Ψυχολογικό θρίλερ, του1962 σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Όλντριτς με πρωταγωνίστριες τις Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι Φάρελ και τη διασκευή σεναρίου έκανε ο Λούκας Χέλερ.
Το 1962 η Μπέτι Ντέιβις δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει μαζί με την μεγάλη της αντίπαλο Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία τρόμου Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; του Ρόμπερτ Όλντριτς, πιστεύοντας ότι ο ρόλος της, ως πρώην παιδί θαύμα Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον, θ´αναβίωνε την καριέρα της και θα´χε απήχηση στο κοινό που είχε λατρέψει την Ψυχώ του Χίτσκοκ δυο χρόνια πριν. Έτσι πνίγοντας τον εγωισμό της συνεργάστηκε με την μισητή της αντίπαλο, χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν τελείωσαν τα γυρίσματα, με εκτόξευση αρνητικών δηλώσεων κι απ´τις δυο πλευρές, στο μεταξύ η Ντέιβις έλαβε και την ενδέκατη υποψηφιότητά της για τα όσκαρ, ενώ η ακαδημία αγνόησε την Κρόφορντ. Η Κρόφορντ πικραμένη τότε, στράφηκε δημόσια εναντίον της Ντέιβις, ζήτησε λοιπόν απ'τις υπόλοιπες υποψηφίους να την άφηναν να δεχτεί εκείνη το βραβείο, σε περίπτωση νίκης, ενώ εκείνες ήταν απούσες. Η Ντέιβις, της οποίας η ερμηνεία είχε λάβει πολύ καλές κριτικές θεωρούνταν το φαβορί, όμως την βραδιά των όσκαρ το βραβείο πήγε στην Αν Μπάνκροφτ, η οποία λόγω θεατρικών υποχρεώσεων δεν είχε μπορέσει να παραβρεθεί στην τελετή. Μόλις το όνομα της νικήτριας ανακοινώθηκε η Ντέιβις πάγωσε κι η Κρόφορντ την προσπέρασε για να παραλάβει το Όσκαρ για λογαριασμό της Μπάνκροφτ. Η Ντέιβις αργότερα σχολίασε: Αν είχα κερδίσει το όσκαρ, η ταινία μας θα έκανε επιπλέον εισπράξεις ένα εκατομμύριο δολάρια. Η Τζόαν χάρηκε που δεν κέρδισα. Η ηθοποιός δεν είχε πει ακόμα την τελευταία λέξη. Δυο χρόνια αργότερα στα γυρίσματα της ταινίας Το μυστικό της Σάρλοτ, που επρόκειτο να την επανενώσει με την Κρόφορντ, η Ντέιβις ανάγκασε την αντίπαλό της να αποχωρήσει από την ταινία.
Βραβεία
Κοστουμιών - Νόρμα Κοτς
Υποψηφιότητες:
Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου - Μπέτι Ντέιβις
Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου - Βίκτορ Μπουόνο
Όσκαρ Φωτογραφίας, Ασπρόμαυρη Ταινία - Έρνεστ Χάλερ
Όσκαρ Καλύτερου Ήχου - Τζόζεφ Ν. Κέλι
Κοστουμιών - Νόρμα Κοτς
Υποψηφιότητες:
Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου - Μπέτι Ντέιβις
Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου - Βίκτορ Μπουόνο
Όσκαρ Φωτογραφίας, Ασπρόμαυρη Ταινία - Έρνεστ Χάλερ
Όσκαρ Καλύτερου Ήχου - Τζόζεφ Ν. Κέλι
Υπόθεση
Η Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον (Μπέτι Ντέιβις) και η Μπλανς Χάτσον (Τζόαν Κρόφορντ), είναι δυο αδελφές που μένουν μαζί σε μια ρημαγμένη έπαυλη του Χόλυγουντ με ζωντανές τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Η πρώτη υπήρξε παιδί θαύμα και αστέρι της επιθεώρησης, αλλά δεν κατάφερε να έχει την ίδια επιτυχία μετά την ενηλικίωσή της και η δεύτερη υπήρξε μεγάλο αστέρι του Χόλιγουντ που αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο μεταίχμιο της δόξας λόγω ενός ατυχήματος που την άφησε ανάπηρη και για το οποίο θεωρήθηκε υπεύθυνη η Μπέιμπι Τζέιν. Μετά το ατύχημα που άφησε τη Μπλανς καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, η αντιζηλία μεταξύ των δυο αδελφών λαμβάνει ομηρικές διαστάσεις καθώς η Τζέιν άρχισε σιγά σιγά να τρελαίνεται και να έχει τον έλεγχο πάνω στη ζωή της αδελφής της. Όταν η Τζέιν πληροφορείται ότι η αδελφή της σκοπεύει να την κλείσει σε ψυχιατρική κλινική, καταστρώνει σχέδιο εξόντωσης της Μπλανς. Δεν ξέρει όμως ότι η Μπλανς κρύβει ένα μεγάλο μυστικό που έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα του ατυχήματός της, το οποίο όταν βγει στην επιφάνεια πρόκειται να προκαλέσει τραγικές αλλαγές στη συμπεριφορά της Τζέιν.
Η Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον (Μπέτι Ντέιβις) και η Μπλανς Χάτσον (Τζόαν Κρόφορντ), είναι δυο αδελφές που μένουν μαζί σε μια ρημαγμένη έπαυλη του Χόλυγουντ με ζωντανές τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Η πρώτη υπήρξε παιδί θαύμα και αστέρι της επιθεώρησης, αλλά δεν κατάφερε να έχει την ίδια επιτυχία μετά την ενηλικίωσή της και η δεύτερη υπήρξε μεγάλο αστέρι του Χόλιγουντ που αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο μεταίχμιο της δόξας λόγω ενός ατυχήματος που την άφησε ανάπηρη και για το οποίο θεωρήθηκε υπεύθυνη η Μπέιμπι Τζέιν. Μετά το ατύχημα που άφησε τη Μπλανς καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, η αντιζηλία μεταξύ των δυο αδελφών λαμβάνει ομηρικές διαστάσεις καθώς η Τζέιν άρχισε σιγά σιγά να τρελαίνεται και να έχει τον έλεγχο πάνω στη ζωή της αδελφής της. Όταν η Τζέιν πληροφορείται ότι η αδελφή της σκοπεύει να την κλείσει σε ψυχιατρική κλινική, καταστρώνει σχέδιο εξόντωσης της Μπλανς. Δεν ξέρει όμως ότι η Μπλανς κρύβει ένα μεγάλο μυστικό που έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα του ατυχήματός της, το οποίο όταν βγει στην επιφάνεια πρόκειται να προκαλέσει τραγικές αλλαγές στη συμπεριφορά της Τζέιν.
Το ψυχολογικό θρίλερ του Robert Aldrich, θεωρείται μια από τις κορυφαίες χολιγουντιανές παραγωγές της δεκαετίας του ΄60, ενώ ο χαρακτήρας της Jane Hudson έχει κερδίσει μια θέση στη λίστα με τους πενήντα καλύτερους κακούς στο αμερικανικό σινεμά, σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. H ταινία έλαβε πέντε υποψηφιότητες και τελικά απέσπασε το Όσκαρ Κοστουμιών.
Ο Ολντριτς αγγίζει τα δυσθεώρητα για το Χόλιγουντ εκείνης της εποχής όρια του γκροτέσκου, χτίζοντας γύρω από τις δύο πρωταγωνίστριες του ένα όργιο παρακμής, ψυχοπαθολογίας, bitchiness και τραγικωμωδίας που πραγματικά πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις. Δεν είναι μόνο η τρομακτική μορφή της Μπέτι Ντέιβις που με διπλές και τριπλές στρώσεις μέικ-απ περιφέρεται στη γοτθικη έπαυλη ως γερασμένη κουκλίτσα και ταυτόχρονα αδίστακτη σκύλα, έτοιμη να εξοντώσει την παράλυτη αδερφή της (θυμίζει την Γκλόρια Σουανσον στη «Λεωφόρο της Δύσης» του Μπίλι Γουάιλντερ). Ούτε το μονίμως τρομαγμένο σαν μάσκα πρόσωπο της Τζόαν Κρόφορντ που δεν αλλάζει έκφραση ακόμη και όταν η κάμερα δεν την κοιτάει, νιώθωντας στα σωθικά της την απειλή της αδερφής της. Είναι κυρίως ο τρόπος με τον οποίο και οι δύο αυτές θρυλικές γυναίκες υπερβάλλουν τόσο ερμηνευτικά που τελικά αυτό που υποδύονται είναι τελικά κάτι πιο πολύπλοκο από μια καρικατούρα, κάτι πιο πολυδιάστατο από τους εαυτούς τους, κάτι που στα όρια ανάμεσα στη σάτιρα και το πραγματικά σοβαρό μοιάζει να κλείνει μέσα του όλη την αγριότητα της ανθρώπινης κατάστασης, έτσι όπως την βίωσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή δύο γυναίκες εγκλωβισμένες οριστικά και αμετάκλητα στη θηριωδία του star system που τις αποθέωσε.
Μπροστά στη σαρωτική, εξουθενωτική και bigger than life μονομαχία τους, όμως, ο Ολντριτς δεν κάθεται ακίνητος. Εκμεταλλευόμενος εξαιρετικά την κλειστοφοβική, παρηκμασμένη έπαυλη μέσα στην οποία ζουν ως απομεινάρια της κοινωνίας και της ζωής οι δύο αδερφές, χτίζει στο ίδιο τέμπο το σασπένς πάνω σε δύο πόλους: από τη μία στην αγωνία του τι ακριβώς θα συμβεί κάθε φορά που η Τζέιν ανεβαίνει στο δωμάτιο της Μπλανς και από την άλλη στην παράνοια της Τζέιν καθώς πιστεύει ότι μπορεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση, προβάροντας τα ίδια κομμάτια που τραγουδούσε όταν ήταν παιδί – θαύμα. Και σε μια σειρά από σκηνές ανθολογίας, με κορυφαία αυτή του αποτρόπαιου δείπνου που θα προσφέρει σε ένα δίσκο η Τζέιν στην Μπλανς, ο Ολντριτς χτίζει αργά, σταθερά και με τον ίδιο σαδισμό με τον οποίο αναπνέουν οι πρωταγωνίστριες του ένα εφιαλτικό σύμπαν που ασφυκτιά μέσα στο τραγικό της ίδια της γελοιότητας του. Γκρεμίζοντας με θόρυβο, σκόνη (!) και με τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί – αυτόν της υπέρτατης υπερβολής – το αμερικάνικο όνειρο, έτσι όπως αυτό διαγράφεται πάνω στο πρόσωπο της Μπέιμπι Τζέιν που, σαν μνημείο ενός ένδοξου παρελθόντος που ξεχάστηκε από τον χρόνο καταλήγοντας αστείο και τρομακτικό μαζί, καθρεφτίζει ταυτόχρονα το μελαγχολικό τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Για το Χόλιγουντ, το σινεμά, τον ίδιο τον κόσμο που έμπαινε πλέον βαθιά μέσα στα 60s, κουβαλώντας τις αποτυχίες του με μια υπόσχεση εκδίκησης που, δυστυχώς, στην πραγματική ζωή δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι τόσο εξωφρενικά απολαυστική όσο το «What Ever Happened to Baby Jane?». Η επιλογή του να γυρίσει σε ασπρόμαυρο φιλμ την ταινία, αποδεικνύεται εφυέστατη, αφού για όποιον την έχει δει, είναι αυτονόητο ότι το χρώμα, θα λειτουργούσε αρνητικά, τονίζοντας τα "λάθος" πράγματα. Η επιλογή του επίσης, να χρησιμοποιήσει εξπρεσιονιστικά στοιχεία (το κουδούνι υπηρεσίας, το τηλέφωνο, το κουδούνι της πόρτας), όπως και μια υποβλητική μουσική, όπου είναι απαραίτητη, αποτελεί κι αυτό ένα συν στο υπόλοιπο σύνολο.
Οι δύο ντίβες της Warner που πρώτη φορά συναντιούνται επί της μεγάλης Οθόνης, παρά τις παρασκηνιακές αντιζηλίες τους στους κοσμικούς κύκλους της Πόλης των Αγγέλων, πλάθουν αυτούς τους ρόλους τόσο περίτεχνα, ώστε άλλες φορές φαντάζουν ως εκπεσόντες άγγελοι, άλλοτε ως περιθωριακές drag queens ή ως flip- sides της ίδιας της δημόσιας εικόνας τους. Καθώς περιφέρουν τη vulgarité τους σε ένα σκοτεινό κλειστοφοβικό σύμπαν, καθώς αναλώνονται σε σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, όπου κάθε φορά οι εντάσεις κλιμακώνονται αλλά ποτέ δε λύνονται, δίνουν ακραία θεατρικές ερμηνείες και φλερτάρουν πρώτες με το είδος του camp horror. Και αν η πεμπτουσία του Camp είναι «η αγάπη για το αφύσικο, το επίπλαστο και το υπερβολικό» (Susan Sontag, Notes on Camp) και αν η ίδια η φύση του δεν έχει να κάνει με την ωραιότητα, αλλά με την προσήλωση στην αισθητική πλευρά, την εμμονή στο στυλιζάρισμα, αυτό δεν σημαίνει πως ο Robert Aldrich περιφρονεί το περιεχόμενο για να αποθεώσει τη φόρμα. Η αυστηρότητα του ασπρόμαυρου αντισταθμίζεται από την πολυχρωμία και την πυκνότητα της ανάπτυξης των χαρακτήρων σε αυτή τη σπουδή για την εναλλαγή και το αποτέλεσμα της εξουσίας. Όπως και σε άλλες δημιουργίες που πραγματεύoνται τη βιολογική γήρανση ενός ηθοποιού και τη μάχη με το χρόνο που περνάει, ακόμη μεγαλύτερη ένταση προξενεί η σύγκρουση διάφορων χρονικών επιπέδων: Στα 135 λεπτά του κινηματογραφικού χρόνου παρατηρούμε την απόπειρα της Baby Jane να σχετικοποιήσει, στην περίπτωσή μας να ταριχεύσει το βιολογικό, φυσικό χρόνο, μέσω της σκηνικής της παρουσίας, μιας που ο ηθοποιός είναι ένα μοντέλο, ένα σώμα που δεν πρέπει να ακολουθεί τη γραμμική πορεία του χρόνου. Μόνο που ο ρόλος που καλείται να υποδυθεί, ο θεατρικός ρόλος που ανεβάζει κάθε βράδυ στη φανταστική σκηνή της βίλας της, όσο και ο κοινωνικός ρόλος που επιδεικνύει σε καθημερινή βάση, δεν είναι παρά μια εικόνα του ίδιου του εαυτού της που ενώ ήταν υπαρκτή, έχει χαθεί οριστικά στο χρόνο. Γι’ αυτό και αυτό το νέο προσωπείο της Baby Jane είναι τόσο άψυχο και ήδη νεκρό, όσο και η κούκλα που είχε κατασκευαστεί με το όνομα της στις χρυσές εποχές της δόξας της, η κούκλα που περιφέρει πάντα μαζί της ως τρόπαιο. Και οι δύο αδερφές, που ενεπλάκησαν ως ηθοποιοί στη βιομηχανία του θεάματος, πραγματώνεται μόνο μέσα από το βλέμμα του Άλλου. Δεν είναι μόνο η αντανάκλαση στον καθρέφτη που προκαλεί φρίκη, αλλά και η έκθεση της μίας αδερφής στο βλέμμα της άλλης. Η μία μένει ανάπηρη και αποσύρεται από τη βιομηχανία του θεάματος. Η άλλη αποσύρεται από τη βιομηχανία του θεάματος και μετά τρελαίνεται. Οι γείτονες δεν ενδιαφέρονται για αυτές όσο δεν είναι στο οπτικό τους πεδίο (η γυναίκα του διπλανού κήπου θυμάται τη Blanche μόνο μετά απο την προβολή μιας παλιάς ταινίας της στην τηλεόραση). Και για άλλη μια φορά ο Aldrich ειρωνικά κλείνει την ταινία με μια σεκάνς δίπλα στη θάλασσα, όπου το βλέμμα χάνεται στη γενναιοδωρία του ορίζοντα. Το πανοραμικό πλάνο του τέλος εμποδίζει οριστικά το βλέμμα του θεατή από να διεισδύσει σε λεπτομέρειες. Αν και στην τελική δε μας ενδιαφέρει τόσο τι απέγινε η Μπέιμπι Τζειν. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ορατό έχει το μη ορατό.