Η Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ ήταν ένας άτυπος κατάλογος που κυκλοφορούσε στις κινηματογραφικές εταιρείες του Χόλυγουντ κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, προγράφοντας καλλιτέχνες που θεωρούνταν μέλη ή επιρροές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Όσοι συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο αποκλείονταν από κάθε εργασία στον κινηματογράφο και αρκετά θέατρα των ΗΠΑ, οδηγούμενοι στην επαγγελματική και προσωπική εξόντωση. Η συγκεκριμένη πρακτική εντασσόταν στο γενικότερο κλίμα μακαρθισμού των ημερών και ενθαρρυνόταν (εμμέσως πλην σαφώς) από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων,ένα όργανο του Κογκρέσου που είχε αναλάβει να περιορίσει την υποτιθέμενη διείσδυση κομμουνιστών στο δημόσιο βίο. Έπαυσε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του '60, αφού είχε οδηγήσειμεγάλο αριθμό καλλιτεχνών σε καταστροφή ή αυτοεξορία στην Ευρώπη και το Μεξικό.
Το 1956 ήρθε η σειρά του σεναριογράφου και συζύγου της Μέριλιν Μονρό, Άρθουρ Μίλερ, να σταθεί μπροστά στην επιτροπή. Μαζί του, καθ” όλη τη διάρκεια της εξέτασης, ήταν και η Μέριλιν Μονρό, η οποία συνοδεύοντας έναν φιλο-κομμουνιστή, ρίσκαρε να καταστρέψει τη δική της καριέρα. Η ηθοποιός κατέθεσε υπέρ του συζύγου της και εκμεταλλεύτηκε τη διασημότητα και τη δημοτικότητά της για να μεταπείσει τα μέλη της επιτροπής. Δεν κατάφερε να γλιτώσει το σύζυγό της, αλλά σίγουρα η υποστήριξή της σήμαινε πολλά για εκείνον. Ο Μίλερ αρνήθηκε να δώσει ονόματα, κρίθηκε ένοχος και μπήκε στη μαύρη λίστα....
Η αρχή του *Μακαρθισμού...
Η αίσθηση πως ο κόσμος του θεάματος είχε «αλωθεί» από κομμουνιστές και φιλελεύθερους (αντίθετα από την Ευρώπη, στις ΗΠΑ ο όρος φιλελεύθερος παραπέμπει στην Αριστερά) ήταν διάχυτη από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του '30. Η αλήθεια είναι ότι η Σοβιετική Ένωση είχε γοητεύσει σημαντικό μέρος του αμερικανικού καλλιτεχνικού κόσμου, επαγγελλόμενη έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και αργότερα με την ηρωική αντίσταση στο Ανατολικό Μέτωπο. Αρκετοί πέρασαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και συνήθως για μικρό διάστημα. Ήταν όμως υπερβολή ότι οι κομμουνιστές δέσποζαν στον κινηματογράφο, πολλώ δε μάλλον ότι θα χρησιμοποιούσαν αυτή τη δεσπόζουσα θέση για να κάνουν συστηματική κόκκινη προπαγάνδα.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση είχε χρηματοδοτήσει τη συγγραφή σεναρίων και το γύρισμα ταινιών με φιλοσοβιετικό περιεχόμενο. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και οι Σοβιετικοί έγιναν πάλι ανταγωνιστές, τα συναισθήματα άλλαξαν. Ο Ψυχρός Πόλεμος έφερε τον Κόκκινο Τρόμο, την πολιτικά καλλιεργημένη ψύχωση του μέσου Αμερικανού ότι αργά ή γρήγορα οι σοβιετικοί πυρηνικοί πύραυλοι θα εκτοξεύονταν με στόχο τη χώρα του. Το δημόσιο αντικομμουνιστικό αίσθημα εξέφραζε η διαβόητη Επιτροπή, η οποία ερευνούσε τη «διάβρωση» της αμερικανικής πολιτιστικής παραγωγής με ερωτήματα όπως «Είστε ή υπήρξατε στο παρελθόν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος», «Γνωρίζετε κάποιον που είναι ή υπήρξε μέλος στο παρελθόν» και άλλα παρόμοια - κάτι που αποτελούσε συνταγματική εκτροπή, αφού το Κ.Κ. ΗΠΑ ουδέποτε υπήρξε παράνομο και η συμμετοχή σε αυτό αποτελούσε νόμιμο δικαίωμα.
Σε αυτό το περίγραμμα, η σκοπιμότητα της συγκυρίας καθιστούσε κοινωνικά αποδεκτές ακόμα τις πιο ακραίες παραβιάσεις δικαιωμάτων. Ο Ουώλτ Ντίσνεϋ προειδοποιούσε για τη «σοβαρή απειλή» και κατέδιδε ως κομμουνιστές όλους τους συνδικαλιστές των εταιρειών του. Πιο ανάγλυφα ο ηθοποιός Αντόλφ Μενζού δήλωνε στην Επιτροπή: «Είμαι κυνηγός μαγισσών, εάν οι μάγισσες είναι κομμουνίστριες. Είμαι ψαράς κόκκινων. Θέλω να τους στείλω όλους στη Ρωσία».
Η αίσθηση πως ο κόσμος του θεάματος είχε «αλωθεί» από κομμουνιστές και φιλελεύθερους (αντίθετα από την Ευρώπη, στις ΗΠΑ ο όρος φιλελεύθερος παραπέμπει στην Αριστερά) ήταν διάχυτη από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του '30. Η αλήθεια είναι ότι η Σοβιετική Ένωση είχε γοητεύσει σημαντικό μέρος του αμερικανικού καλλιτεχνικού κόσμου, επαγγελλόμενη έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και αργότερα με την ηρωική αντίσταση στο Ανατολικό Μέτωπο. Αρκετοί πέρασαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και συνήθως για μικρό διάστημα. Ήταν όμως υπερβολή ότι οι κομμουνιστές δέσποζαν στον κινηματογράφο, πολλώ δε μάλλον ότι θα χρησιμοποιούσαν αυτή τη δεσπόζουσα θέση για να κάνουν συστηματική κόκκινη προπαγάνδα.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση είχε χρηματοδοτήσει τη συγγραφή σεναρίων και το γύρισμα ταινιών με φιλοσοβιετικό περιεχόμενο. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και οι Σοβιετικοί έγιναν πάλι ανταγωνιστές, τα συναισθήματα άλλαξαν. Ο Ψυχρός Πόλεμος έφερε τον Κόκκινο Τρόμο, την πολιτικά καλλιεργημένη ψύχωση του μέσου Αμερικανού ότι αργά ή γρήγορα οι σοβιετικοί πυρηνικοί πύραυλοι θα εκτοξεύονταν με στόχο τη χώρα του. Το δημόσιο αντικομμουνιστικό αίσθημα εξέφραζε η διαβόητη Επιτροπή, η οποία ερευνούσε τη «διάβρωση» της αμερικανικής πολιτιστικής παραγωγής με ερωτήματα όπως «Είστε ή υπήρξατε στο παρελθόν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος», «Γνωρίζετε κάποιον που είναι ή υπήρξε μέλος στο παρελθόν» και άλλα παρόμοια - κάτι που αποτελούσε συνταγματική εκτροπή, αφού το Κ.Κ. ΗΠΑ ουδέποτε υπήρξε παράνομο και η συμμετοχή σε αυτό αποτελούσε νόμιμο δικαίωμα.
Σε αυτό το περίγραμμα, η σκοπιμότητα της συγκυρίας καθιστούσε κοινωνικά αποδεκτές ακόμα τις πιο ακραίες παραβιάσεις δικαιωμάτων. Ο Ουώλτ Ντίσνεϋ προειδοποιούσε για τη «σοβαρή απειλή» και κατέδιδε ως κομμουνιστές όλους τους συνδικαλιστές των εταιρειών του. Πιο ανάγλυφα ο ηθοποιός Αντόλφ Μενζού δήλωνε στην Επιτροπή: «Είμαι κυνηγός μαγισσών, εάν οι μάγισσες είναι κομμουνίστριες. Είμαι ψαράς κόκκινων. Θέλω να τους στείλω όλους στη Ρωσία».
Ο Χάμφρι Μπόγκαρτ και η Λόρεν Μπακόλ.,ήταν γνωστοί για τη φιλελεύθερη, αριστερή στάση τους. Τον 1947 όταν ξεκίνησαν οι εγγραφές των φιλο-κομμουνιστών στη «Μαύρη Λίστα» του Χόλυγουντ, οι δυο τους μαζί με πολλά άλλα μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου, οργάνωσαν διαμαρτυρίες εναντίον της δράσης του Μακάρθι. Από το 1950 και μετά, όταν η κατάσταση άρχισε να αγριεύει, ο Μπόγκαρτ και η Μπακόλ κράτησαν σταθερή απόσταση ασφαλείας από φίλους και γνωστούς που κατηγορήθηκαν για τα αριστερά τους φρονήματα. Σε συνεντεύξεις, έδιναν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Υποστηρίζουμε τον κομμουνισμό όσο ο Τζον Έντγκαρ Χούβερ», ο διευθυντής του FBI....
Οι «Δέκα»
Η αρχή της Μαύρης Λίστας έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1947 με την απόλυση των Δέκα. Πρόκειται για δέκα σεναριογράφους και σκηνοθέτες που την προηγουμένη είχαν κατηγορηθεί για «περιφρόνηση προς το Κογκρέσο», διότι αρνούνταν να καταθέσουν ενώπιον της Επιτροπής με το επιχείρημα ότι δεν έχουν να δώσουν εξηγήσεις για τις προσωπικές πολιτικές επιλογές τους. Η ομάδα περιελάμβανε αρχικά και ενδέκατο, το συγγραφέα και ποιητή Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος όμως είχε παρουσιαστεί στην Επιτροπή στις 30 Οκτωβρίου και την επομένη επέστρεψε για πάντα στην Ευρώπη (μία απόφαση που είχε λάβει πριν καταθέσει). O Ελία Καζάν κατέδωσε τον Ζυλ Ντασέν, ώστε να μη μπει στη λίστα ο ίδιος. Όταν, δεκαετίες αργότερα, θα παραλάμβανε τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο, πολλοί συνάδελφοί του αποχώρησαν από την αίθουσα σε ένδειξη αποδοκιμασίας.Μία εβδομάδα αφού απέλυσαν τους Δέκα, οι εκπρόσωποι όλων των κινηματογραφικών εταιρειών εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση (Δήλωση Γουώλντορφ) σύμφωνα με την οποία δεν αμφισβητούνται τα νόμιμα δικαιώματα των Δέκα, όμως η πράξη τους ήταν επιζήμια για τους εργοδότες τους και τους κατέστησε άχρηστους για την κινηματογραφική βιομηχανία. Δεσμεύονταν επίσης να μην τους ξαναπροσλάβουν, εκτός εάν ορκίζονταν ότι δεν είναι κομμουνιστές, καθώς και να μην προσλαμβάνουν κανέναν στο εξής κανέναν ομοϊδεάτη τους. Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες νωρίτερα, το συνδικαλιστικό όργανο των ηθοποιών, όπου επικεφαλής ήταν ο πρωταγωνιστής γουέστερν Ρόναλντ Ρέηγκαν (ο μετέπειτα πρόεδρος της χώρας) και είχε αναγκάσει τα μέλη του σωματείου να δώσουν παρόμοιο όρκο.
Η αρχή της Μαύρης Λίστας έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1947 με την απόλυση των Δέκα. Πρόκειται για δέκα σεναριογράφους και σκηνοθέτες που την προηγουμένη είχαν κατηγορηθεί για «περιφρόνηση προς το Κογκρέσο», διότι αρνούνταν να καταθέσουν ενώπιον της Επιτροπής με το επιχείρημα ότι δεν έχουν να δώσουν εξηγήσεις για τις προσωπικές πολιτικές επιλογές τους. Η ομάδα περιελάμβανε αρχικά και ενδέκατο, το συγγραφέα και ποιητή Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος όμως είχε παρουσιαστεί στην Επιτροπή στις 30 Οκτωβρίου και την επομένη επέστρεψε για πάντα στην Ευρώπη (μία απόφαση που είχε λάβει πριν καταθέσει). O Ελία Καζάν κατέδωσε τον Ζυλ Ντασέν, ώστε να μη μπει στη λίστα ο ίδιος. Όταν, δεκαετίες αργότερα, θα παραλάμβανε τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο, πολλοί συνάδελφοί του αποχώρησαν από την αίθουσα σε ένδειξη αποδοκιμασίας.Μία εβδομάδα αφού απέλυσαν τους Δέκα, οι εκπρόσωποι όλων των κινηματογραφικών εταιρειών εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση (Δήλωση Γουώλντορφ) σύμφωνα με την οποία δεν αμφισβητούνται τα νόμιμα δικαιώματα των Δέκα, όμως η πράξη τους ήταν επιζήμια για τους εργοδότες τους και τους κατέστησε άχρηστους για την κινηματογραφική βιομηχανία. Δεσμεύονταν επίσης να μην τους ξαναπροσλάβουν, εκτός εάν ορκίζονταν ότι δεν είναι κομμουνιστές, καθώς και να μην προσλαμβάνουν κανέναν στο εξής κανέναν ομοϊδεάτη τους. Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες νωρίτερα, το συνδικαλιστικό όργανο των ηθοποιών, όπου επικεφαλής ήταν ο πρωταγωνιστής γουέστερν Ρόναλντ Ρέηγκαν (ο μετέπειτα πρόεδρος της χώρας) και είχε αναγκάσει τα μέλη του σωματείου να δώσουν παρόμοιο όρκο.
H μαύρη λίστα του Χόλιγουντ περιελάμβανε 324 ονόματα, ενώ περίπου 200 ακόμη άνθρωποι του κινηματογράφου αναγκάστηκαν με ποικίλους τρόπους να εγκαταλείψουν την εργασία τους.
Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '50 η λίστα εμπλουτιζόταν διαρκώς με ονόματα σεναριογράφων, σκηνοθετών, ηθοποιών, μουσικών, συγγραφέων, ακόμα και τεχνικών, των οποίων τα πολιτικά φρονήματα θεωρούνταν επικίνδυνα ή αμφισβητούμενα. Μερικοί ήταν όντως αριστεροί, ενώ άλλοι μπήκαν βάσει υποψιών και φημών, επειδή για παράδειγμα προπολεμικά συμμετείχαν σε μια διαδήλωση, είχαν ερωτική σχέση με κομμουνιστή στα φοιτητικά χρόνια, είχαν δωρίσει ρούχα για ορφανά των ανατολικών χωρών κτλ. Μέχρι και ιδιωτικοί ερευνητές επιστρατεύονταν από τις εταιρείες, ώστε να ερευνάται η δραστηριότητα των συνεργατών τους πριν υπογράψουν συμβόλαιο. Το δε Counterattack (Αντεπίθεση), ένα δεξιό περιοδικό που είχε αναλάβει εργολαβικά να δημοσιοποιεί στοιχεία για την πολιτική δράση των ανθρώπων του κινηματογράφου, είχε μεταβληθεί σε φόβο και τρόμο του καλλιτεχνικού χώρου. Ούτε οι καλλιτέχνες που ομολόγησαν και δήλωσαν μετανιωμένοι κομμουνιστές σώθηκαν επαγγελματικά. Αλλά και αρκετοί από εκείνους που και ομολόγησαν και έδωσαν ονόματα μπόρεσαν να συνεχίσουν αμέσως μετά την απολογία τους απρόσκοπτα τη δουλειά τους. Μερικοί μόλις που επιβίωσαν, γράφοντας σενάρια με ψευδώνυμα και με αμοιβές πείνας. Άλλοι άλλαξαν επάγγελμα για να ζήσουν. Άλλοι συμβιβάστηκαν αργότερα, είτε υπογράφοντας δηλώσεις μετανοίας, είτε δεχόμενοι όλα τα «γούστα» του Χόλιγουντ, για να έχουν μεροκάματο. Λιγοστοί, πρόλαβαν, πριν τους καλέσει η Επιτροπή, να διαφύγουν στην Ευρώπη. Για να σπάσουν τον αποκλεισμό, κάποιοι προγραμμένοι χρησιμοποίησαν φανταστικά ονόματα ή συνηθέστερα παρένθετα πρόσωπα, τους ανθρώπους - βιτρίνες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του σεναριογράφου Ντάλτον Τράμπο, ο οποίος κέρδισε δύο Όσκαρ με άλλο όνομα. Την πρώτη φορά, το 1953 για τις Διακοπές στη Ρώμη, είχε χρησιμοποιηθεί ως βιτρίνα ένας άσημος Βρετανός συνάδελφός του ονόματι Ίαν ΜακΛίλαν Χάντερ, ο οποίος και παρέλαβε το τιμητικό αγαλματάκι. Τη δεύτερη, το 1956 για το Γενναίο, δεν υπήρχε καν σεναριογράφος για να παραλάβει το βραβείο, αφού είχε χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο. Εάν όμως τέτοιες λύσεις ήταν εφικτές για σεναριογράφους ή μουσικούς, ήταν αδύνατες για σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Εκεί, ο μόνος τρόπος για να «καθαρίσει» κάποιος το όνομά του, ήταν να στρατευτεί στους στόχους της Επιτροπής, δηλ. πρακτικά να καταδώσει συναδέλφους του.
Σε συνεδρίαση της Επιτροπής Αντ. Ενεργειών: «Κύριε Ντίσνεϊ, νομίζετε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ένα πολιτικό κόμμα;». «Οχι, κύριε, πιστεύω ότι είναι ένα αντιαμερικανικό... πράγμα». «Οι ταινίες σας πήγαν και στη Ρωσία;». «Οχι. Εστειλα μόνο "Τα τρία μικρά γουρουνάκια", αλλά μου τα γύρισαν πίσω γιατί, λέει, δεν εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους».
Το τέλος
Το πρώτο ρήγμα στον αποκλεισμό των καλλιτεχνών της Μαύρης Λίστας ήλθε από το χώρο της τηλεόρασης. Το φθινόπωρο του 1957, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ προσέλαβε τον προγραμμένο ηθοποιό Νόρμαν Λόιντ ως συμπαραγωγό για τον τρίτο κύκλο της σειράς «Ο Χίτσκοκ παρουσιάζει». Ακολούθησαν διάφορες ακόμα μεμονωμένες περιπτώσεις σε τηλεοπτικές παραγωγές. Η αλλαγή στον κινηματογράφο, ο οποίος ήταν και το βασικό επίδικο, ξεκίνησε το 1960. Αρχές της χρονιάς, ο Ότο Πρέμινγκερ ανακοίνωσε δημοσίως πως θα γύριζε την Έξοδο σε σενάριο του Τράμπο. Λίγους μήνες αργότερα, ο Κερκ Ντάγκλας δήλωσε ότι το σενάριο της πολυαναμενόμενης νέας ταινίας του (Σπάρτακος, σε σκηνοθεσία Στάνλεϊ Κιούμπρικ) ήταν επίσης του Τράμπο. Έτσι, όταν στις 6 Οκτωβρίου έκανε πρεμιέρα ο Σπάρτακος, ήταν η πρώτη φορά μετά το Νοέμβριο του 1947 που ένας προγραμμένος έβλεπε το όνομά του στους συντελεστές χωρίς να κάνει δήλωση μετανοίας ή να καταδώσει συναδέλφους του. Αυτό πυροδότησε σειρά εξελίξεων: Συντηρητικοί πολίτες οργάνωναν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από αίθουσες όλης της χώρας ζητώντας την απαγόρευση της ταινίας, ενώ απ' την άλλη μεριά δεκάδες καλλιτέχνες άρχισαν να μιλούν ανοιχτά κατά της λίστας. Το ζήτημα είχε διχάσει τη χώρα μέχρι τη στιγμή που ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζον Κένεντι προέβη σε μια κίνηση υψηλότατου συμβολισμού: Εμφανίστηκε έξω από έναν κινηματογράφο, προσπέρασε τους διαμαρτυρόμενους και παρακολούθησε την ταινία, καταδεικνύοντας την πρόθεσή του να τελειώνει με αυτές τις πρακτικές. Το οριστικό τέλος της Μαύρης Λίστας ήλθε το 1962 με αφορμή την καταδίκη ενός πρακτορείου ερευνών που τροφοδοτούσε τις εταιρείες με στοιχεία, καθώς και των εντολέων του. Με την απόφασή του, το δικαστήριο τούς χαρακτήριζε ως νομικά υπαίτιους για την προσωπική και οικονομική βλάβη που υπέστησαν τα θύματά τους. Έκτοτε η πρακτική εγκαταλείφθηκε, αλλά πολλές καριέρες είχαν ήδη καταστραφεί. Υπολογίζεται ότι μόλις το ένα δέκατο κατάφερε να επανενταχθεί στην κινηματογραφική παραγωγή.
Το πρώτο ρήγμα στον αποκλεισμό των καλλιτεχνών της Μαύρης Λίστας ήλθε από το χώρο της τηλεόρασης. Το φθινόπωρο του 1957, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ προσέλαβε τον προγραμμένο ηθοποιό Νόρμαν Λόιντ ως συμπαραγωγό για τον τρίτο κύκλο της σειράς «Ο Χίτσκοκ παρουσιάζει». Ακολούθησαν διάφορες ακόμα μεμονωμένες περιπτώσεις σε τηλεοπτικές παραγωγές. Η αλλαγή στον κινηματογράφο, ο οποίος ήταν και το βασικό επίδικο, ξεκίνησε το 1960. Αρχές της χρονιάς, ο Ότο Πρέμινγκερ ανακοίνωσε δημοσίως πως θα γύριζε την Έξοδο σε σενάριο του Τράμπο. Λίγους μήνες αργότερα, ο Κερκ Ντάγκλας δήλωσε ότι το σενάριο της πολυαναμενόμενης νέας ταινίας του (Σπάρτακος, σε σκηνοθεσία Στάνλεϊ Κιούμπρικ) ήταν επίσης του Τράμπο. Έτσι, όταν στις 6 Οκτωβρίου έκανε πρεμιέρα ο Σπάρτακος, ήταν η πρώτη φορά μετά το Νοέμβριο του 1947 που ένας προγραμμένος έβλεπε το όνομά του στους συντελεστές χωρίς να κάνει δήλωση μετανοίας ή να καταδώσει συναδέλφους του. Αυτό πυροδότησε σειρά εξελίξεων: Συντηρητικοί πολίτες οργάνωναν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από αίθουσες όλης της χώρας ζητώντας την απαγόρευση της ταινίας, ενώ απ' την άλλη μεριά δεκάδες καλλιτέχνες άρχισαν να μιλούν ανοιχτά κατά της λίστας. Το ζήτημα είχε διχάσει τη χώρα μέχρι τη στιγμή που ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζον Κένεντι προέβη σε μια κίνηση υψηλότατου συμβολισμού: Εμφανίστηκε έξω από έναν κινηματογράφο, προσπέρασε τους διαμαρτυρόμενους και παρακολούθησε την ταινία, καταδεικνύοντας την πρόθεσή του να τελειώνει με αυτές τις πρακτικές. Το οριστικό τέλος της Μαύρης Λίστας ήλθε το 1962 με αφορμή την καταδίκη ενός πρακτορείου ερευνών που τροφοδοτούσε τις εταιρείες με στοιχεία, καθώς και των εντολέων του. Με την απόφασή του, το δικαστήριο τούς χαρακτήριζε ως νομικά υπαίτιους για την προσωπική και οικονομική βλάβη που υπέστησαν τα θύματά τους. Έκτοτε η πρακτική εγκαταλείφθηκε, αλλά πολλές καριέρες είχαν ήδη καταστραφεί. Υπολογίζεται ότι μόλις το ένα δέκατο κατάφερε να επανενταχθεί στην κινηματογραφική παραγωγή.
Οι 10: Ντάλτον Τράμπο, Αλμπερτ Μαλτζ, Λέστερ Κόουλ, Τζον Λόσον, Αλβα Μπέσι,
Σάμιουελ Ορνιτζ, Ρινγκ Λάρντνερ, Εντ Ντμίτρικ, Αντριαν Σκοτ και Χέρμπερτ Μπίμπερμαν.
Τζακ Γουόρνερ και Λούις Μάγερ (οι δύο μεγιστάνες του Χόλιγουντ), Γκάρι Κούπερ, Τζων Γουέιν
Ρόμπερτ Τέιλορ, Σαμ Γουντ (Ο σκηνοθέτης του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα»), Ηλίας Καζάν,
Γουόλτ Ντίσνεϊ, είναι μόνο μερικές από τις διασημότητες που συνεργάστηκαν με την επιτροπή,
κατέδωσαν συναδέλφους τους και συνέχισαν ανενόχλητοι την καριέρα τους
Σάμιουελ Ορνιτζ, Ρινγκ Λάρντνερ, Εντ Ντμίτρικ, Αντριαν Σκοτ και Χέρμπερτ Μπίμπερμαν.
Τζακ Γουόρνερ και Λούις Μάγερ (οι δύο μεγιστάνες του Χόλιγουντ), Γκάρι Κούπερ, Τζων Γουέιν
Ρόμπερτ Τέιλορ, Σαμ Γουντ (Ο σκηνοθέτης του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα»), Ηλίας Καζάν,
Γουόλτ Ντίσνεϊ, είναι μόνο μερικές από τις διασημότητες που συνεργάστηκαν με την επιτροπή,
κατέδωσαν συναδέλφους τους και συνέχισαν ανενόχλητοι την καριέρα τους
«Ολοι προσλαμβάναμε σεναριογράφους της μαύρης λίστας. Ηταν κοινό μυστικό και πράξη υποκρισίας,
αλλά κι ένας τρόπος να έχεις το καλύτερο ταλέντο στη χαμηλότερη τιμή.
Δεν ήθελα να είμαι μέρος αυτού του συστήματος», λέει ο 98χρονος Κέρκ Ντάγκλας σε πρόσφατη
μίνι συνέντευξή του στην εφημερίδα The Telegraph με αφορμή την ταινία «Trumbo»
αλλά κι ένας τρόπος να έχεις το καλύτερο ταλέντο στη χαμηλότερη τιμή.
Δεν ήθελα να είμαι μέρος αυτού του συστήματος», λέει ο 98χρονος Κέρκ Ντάγκλας σε πρόσφατη
μίνι συνέντευξή του στην εφημερίδα The Telegraph με αφορμή την ταινία «Trumbo»
Δεν αποτελεί υπερβολή ότι η περίοδος της Μαύρης Λίστας άλλαξε το χαρακτήρα του Χόλυγουντ για πάντα, μεταβάλλοντάς το από πεδίο σύνθεσης δημιουργικότητας και εμπορικότητας σε στυγνή βιομηχανία. Από κινηματογραφική σκοπιά, χαμήλωσε ο μέσος ποιοτικός όρος της παραγωγής. Προ λίστας η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία παρήγε τα πάντα - από «ταινίες τέχνης» μέχρι εύπεπτες ταινίες μαζικής κατανάλωσης. Η εκδίωξη των πιο φωτισμένων και διανοούμενων μυαλών από τα στούντιο οδήγησε σε σχεδόν πλήρη εξαφάνιση της πρώτης κατηγορίας. Θρύλοι της έβδομης τέχνης, όπως οι Τσάρλι Τσάπλιν, Όρσον Γουέλς, Τζον Χιούστον και δεκάδες άλλοι, αυτοεξορίστηκαν στην Ευρώπη για να μπορέσουν να κάνουν ταινίες.
Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα για τους σεναριογράφους που απολύονταν μαζικά, διότι τα σενάριά τους αναψηλαφίζονταν και βρίσκονταν αμφιλεγόμενα. Ακόμα και οι μη προγραμμένοι φοβούνταν να περιλάβουν ανθρωπιστικά και οικουμενικά μηνύματα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη ότι κάποιος θα τα χαρακτήριζε κομμουνιστική προπαγάνδα και θα έμεναν άνεργοι. Η θεματολογία των ταινιών στράφηκε σε πατριωτικά (όπως τα κατασκοπευτικά και τα γουέστερν) ή ουδέτερα θέματα (αισθηματικές κομεντί ή υπερπαραγωγές χλαμύδας τύπου Μπεν Χουρ). Ο αμερικανικός κινηματογράφος μπορεί να υπερηφανευόταν για την τεχνική αρτιότητά του, αλλά είχε χάσει κομμάτι της ψυχής του - νέα πατρίδα του «κινηματογράφου τέχνης» γινόταν πια η Ευρώπη. Το χειρότερο όμως αποτέλεσμα ήταν η διάρρηξη της εσωτερικής ενότητας του καλλιτεχνικού κόσμου, η κυριαρχία ενός κλίματος καχυποψίας και φόβου πως όλοι μπορούν να σταμπαριστούν ως κόκκινοι, εκτός από όσους αποδεικνύουν τον πατριωτισμό τους καταδίδοντας συναδέλφους στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων.
Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα για τους σεναριογράφους που απολύονταν μαζικά, διότι τα σενάριά τους αναψηλαφίζονταν και βρίσκονταν αμφιλεγόμενα. Ακόμα και οι μη προγραμμένοι φοβούνταν να περιλάβουν ανθρωπιστικά και οικουμενικά μηνύματα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη ότι κάποιος θα τα χαρακτήριζε κομμουνιστική προπαγάνδα και θα έμεναν άνεργοι. Η θεματολογία των ταινιών στράφηκε σε πατριωτικά (όπως τα κατασκοπευτικά και τα γουέστερν) ή ουδέτερα θέματα (αισθηματικές κομεντί ή υπερπαραγωγές χλαμύδας τύπου Μπεν Χουρ). Ο αμερικανικός κινηματογράφος μπορεί να υπερηφανευόταν για την τεχνική αρτιότητά του, αλλά είχε χάσει κομμάτι της ψυχής του - νέα πατρίδα του «κινηματογράφου τέχνης» γινόταν πια η Ευρώπη. Το χειρότερο όμως αποτέλεσμα ήταν η διάρρηξη της εσωτερικής ενότητας του καλλιτεχνικού κόσμου, η κυριαρχία ενός κλίματος καχυποψίας και φόβου πως όλοι μπορούν να σταμπαριστούν ως κόκκινοι, εκτός από όσους αποδεικνύουν τον πατριωτισμό τους καταδίδοντας συναδέλφους στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων.
Για την ιστορία, παραθέτουμε μερικά ονόματα «υπόπτων», που περιείχε η «μαύρη λίστα», τα οποία εντοπίσαμε σε βιβλία και δημοσιεύματα: Λίλιαν Χέλμαν, Κλίφορντ Οντετς, Τζέρομ Ρόμπινς, Λάρι Παρκς, Τζον Μπάρι, Τσέριλ Κρόφορντ, Ρόμπερτ Λιούις, Τζότζεφ Λόουζι, Καρλ Φόρμαν, Ανν Ρίβερ, Γκέιλ Σόντεργκααρντ, Πόλα Μίλερ - Στράσμπεργκ, Τζιν Μιουρ, Τζον Γκάρφιλντ, Τζ. Εντουαρντ Μπρόμπεργκ, Πολ Μιούνι, Τζον Φορντ, Ντάσχιλ Χάμετ, Τζον Στάινμπεγκ, Λάιονελ Στάντερ, Ζυλλ Ντασσέν, Μάικλ Γκόρντον, Μπέρναρντ Γκόρντον, Φοίβη Μπραντ, Πολ Στραντ, Λέο Χάρβιτς, Τόνι Κράμπερ, Αρτ Σμιθ, Μάικλ Γουίλσον, Εντριαν Σκοτ, Κίριλ Εντφιλντ, Χέρμπερτ Κλάιν, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Ρόμπερτ Λόουζι, Λούις Λέβετ, Ουίλιαμ Ουάιλερ, Κλάρενς Μπράουν, Μάρτιν Ριτ, Μπαντ Σούλμπεργκ, Νεντ Γιανγκ, Ντέιβιντ Μέριλ, Ζίρο Μόστελ,