχέση με μεγαλύτερη γυναίκα ήταν παρόμοιος με εκείνο που είχε ερμηνεύσει στην ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ Η κληρονόμος (The Heiress, 1949), ρόλο για τον οποίο ένιωθε ότι δεν ήταν αρκετά πειστικός. Η αποχώρηση του ηθοποιού εξόργισε τον Γουάιλντερ ο οποίος απάντησε: Αν ήταν καλός ηθοποιός, θα μπορούσε να πείσει οποιονδήποτε ότι μπορεί να κάνει έρωτα με οποιαδήποτε γυναίκα. Εικασίες πάνω στην άρνηση του Κλιφτ οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο ηθοποιός αποχώρησε γιατί εκείνη την περίοδο είχε σχέση με μεγαλύτερη από εκείνον γυναίκα, την τραγουδίστρια Λίμπι Χόλμαν.
Η επιλογή του Γουίλιαμ Χόλντεν.
Ο Τσαρλς Μπράκετ και ο Μπίλι Γουάιλντερ αναγκάστηκαν να αναζητήσουν τον κατάλληλο ηθοποιό για το ρόλο του Τζο Γκίλις ανάμεσα στους διαθέσιμους ηθοποιούς της Paramount εκείνη την περίοδο και η επιλογή έπεσε στον Γουίλιαμ Χόλντεν. Ο ηθοποιός είχε κάνει ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο στην ταινία του 1939 Golden Boy κι είχε ακολουθήσει η συμμετοχή του στην ταινία Η Μικρή μας Πόλη (Our Town) το 1940. Μετά τον πόλεμο, όμως, η επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη είχε λάβει χλιαρή υποδοχή κι ο ηθοποιός είχε περάσει στα αζήτητα. Ο Χόλντεν ενθουσιάστηκε με το σενάριο κι ήταν ανυπόμονος να δεχτεί τον ρόλο. Δεν ήξερε όμως ότι η αμοιβή του ήταν κατά 39.000 δολάρια χαμηλότερη από εκείνη που προοριζόταν για τον Κλιφτ. Ο Έριχ Φον Στρόχαϊμ ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του βωβού κινηματογράφου και είχε σκηνοθετήσει τη Γκλόρια Σουάνσον στην ταινία του 1929 Queen Kelly, ταινία που θεωρούταν ότι είχε καταστρέψει την καριέρα της ηθοποιού. Μέχρι το 1950 όμως οι δυο τους είχαν επαναθερμάνει τις σχέσεις τους κι ο σκηνοθέτης δέχτηκε το ρόλο του μπάτλερ της Ντέσμοντ. Για το ρόλο της Μπέτι Σάφερ, ο Γουάιλντερ επέλεξε μια πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό, τη Νάνσι Όλσον, η οποία με την απλή της παρουσία θα ερχόταν σε αντίθεση με το φανταχτερό προφίλ της Νόρμα Ντέσμοντ.
Ο Τσαρλς Μπράκετ και ο Μπίλι Γουάιλντερ αναγκάστηκαν να αναζητήσουν τον κατάλληλο ηθοποιό για το ρόλο του Τζο Γκίλις ανάμεσα στους διαθέσιμους ηθοποιούς της Paramount εκείνη την περίοδο και η επιλογή έπεσε στον Γουίλιαμ Χόλντεν. Ο ηθοποιός είχε κάνει ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο στην ταινία του 1939 Golden Boy κι είχε ακολουθήσει η συμμετοχή του στην ταινία Η Μικρή μας Πόλη (Our Town) το 1940. Μετά τον πόλεμο, όμως, η επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη είχε λάβει χλιαρή υποδοχή κι ο ηθοποιός είχε περάσει στα αζήτητα. Ο Χόλντεν ενθουσιάστηκε με το σενάριο κι ήταν ανυπόμονος να δεχτεί τον ρόλο. Δεν ήξερε όμως ότι η αμοιβή του ήταν κατά 39.000 δολάρια χαμηλότερη από εκείνη που προοριζόταν για τον Κλιφτ. Ο Έριχ Φον Στρόχαϊμ ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του βωβού κινηματογράφου και είχε σκηνοθετήσει τη Γκλόρια Σουάνσον στην ταινία του 1929 Queen Kelly, ταινία που θεωρούταν ότι είχε καταστρέψει την καριέρα της ηθοποιού. Μέχρι το 1950 όμως οι δυο τους είχαν επαναθερμάνει τις σχέσεις τους κι ο σκηνοθέτης δέχτηκε το ρόλο του μπάτλερ της Ντέσμοντ. Για το ρόλο της Μπέτι Σάφερ, ο Γουάιλντερ επέλεξε μια πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό, τη Νάνσι Όλσον, η οποία με την απλή της παρουσία θα ερχόταν σε αντίθεση με το φανταχτερό προφίλ της Νόρμα Ντέσμοντ.
Η κούρσα των Όσκαρς
Η ταινία μετά την προβολή της απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και μαζί με το Όλα για την Εύα (All About Eve) του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς, άλλη ταινία της εποχής που ασχολείται με το χώρο του θεάματος, θεωρήθηκε φαβορί για τα Όσκαρ. Κέρδισε αρκετά βραβεία των κριτικών καθώς και τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης δραματικής ταινίας. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες από την ακαδημία των Όσκαρ μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.. Τη βραδιά των βραβείων ο μεγαλύτερος αντίπαλος της ταινίας ήταν το Όλα για την Εύα που απέσπασε τελικά το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Ο Μπίλι Γουάιλντερ έχασε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας από τον Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς για το Όλα για την Εύα, ο Γουίλιαμ Χόλντεν έχασε το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου από τον Χοσέ Φερρέρ που αναδείχτηκε νικητής για την ταινία Συρανό ντε Μπερζεράκ (Cyrano de Bergerac), ο Έριχ φον Στρόχαϊμ ηττήθηκε από τον Τζορτζ Σάντερς . Η πιο αναμενόμενη κούρσα της βραδιάς όμως ήταν εκείνη για το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου που βρήκε αντιμέτωπες τρεις μεγάλες ηθοποιούς κι οι τρεις φαβορί για το βραβείο τις Μπέτι Ντέιβις και Αν Μπάξτερ του Όλα για την Εύα και τη Γκλόρια Σουάνσον. Οι τρεις ηθοποιοί ακύρωσαν η μια την άλλη και νικήτρια κρίθηκε η Τζούντι Χόλιντεϊ για την ταινία Γεννημένη Χθες (Born Yesterday). Η Χόλιντεϊ παρακολουθούσε την τελετή από τη Νέα Υόρκη μαζί με τη Σουάνσον και τον Φερρέρ κι όταν ανακοινώθηκε το όνομά της, η Σουάνσον της είπε: Καλή μου, δεν μπορούσες να περιμένεις ακόμα ένα χρόνο;. Η Λεωφόρος της Δύσης κέρδισε τελικά τρία Όσκαρ μεταξύ των οποίων και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου.
Η ταινία μετά την προβολή της απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και μαζί με το Όλα για την Εύα (All About Eve) του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς, άλλη ταινία της εποχής που ασχολείται με το χώρο του θεάματος, θεωρήθηκε φαβορί για τα Όσκαρ. Κέρδισε αρκετά βραβεία των κριτικών καθώς και τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης δραματικής ταινίας. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες από την ακαδημία των Όσκαρ μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.. Τη βραδιά των βραβείων ο μεγαλύτερος αντίπαλος της ταινίας ήταν το Όλα για την Εύα που απέσπασε τελικά το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Ο Μπίλι Γουάιλντερ έχασε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας από τον Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς για το Όλα για την Εύα, ο Γουίλιαμ Χόλντεν έχασε το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου από τον Χοσέ Φερρέρ που αναδείχτηκε νικητής για την ταινία Συρανό ντε Μπερζεράκ (Cyrano de Bergerac), ο Έριχ φον Στρόχαϊμ ηττήθηκε από τον Τζορτζ Σάντερς . Η πιο αναμενόμενη κούρσα της βραδιάς όμως ήταν εκείνη για το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου που βρήκε αντιμέτωπες τρεις μεγάλες ηθοποιούς κι οι τρεις φαβορί για το βραβείο τις Μπέτι Ντέιβις και Αν Μπάξτερ του Όλα για την Εύα και τη Γκλόρια Σουάνσον. Οι τρεις ηθοποιοί ακύρωσαν η μια την άλλη και νικήτρια κρίθηκε η Τζούντι Χόλιντεϊ για την ταινία Γεννημένη Χθες (Born Yesterday). Η Χόλιντεϊ παρακολουθούσε την τελετή από τη Νέα Υόρκη μαζί με τη Σουάνσον και τον Φερρέρ κι όταν ανακοινώθηκε το όνομά της, η Σουάνσον της είπε: Καλή μου, δεν μπορούσες να περιμένεις ακόμα ένα χρόνο;. Η Λεωφόρος της Δύσης κέρδισε τελικά τρία Όσκαρ μεταξύ των οποίων και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου.
Από την αρχή ως το τέλος, το φιλμ του Γουάιλντερ ακροβατεί ανάμεσα στο γκροτέσκο και την αφοπλιστική συγκίνηση, ανάμεσα στο δράμα και τη σκληρόκαρδη, κυνική σάτιρα, ανάμεσα στον τρόμο μιας τραγωδίας και στη φρίκη της γελοιότητας. Μια ισορροπία τόσο δύσκολη που δεν σου αφήνει καμιά άλλη αντίδραση από την ολοκληρωτική παράδοση στο ταχυδακτυλουργικό κατόρθωμα του Γουάιλντερ, που σε αναγκάζει να αναγνωρίσεις κάτι από τον εαυτό σου, στα άκρα όπου κατοικούν οι ήρωές του, που μετουσιώνει την camp υπερβολή σε αριστοτεχνικό, εύθραυστο κινηματογραφικό κομψοτέχνημα. Η «Λεωφόρος της Δύσης» ήταν μια ταινία τολμηρή στην εποχή της και παραμένει τέτοια ακόμη και σήμερα. Οχι μόνο γιατί κατόρθωσε να τραβήξει σε κοντινό πλάνο τη λιγότερο κολακευτική πλευρά του ίδιου του Χόλιγουντ, αλλά γιατί μοιάζει με καθρέφτη που τολμά να πει την αλήθεια για όλα τα ψέμματα που θέλουμε να λέμε και να πιστεύουμε. Και μας αναγκάζει να τον κοιτάξουμε.