Ελάχιστα μυθιστορήματα έφτασαν ποτέ να συμβολίσουν μια ολόκληρη εποχή. Και το πιο εντυπωσιακό από αυτά είναι το πιο πολυσυζητημένο αμερικανικό βιβλίο του 20ού αιώνα. Από το 1939 που πρωτοεκδόθηκε, έχει κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί και ξαναμεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες. Η εποχή είναι η δεκαετία του '30, το μεγάλο κραχ, η αρχετυπική οικονομική κρίση που εντυπώθηκε με τρόμο στο συλλογικό φαντασιακό. Και ο λογοτέχνης που την περιέγραψε και την εξήγησε τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, ώστε το έργο του θα μείνει για πάντα στην ιστορία, είναι ο Τζον Στάινμπεκ, με τα "Σταφύλια της οργής". Τα "Σταφύλια της οργής" είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και στην ανθρωπιά, στη δύναμη της οικογένειας, στη μάχη για τον επιούσιο, στις μικρές πράξεις καλοσύνης των ανθρώπων. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας Τζόουντ, που ξεριζώνεται από τον τόπο της και μεταναστεύει, κηρύσσεται μια αλήθεια: και η αλήθεια αυτή, δοσμένη με μια λογοτεχνική αμεσότητα που καθηλώνει, είναι απόλυτη και τόσο επιτακτική σήμερα όσο κι όταν πρωτογράφτηκε. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο, αποδεικνύει πως η μεγάλη λογοτεχνία δεν είναι ανάγκη να 'ναι ένας ερμητικός γρίφος, μα μπορεί με συγκλονιστικά οικείες λέξεις και εικόνες να δονήσει την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Το πρωτότυπο εξώφυλλο του βιβλίου «Τα σταφύλια της Οργής»....
Ο Στάινμπεκ το 1936 ξεκίνησε να γράφει μια σειρά από ιστορίες που είχαν θέμα την Καλιφόρνια κατά την περίοδο του οικονομικού Κραχ και των καταιγίδων σκόνης. Το 1930 η αμερικανική αγροτική οικονομία γνώρισε μεγάλη καταστροφή. Εκτεταμένες θύελλες μετέφεραν μεγάλους όγκους σκόνης σκεπάζοντας περιοχές των ΗΠΑ και του Καναδά, αφανίζοντας σοδειές και μεγάλες αγροτικές εκτάσεις. Η Οκλαχόμα χτυπήθηκε άσχημα. Οι ιστορίες του Στάινμπεκ ήταν επηρεασμένες από το τραγικό φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως Dust Bowl. Γι΄ αυτό και ο Στάινμπεκ θεωρείται εκπρόσωπος του είδους που ονομάστηκε dust bowl literature. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν το μυθιστόρημα «Άνθρωποι και Ποντίκια» που κυκλοφόρησε το 1937. Ο τίτλος παρέπεμπε σε στίχους του ποιήματος του Ρόμπερτ Μπερνς Το 1940 ο Στάινμπεκ τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για τη νουβέλα «Τα σταφύλια της Οργής». Το λογοτεχνικό έργο είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα λαμβάνοντας αμφίσημες κρητικές. Η υπόθεση του βιβλίου βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα που έζησαν οι μετανάστες που έφτασαν στην Καλιφόρνια μετά την Ύφεση και την καταστροφή των χωραφιών. Για να είναι πιο αληθινός και ουσιαστικός στα κείμενα του, ο Στάινμπεκ έμεινε για παραπάνω από χρόνο μαζί με τους μετανάστες, βίωσε τις άθλιες συνθήκες, αλλά και την καχύποπτη συμπεριφορά των Καλιφορνέζων όταν αντίκρισαν τους ρακένδυτους εσωτερικούς μετανάστες. Πολλοί κριτικοί βιβλίων το καταλόγισαν αμέσως στα καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία, ενώ άλλοι έσπευσαν να το κατηγορήσουν για άσεμνο και επικίνδυνο περιεχόμενο. Ο Στάινμπεκ ήρθε αντιμέτωπος με τους κρατικούς μηχανισμούς όταν τον κατηγόρησαν ότι ψευδολογούσε και ήταν υπέρμαχος κομμουνιστικών απόψεων. Το βιβλίο για δύο χρόνια απαγορεύτηκε να διδάσκεται στα σχολεία και να βρίσκεται στα ράφια των δημόσιων βιβλιοθηκών. Παρόλα αυτά τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας, το μυθιστόρημα πούλησε πάνω από 40 χιλιάδες αντίτυπα, ενώ μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει τις 14 εκατομμύρια πωλήσεις. Το βιβλίο μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο το 1940....
Η ταινία Τα Σταφύλια της Οργής ,παραγωγής 1940 σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Χένρι Φόντα,Τζέιν Ντάργουελ, Τζον Κάραντάιν, Σίρλεϊ Μιλς και Τζον Κουάλεν. Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ, το οποίο διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη ο Νάναλι Τζόνσον.. Η ταινία προτάθηκε για 7 βραβεία Όσκαρ και τιμήθηκε με Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Β' Γυναικείου Ρόλου. Πρόκειται για μια από τις πρώτες ταινίες που επελέγησαν το 1989 από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.
"…..Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία.
Εύφορη γη, ολοίσιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δεν βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά-πέθανε από υποσιτισμό-γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι. Οι άνθρωποι έρχονται με δίχτυα να ψαρέψουν πατάτες από το ποτάμι, μα οι φύλακες τους συγκρατούν μακριά˙ έρχονται με αυτοκίνητα που βροντολογούν για να πάρουν τα πεσμένα πορτοκάλια, μα είναι ραντισμένα με πετρόλαδο. Και στέκονται σιωπηλοί να παρακολουθούν τις πατάτες να πλέουν μπροστά τους, ακούν τις στριγκλιές των γουρουνιών που τα σφάζουν μέσα σ’ ένα λάκκο και χύνουν πάνω ασβέστη, βλέπουν βουνά πορτοκάλια να λιώνουν σ’ ένα σάπιο πολτό και ο λαός βλέπει τη σημερινή χρεωκοπία και μεσ’ στα μάτια του πεινασμένου λαού η οργή μεστώνει. Μες στην ψυχή του λαού μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο". Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της Οργής
Εύφορη γη, ολοίσιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δεν βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά-πέθανε από υποσιτισμό-γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι. Οι άνθρωποι έρχονται με δίχτυα να ψαρέψουν πατάτες από το ποτάμι, μα οι φύλακες τους συγκρατούν μακριά˙ έρχονται με αυτοκίνητα που βροντολογούν για να πάρουν τα πεσμένα πορτοκάλια, μα είναι ραντισμένα με πετρόλαδο. Και στέκονται σιωπηλοί να παρακολουθούν τις πατάτες να πλέουν μπροστά τους, ακούν τις στριγκλιές των γουρουνιών που τα σφάζουν μέσα σ’ ένα λάκκο και χύνουν πάνω ασβέστη, βλέπουν βουνά πορτοκάλια να λιώνουν σ’ ένα σάπιο πολτό και ο λαός βλέπει τη σημερινή χρεωκοπία και μεσ’ στα μάτια του πεινασμένου λαού η οργή μεστώνει. Μες στην ψυχή του λαού μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο". Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της Οργής
Μέσα από το παράδειγμα των Τζόουντ, ο Στάινμπεκ μας σιγοψιθυρίζει πως όταν και ο λαός ολόκληρος παραμένει ενωμένος, μία μονάχα επιλογή του μένει: να τραβήξει μπροστά. Ενάντια στη βιαιότητα των πολισμάνων που τους κάνουν δύσκολη τη ζωή, ενάντια στην καχυποψία και το μίσος των κατοίκων της απέναντι όχθης, ενάντια στον ανορθολογισμό των μεγαλογαιοκτημόνων και των συνεταιρισμών που τους προσφέρουν την πείνα ως επιλογή, ενάντια στο ίδιο τους το κράτος που λίγα κάνει για να τους εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Το διαχρονικό βιβλίο του Στάινμπεκ έρχεται να δώσει απαντήσεις για ζητήματα κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Η φαμίλια Τζόουντ ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι, δίχως χάρτη, δίχως τα απαραίτητα εφόδια. Γύρω στο '30, αγροτική οικογένεια της Οκλαχόμα, καλλιεργεί βαμβάκι για λογαριασμό μεγαλογαιοκτημόνων ζώντας σε δανεικά υποστατικά. Η κρίση που έριξε τα βάρη στα αναχρονιστικά μέσα καλλιέργειας και συγκομιδής όσο και η ανομβρία που γέμισε τη γη άγονη σκόνη κατέστρεψαν τη βαμβακοπαραγωγή. Χιλιάδες οικογένειες ξεσπιτώθηκαν, όταν ανέλαβαν τα μεγάλα μηχανήματα, πολλοί έχασαν τη ζωή τους, οι περισσότεροι - όπως οι Τζόουντ - στράφηκαν σε άλλες περιοχές της Αμερικής, στην Καλιφόρνια που η σοδειά περισσεύει και πετιέται στο δρόμο. Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Τομ Τζόουτ, ο γιος που γύρισε στο σπίτι του μετά από φυλάκιση τεσσάρων ετών με αναστολή για φόνο σε άμυνα. Οι εξελίξεις δε θα τον βοηθήσουν τελικά να προστατεύσει το μητρώο του όπως θα έπρεπε. H περίφημη route 66 είναι τώρα μπροστά τους ατέλειωτη και δύσβατη. Χιλιάδες προβλήματα προκύπτουν ανά πάσα στιγμή, τόσο που νομίζει κανείς πως ποτέ δε θα φτάσουν στον προορισμό τους. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Ο μεγαλύτερος της οικογένειας, ο παππούς Τζόουντ, χάνει γρήγορα τη ζωή του, αφού τελικά είναι αδύνατον να ζήσει μακριά από τον τόπο του. Το μεγάλο σαράβαλο φορτηγό που έχουν επιστρατεύσει οι Τζόουντ δεν είναι αξιόπιστο, η γιαγιά δεν προλαβαίνει να περάσει καλά καλά τα σύνορα της Καλιφόρνια. Από τούδε και στο εξής, ο θάνατος και η εξαθλίωση οδηγεί την οικογένεια σχεδόν μισή στην Καλιφόρνια, μόνο για να συναντήσει, όχι την Γη της Επαγγελίας την οποία περίμενε, αλλά την αδικία. Φυσικά η Καλιφόρνια δεν είναι η Γη της Επαγγελίας. Φυσικά, οι Τζόουντ, όπως και οι υπόλοιπες οικογένειες που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Ήταν πάρα πολλοί και ήταν μετανάστες. Και ο αγροτικός κόσμος της Καλιφόρνια τους εκμεταλλεύτηκε με δόξα και τιμή. Λέγεται πως εδώ ο Στάινμπεκ ήταν ιδιαίτερα ευγενικός προς τους εκμεταλλευτές για να καταφέρει να περάσει το βιβλίο από τη λογοκρισία.
Ο Στάινμπεκ καταγράφει με μοναδικό τρόπο την θλιβερή πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης. Άνθρωποι εξαθλιωμένοι να πεθαίνουν στη κυριολεξία από την πείνα σε έναν Δυτικό Κόσμο με αφθονία σε τροφές. Η καπιταλιστική απληστία κινεί τα νήματα όλων και τα θύματα της είναι αυτοί που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Η οικογένεια Τζόουντ γίνεται το σύμβολο κάθε οικογένειας που χτυπήθηκε από την οικονομική κρίση, αλλά και το σύμβολο της ανθρωπιάς και της υπέρμετρης δύναμης του ανθρώπου που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να συνεχίσει να προχωρά με αξιοπρέπεια. Μέσα από την ιστορία αυτής της οικογένειας ο Στάινμπεκ ξεμπροστιάζει τη σαθρότητα του Αμερικανικού Ονείρου που παραπλάνησε και παραπλανεί την κάθε γενιά.Ο Στάινμπεκ περιγράφει γυμνά μια πραγματικότητα που κανείς δεν θέλει να ξέρει πως υπάρχει. Με μια απλότητα που μαγνητίζει, το κείμενο του συγγραφέα ξυπνά βαθιά αισθήματα ανασφάλειας και συγκλονίζει τον αναγνώστη αναγκάζοντάς τον να γίνει μάρτυρας άβολων γεγονότων και καταστάσεων που θα προτιμούσε να αγνοεί. Το μήνυμα του συγγραφέα υπόκειται στην ερμηνεία του κάθε αναγνώστη. Δύσκολα όμως θα μπορέσει κανείς να παραβλέψει τη απίστευτη δύναμη του λόγου του Στάινμπεκ.
Τα Σταφύλια της οργής, είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο, στα βάσανά του, στη μεγαλοσύνη του, σ’ ό,τι βαθύ τον κάνει να ’ναι αληθινός άνθρωπος, είναι ξέχωρα ένας ύμνος στη γυναίκα. Στην καρτερία της, στη ζωογόνο δύναμή της. Η γυναίκα είν’ ο στυλοβάτης της οικογένειας, γι’ αυτό κι όλης της κοινωνίας και της ανθρωπότητας. Είναι επίσης ένας ύμνος στην αξία και τη δύναμη της οικογένειας. Γιατί η σκέψη του Στάινμπεκ δεν είναι κομουνιστική (μοιάζει να ’ναι, μα δεν είναι). Η ματιά του είναι τυπικά αμερικανική –πλατιοί ορίζοντες και μια βιβλική κοσμοαντίληψη−, και η οικογένεια (όχι το κράτος) είν’ ο ομφαλός της Γης. Μεγαλύτερη συμφορά κι απ’ το ξερίζωμα, ακόμα κι από την ίδια την άνιση καθημερινή πάλη για τον επιούσιο, είναι το σκόρπισμα της οικογένειας. Στο ταξίδι τους προς την Καλιφόρνια, τούτη τη γη της επαγγελίας που αποδεικνύεται οφθαλμαπάτη, οι Τζόουντ κηδεύουν τον παππού, έπειτα τη γιαγιά• ο ένας γιος σηκώνεται και φεύγει, ο άλλος γιος διαπράττει έναν δίκαιο φόνο και κρύβεται, ο τρίτος γιος, στο τέλος, αποφασίζει να παντρευτεί και μένει με την οικογένεια της κοπέλας• κι ο καθένας από τούτους τους χωρισμούς είναι σαν ακρωτηριασμός, σαν κόψιμο άλλου ενός μέλους από το ίδιο κορμί. Σοφά μοιρασμένα ανάμεσα σε γενικά, «πανοραμικά» κεφάλαια, όπου μ’ ακριβολογία και ποιητική γλώσσα δίνονται όλες οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που ορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων στο βιβλίο, και στα κεφάλαια που εξιστορούν τον αγώνα των Τζόουντ για την επιβίωση, τα Σταφύλια της οργής γράφτηκαν μέσα σε εκατό ημέρες, που όμως ήταν η κατάληξη χρόνων ολάκερων ψυχικών ζυμώσεων και κοινωνικής και πολιτικής ωρίμανσης του συγγραφέα. Τούτη η ζύμωση και η ωρίμανση, φαίνονται και στο πόσο απόλυτα κύριος των εκφραστικών του μέσων είν’ ο Στάινμπεκ.
Ο ρυθμός στους διαλόγους είν’ άψογος• πρόσωπα και τόποι, ξεπηδούν ολοζώντανα μέσ’ από περιγραφές τέλεια ζυγιασμένες, δοσμένες με ποίηση και οικονομία• και τα γενικά κεφάλαια τα χαρακτηρίζει ανεξαιρέτως μια πεντακάθαρη ματιά και μια στέρεη κοινωνική στάση, απόρροια όχι στείρας σκέψης, μα προσωπικού βιώματος και μιας ανθρωπιάς που τραβάει το συγγραφέα απ’ τη θέση του αμέτοχου παρατηρητή και του απλού σχολιαστή, τον κάνει να συναισθάνεται τα δεινά του ανθρώπου πλάι του, και να τα συμμερίζεται• γι’ αυτό κι αποπνέει η γραφή του Στάινμπεκ τέτοιο πάθος. Ο σπόρος απ’ όπου φύτρωσε το μυθιστόρημα, ήταν μια σειρά από εφτά άρθρα για τη Σαν Φρανσίσκο Νιουζ , το ’36, με γενικό τίτλο The Gypsies of Harvest − Οι πλάνητες της συγκομιδής. Κατάκοπος στο τέλος τούτων των εκατό ημερών αδιάκοπου γραψίματος, ο Στάινμπεκ ένιωθε στην κάμαρη, πλάι του, τον Τομ Τζόουντ, που στο τέλος, προτού φύγει κυνηγημένος, λέει: «Θα ’μαι παντού, όπου κι αν κοιτάξεις. Όπου δίνεται μάχη ώστε πεινασμένοι να φάνε, εγώ θα ’μαι εκεί. Όπου ένας μπάτσος βαράει κάποιον, εγώ θα ’μαι εκεί. Αν ο Κέιζι είχε δίκιο, τότε θα υπάρχω στον τρόπο που οι άνθρωποι φωνάζουν όταν εξαγριώνονται… θα υπάρχω στον τρόπο που τα παιδιά γελάνε όταν πεινάνε και ξέρουν πως το φαΐ είν’ έτοιμο. Κι όταν οι άνθρωποί μας θα τρώνε ό,τι βγάζουν με το μόχθο τους και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι θα χτίζουν, εγώ θα ’μαι εκεί». Ο Στάινμπεκ, μέσ’ απ’ τους ήρωές του, γίνεται η φωνή της κοινής ανθρώπινης μοίρας.
Τα Σταφύλια της οργής, είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο, στα βάσανά του, στη μεγαλοσύνη του, σ’ ό,τι βαθύ τον κάνει να ’ναι αληθινός άνθρωπος, είναι ξέχωρα ένας ύμνος στη γυναίκα. Στην καρτερία της, στη ζωογόνο δύναμή της. Η γυναίκα είν’ ο στυλοβάτης της οικογένειας, γι’ αυτό κι όλης της κοινωνίας και της ανθρωπότητας. Είναι επίσης ένας ύμνος στην αξία και τη δύναμη της οικογένειας. Γιατί η σκέψη του Στάινμπεκ δεν είναι κομουνιστική (μοιάζει να ’ναι, μα δεν είναι). Η ματιά του είναι τυπικά αμερικανική –πλατιοί ορίζοντες και μια βιβλική κοσμοαντίληψη−, και η οικογένεια (όχι το κράτος) είν’ ο ομφαλός της Γης. Μεγαλύτερη συμφορά κι απ’ το ξερίζωμα, ακόμα κι από την ίδια την άνιση καθημερινή πάλη για τον επιούσιο, είναι το σκόρπισμα της οικογένειας. Στο ταξίδι τους προς την Καλιφόρνια, τούτη τη γη της επαγγελίας που αποδεικνύεται οφθαλμαπάτη, οι Τζόουντ κηδεύουν τον παππού, έπειτα τη γιαγιά• ο ένας γιος σηκώνεται και φεύγει, ο άλλος γιος διαπράττει έναν δίκαιο φόνο και κρύβεται, ο τρίτος γιος, στο τέλος, αποφασίζει να παντρευτεί και μένει με την οικογένεια της κοπέλας• κι ο καθένας από τούτους τους χωρισμούς είναι σαν ακρωτηριασμός, σαν κόψιμο άλλου ενός μέλους από το ίδιο κορμί. Σοφά μοιρασμένα ανάμεσα σε γενικά, «πανοραμικά» κεφάλαια, όπου μ’ ακριβολογία και ποιητική γλώσσα δίνονται όλες οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που ορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων στο βιβλίο, και στα κεφάλαια που εξιστορούν τον αγώνα των Τζόουντ για την επιβίωση, τα Σταφύλια της οργής γράφτηκαν μέσα σε εκατό ημέρες, που όμως ήταν η κατάληξη χρόνων ολάκερων ψυχικών ζυμώσεων και κοινωνικής και πολιτικής ωρίμανσης του συγγραφέα. Τούτη η ζύμωση και η ωρίμανση, φαίνονται και στο πόσο απόλυτα κύριος των εκφραστικών του μέσων είν’ ο Στάινμπεκ.
Ο ρυθμός στους διαλόγους είν’ άψογος• πρόσωπα και τόποι, ξεπηδούν ολοζώντανα μέσ’ από περιγραφές τέλεια ζυγιασμένες, δοσμένες με ποίηση και οικονομία• και τα γενικά κεφάλαια τα χαρακτηρίζει ανεξαιρέτως μια πεντακάθαρη ματιά και μια στέρεη κοινωνική στάση, απόρροια όχι στείρας σκέψης, μα προσωπικού βιώματος και μιας ανθρωπιάς που τραβάει το συγγραφέα απ’ τη θέση του αμέτοχου παρατηρητή και του απλού σχολιαστή, τον κάνει να συναισθάνεται τα δεινά του ανθρώπου πλάι του, και να τα συμμερίζεται• γι’ αυτό κι αποπνέει η γραφή του Στάινμπεκ τέτοιο πάθος. Ο σπόρος απ’ όπου φύτρωσε το μυθιστόρημα, ήταν μια σειρά από εφτά άρθρα για τη Σαν Φρανσίσκο Νιουζ , το ’36, με γενικό τίτλο The Gypsies of Harvest − Οι πλάνητες της συγκομιδής. Κατάκοπος στο τέλος τούτων των εκατό ημερών αδιάκοπου γραψίματος, ο Στάινμπεκ ένιωθε στην κάμαρη, πλάι του, τον Τομ Τζόουντ, που στο τέλος, προτού φύγει κυνηγημένος, λέει: «Θα ’μαι παντού, όπου κι αν κοιτάξεις. Όπου δίνεται μάχη ώστε πεινασμένοι να φάνε, εγώ θα ’μαι εκεί. Όπου ένας μπάτσος βαράει κάποιον, εγώ θα ’μαι εκεί. Αν ο Κέιζι είχε δίκιο, τότε θα υπάρχω στον τρόπο που οι άνθρωποι φωνάζουν όταν εξαγριώνονται… θα υπάρχω στον τρόπο που τα παιδιά γελάνε όταν πεινάνε και ξέρουν πως το φαΐ είν’ έτοιμο. Κι όταν οι άνθρωποί μας θα τρώνε ό,τι βγάζουν με το μόχθο τους και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι θα χτίζουν, εγώ θα ’μαι εκεί». Ο Στάινμπεκ, μέσ’ απ’ τους ήρωές του, γίνεται η φωνή της κοινής ανθρώπινης μοίρας.