Το Πόλεμος και Ειρήνη θεωρείται από πολλούς το μεγαλύτερο μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο τετράτομο μεγαλειώδες έργο εξιστορείται η εκστρατεία του Ναπολέοντα εναντίον της Ρωσίας, ο πατριωτισμός και η αντίσταση του ρωσικού λαού, παράλληλα με την αμεριμνησία που επικρατούσε την ίδια εποχή στα σαλόνια της αριστοκρατίας. Γράφτηκε σε μια εποχή προσωρινής γαλήνης για τον ανήσυχο στο πνεύμα συγγραφέα, όταν ακόμα "η ρήξη με την τάξη του γινόταν σε επίπεδο χαρωπής ανταρσίας, γεμάτης σφρίγος και υγεία" σύμφωνα με το Φώντα Κονδύλη στον πρόλογο του βιβλίου "πριν ξεσπάσει η οργή του με την Αννα Καρένινα και όταν δεν είχε ακόμα επιδοθεί συστηματικά στα πολιτικά και κοινωνικά του κηρύγματα εναντίον του απολυταρχικού καθεστώτος και της εκκλησίας της Ρωσίας(...)". Ωστόσο στην τεράστια και πολυπληθή αυτή "τοιχογραφία" της ρωσικής κοινωνίας όπου "οι σκηνές των μαχών στην ύπαιθρο χώρα συναγωνίζονται σε δριμύτητα τις σκηνές μαχών μέσα στ' αριστοκρατικά σαλόνια(...)" η αναζήτηση του Καλού είναι έντονη. Όπως και ο ηθικός πανικός, χαρακτηριστικό της εποχής, που βασανιζόταν από τα διλήμματα του "βοναπαρτικού" ατομικισμού και της χριστιανικής αυταπάρνησης.
Ο Πόλεμος κι Ειρήνη του Λέοντος Τολστόη είναι ένα μυθιστόρημα με πολλές αναγνώσεις. Πρώτα περιστρέφεται γύρω από το διαχρονικό και καθολικό θέμα των δεινών του πολέμου και των αγαθών που συνοδεύουν την ειρήνη. Έπειτα είναι ένα εθνικό ιστορικό μυθιστόρημα, αφού περιγράφει το ρώσικο τρόπο ζωής κατά τον 19ο αιώνα και την εθνική αντίσταση των Ρώσων κατά του κατακτητή Ναπολέοντα. Πίσω απ’ όλα αυτά όμως ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην προβληματιστεί και για την ευρωπαϊκή ιστορία και τον αντίκτυπο που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση στα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης. Ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε τον Ναπολέοντα, που με όπλο του τις νέες επαναστατικές ιδέες και το στρατό του ξεχύθηκε κατά των γερασμένων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών! Και ίσως τις νικούσε οριστικά, αν δεν ήταν η Αγγλία που αντί να επιτεθεί με το στρατό της στον Ναπολέοντα προτίμησε να χρησιμοποιήσει τη διπλωματία της δημιουργώντας συνασπισμούς κρατών εναντίον του κι αποκλείοντας μόνο με τα καράβια της τα γαλλικά λιμάνια. Τον Τολστόη τον απασχόλησε πολύ το θέμα της Ιστορίας των λαών. Και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, που συντάραξαν την Ευρώπη και τη Ρωσία με την κατάληψη της Μόσχας, στις αρχές του 19ου αιώνα, είναι ένα κατεξοχήν ιστορικό θέμα. Η ένταση τους σημάδεψε τόσο την ψυχή της γενιάς που τους έζησε, ώστε τους διηγούνταν στα παιδιά κι εγγόνια τους. Αυτό το πνεύμα μεταφέρει ο Τολστόη με το έργο του Πόλεμος κι Ειρήνη, ο οποίος γράφει το μυθιστόρημα αυτό, 50 χρόνια μετά το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων.
Ο Τολστόη σε πρώτο επίπεδο περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα και είναι τόσα πολλά. Μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ζωντανεύει τους πολέμους που διεξήγαγε ο Ναπολέων ως αυτοκράτορας κατά της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (1805-1813) Και να σκεφτεί κανείς ότι στις εκστρατείες του ο Ναπολέων αντιμετώπιζε συνασπισμούς με τα ισχυρότερα ευρωπαϊκά κράτη κάθε φορά: η μεγαλύτερη ανταγωνίστρια του η Αγγλία, η οποία παρακινούσε στους πολέμους αυτούς χωρίς η ίδια να συμμετάσχει σ’ αυτούς με το στρατό της αλλά προσφέροντας άφθονο χρήμα στους συμμάχους της για στρατιωτικό εξοπλισμό. Επίσης η Πρωσία η μεγάλη ανερχόμενη στρατιωτική δύναμη της εποχής, που είχε αναγάγει την πολεμική τέχνη σε επιστήμη, με τους λεγόμενους θεωρητικούς του πολέμου, όπως τον γνωστό Κλάουζεβιτς. Ακόμα η Τσαρική Ρωσική αυτοκρατορία, και η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία που με τις κτήσεις τους καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής κι ανατολικής Ευρώπης, και τέλος η Σουηδία, η ανερχόμενη δύναμη στην Σκανδιναβική χερσόνησο και στη Βαλτική θάλασσα. Πέντε διαφορετικούς συνασπισμούς κρατών αντιμετώπισε ο Ναπολέων, τους οποίους νικούσε συνεχώς επί 15 χρόνια, αλλά τελικά ηττήθηκε από τον έκτο συνασπισμό, όπου αποτέλεσε και την αρχή τους τέλους του. Ο Ναπολέων λοιπόν μετά τη νίκη του επί της Αυστροουγγαρίας και της Πρωσίας έχει φτάσει στον κολοφώνα της δόξας του με μόνο αξιόλογο αντίπαλο στην ηπειρωτική Ευρώπη τον Τσάρο της Ρωσίας κι αποφασίζει να συνάψει Συνθήκη Ειρήνης μαζί του και γιατί όχι να μοιραστούν τις ευρωπαϊκές περιοχές που δεν ελέγχουν ακόμα, αλλά έχουν βλέψεις γι αυτές. Ο Τολστόη περιγράφει με λεπτομέρειες τη συνάντηση των δυο Αυτοκρατόρων Ναπολέοντα και Αλέξανδρου Β! (Β534,537-8) στην Πρωσική πολίχνη Τίλσιτ, δίπλα στη Βαλτική θάλασσα, εκεί που καταλήγουν οι εκβολές του ποταμού Νιέμεν, ο οποίος αποτελεί το φυσικό σύνορο της Ρωσίας προς την Πρωσία, πέραν του οποίου ο Ναπολέων δεν είχε τολμήσει να εισχωρήσει ακόμα. Οι δυο ηγέτες στις 13 Ιουνίου 1807 συναντώνται πάνω σε μια πλωτή σχεδία επί του ποταμού Νιέμεν -για να βρίσκονται σε ουδέτερο έδαφος- συνομιλούν ιδιαιτέρως επί δυο ώρες μέσα στο περίπτερο που είχε κατασκευαστεί ειδικά γι αυτούς πάνω στη σχεδία, αποκαλούν αδελφό και φίλο ο ένας τον άλλον και η ειρήνη ξαναγυρίζει στις περιοχές αυτές. Πέντε χρόνια αργότερα όμως το 1812, ο Τσάρος δια ασήμαντον αφορμή (ένα διπλωματικό επεισόδιο σε πρεσβεία του στο εξωτερικό) και για πολλές ανομολόγητες αιτίες (Γ813-817), που είχαν σχέση με την ισορροπία των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και τη μοιρασιά της Πολωνίας και τη Βαλκανικής, έρχεται σε σύγκρουση με τον Ναπολέοντα. Η συνθήκη του Τίλσιτ καταπατάται, ο Ναπολέων διαβαίνει τον ποταμό Νιέμεν και τον Ιούνιο του 1812 εισβάλλει στη Ρωσία. Με 400.000 χιλιάδες άντρες (140.000 Γάλλοι στρατιώτες και οι υπόλοιποι από 12 άλλες ευρωπαϊκές εθνότητες) πορεύεται μέσα από τις αχανείς εκτάσεις της ρωσικής στέπας προς τη Μόσχα. Πορεύεται μέσα από τις πόλεις Βίλνα, Σμολένσκ την ίδια στιγμή που ο ρωσικός στρατός υποχωρεί και οι κάτοικοι των ρωσικών επαρχιών εγκαταλείπουν τα σπίτια τους έντρομοι στο άκουσμα της διέλευσης των Γάλλων εισβολέων, πολλοί από τους οποίους καταστρέφουν τη σοδειά τους για να μην έχουν να ανεφοδιαστούν οι Γάλλοι. Στη συνέχεια περιγράφονται οι λίγες μάχες που δόθηκαν μεταξύ των δυο στρατιών (μάχες Σμολένσκ, Σεβαντινό και Μπαραντινό) κι εκφέρονται οι απόψεις των ιστορικών και του ίδιου του Τολστόη για την αναγκαιότητα ή όχι και τη σημασία των μαχών αυτών για την κατάληψη της Μόσχας.
Ακολουθεί το πιο δραματικό μέρος της εκστρατείας, η αναγκαστική εγκατάλειψη της Μόσχας από τους κατοίκους της –κατόπιν διαταγής αρχιστρατήγου Κουτούζοφ- η κατάληψη της από τους Γάλλους, η λεηλάτηση του πλούτου της από το στρατό κατοχής, η πυρπόληση της που ξεκίνησε από τα ξύλινα σπίτια της, η αδυναμία κι απελπισία του Ναπολέοντα να επιβληθεί σε μια άδεια πόλη και σ’ έναν απόντα στρατό κι εχθρό που στοίχειωνε τις νύχτες του και τελικά η αποχώρηση του από τη Μόσχα στις αρχές Οκτωβρίου, δηλαδή ένα μήνα περίπου μετά την κατάληψη της. Στη συνέχεια περιγράφεται η περίφημη «πλάγια πορεία» που εφάρμοσε ο Κουτούζοφ για να αποφύγει τον Ναπολέοντα, όταν έφευγε από τη Μόσχα, τον ερχομό του ρωσικού χειμώνα που πρόλαβε τη στρατιά του Ναπολέοντα κατά την επιστροφή του πίσω στην Πρωσία και την αποτελείωσε από την πείνα και το κρύο! Κατά τον Τολστόη η ρωσική αντίσταση στέρησε από τον Ναπολέοντα το ηθικό έρεισμα να κατακτά τους λαούς, εν ονόματι της απελευθέρωσης τους από κάθε είδους σκλαβιά. Επίσης η εκστρατεία στη Ρωσία αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τον ανίκητο επί 15 χρόνια Ναπολέοντα, που με το στρατό του αλώνιζε την Ευρώπη κατακτώντας τους λαούς και διαδίδοντας συγχρόνως τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης για την απελευθέρωση τους. Στον επίλογο του έργου γίνεται απλή νύξη της μετέπειτα τύχης του Ναπολέοντα. Το θέμα του συγγραφέα δεν ήταν η ζωή του Ναπολέοντα, γι αυτό προσπερνάει βιαστικά την εξορία του στη νήσο Έλβα -μετά την κατάληψη του Παρισιού από τους Ρώσους- την παλινόρθωση στη Γαλλία της δυναστείας των Βουρβώνων, την ξαφνική απόφαση του Ναπολέοντα να επιστρέψει κρυφά στη Γαλλία, όπου έγινε δεκτός από τα πλήθη και το στρατό, και τη μάχη στο Βατερλό(1815) που σήμανε το οριστικό τέλος της δράσης του και την εξορία του στη μακρινή νήσο Αγία Ελένη του Ατλαντικού Ωκεανού, όπου κι απέθανε το 1821. Αντίθετα ο Αλέξανδρος Α! βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του με τη νίκη του επί του εισβολέα Ναπολέοντος και τον επόμενο χρόνο με την κατάληψη του Παρισιού από τους Ρώσους, και μετά το Βατερλό, με την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας το 1815 με την οποία οι Σύμμαχοι(Ρωσία, Αγγλία, Πρωσία, Αυστρία,) σκοπό έχουν να καταπνίξουν κάθε φιλελεύθερη κίνηση στην Ευρώπη.
Ο συγγραφέας με τη δύναμη της λογοτεχνικής του πένας μάς μεταδίδει όλη τη συγκίνηση του βιώματος των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα την εποχή εκείνη: Μας μεταδίδει όλη την γκάμα των συναισθημάτων των στρατιωτών κατά τη διάρκεια του πολέμου (ενθουσιασμός νίκης, φόβος θανάτου, αστεία για ψυχική εκτόνωση, φιλοπατριωτικά αλλά και αντιπολεμικά αισθήματα …). Ακόμα τις εικόνες των έντρομων κατοίκων των ρωσικών επαρχιών, που εγκαταλείπουν βιαστικά τα σπίτια τους γιατί από τις περιοχές τους θα περνούσαν οι Γάλλοι εισβολείς, ή τον πόνο των Μοσχοβιτών που αντικρίζουν από μακριά τις φλόγες που ζώνουν την αγαπημένη τους πόλη, που πριν λίγο είχαν εγκαταλείψει αναγκαστικά, ή τις εικόνες των Γάλλων στρατιωτών που μετά την αποχώρηση τους απ’ τη Μόσχα σέρνονται σ’ εκείνη την ατελείωτη μακρινή πορεία επιστροφής ανυπόδητοι κι απελπισμένοι μέσα στα χιόνια. Εικόνες πάρα πολλές από έναν πόλεμο που ματώνει τις καρδιές όσων τον έζησαν αλλά και των αναγνωστών που μαγεύονται από τη δύναμη της λογοτεχνικής πένας του Τολστόη. Αυτή είναι εξάλλου και η δύναμη της λογοτεχνίας να προσθέτει τη συγκίνηση του βιώματος στην ψυχρή ορθολογιστική αλλά κι αντικειμενική ματιά της επιστήμης της Ιστοριογραφίας, ώστε κι οι δυο μαζί να αλληλοσυμπληρώνουν την εικόνα για τις εποχές που έφυγαν αλλά που θέλουμε να τις διατηρούμε ζωντανές στη μνήμη μας!
Κι οι εικόνες που πλάθει ο Τολστόη είναι όχι μόνο οπτικές αλλά κι ακουστικές και κινητικές, οι οποίες συχνά ενσωματώνονται μέσα σε μεγάλες συνθετικές παρομοιώσεις, που καλύπτουν μια, δυο σελίδες! Για παράδειγμα παρομοιάζει τη συντονισμένη κίνηση της συμμαχικής στρατιάς Αυστριακών- Ρώσων, όταν ξεκινά η μάχη του Αούστερλιτς σαν μια πολεμική μηχανή που εκτελεί το ίδιο συντονισμένες κινήσεις όπως ο μηχανισμός ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού. Και βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ τους, όπως ότι όλα ξεκινούν από ένα κεντρικό μηχανισμό, που στέλνει εντολές-διαταγές στα επιμέρους στοιχεία του μηχανισμού, κι έτσι προωθείται κι απλώνεται η κίνηση σιγά-σιγά σ’ όλα τα μέρη της στρατιάς και του ρολογιού, και κινούνται όλα με ένα ρυθμό αν και είναι περίπλοκα συνδεδεμένα μεταξύ τους, και τελικά όλα τα επιμέρους συντονίζονται για το τελικό αποτέλεσμα. Εξίσου εντυπωσιακές είναι οι παρομοιώσεις του στρατιώτη, εν πορεία και μέσα στη μάχη, που βρίσκεται κυκλωμένος από το σύνταγμα του και δεν μπορεί να ξεφύγει με το ναυτικό που βρίσκεται μέσα στο καράβι του και δεν μπορεί να ξεφύγει καθώς ταξιδεύει στην ανοιχτή θάλασσα ή η παρομοίωση της εγκαταλελειμμένης από τους κατοίκους της Μόσχας με μια άδεια κυψέλη, που κι οι δυο είναι χωρίς ζωή που σφύζει και δίνει νόημα κι ομορφιά παντού.Ο Τολστόη δεν φωτίζει μόνο τα ιστορικά γεγονότα αλλά και τα ιστορικά πρόσωπα, που φαίνονται ότι κινούν τα γεγονότα. Από τα πρόσωπα αυτά προβάλλει πιο πολύ τις προσωπικότητες του Ναπολέοντα, του τσάρου Αλέξανδρου Α! και του στρατηγού Κουτούζοφ.
Κι οι εικόνες που πλάθει ο Τολστόη είναι όχι μόνο οπτικές αλλά κι ακουστικές και κινητικές, οι οποίες συχνά ενσωματώνονται μέσα σε μεγάλες συνθετικές παρομοιώσεις, που καλύπτουν μια, δυο σελίδες! Για παράδειγμα παρομοιάζει τη συντονισμένη κίνηση της συμμαχικής στρατιάς Αυστριακών- Ρώσων, όταν ξεκινά η μάχη του Αούστερλιτς σαν μια πολεμική μηχανή που εκτελεί το ίδιο συντονισμένες κινήσεις όπως ο μηχανισμός ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού. Και βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ τους, όπως ότι όλα ξεκινούν από ένα κεντρικό μηχανισμό, που στέλνει εντολές-διαταγές στα επιμέρους στοιχεία του μηχανισμού, κι έτσι προωθείται κι απλώνεται η κίνηση σιγά-σιγά σ’ όλα τα μέρη της στρατιάς και του ρολογιού, και κινούνται όλα με ένα ρυθμό αν και είναι περίπλοκα συνδεδεμένα μεταξύ τους, και τελικά όλα τα επιμέρους συντονίζονται για το τελικό αποτέλεσμα. Εξίσου εντυπωσιακές είναι οι παρομοιώσεις του στρατιώτη, εν πορεία και μέσα στη μάχη, που βρίσκεται κυκλωμένος από το σύνταγμα του και δεν μπορεί να ξεφύγει με το ναυτικό που βρίσκεται μέσα στο καράβι του και δεν μπορεί να ξεφύγει καθώς ταξιδεύει στην ανοιχτή θάλασσα ή η παρομοίωση της εγκαταλελειμμένης από τους κατοίκους της Μόσχας με μια άδεια κυψέλη, που κι οι δυο είναι χωρίς ζωή που σφύζει και δίνει νόημα κι ομορφιά παντού.Ο Τολστόη δεν φωτίζει μόνο τα ιστορικά γεγονότα αλλά και τα ιστορικά πρόσωπα, που φαίνονται ότι κινούν τα γεγονότα. Από τα πρόσωπα αυτά προβάλλει πιο πολύ τις προσωπικότητες του Ναπολέοντα, του τσάρου Αλέξανδρου Α! και του στρατηγού Κουτούζοφ.
Τον Τολστόη δεν τον απασχόλησε μόνο η αφήγηση των ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν την πατρίδα του αλλά και η φιλοσοφία της Ιστορίας, δηλαδή ποια είναι εκείνη η κινητήριος δύναμη που ωθεί τους λαούς να πράξουν έτσι ή αλλιώς και πόσο ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι να αποφασίζουν και να πράττουν με συγκεκριμένους τρόπους για να αλλάξουν τη ζωή τους. Ο Τολστόη, ευαίσθητος δέκτης της πνευματικής κίνησης της εποχής του[8]δηλαδή των αντιλήψεων του διαφωτισμού, πιστεύει ότι κινητήριος δύναμη της ιστορικής εξέλιξης δεν είναι τόσο η θέληση του ηγέτη (άποψη ρομαντισμού) αλλά η θέληση των λαών, οι οποίοι μεταβιβάζουν τη θέληση τους στον ηγέτη, όταν τον επιλέγουν να τους κυβερνήσει ή όταν απλά τον αποδέχονται. Υπάρχει περίπτωση όμως η θέληση(βούληση) του λαού να αλλοιώνεται, όταν ο ηγέτης αποκτά την εξουσία πραξικοπηματικά. Προχωρώντας στη σκέψη περισσότερο, ο Τολστόη διαπιστώνει ότι η ελευθερία της βούλησης ενός λαού περιορίζεται ακόμα από την αναγκαιότητα δηλαδή τους νόμους (βιολογικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς…) που διέπουν την ανθρώπινη ζωή. Έτσι οι λαοί νομίζουν ότι επιλέγουν ελεύθερα αλλά οι εναλλακτικές επιλογές που έχουν περιορίζονται κάτω από την αδήριτη ανάγκη που διέπει τη λειτουργία τόσο της κοινωνικής ζωής όσο και της προσωπικής ζωής. Όσο περισσότερο όμως οι άνθρωποι αποκτούν γνώση των νόμων αυτών που διέπουν τη ζωή τους τόσο περισσότερο ελεύθεροι γίνονται, διότι γνωρίζοντας το μηχανισμό αυτών των νομοτελειών, ξέρουν πώς να τον εξουδετερώσουν κι έτσι να προστατευτούν. Την ελευθερία όμως, συνεχίζει ο Τολστόη, τη βιώνουμε περισσότερο ως συναίσθημα και πολύ λιγότερο ως λογική δηλαδή ως συνείδηση των ορίων της. Αυτή η συνείδηση των ορίων της ελευθερίας μας γεμίζει ευθύνη για τις τυχόν επιλογές μας, διότι μια λανθασμένη επιλογή μπορεί να αποβεί καταστρεπτική για τους εαυτούς μας. Και ο συγγραφέας καταλήγει ότι η Ιστορία είναι συνδυασμός της ελεύθερης κι ανελεύθερης δράσης των ανθρώπων. Η ανάγκη κινεί τον άνθρωπο να δράσει αλλά συγχρόνως ο άνθρωπος έχει και τη δυνατότητα να επιλέξει, ποιά δράση θα καλύψει την ανάγκη του. Η κάθε εποχή επιβάλλει στον άνθρωπο συγκεκριμένες διαφορετικές δράσεις (θεωρητικά μόνο οι επιλογές και οι δράσεις είναι άπειρες) ανάλογα το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας κι ο άνθρωπος που έχει γνώση της νομοτέλειας, που διέπει κάθε φορά τη ζωή, μπορεί να κάνει τις καλύτερες επιλογές, άρα να πράξει ελεύθερα κι υπεύθυνα..
Ο Τολστόη κατηγορεί τη διπροσωπία εκείνων, που ενώ έχουν δεχτεί ένα «Δίκαιο Πολέμου», όπως προστασία αιχμαλώτων, άμάχων… προσπαθώντας να κάνουν λιγότερο βάρβαρο τον πόλεμο, στην πράξη το καταπατούν διαρκώς. Ο πόλεμος είναι η πιο βρώμικη υπόθεση που σκέφτηκε ο άνθρωπος, λέει ο ήρωας του Αντρέι Μπαλκόνσκη, κι όλα αυτά είναι φτιασίδια για να τον ομορφύνουμε τάχα! Μαζί κατηγορεί τα ήθη της στρατιωτικής κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από αυστηρή πειθαρχία και κατά συνέπεια έλλειψη ελευθερίας κι από απανθρωπιά, όταν σκοτώνουν συνανθρώπους τους. Ακόμα κατηγορεί τα μέσα που χρησιμοποιούν, όταν πολεμούν, όπως κατασκοπεία, προδοσία, απάτες, διαφθορά, καταστροφές υλικές και καταλήγει ότι η τάξη των στρατιωτικών, που θεωρείται αξιοσέβαστη στην πραγματικότητα είναι μια τάξη αργόσχολων, που σε καιρό πολέμου σκοτώνει κι ακρωτηριάζει χιλιάδες ανθρώπους και μάλιστα παρασημοφορείται γι αυτό! Σ’ όλα αυτά τα λόγια του Μπαλκόνσκη (Δ1024-5) συμπυκνώνεται το αντιπολεμικό μανιφέστο του Τολστόη. Μόνο σε μια περίπτωση ο συγγραφέας δικαιολογεί τον πόλεμο, όταν αυτός γίνεται για να απελευθερωθούν λαοί που είναι σκλαβωμένοι ή που απειλούνται με σκλαβιά. Τότε ο Τολστόη γίνεται επικός κι υμνεί τη γενναιότητα κι ανδρεία των στρατιωτών, και τη φιλοπατρία των αντιστεκόμενων πολιτών στον ξένο εισβολέα. Η φιλοπατρία του Τολστόη είναι εμφανής, όταν περιγράφει τη Ρωσική εκστρατεία του Ναπολέοντα, η οποία του στέρησε το ηθικό έρεισμα του απελευθερωτή των λαών, αφού ο ρωσικός λαός αντιστάθηκε στην εισβολή και δεν τον υποδέχτηκε ως νικητή, όπως έγινε με την κατάληψη ης Βιέννης και του Βερολίνου. Ακόμα αναζητείτα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσης του ρωσικού λαού, τα οποία τα βρίσκει στον λαϊκό πολιτισμό του (π.χ. στη σκηνή διασκέδασης με παραδοσιακά τραγούδια και μπαλαλάϊκες στο αγροτόσπιτο του θείου της Νατάσας), στην ορθόδοξη πίστη του (τονίζοντας το ορθόδοξο στράτευμα που μάχεται κατά των καθολικών Γάλλων και στο πλήθος των εκκλησιών που κοσμούν τη Μόσχα), στη λατρεία τους προς το πρόσωπο του Τσάρου (που λειτουργεί ως στοιχείο συνοχής του ρώσικου λαού), και στο βαθύ αίσθημα ελευθερίας που τους κατέχει κατά του εισβολέα. Απ’ την άλλη οι ήρωες του Τολστόη δεν απορρίπτουν πολλά δυτικά στοιχεία: πολλοί νέοι της άρχουσας τάξης σπουδάζουν στο Παρίσι, προσκαλούν Ευρωπαίους παιδαγωγούς για τα παιδιά τους, ταξιδεύουν στο εξωτερικό, είναι της μόδας η μόλις ιδρυθείσα Αγγλική Λέσχη στη Μόσχα, προσκαλούν Γερμανούς αξιωματικούς για να τους διδάξουν τη στρατηγική τέχνη αλλά το παρακάνουν διορίζοντας τους και υπουργούς. Εντυπωσιάζει ακόμα η χρήση γαλλικών φράσεων στις καθημερινές συζητήσεις της άρχουσας τάξης και η άρνηση τους να μιλούν γαλλικά μετά την εισβολή του Ναπολέοντα στη χώρα τους! Η εθνική αφύπνιση του ρωσικού λαού αντανακλάται λοιπόν και στο μυθιστόρημα Πόλεμος κι Ειρήνη, που γράφεται την εποχή που αναπτύσσεται στην Ευρώπη το κίνημα του εθνισμού.
Ο συγγραφέας προβάλλει τα αγαθά της ειρήνης, που ανατρέπουν οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι, εστιάζοντας το μύθο του -κατά τα διαλείμματα των πολέμων αυτών- στην καθημερινή ζωή της άρχουσας τάξης της Ρωσίας χωρίς να παραλείπει και τη ζωή των μουζίκων που δουλεύουν στα κτήματα των ευγενών. Οι ευγενείς όλοι με τίτλους ευγενείας, πρίγκιπες και πριγκίπισσες οι περισσότεροι, αλλά και κόμητες ζουν μεταξύ Πετρούπολης και Μόσχας, μεταξύ της νέας ευρωπαϊκής και της παλιάς ασιατικής πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας τους, όπου διατηρούν ιδιόκτητα μέγαρα ή μετακινούνται στις εξοχικές επαύλεις τους που βρίσκονται κτισμένες μέσα στα τεράστια αγροκτήματα-φέουδα που κατέχουν, τα οποία περιλαμβάνουν ακόμα ολόκληρα χωριά και δάση! Κάτω από την εκδούλευση των ευγενών βρίσκονται χιλιάδες μουζίκοι δηλαδή σκλάβοι που από γενιά σε γενιά καλλιεργούν τα κτήματα των αφεντάδων τους. Η ζωή των μουζίκων είναι άρρηκτα δεμένη με τη γη που δουλεύουν, που σημαίνει ότι δεν μπορούν να φύγουν και να εργαστούν σ’ άλλο κτήμα-φέουδο αλλά μεταβιβάζονται μαζί με τη γη που δουλεύουν π.χ. αν το φέουδο δοθεί προίκα ή πουληθεί. Βέβαια αναφέρεται η περίπτωση ενός αφέντη που αντάλλαξε τρεις οικογένειες μουζίκων για να πάρει ένα κυνηγόσκυλο ράτσας! Το ζήτημα των δουλοπάροικων (μουζίκοι στα ρώσικα) απασχολεί πολύ τον συγγραφέα. Πρώτον θέτει το αίτημα της απελευθέρωσης των μουζίκων (όταν ο πρίγκιπας Αντρέι απελευθερώνει τους μουζίκους στο κτήμα του), της εκπαίδευσης και υγειονομικής τους περίθαλψης (όταν ο κόμης Μπεζούχοβ δίνει διαταγή να κτιστούν σχολεία και ιατρεία στα φέουδα του), της σχέσης του γαιοκτήμονα και των μουζίκων του (όταν ο Νικολάι Ροστόβ συμπεριφέρεται πιο ανθρώπινα στους υποτακτικούς του) και της ψυχοσύνθεσης τους, η οποία ποίκιλλε από την άκρα δουλοφροσύνη για την πλειονότητα ως το ελεύθερο φρόνημα για λίγους μουζίκους. Όσον αφορά την πλοκή του μύθου, ο συγγραφέας ξέρει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την αναπάντεχη πλοκή του μύθου του. Κάποιες επαναλήψεις και κάποιος διδακτισμός κυρίως στον επίλογο του έργου δεν αναιρούν την αξία του μυθιστορήματος. Ο μύθος του έργου περιστρέφεται κυρίως γύρω από τη ζωή τεσσάρων οικογενειών ευγενών, των Ροστόβ, των Μπαλκόνσκη, του Μπεζούχοβ και των Κουράγιν, που τα μέλη τους συναντιόνται και συνδέονται μεταξύ τους με φιλία ή έρωτα ή και αντιπάθεια. Γύρω από αυτούς κινούνται πλήθος από άλλους δευτερεύοντες ήρωες. Ο πόλεμος έρχεται και ανατρέπει τις "τακτοποιημένες" ζωές τους, επιβάλλοντας άλλους ρυθμούς ζωής. Ο Τολστόη πλάθει χαρακτήρες ολοζώντανους που εξελίσσονται κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος και των έντονων βιωμάτων τους. Οι μεταπτώσεις της τύχης από μια κατάσταση αμέριμνης ευτυχίας σε μια κατάσταση γεμάτη πόνο, που τους προξενεί ο πόλεμος αλλά κι ο έρωτας κι η προδοσία, τους σημαδεύουν και τους ενηλικιώνουν απότομα. Η Νατάσα Ροστόβ, το χαρούμενο κορίτσι, το γεμάτο αγάπη για τους άλλους ωριμάζει κάτω από δυο άτυχους έρωτες και το θάνατο του μικρού πολυαγαπημένου αδελφού της στον πόλεμο. Ο άλλος της αδελφός, ο Νικολάι Ροστόβ, ο ανέμελος και καλοπροαίρετος νεαρός ωριμάζει μέσα από την προδοσία του φίλου του Ντολάχοβ, τη σκληρότητα του πολέμου, την οικονομική χρεοκοπία του πατέρα του και μεταμορφώνεται σε έναν σοβαρό κι υπεύθυνο οικογενειάρχη. Ο πρίγκιπας Αντρέι Μπαλκόνσκη, άτομο σοβαρό κι υπεύθυνο κυνηγώντας πάντα υψηλούς στόχους, την πολεμική δόξα, την προσφορά στην πολιτική, τον αληθινό έρωτα, υποκύπτει στη μοίρα του ασυμβίβαστος κι ωραίος, παρά τις απογοητεύσεις και τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Η αδελφή του, πριγκίπισσα Μαρία Μπαλκόνσκη, ένα άβουλο κι υποταγμένο κορίτσι που ζούσε κάτω από τη σκιά του αυταρχικού πατέρα της, μετά το θάνατο της και εν μέσω πολέμου, ολομόναχη, αναλαμβάνει τις ευθύνες της και τη ζωή της από δω και πέρα. Ο Πιέρ Μπεζούχοβ, ο νόθος γιος και μοναδικός κληρονόμος του πάμπλουτου κόμη Μπεζούχοβ, άτομο μορφωμένο αλλά κι αφελής και καλοσυνάτος συγχρόνως, ωριμάζει μέσα από τις απογοητεύσεις που δέχτηκε απ’ τη μύηση του στο μασονισμό, απ’ τον αποτυχημένο του γάμο με την πανέμορφη αλλά και κουτή Έλεν, που τον παντρεύτηκε για τα λεφτά του, απ΄ την αιχμαλωσία του απ’ τους Γάλλους και τέλος μέσα απ’ την αγάπη του, που τρέφει για τη Νατάσα. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του Τολστόη διαπνέονται από μια έμφυτη καλοσύνη , έτοιμοι να προσφέρουν την αγάπη τους σε φίλους και αναξιοπαθούντες, αναδεικνύοντας έτσι εκείνα τα χαρακτηριστικά που καταξιώνουν τον άνθρωπο.
Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, η αγάπη προς τον πλησίον, όπως την αντιλαμβάνεται ο χριστιανισμός, αποτελεί τη βασική αξία της προσωπικής φιλοσοφίας του Τολστόη,. Πιστεύει ότι η αγάπη είναι το μέσον που σώζει τον άνθρωπο απ’ τα βάσανα και τις κακουχίες της ζωής. Γενικότερα ο Τολστόη πιστεύει ότι το συναίσθημα είναι ανώτερο απ’ τη λογική, στην οποία δεν έχει τόση εμπιστοσύνη, γιατί στο όνομα της έχουν διαπραχτεί πολλά και σοβαρά εγκλήματα. Πιστεύει ότι μια νοοκρατούμενη κοινωνία αδυνατεί να φθάσει στην ευτυχία σε αντίθεση με μια κοινωνία Αγάπης. Είναι άδικο ένας μεγάλος συγγραφέας σαν τον Λέοντα Τολστόη (1828-1910) να φεύγει από τη ζωή πικραμένος, που το έργο του δεν είχε τύχει της αναγνώρισης που δικαιούνταν, όσο ζούσε! Όταν ο Τολστόη γράφει το κλασσικό πια μυθιστόρημα Πόλεμος κι Ειρήνη(1864-1869) είναι εποχή ακμής για τα ρωσικά γράμματα και η πεζογραφία τους αρχίζει να στρέφεται προς το ρεαλισμό εμπνεόμενη από την πραγματικότητα κι αφήνοντας πίσω έναν άγονο ρομαντισμό. Ο Τολστόη γράφει το ογκώδες μυθιστόρημα Πόλεμος κι Ειρήνη, που μπορεί να χαρακτηριστεί τόσο κοινωνικό όσο κι ιστορικό, διαφοροποιούμενος απ’ τον Ντοστογιέφσκι και την επικρατούσα σχολή που έστρεψε το βλέμμα της στην σκληρή πραγματικότητα των καταπιεσμένων κι απόκληρων της ζωής της ρωσικής κοινωνίας. Ο Τολστόη όμως προτίμησε να ξεφύγει από την κυρίαρχη λογοτεχνική τάση της εποχής του και να παρουσιάσει σε μια ολική σύνθεση όλη τη ρωσική κοινωνία σε μια κορυφαία στιγμή της εθνικής της ιστορίας, αντιπαραθέτοντας συγχρόνως τις δυνατότητες που προσφέρει η ειρήνη για την ευτυχία των ανθρώπων σε αντίθεση με τον πόλεμο που προξενεί θανάτους, ακρωτηριασμούς, διάλυση οικογενειών, πόνο αβάσταχτο και καταστροφές παντού!