Η τζαζ ξεκίνησε ως ένα μίγμα πολλών ειδών μουσικής, συνδυάζοντας στοιχεία από την Αφρική και τη Δυτική Ευρώπη. Οι ρίζες της βρίσκονται στη δεκαετία του 1880. Πιστεύεται ότι «γεννήθηκε» στη Νέα Ορλεάνη, από τους Κρεολούς, μία φυλή γαλλόφωνων και ισπανόφωνων μαύρων, με καταγωγή από τις Δυτικές Ινδίες. Οι μαύροι μουσικοί ήταν υποχρεωμένοι να παίζουν τη μουσική τους στις γιορτές των λευκών δωρεάν, χρησιμοποιώντας ακόμα και αυτοσχέδια όργανα, όπως οι κουβάδες των σκουπιδιών, ενώ εκεί που η μουσική έβρισκε πραγματικά την τελείωση της ήταν στη γειτονιά του Στόριβιλ, την πιο κακόφημη περιοχή της πόλης. Στο νότο η ζωή για τους μαύρους ήταν όμως δυσβάσταχτη. Οι ευκαιρίες για καλύτερη ζωή και δουλειά έκαναν τους περισσότερους να τον εγκαταλείψουν, παίρνοντας στις αποσκευές τους τη μουσική τους. Νέοι προορισμοί το Σικάγο, το Ντιτρόιτ, η Νέα Υόρκη. Γειτονιές σαν το Χάρλεμ γίνονται οι νέοι τόποι που ανθίζουν τα άνθη της τζαζ. Οι πιο ψαγμένοι μουσικοί κρατούσαν μια περίεργη στάση απέναντι στο κοινό, μιλώντας μια αργκό γλώσσα πάνω στη σκηνή ή απλά παίζοντας με την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο, ενώ όσοι γνώρισαν την τεράστια επιτυχία ή και την εξουθένωση από τις ολονύκτιες εμφανίσεις δεν άργησαν να γλιστρήσουν στον κόσμο της παραίσθησης.
Η μουσική της Jazz και Blues είναι η λαϊκή μουσική που γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, στον Αμερικάνικο Νότο από τους Αφρικανούς δούλους που είχαν μεταφερθεί και δούλευαν εκεί. Κατάφερε να κατακτήσει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (σε μισό αιώνα περίπου) ολόκληρη την υφήλιο. Ακούστηκε και αγαπήθηκε σε όλο τον κόσμο είτε με την αρχική της μορφή είτε μέσα από τις διάφορες παραλλαγές της καθώς εξελισσόταν, είτε μέσα από τις μουσικές τις οποίες επηρέασε (π.χ. Ροκ). Κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν ένα σωρό μύθοι και ιστορίες ανάμεσα στους φίλους και στους οπαδούς της, πράγμα που δείχνει ότι πραγματικά πρωτοτύπησε ως μουσική δημιουργία και πραγματικά αγαπήθηκε.Είναι δύσκολο να βρει κανείς φαινόμενο ανάλογο με την περίπτωση της Jazz.. Βέβαια όπως γράφει ο Eric Hobsbawm «η εποχή μας και ο πολιτισμός μας έχουν ανάγκη από αυτές τις περιοδικές μεταγγίσεις αίματος (αναφερόμενος στην Jazz και στις άλλες λαϊκές τέχνες) που αναζωογονούν την κουρασμένη και εξαντλημένη αστική τέχνη ή τη λαϊκή τέχνη που η ζωτικότητά της έχει στραγγιχτεί από την συστηματική εμπορική νόθευση και υπερεκμετάλλευση». Ενώ «αφότου οι αριστοκράτες και οι αστοί άρχισαν για πρώτη φορά να δανείζονται το βαλς από τις “κατώτερες τάξεις” και την πόλκα από τους χωρικούς, ενός εξωτικού και επαναστατημένου έθνους, ο δυτικός πολιτισμός δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες τους κάθε λογής εξωτισμούς» (Hobsbawm, 1993). Και όμως ο θρίαμβος της Jazz ξεπερνά σε μέγεθος και οικουμενικότητα όλα τα προγενέστερα ανάλογα ιδιώματα. Η Jazz έγινε σε μία, λιγότερο η περισσότερο, αλλοιωμένη μορφή η βασική γλώσσα της σύγχρονης χορευτικής και ψυχαγωγικής μουσικής του αστικού και βιομηχανικού πολιτισμού μας, στις περισσότερες χώρες όπου της επιτράπηκε να διεισδύσει. Σε όλη την εξέλιξη της Jazz ένας υπήρξε ο πιο κρίσιμος παράγοντας, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εξηγεί το μοναδικό φαινόμενο της ύπαρξης μιας ρωμαλέας και ανθεκτικής λαϊκής μουσικής στην Αμερική: ποτέ δεν υποτάχθηκε στα πολιτιστικά πρότυπα της ανώτερης τάξης
Η καταγωγή της Jazz
Η Jazz παρά το γεγονός ότι έγινε γνωστή με την Original Dixieland Jazz Band (ODJB) –μία 5 μελής ορχήστρα από την Νέα Ορλεάνη- η οποία ηχογράφησε και για πρώτη φορά το 1917, παίζονταν αρκετά χρόνια πιο πριν. Έτσι ο ισχυρισμός ότι η Jazz γεννήθηκε στην Νέα Ορλεάνη δεν είναι ορθός, συγκαταλέγεται και αυτός μέσα στους μύθους αφού λείπει όλη η μεθοδική ανάλυση των δομικών στοιχείων που όρισαν την γέννηση και την εξέλιξη της Jazz ως ιδιαίτερης μουσικής φόρμας. Βέβαια η Jazz έγινε γνωστή από την Νέα Ορλεάνη και έπειτα από εκεί θριάμβευσέ και αναπτύχτηκε με αξιοθαύμαστο ρυθμό. Δύο πράγματα μπορούν να θεωρούνται δεδομένα για την Jazz: πρώτον, την Jazz δεν την εφεύρε ένας και μοναδικός άνθρωπος παρά το γεγονός ότι ο Bandleader της ODJB Ντομινίκ λα Ρόκκα για πολλά χρόνια ισχυρίζονταν ότι αυτός είχε εφεύρει την Jazz. Και δεύτερον ότι πρωτοεμφανίστηκε στην Βόρειο Αμερική όντας ένα συνονθύλευμα ιδιωμάτων που μεταφέρθηκαν εκεί, το πιο σημαντικό από τα οποία ήταν η μουσική που είχε έρθει στην Αμερική από τους Αφρικανούς δούλους. (Τσίλτον, 1981) Στην Αμερική η αφρικάνικη μουσική διασταυρώθηκε επί 100 χρόνια με μουσική Ισπανικής, Γαλλικής και Αγγλικής προέλευσης πριν ακουστούν οι πρώτες νότες της Jazz. Αυτές οι επιδράσεις διαμόρφωσαν τις αρμονίες και τις μελωδίες της πρώτης Jazz, βέβαια οι ρυθμοί και τα ηχοχρώματα της προέρχονται από την Αφρική.
Η Jazz παρά το γεγονός ότι έγινε γνωστή με την Original Dixieland Jazz Band (ODJB) –μία 5 μελής ορχήστρα από την Νέα Ορλεάνη- η οποία ηχογράφησε και για πρώτη φορά το 1917, παίζονταν αρκετά χρόνια πιο πριν. Έτσι ο ισχυρισμός ότι η Jazz γεννήθηκε στην Νέα Ορλεάνη δεν είναι ορθός, συγκαταλέγεται και αυτός μέσα στους μύθους αφού λείπει όλη η μεθοδική ανάλυση των δομικών στοιχείων που όρισαν την γέννηση και την εξέλιξη της Jazz ως ιδιαίτερης μουσικής φόρμας. Βέβαια η Jazz έγινε γνωστή από την Νέα Ορλεάνη και έπειτα από εκεί θριάμβευσέ και αναπτύχτηκε με αξιοθαύμαστο ρυθμό. Δύο πράγματα μπορούν να θεωρούνται δεδομένα για την Jazz: πρώτον, την Jazz δεν την εφεύρε ένας και μοναδικός άνθρωπος παρά το γεγονός ότι ο Bandleader της ODJB Ντομινίκ λα Ρόκκα για πολλά χρόνια ισχυρίζονταν ότι αυτός είχε εφεύρει την Jazz. Και δεύτερον ότι πρωτοεμφανίστηκε στην Βόρειο Αμερική όντας ένα συνονθύλευμα ιδιωμάτων που μεταφέρθηκαν εκεί, το πιο σημαντικό από τα οποία ήταν η μουσική που είχε έρθει στην Αμερική από τους Αφρικανούς δούλους. (Τσίλτον, 1981) Στην Αμερική η αφρικάνικη μουσική διασταυρώθηκε επί 100 χρόνια με μουσική Ισπανικής, Γαλλικής και Αγγλικής προέλευσης πριν ακουστούν οι πρώτες νότες της Jazz. Αυτές οι επιδράσεις διαμόρφωσαν τις αρμονίες και τις μελωδίες της πρώτης Jazz, βέβαια οι ρυθμοί και τα ηχοχρώματα της προέρχονται από την Αφρική.
Οι αφρικάνικες μουσικές παραδόσεις & τα WorkSongs.
Παρατηρώντας τις οικονομικές συνθήκες της περιόδου βλέπουμε ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας ρυζιού, βαμβακιού, καπνού και ζάχαρης γέννησε την ανάγκη για τεράστια εργατική δύναμη που στεγάστηκε πολύ κοντά στον τόπο εργασίας της. Το εργατικό αυτό δυναμικό καλύπτονταν από νέγρους σκλάβους μαζί με τους οποίους οι αφρικάνικες μουσικές παραδόσεις άρχισαν να αναβιώνουν, καθώς υπήρχε και το διαρκές ερέθισμα της εισαγωγής νέων δούλων απευθείας από την Αφρική. Το ομαδικό παίξιμο της μουσικής άρχισε να ευδοκιμεί με βασικό μουσικό όργανο το τύμπανο. Βέβαια δεν υπήρχε σε όλες τις φυτείες ανοχή για τα τύμπανα. Πάντως οι πιο πολλοί ιδιοκτήτες ενθάρρυναν τους δούλους τους να τραγουδούν ύμνους ή τραγούδια της δουλειάς (γνωστά σαν Work Songs). Πολλοί ιδιοκτήτες πίστευαν ότι οι δούλοι έπρεπε να γίνουν χριστιανοί και σε αυτό το πλαίσιο τους έβαζαν να τραγουδούν ευρωπαϊκούς θρησκευτικούς ύμνους. Όταν όμως οι Αφρικανοί τραγουδούσαν αυτούς τους θρησκευτικούς ύμνους, τους τραγουδούσαν με έναν τέτοιο τρόπο που αμέσως διέκρινες την διαφορά. Οι μουσικές κλίμακες στις οποίες στηρίζονταν οι ευρωπαϊκοί ύμνοι διέφεραν ριζικά από οτιδήποτε μπορούσε να έχει ακούσει ο Αφρικανός στο παρελθόν. Ήταν συνηθισμένος σε ένα σύστημα μουσικής πιο εύκαμπτο και πολύπλοκο που χρησιμοποιούσε πολλά τέταρτα του τόνου και όχι μονάχα τόνους και ημιτόνια όπως η ευρωπαϊκή μουσική. Αυτό το «γλίστρημα» από και προς την κάθε νότα δεν είχε καμία σχέση με την τεχνική του Ευρωπαίου τραγουδιστή. Η αφρικάνικη αντίληψη ως προς τον τρόπο απόδοσης της ευρωπαϊκής θρησκευτικής μουσικής έγινε γνωστή σαν Spiritual και αργότερα μετονομάστηκε σε gospel. Οι νότες εκείνες που αλλοίωναν οι Αφρικανοί έγιναν γνωστές σαν μπλου νότες (BlueNotes). Οι ιδιοκτήτες των φυτειών είχαν φυσικά συγκεκριμένους λόγους για να επιδοκιμάζουν τα WorkSongs. Το τραγούδι των αφρικανικών ύμνων ήταν ερέθισμα για το ρυθμό δουλειάς των σκλάβων όπως επίσης λειτουργούσε και σαν δικλείδα ασφαλείας ώστε να διασκεδάζεται ο θυμός και η αγανάκτηση του εργαζόμενου μαύρου.
Παρατηρώντας τις οικονομικές συνθήκες της περιόδου βλέπουμε ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας ρυζιού, βαμβακιού, καπνού και ζάχαρης γέννησε την ανάγκη για τεράστια εργατική δύναμη που στεγάστηκε πολύ κοντά στον τόπο εργασίας της. Το εργατικό αυτό δυναμικό καλύπτονταν από νέγρους σκλάβους μαζί με τους οποίους οι αφρικάνικες μουσικές παραδόσεις άρχισαν να αναβιώνουν, καθώς υπήρχε και το διαρκές ερέθισμα της εισαγωγής νέων δούλων απευθείας από την Αφρική. Το ομαδικό παίξιμο της μουσικής άρχισε να ευδοκιμεί με βασικό μουσικό όργανο το τύμπανο. Βέβαια δεν υπήρχε σε όλες τις φυτείες ανοχή για τα τύμπανα. Πάντως οι πιο πολλοί ιδιοκτήτες ενθάρρυναν τους δούλους τους να τραγουδούν ύμνους ή τραγούδια της δουλειάς (γνωστά σαν Work Songs). Πολλοί ιδιοκτήτες πίστευαν ότι οι δούλοι έπρεπε να γίνουν χριστιανοί και σε αυτό το πλαίσιο τους έβαζαν να τραγουδούν ευρωπαϊκούς θρησκευτικούς ύμνους. Όταν όμως οι Αφρικανοί τραγουδούσαν αυτούς τους θρησκευτικούς ύμνους, τους τραγουδούσαν με έναν τέτοιο τρόπο που αμέσως διέκρινες την διαφορά. Οι μουσικές κλίμακες στις οποίες στηρίζονταν οι ευρωπαϊκοί ύμνοι διέφεραν ριζικά από οτιδήποτε μπορούσε να έχει ακούσει ο Αφρικανός στο παρελθόν. Ήταν συνηθισμένος σε ένα σύστημα μουσικής πιο εύκαμπτο και πολύπλοκο που χρησιμοποιούσε πολλά τέταρτα του τόνου και όχι μονάχα τόνους και ημιτόνια όπως η ευρωπαϊκή μουσική. Αυτό το «γλίστρημα» από και προς την κάθε νότα δεν είχε καμία σχέση με την τεχνική του Ευρωπαίου τραγουδιστή. Η αφρικάνικη αντίληψη ως προς τον τρόπο απόδοσης της ευρωπαϊκής θρησκευτικής μουσικής έγινε γνωστή σαν Spiritual και αργότερα μετονομάστηκε σε gospel. Οι νότες εκείνες που αλλοίωναν οι Αφρικανοί έγιναν γνωστές σαν μπλου νότες (BlueNotes). Οι ιδιοκτήτες των φυτειών είχαν φυσικά συγκεκριμένους λόγους για να επιδοκιμάζουν τα WorkSongs. Το τραγούδι των αφρικανικών ύμνων ήταν ερέθισμα για το ρυθμό δουλειάς των σκλάβων όπως επίσης λειτουργούσε και σαν δικλείδα ασφαλείας ώστε να διασκεδάζεται ο θυμός και η αγανάκτηση του εργαζόμενου μαύρου.
Το μέρος στο οποίο διαδραματίστηκαν τα κυριότερα γεγονότα για μια μεγάλη περίοδο ήταν η Νέα Ορλεάνη, το μεγαλύτερο λιμάνι της Λουιζιάνα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε μουσική παραγωγή και στις υπόλοιπες πολιτείες του νότου. Στη Νέα Ορλεάνη συνυπήρχαν τέσσερις διαφορετικές κουλτούρες (γαλλική, ισπανική, αφρικανική, Aϊτινή) καθώς επίσης και μειονότητες Γερμανών,Ιταλών και κέντρο-Ευρωπαίων αποίκων καθώς και ένας αριθμός Ινδιάνων της Αμερικής. Δίκαια η Νέα Ορλεάνη ονομάζονταν «πόλη της μουσικής». Υπάρχουν ένα σωρό ντοκουμέντα για τους χορούς, επίσημους ή μη, που οργανώνονταν εκεί. Σε αυτές τις ορχήστρες που έπαιζαν για τους χορούς συμμετείχαν και κάποιοι νέγροι μουσικοί, συνήθως απελεύθεροι που τους είχαν διδάξει μερικά πράγματα οι ευρωπαίοι. Η μουσική που παίζονταν σε αυτούς τους χορούς ήταν καντρίλιες, κοντιγιόν και βάλς. Βέβαια σε τούτη την πόλη μπορούσες να ακούσεις και πολύ διαφορετική μουσική από την ευρωπαϊκή όπως για παράδειγμα στην CongoSquare (Πλατεία Κόνγκο) και στην όχθη του Μισισιπή όπου μαζεύονταν εκατοντάδες σκλάβοι της πόλης την Κυριακή και χόρευαν με τη μουσική που έπαιζαν οι συνάδελφοι τους. Το 1817 ψηφίστηκε ένας νόμος που περιόριζε τους χορούς μόνο στην CongoSquare αλλά και μετέπειτα υπάρχουν πολλές απαγορεύσεις για τους χορούς , την χρήση τυμπάνων που οδηγούν τους μαύρους να οργανώνονται σε μπάντες για να παίζουν μουσική, οι απελεύθεροι έπαιζαν συχνά και σε στρατιωτικές μπάντες.
Ένα μοναδικό κοινωνικό φαινόμενο για εκείνη την εποχή της Αμερικής ήταν και οι Κρεολοί, άνθρωποι που προέρχονταν από γονείς όχι ίδιου χρώματος. Οι Κρεολοί είχαν διαφορετική μεταχείριση από τους μαύρους που έρχονταν από την Αφρική, μιας και ήταν γεννημένοι στον Νέο Κόσμο, κάτω από Γάλλους αφέντες, απ’ όπου κληρονόμησαν την γλώσσα και ένα μέρος της γαλλικής κουλτούρας. Μέρος αυτής της κουλτούρας ήταν και η μουσική. Το να τραγουδούν ή να παίζουν πιάνο ήταν στοιχεία μιας ανώτερης κουλτούρας και έτσι οι νεαροί Κρεολοί ήταν οι πρώτοι μαύροι που μπορούσαν να διαβάσουν μουσική και το πρώτο στοιχείο στο «χωνευτήρι» της Νέας Ορλεάνης. Ο κρεολός μουσικός ήταν απόλυτα μέσα στην ευρωπαϊκή μουσική παράδοση, εξοικειωμένος με ένα στάνταρ ρεπερτόριο από άριες της γαλλικής οπερέτας μέχρι ελαφρά τραγούδια. Ο κρεολός μουσικός δεν αυτοσχεδίαζε ποτέ και είχε μια κακέκτυπη άποψη για την ευρωπαϊκή μουσική, όσο κακέκτυπος ήταν και ως αστός. Από την άλλη πλευρά οι μαύροι της Νέας Ορλεάνης είχαν την δική τους μουσική που σε πείσμα της καλλιεργημένης αστικής κουλτούρας είχε επιβιώσει έστω και σε επίπεδο μειονότητας. Σε αντίθεση με τους κρεολούς οι καθαρόαιμοι νέγροι έφεραν την παράδοση των fieldcalls (τραγούδια των χωραφιών), των Hollers, των work songs και των εκκλησιαστικών ύμνων επηρεασμένων άμεσα από την αφρικανική άποψη για τη λειτουργία της. Τα παιδιά αυτών των νέγρων της Νέας Ορλεάνης από τη μία έχουν όλες εκείνες τις εσωτερικές επιρροές (από την κοινότητά τους) και εξωτερικές (από το αστικό τους περιβάλλον) και από την άλλη δεν έχουν καμία δυσκολία στο να γίνουν επαγγελματίες μουσικοί, σε αντίθεση με τους λευκούς και τους κρεολούς που θεωρούσαν τον επαγγελματισμό αυτής της «κατώτερης μουσικής» κοινωνικά απαράδεκτο. Έτσι μπαίνουν συστηματικά πια στον κόσμο της μουσικής, την αναπαράγουν και ταυτόχρονα την διαμορφώνουν (Hobsbawm, 1991).
Ένα μοναδικό κοινωνικό φαινόμενο για εκείνη την εποχή της Αμερικής ήταν και οι Κρεολοί, άνθρωποι που προέρχονταν από γονείς όχι ίδιου χρώματος. Οι Κρεολοί είχαν διαφορετική μεταχείριση από τους μαύρους που έρχονταν από την Αφρική, μιας και ήταν γεννημένοι στον Νέο Κόσμο, κάτω από Γάλλους αφέντες, απ’ όπου κληρονόμησαν την γλώσσα και ένα μέρος της γαλλικής κουλτούρας. Μέρος αυτής της κουλτούρας ήταν και η μουσική. Το να τραγουδούν ή να παίζουν πιάνο ήταν στοιχεία μιας ανώτερης κουλτούρας και έτσι οι νεαροί Κρεολοί ήταν οι πρώτοι μαύροι που μπορούσαν να διαβάσουν μουσική και το πρώτο στοιχείο στο «χωνευτήρι» της Νέας Ορλεάνης. Ο κρεολός μουσικός ήταν απόλυτα μέσα στην ευρωπαϊκή μουσική παράδοση, εξοικειωμένος με ένα στάνταρ ρεπερτόριο από άριες της γαλλικής οπερέτας μέχρι ελαφρά τραγούδια. Ο κρεολός μουσικός δεν αυτοσχεδίαζε ποτέ και είχε μια κακέκτυπη άποψη για την ευρωπαϊκή μουσική, όσο κακέκτυπος ήταν και ως αστός. Από την άλλη πλευρά οι μαύροι της Νέας Ορλεάνης είχαν την δική τους μουσική που σε πείσμα της καλλιεργημένης αστικής κουλτούρας είχε επιβιώσει έστω και σε επίπεδο μειονότητας. Σε αντίθεση με τους κρεολούς οι καθαρόαιμοι νέγροι έφεραν την παράδοση των fieldcalls (τραγούδια των χωραφιών), των Hollers, των work songs και των εκκλησιαστικών ύμνων επηρεασμένων άμεσα από την αφρικανική άποψη για τη λειτουργία της. Τα παιδιά αυτών των νέγρων της Νέας Ορλεάνης από τη μία έχουν όλες εκείνες τις εσωτερικές επιρροές (από την κοινότητά τους) και εξωτερικές (από το αστικό τους περιβάλλον) και από την άλλη δεν έχουν καμία δυσκολία στο να γίνουν επαγγελματίες μουσικοί, σε αντίθεση με τους λευκούς και τους κρεολούς που θεωρούσαν τον επαγγελματισμό αυτής της «κατώτερης μουσικής» κοινωνικά απαράδεκτο. Έτσι μπαίνουν συστηματικά πια στον κόσμο της μουσικής, την αναπαράγουν και ταυτόχρονα την διαμορφώνουν (Hobsbawm, 1991).
Στην τζαζ υπήρξαν καλλιτέχνες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή της, τη διάδοσή της και την εξέλιξή της. Παρακάτω ακολουθούν κάποιοι μουσικοί που έγραψαν – ή γράφουν ακόμα – ιστορία.
Charles Mingus
1922-1979
Ο δεξιοτέχνης μπασίστας, συνθέτης, μαέστρος και περιστασιακά πιανίστας Charles Mingus υπήρξε ένας από τους κορυφαίους τζαζίστες όλων των εποχών. Εμπλούτισε την παραδοσιακή μαύρη μουσική με νέα στοιχεία, ενώ ηχογράφησε πάνω από εκατό άλμπουμ και έγραψε πάνω από τριακόσιες συνθέσεις.
Λούις Άρμστρονγκ
1901-1971
Ο Λούις Άρμστρονγκ (γνωστός και με τα προσωνύμια Satchmo ή Pops) ύπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής.
John Coltrane
1926-1967
Υπήρξε μάστορας της φορμαρισμένης και άψογα εκτελεσμένης μουσικής, ενώ οι συνθέσεις του είχαν κάτι θρησκευτικό, το οποίο έκανε κοινό και κριτικούς να μιλούν για έναν μουσικό ο οποίος είχε ανοικτό μουσικό διάλογο με τον θεό. Ο Coltrane ανέπτυξε μια πνευματική στάση, δημιούργησε μία προσωπική σύνθεση Χριστιανικών, Ινδουιστικών, Μουσουλμανικών και Ιουδαϊκών αντιλήψεων και με το σαξόφωνό του ερμήνευσε διαμάντια όπως το παρακάτω.
Herbie Hancock
1940-
Από τους μεγαλύτερους εν ζωή τζαζίστες, ο Hancock πειραματίστηκε με διαφορετικά ύφη και είδη μουσικής, ενώ στα πενήντα χρόνια δυναμικής μουσικής παρουσίας στον χώρο κέρδισε 12 βραβεία Grammy. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αυτοβιογραφία του ο Miles Davis ανέφερε πως «ο Herbie ήταν ένα βήμα μπροστά από τον Bud Powell και τον Thelonious Monk, και δεν έχω ξανακούσει κανέναν ακόμα που να συνεχίζει στα βήματά του».
Nat King Cole
1919-1965
Από τις πιο ιδιαίτερες φωνές της τζαζ, ο Cole μπήκε από μικρός στα… βάσανα μαθαίνοντας όχι μόνο τζαζ και γκόσπελ μουσική, αλλά και κλασσική παίζοντας από Μπαχ μέχρι Ραχμάνινοφ. Στα 50’s ο Cole είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας εξαιρετικός τραγουδιστής με χαρακτηριστική ζεστή, βελούδινη και μπάσα φωνή, ο οποίος υπήρξε πολέμιος του ρατσισμού αρνούμενος να παίξει σε χώρους αποκλειστικά για έγχρωμους.
Miles Davis
1926-1991
Δεξιοτέχνης της τρομπέτας και του φλούγκελχορν, ο Davis λάνσαρε ένα πιο χαμηλότονο στυλ παιξίματος το οποίο έγινε ευρέως γνωστό σαν ήρεμη τζαζ (cool jazz). Το στυλ του επηρέασε μεγάλο αριθμό συγκροτημάτων, τα οποία έπαιζαν στα 40’s στη δυτική ακτή, ενώ οι ηχογραφήσεις με την μπάντα του στην Capitol records που βγήκαν με τον τίτλο “The Birth of the Cool” το 1949 άφησαν εποχή στο είδος. Στα τέλη των 50s, o Davis έκανε διάσημη τη Modal jazz, ένα είδος που δίνει μεγαλύτερη αυτοσχεδιαστική ελευθερία στον εκτελεστή, ανοίγοντας και πάλι νέους μουσικούς δρόμους.
Keith Jarrett
1945-
Μάστερ του αυτοσχεδιασμού, ο πιανίστας Keith Jarret καταπιάστηκε και αυτός με την κλασσική μουσική (Bach, Mozart, Shostakokovich είναι μερικοί από τους συνθέτες κομμάτια των οποίων ηχογράφησε), ενώ από το 1971 μέχρι και το 2005 ηχογράφησε συνολικά 19 κοντσέρτα και δύο άλμπουμ. Στο μουσικό του ιδίωμα ενσωμάτωσε πολλά και ετερόκλητα στοιχεία, με αποτέλεσμα οι αυτοσχεδιασμοί του να μην είναι μόνο «τζαζ», αλλά και blues, gospel, pop ακόμα και folk.
Thelonious Monk
1917-1982
Ο Μοnk έμεινε στη ιστορία για το μοναδικό του αυτοσχεδιαστικό στιλ στο πιάνο, αλλά και για τις μοναδικές του συνθέσεις. Δημιουργός του «μπιμπόπ», μιας τεχνικής αυτοσχεδιασμού όπου οι τραγουδιστές μιμούνται τον ήχο των οργάνων, ο Monk γνώρισε την αποθέωση στα 50s και τα 60s, παρά το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια ήταν στην αφάνεια λόγω χρήσης ναρκωτικών. Το έργο του άνοιξε το δρόμο σε δεκάδες μουσικούς, κάθε είδους, και επηρεάζει καλλιτέχνες ακόμα και σήμερα.
Wynton Marsalis
1961-
Από τους πλέον αναγνωρίσιμους τρομπετίστες της τελευταίας τριακονταετίας, ο Marsalis προερχόμενος από μουσική οικογένεια κατάφερε με την τρομπέτα του να επαναφέρει σε μικρή ηλικία την τζαζ στο δισκογραφικό προσκήνιο, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να είναι εξίσου εμπορική με τα άλλα είδη. Παράλληλα, αναζητώντας συνεχώς κάτι παραπάνω από την ερμηνεία, ο Marsalis δίδαξε σε σχολεία μουσική επιδεικνύοντας έντονο ενδιαφέρον για την μουσική επιμόρφωση των νεαρών Αμερικανών στη τζαζ και την κλασική μουσική.
Kurt Elling
1967-
Από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ερμηνευτές της τζαζ – ίσως ο σπουδαιότερος – ο Elling παντρεύει αυθεντικούς στίχους με κλασικά τζαζ κομμάτια, σε μια καριέρα η οποία ξεκίνησε στις αρχές των 90s και μέχρι στιγμής του έχει εξασφαλίσει οκτώ υποψηφιότητες για Grammy και αναρίθμητες βραβεύσεις ως καλύτερο τζαζ τραγουδιστή.
Έλλα Φιτζέραλντ
1917-1996
Η φωνή της ήταν μικρής έντασης και σχεδόν παιδική στη χροιά, ωστόσο διακρινόταν για το εξαιρετικό μεγάλο εύρος της (από ρε έως το υψηλό ντο της σοπράνο). Ξεχώρισε, σε σύγκριση με άλλες σύγχρονες τραγουδίστριες, ως προς τον τρόπο προφοράς της, την αίσθηση του τόνου, τη γλυκύτητα της φωνής της και την ικανότητά της να αυτοσχεδιάζει όπως ένας οργανοπαίχτης στο σαξόφωνο ή στην τρομπέτα. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να συνδυάζει τα τραγούδια μεταξύ τους και να τα τραγουδά το ένα μετά το άλλο. Το τραγούδι της το οποίο πέρασε στις μεγαλύτερες επιτυχίες παγκοσμίως είναι το Every time we say goodbye.
Mary Lou Williams
1910-1981
Κι όμως ένας από τους πρωτεργάτες του είδους ήταν γένους θηλυκού. Η Williams ξεκίνησε παίζοντας σε swing μπάντα και ανά δεκαετία μεταπηδούσε και σε μια διαφορετική αρένα μουσικής, εξερευνώντας διάφορα είδη και προσπαθώντας να συνδυάσει την τζαζ με την κλασσική μουσική. Η μουσική της αυτή αναζήτηση, την έκανε μια από τις ελάχιστες μουσικούς οι οποίες έπαιξαν με ορχήστρα στο Carnegie Hall.
Charles Mingus
1922-1979
Ο δεξιοτέχνης μπασίστας, συνθέτης, μαέστρος και περιστασιακά πιανίστας Charles Mingus υπήρξε ένας από τους κορυφαίους τζαζίστες όλων των εποχών. Εμπλούτισε την παραδοσιακή μαύρη μουσική με νέα στοιχεία, ενώ ηχογράφησε πάνω από εκατό άλμπουμ και έγραψε πάνω από τριακόσιες συνθέσεις.
Λούις Άρμστρονγκ
1901-1971
Ο Λούις Άρμστρονγκ (γνωστός και με τα προσωνύμια Satchmo ή Pops) ύπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής.
John Coltrane
1926-1967
Υπήρξε μάστορας της φορμαρισμένης και άψογα εκτελεσμένης μουσικής, ενώ οι συνθέσεις του είχαν κάτι θρησκευτικό, το οποίο έκανε κοινό και κριτικούς να μιλούν για έναν μουσικό ο οποίος είχε ανοικτό μουσικό διάλογο με τον θεό. Ο Coltrane ανέπτυξε μια πνευματική στάση, δημιούργησε μία προσωπική σύνθεση Χριστιανικών, Ινδουιστικών, Μουσουλμανικών και Ιουδαϊκών αντιλήψεων και με το σαξόφωνό του ερμήνευσε διαμάντια όπως το παρακάτω.
Herbie Hancock
1940-
Από τους μεγαλύτερους εν ζωή τζαζίστες, ο Hancock πειραματίστηκε με διαφορετικά ύφη και είδη μουσικής, ενώ στα πενήντα χρόνια δυναμικής μουσικής παρουσίας στον χώρο κέρδισε 12 βραβεία Grammy. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αυτοβιογραφία του ο Miles Davis ανέφερε πως «ο Herbie ήταν ένα βήμα μπροστά από τον Bud Powell και τον Thelonious Monk, και δεν έχω ξανακούσει κανέναν ακόμα που να συνεχίζει στα βήματά του».
Nat King Cole
1919-1965
Από τις πιο ιδιαίτερες φωνές της τζαζ, ο Cole μπήκε από μικρός στα… βάσανα μαθαίνοντας όχι μόνο τζαζ και γκόσπελ μουσική, αλλά και κλασσική παίζοντας από Μπαχ μέχρι Ραχμάνινοφ. Στα 50’s ο Cole είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας εξαιρετικός τραγουδιστής με χαρακτηριστική ζεστή, βελούδινη και μπάσα φωνή, ο οποίος υπήρξε πολέμιος του ρατσισμού αρνούμενος να παίξει σε χώρους αποκλειστικά για έγχρωμους.
Miles Davis
1926-1991
Δεξιοτέχνης της τρομπέτας και του φλούγκελχορν, ο Davis λάνσαρε ένα πιο χαμηλότονο στυλ παιξίματος το οποίο έγινε ευρέως γνωστό σαν ήρεμη τζαζ (cool jazz). Το στυλ του επηρέασε μεγάλο αριθμό συγκροτημάτων, τα οποία έπαιζαν στα 40’s στη δυτική ακτή, ενώ οι ηχογραφήσεις με την μπάντα του στην Capitol records που βγήκαν με τον τίτλο “The Birth of the Cool” το 1949 άφησαν εποχή στο είδος. Στα τέλη των 50s, o Davis έκανε διάσημη τη Modal jazz, ένα είδος που δίνει μεγαλύτερη αυτοσχεδιαστική ελευθερία στον εκτελεστή, ανοίγοντας και πάλι νέους μουσικούς δρόμους.
Keith Jarrett
1945-
Μάστερ του αυτοσχεδιασμού, ο πιανίστας Keith Jarret καταπιάστηκε και αυτός με την κλασσική μουσική (Bach, Mozart, Shostakokovich είναι μερικοί από τους συνθέτες κομμάτια των οποίων ηχογράφησε), ενώ από το 1971 μέχρι και το 2005 ηχογράφησε συνολικά 19 κοντσέρτα και δύο άλμπουμ. Στο μουσικό του ιδίωμα ενσωμάτωσε πολλά και ετερόκλητα στοιχεία, με αποτέλεσμα οι αυτοσχεδιασμοί του να μην είναι μόνο «τζαζ», αλλά και blues, gospel, pop ακόμα και folk.
Thelonious Monk
1917-1982
Ο Μοnk έμεινε στη ιστορία για το μοναδικό του αυτοσχεδιαστικό στιλ στο πιάνο, αλλά και για τις μοναδικές του συνθέσεις. Δημιουργός του «μπιμπόπ», μιας τεχνικής αυτοσχεδιασμού όπου οι τραγουδιστές μιμούνται τον ήχο των οργάνων, ο Monk γνώρισε την αποθέωση στα 50s και τα 60s, παρά το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια ήταν στην αφάνεια λόγω χρήσης ναρκωτικών. Το έργο του άνοιξε το δρόμο σε δεκάδες μουσικούς, κάθε είδους, και επηρεάζει καλλιτέχνες ακόμα και σήμερα.
Wynton Marsalis
1961-
Από τους πλέον αναγνωρίσιμους τρομπετίστες της τελευταίας τριακονταετίας, ο Marsalis προερχόμενος από μουσική οικογένεια κατάφερε με την τρομπέτα του να επαναφέρει σε μικρή ηλικία την τζαζ στο δισκογραφικό προσκήνιο, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να είναι εξίσου εμπορική με τα άλλα είδη. Παράλληλα, αναζητώντας συνεχώς κάτι παραπάνω από την ερμηνεία, ο Marsalis δίδαξε σε σχολεία μουσική επιδεικνύοντας έντονο ενδιαφέρον για την μουσική επιμόρφωση των νεαρών Αμερικανών στη τζαζ και την κλασική μουσική.
Kurt Elling
1967-
Από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ερμηνευτές της τζαζ – ίσως ο σπουδαιότερος – ο Elling παντρεύει αυθεντικούς στίχους με κλασικά τζαζ κομμάτια, σε μια καριέρα η οποία ξεκίνησε στις αρχές των 90s και μέχρι στιγμής του έχει εξασφαλίσει οκτώ υποψηφιότητες για Grammy και αναρίθμητες βραβεύσεις ως καλύτερο τζαζ τραγουδιστή.
Έλλα Φιτζέραλντ
1917-1996
Η φωνή της ήταν μικρής έντασης και σχεδόν παιδική στη χροιά, ωστόσο διακρινόταν για το εξαιρετικό μεγάλο εύρος της (από ρε έως το υψηλό ντο της σοπράνο). Ξεχώρισε, σε σύγκριση με άλλες σύγχρονες τραγουδίστριες, ως προς τον τρόπο προφοράς της, την αίσθηση του τόνου, τη γλυκύτητα της φωνής της και την ικανότητά της να αυτοσχεδιάζει όπως ένας οργανοπαίχτης στο σαξόφωνο ή στην τρομπέτα. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να συνδυάζει τα τραγούδια μεταξύ τους και να τα τραγουδά το ένα μετά το άλλο. Το τραγούδι της το οποίο πέρασε στις μεγαλύτερες επιτυχίες παγκοσμίως είναι το Every time we say goodbye.
Mary Lou Williams
1910-1981
Κι όμως ένας από τους πρωτεργάτες του είδους ήταν γένους θηλυκού. Η Williams ξεκίνησε παίζοντας σε swing μπάντα και ανά δεκαετία μεταπηδούσε και σε μια διαφορετική αρένα μουσικής, εξερευνώντας διάφορα είδη και προσπαθώντας να συνδυάσει την τζαζ με την κλασσική μουσική. Η μουσική της αυτή αναζήτηση, την έκανε μια από τις ελάχιστες μουσικούς οι οποίες έπαιξαν με ορχήστρα στο Carnegie Hall.
“H Jazz ξεπλένει την σκόνη της καθημερινής ζωής" - Art Blakey
“Με ενοχλεί όταν προσπαθούν οι άνθρωποι να αναλύσουν τη Jazz λες και είναι κάποιο διανοητικό θεώρημα. Δεν είναι. Είναι συναίσθημα” – Bill Evans
“Ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν σχετικά με τη jazz, φίλε, είναι πως δεν ξέρω τι θα γίνει μετά. Εσύ ξέρεις;” – Bix Beiderbecke
“O αυτοσχεδιασμός είναι η ικανότητα να επικοινωνείς με τον εαυτό σου” – Cecil Taylor
“Εάν δεν το κάνεις βίωμά σου, δεν θα ξεπροβάλλει απ’ την κόρνα σου” – Charlie Parker
“Είναι πολύ δύσκολο ν’ αποφασίσεις που ξεκινάει η Jazz και που τελειώνει, που βρίσκεται το όριο ανάμεσα στη Jazz και στην Κλασική Μουσική. Ο ίδιος νιώθω πως δεν υπάρχει τέτοιο όριο” – Duke Ellington
“Η ζωή μοιάζει πολύ με τη τζαζ… είναι καλύτερη όταν αυτοσχεδιάζεις” – George Gershwin
“Ξεκινώ απ’ τη μέση μιας πρότασης και βαδίζω και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα” – John Coltrane
“Ακόμα και η σιωπή χορεύει σε ρυθμούς swing” – John Mehegan
“Η Jazz είναι μια μουσική φτιαγμένη από ανθρώπους και για ανθρώπους που έχουν επιλέξει να αισθάνονται όμορφα, ανεξαρτήτως των συνθηκών” – Johnny Griffin
“H μουσική είναι η συντομογραφία του συναισθήματος” – Λέων Τολστόι
“Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος” – Φρίντριχ Νίτσε
“Φίλε, αν χρειαστεί να ρωτήσεις τι είναι η Τζαζ, ποτέ δεν θα το μάθεις” – Louis Armstrong
“Με ενοχλεί όταν προσπαθούν οι άνθρωποι να αναλύσουν τη Jazz λες και είναι κάποιο διανοητικό θεώρημα. Δεν είναι. Είναι συναίσθημα” – Bill Evans
“Ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν σχετικά με τη jazz, φίλε, είναι πως δεν ξέρω τι θα γίνει μετά. Εσύ ξέρεις;” – Bix Beiderbecke
“O αυτοσχεδιασμός είναι η ικανότητα να επικοινωνείς με τον εαυτό σου” – Cecil Taylor
“Εάν δεν το κάνεις βίωμά σου, δεν θα ξεπροβάλλει απ’ την κόρνα σου” – Charlie Parker
“Είναι πολύ δύσκολο ν’ αποφασίσεις που ξεκινάει η Jazz και που τελειώνει, που βρίσκεται το όριο ανάμεσα στη Jazz και στην Κλασική Μουσική. Ο ίδιος νιώθω πως δεν υπάρχει τέτοιο όριο” – Duke Ellington
“Η ζωή μοιάζει πολύ με τη τζαζ… είναι καλύτερη όταν αυτοσχεδιάζεις” – George Gershwin
“Ξεκινώ απ’ τη μέση μιας πρότασης και βαδίζω και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα” – John Coltrane
“Ακόμα και η σιωπή χορεύει σε ρυθμούς swing” – John Mehegan
“Η Jazz είναι μια μουσική φτιαγμένη από ανθρώπους και για ανθρώπους που έχουν επιλέξει να αισθάνονται όμορφα, ανεξαρτήτως των συνθηκών” – Johnny Griffin
“H μουσική είναι η συντομογραφία του συναισθήματος” – Λέων Τολστόι
“Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος” – Φρίντριχ Νίτσε
“Φίλε, αν χρειαστεί να ρωτήσεις τι είναι η Τζαζ, ποτέ δεν θα το μάθεις” – Louis Armstrong
Ragtime (1880-αρχές 1900)
Γύρω στα 1890 εμφανίζεται ένα είδος μουσικής που ονομάζεται «ράγκταϊμ» (ragtime).. Συνδύαζε μια συγκοπτόμενη μελωδία με δέκατα έκτα, με τη φόρμα και την αίσθηση του ρυθμού μαρς (εμβατήριο). Στο πιάνο, αυτό γινόταν εφικτό με το αριστερό χέρι του πιανίστα να παίζει ένα σταθερό ρυθμό 2/4 με μπάσο και συγχορδίες εναλλάξ, και το δεξί να παίζει τη συγκοπτόμενη μελωδία (=ragging). Ο πιο διάσημος μουσικός του ράγκταϊμ θεωρείται ο Σκοτ Τζόπλιν (Scott Joplin).
Dixieland (1917-1920)
Η ονομασία του είδους αυτού προέρχεται από την «Original Dixieland Jazz Band», ένα συγκρότημα από τη Νέα Ορλεάνη που το 1917 έκανε την πρώτη ηχογράφηση μουσικής τζαζ. Συνήθως μια μπάντα σε στυλ «Ντίξιλαντ» (Dixieland) περιλάμβανε ένα «μελωδικό τμήμα» (melody section) που αποτελούνταν από τρομπέτα/κορνέτα, κλαρινέτο, τρομπόνι και περιστασιακά σαξόφωνο.
Swing (1935-1945)
Από το 1935, το νέο στυλ ονομάζεται «Σουίνγκ» (Swing) και αποτελεί ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μοντέρνα τζαζ. Η ονομασία του προέρχεται από το αγγλικό ρήμα swing, που σημαίνει κουνιέμαι. Εξαιτίας του δυναμικού του ρυθμού συνδέθηκε στενά με το χορό. Κύριος εκπρόσωπος της μουσικής σουίνγκ θεωρείται ο Μπένι Γκούντμαν Ο Γκούντμαν κατάφερε να συνενώσει μουσικούς διαφορετικής φυλετικής προέλευσης για πρώτη φορά στην Αμερική εκείνης της εποχής, που μαστίζονταν από ρατσιστικά φαινόμενα.
Θεωρήθηκε επίσης μοναδικός εκτελεστής κλαρινέτου (με μεγάλο κλασικό ρεπερτόριο και ηχογραφήσεις με σπουδαίες συμφωνικές ορχήστρες).
Bebop (1940-1950)
Το «Μπήμποπ» (Bebop) εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’40 ως αντίθεση προς τις μεγάλες μπάντες του σουίνγκ, με μικρά σύνολα μουσικών -τεσσάρων ως έξι ατόμων- με ένα σολιστικό συνήθως όργανο. Με αυτόν τον τρόπο, οι μουσικοί είχαν περισσότερες ευκαιρίες να αυτοσχεδιάζουν. Η ίδια η μουσική είχε πιο σύνθετες μελωδίες και αρμονίες και ιδιαίτερη έμφαση στο ρυθμό. Επιπλέον, κάποιες φράσεις ήταν μερικές φορές ασύμμετρες με αποτέλεσμα να υπάρχει πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ακατάλληλο για χορό. Οι μουσικοί στο μπήμποπ πειραματίζονταν με ασυνήθιστους χρωματισμούς, διάφωνους ήχους και τονισμούς κόντρα στη μελωδία, σηματοδοτώντας έτσι μια στροφή στην εξέλιξη της τεχνικής παιξίματος των κρουστών και του πιάνου. Κύριοι εκπρόσωποι του μπήμποπ είναι ο τρομπετίστας Ντίζι Γκιλέσπι και ο σαξοφωνίστας (άλτο σαξόφωνο) Τσάρλι Πάρκερ .
Cool Jazz (1940-1950)
Η «Κουλ τζαζ» (Cool jazz) αναπτύχθηκε στα τέλη του 1940, περίπου την ίδια εποχή με το μπήμποπ. Ήταν πιο εκλεπτυσμένη, ατμοσφαιρική, χαμηλών τόνων και συγκρατημένη και επηρεασμένη από τους σπουδαίους συνθέτες του 20ου αι., όπως τον Ι. Στραβίνσκι και τον Κλ. Ντεμπισύ. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κουλ τζαζ θεωρούνται ο τρομπετίστας Μάιλς Ντέιβις (Miles Davis) και ο πιανίστας και συνθέτης Γκιλ Έβανς (Gil Evans).
Free Jazz (δεκαετία του 1960)
Από αυτή την εποχή εμφανίζεται ένας κατακλυσμός νέων ρευμάτων και στυλ με κύριο χαρακτηριστικό τον αυτοσχεδιασμό. Ο όρος Free jazz δίνει την εικόνα της νέας κατεύθυνσης της μουσικής τζαζ στη δεκαετία του 1960. Πειραματική, προκλητική και ενδιαφέρουσα για αρκετούς ακροατές, έχει ως χαρακτηριστικό τον υψηλό βαθμό διαφωνίας. Οι εκτελεστές δοκιμάζουν νέους ήχους εμπνεόμενοι από έξω-ευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός, όπου όλοι οι εκτελεστές αυτοσχεδιάζουν ταυτόχρονα και ανεξάρτητα από την αρμονική διαδοχή της σύνθεσης, ήταν κάτι το σύνηθες, προσδίδοντας μερικές φορές την αίσθηση του «οργανωμένου χάους».
Γύρω στα 1890 εμφανίζεται ένα είδος μουσικής που ονομάζεται «ράγκταϊμ» (ragtime).. Συνδύαζε μια συγκοπτόμενη μελωδία με δέκατα έκτα, με τη φόρμα και την αίσθηση του ρυθμού μαρς (εμβατήριο). Στο πιάνο, αυτό γινόταν εφικτό με το αριστερό χέρι του πιανίστα να παίζει ένα σταθερό ρυθμό 2/4 με μπάσο και συγχορδίες εναλλάξ, και το δεξί να παίζει τη συγκοπτόμενη μελωδία (=ragging). Ο πιο διάσημος μουσικός του ράγκταϊμ θεωρείται ο Σκοτ Τζόπλιν (Scott Joplin).
Dixieland (1917-1920)
Η ονομασία του είδους αυτού προέρχεται από την «Original Dixieland Jazz Band», ένα συγκρότημα από τη Νέα Ορλεάνη που το 1917 έκανε την πρώτη ηχογράφηση μουσικής τζαζ. Συνήθως μια μπάντα σε στυλ «Ντίξιλαντ» (Dixieland) περιλάμβανε ένα «μελωδικό τμήμα» (melody section) που αποτελούνταν από τρομπέτα/κορνέτα, κλαρινέτο, τρομπόνι και περιστασιακά σαξόφωνο.
Swing (1935-1945)
Από το 1935, το νέο στυλ ονομάζεται «Σουίνγκ» (Swing) και αποτελεί ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μοντέρνα τζαζ. Η ονομασία του προέρχεται από το αγγλικό ρήμα swing, που σημαίνει κουνιέμαι. Εξαιτίας του δυναμικού του ρυθμού συνδέθηκε στενά με το χορό. Κύριος εκπρόσωπος της μουσικής σουίνγκ θεωρείται ο Μπένι Γκούντμαν Ο Γκούντμαν κατάφερε να συνενώσει μουσικούς διαφορετικής φυλετικής προέλευσης για πρώτη φορά στην Αμερική εκείνης της εποχής, που μαστίζονταν από ρατσιστικά φαινόμενα.
Θεωρήθηκε επίσης μοναδικός εκτελεστής κλαρινέτου (με μεγάλο κλασικό ρεπερτόριο και ηχογραφήσεις με σπουδαίες συμφωνικές ορχήστρες).
Bebop (1940-1950)
Το «Μπήμποπ» (Bebop) εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’40 ως αντίθεση προς τις μεγάλες μπάντες του σουίνγκ, με μικρά σύνολα μουσικών -τεσσάρων ως έξι ατόμων- με ένα σολιστικό συνήθως όργανο. Με αυτόν τον τρόπο, οι μουσικοί είχαν περισσότερες ευκαιρίες να αυτοσχεδιάζουν. Η ίδια η μουσική είχε πιο σύνθετες μελωδίες και αρμονίες και ιδιαίτερη έμφαση στο ρυθμό. Επιπλέον, κάποιες φράσεις ήταν μερικές φορές ασύμμετρες με αποτέλεσμα να υπάρχει πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ακατάλληλο για χορό. Οι μουσικοί στο μπήμποπ πειραματίζονταν με ασυνήθιστους χρωματισμούς, διάφωνους ήχους και τονισμούς κόντρα στη μελωδία, σηματοδοτώντας έτσι μια στροφή στην εξέλιξη της τεχνικής παιξίματος των κρουστών και του πιάνου. Κύριοι εκπρόσωποι του μπήμποπ είναι ο τρομπετίστας Ντίζι Γκιλέσπι και ο σαξοφωνίστας (άλτο σαξόφωνο) Τσάρλι Πάρκερ .
Cool Jazz (1940-1950)
Η «Κουλ τζαζ» (Cool jazz) αναπτύχθηκε στα τέλη του 1940, περίπου την ίδια εποχή με το μπήμποπ. Ήταν πιο εκλεπτυσμένη, ατμοσφαιρική, χαμηλών τόνων και συγκρατημένη και επηρεασμένη από τους σπουδαίους συνθέτες του 20ου αι., όπως τον Ι. Στραβίνσκι και τον Κλ. Ντεμπισύ. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κουλ τζαζ θεωρούνται ο τρομπετίστας Μάιλς Ντέιβις (Miles Davis) και ο πιανίστας και συνθέτης Γκιλ Έβανς (Gil Evans).
Free Jazz (δεκαετία του 1960)
Από αυτή την εποχή εμφανίζεται ένας κατακλυσμός νέων ρευμάτων και στυλ με κύριο χαρακτηριστικό τον αυτοσχεδιασμό. Ο όρος Free jazz δίνει την εικόνα της νέας κατεύθυνσης της μουσικής τζαζ στη δεκαετία του 1960. Πειραματική, προκλητική και ενδιαφέρουσα για αρκετούς ακροατές, έχει ως χαρακτηριστικό τον υψηλό βαθμό διαφωνίας. Οι εκτελεστές δοκιμάζουν νέους ήχους εμπνεόμενοι από έξω-ευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός, όπου όλοι οι εκτελεστές αυτοσχεδιάζουν ταυτόχρονα και ανεξάρτητα από την αρμονική διαδοχή της σύνθεσης, ήταν κάτι το σύνηθες, προσδίδοντας μερικές φορές την αίσθηση του «οργανωμένου χάους».