Πολιτιστική μαγεία σε μια σκηνή που µοιάζει να διάλεξαν οι θεοί για να προβάλλουν τους µύθους και τους θρύλους τους, μέσα στην ησυχία της αργολικής γης και κάτω απο τον έναστρο ελληνικό ουρανό
Το αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου βρίσκεται στην Αργολίδα, στον αρχαιολογικό χώρο του Ασκληπιείου. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου ήταν από τα μεγάλα πανελλήνια ιερά της αρχαιότητας. Ανήκε στην Επίδαυρο, μια μικρή πόλη-κράτος των κλασικών χρόνων που βρισκόταν στην κοντινή, δυτική ακτή του Σαρωνικού, στη θέση του σημερινού οικισμού της Παλαιάς Επιδαύρου. Το θέατρο είναι το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Σε αυτό συναντάμε την χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωση του ελληνιστικού θεάτρου στην ιδανική της έκφανση: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα. Ο Παυσανίας επισκέφθηκε το Θέατρο της Επιδαύρου γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή τουλάχιστον τέσσερις αιώνες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης κατασκευαστικής του φάσης, και εκφράζει απερίφραστο θαυμασμό για την ομορφιά και την αρμονία του. Ως αρχιτέκτονα του διάσημου θεάτρου κατονομάζει τον Πολύκλειτο, στον οποίο πιστώνει και την κυκλική Θυμέλη (Θόλο).
Η εξαίρετη ακουστική για την οποία το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου είναι διάσημο, οφείλεται στα πέτρινα εδώλια του (στα καθίσματα των θεατών), καθώς το σχήμα και η διάταξή τους είναι ιδανικά για το φιλτράρισμα των θορύβων χαμηλής συχνότητας, καταδεικνύει η έρευνα ειδικών επιστημόνων. Ήδη από τον 1ο π.Χ αιώνα, ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος θαύμαζε το πώς οι αρχαίοι Ελληνες είχαν διαρυθμίσει τα καθίσματα της Επιδαύρου «σύμφωνα με την επιστήμη της αρμονίας» για να ακούγονται καθαρότερα οι φωνές των ηθοποιών. Ακόμα και ο παραμικρότερος ψίθυρος στη σκηνή του θεάτρου ακούγεται πεντακάθαρα στις τελευταίες θέσεις σε απόσταση 60 μέτρων. Η λέξη Επίδαυρος σημαινει «Δρα Επι της Αυρας». Δεν είναι τυχαία και η ύπαρξη των Ασκληπιείων εκεί, που έχει να κάνει με τον ήχο, την ακουστική, την επίγεια μουσική αρμονία η οποία συγχρονίζεται με την συμπαντική μουσική αρμονία και την ίαση. Η ακουστική λοιπόν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έχει το αξιοπερίεργο, ότι έτσι όπως ακούγονται καθαρά τα Ελληνικά εκεί, δεν μπορούν να ακουστούν άλλες γλώσσες, υπάρχει δηλ. κάποιου είδους συντονισμού του ήχου, της Μαθηματικής Ελληνικής γλώσσας, του χώρου και της ακουστικής, και αυτό γιατί η Ελληνική γλώσσα είναι μουσική γλώσσα. Γνωστή δε η σχέση μεταξύ μουσικής αρμονίας και των μαθηματικών και των μαθηματικών με την αρμονία του σύμπαντος, όπως επίσης γνωστό είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα η μουσική, η αριθμητική η γεωμετρία και η αστρονομία ήταν αδελφές επιστήμες.
Ήταν 11 Σεπτέµβρη του 1938 όταν ο Δηµήτρης Ροντήρης, η σηµαντικότερη θεατρική προσωπικότητα του Μεσοπολέµου, ανέβασε στη σκηνή της Επιδαύρου την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή – την πρώτη µετά την αρχαιότητα παράσταση αρχαίου δράµατος που δόθηκε στην Επίδαυρο. Χωρίς σκηνικά, µουσική και φώτα –µονάχα µε ένα τύµπανο, το εξαίσιο φως του δειλινού και την υποβλητική σκηνογραφία του τοπίου– η παράσταση θα χαρακτηριστεί «ιερό προσκύνηµα» από τον Τύπο της εποχής. Στο ρόλο της Ηλέκτρας η νεαρή τότε Κατίνα Παξινού. Παρά το πανάκριβο για την εποχή εισιτήριο –από 75 έως 100 δραχµές– και τη δυσκολία των µετακινήσεων, ολόκληρη η βορειανατολική Πελοπόννησος συγκεντρώθηκε στην Επίδαυρο για το πνευµατικό εκείνο γεγονός. «Ανέζησε η Σοφόκλειος Τραγωδία, ανέζησε η Ηλέκτρα εµπρός εις το πολυάριθµον κοινόν που εξεκίνησε όχι µόνον από τας Αθήνας διά να παρακολουθήση την υψηλήν αυτήν µυσταγωγίαν αλλά και από πολλάς γειτονικάς της Επιδαύρου γωνίας της Πελοποννήσου» θα γράψουν οι εφηµερίδες.
Τo Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου είναι ο κορυφαίος δημόσιος πολιτιστικός οργανισμός της χώρας. Στα 62 χρόνια της λειτουργίας του έχει φιλοξενήσει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής, του χορού και του θεάτρου από την εγχώρια και τη διεθνή σκηνή. H καθιέρωση μιας «γιορτής των τεχνών του υψηλού» στην Αθήνα του 20ού αιώνα ανάγεται στο 1955, όταν ο τότε αρμόδιος υπουργός, Γεώργιος Ράλλης, ανέθεσε στον σκηνοθέτη Ντίνο Γιαννόπουλο τη διοργάνωση, κορωνίδα της οποίας υπήρξε η παρουσία του Δημήτρη Μητρόπουλου, με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Με αποκλειστική του έδρα το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού αρχικά, το Φεστιβάλ Αθηνών ορίζεται από τη σύστασή του ως προνομιακός χώρος φιλοξενίας σημαντικών διεθνώς καλλιτεχνών, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται ως ιδανικό πεδίο διαλόγου της εγχώριας με την ξένη δημιουργία. Βασικοί άξονες του φεστιβαλικού προγραμματισμού υπήρξαν αρχικά οι μεγάλες ορχήστρες, καθώς και η προσπάθεια αναβίωσης και σύγχρονης ερμηνείας του θεατρικού ρεπερτορίου της κλασικής αρχαιότητας, ενώ από τον δεύτερο χρόνο ήδη προστέθηκε και ο χορός. Μια εικοσαετία περίπου νωρίτερα ο Ροντήρης, με το Εθνικό Θέατρο, είχε εγκαινιάσει και το θέατρο της Επιδαύρου. Το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε εκεί μετά την αρχαιότητα, το 1938, ήταν η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη, με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο. Το έργο παίχτηκε στην αρχαία ορχήστρα του «ωραιότερου θεάτρου του κόσμου» χωρίς σκηνικά και –ελλείψει ηλεκτροδότησης– χωρίς φωτισμούς, με το φυσικό φως του απογεύματος. Τη διοργάνωση της ιστορικής αυτής παράστασης είχε αναλάβει η Περιηγητική Λέσχη, με στόχο την καθιέρωση στη συνέχεια ετήσιας «σαιζόν Επιδαύρου», όμως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο Εμφύλιος ανέστειλαν τα φιλόδοξα σχέδια. Έτσι, τα Επιδαύρια έμελλε να ξεκινήσουν ουσιαστικά το 1954, με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, πάλι σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη, και η επίσημη έναρξή τους να συμπέσει με την εκκίνηση του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955, με τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί την Εκάβη. Η μετέπειτα παράλληλη πορεία –μέχρι την οργανωτική συνένωση– των δύο θεσμών και η συνομιλία τους με το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι αποτυπώνεται με ιδιαίτερη ευκρίνεια στο πεδίο του αρχαίου δράματος.
| |
| |
| |
Το 1954, ο Ροντήρης, διευθυντής του Εθνικού, το οποίο είχε και την αποκλειστική ευθύνη των παραστάσεων στο χώρο, καλείται ξανά να γεµίσει τη σκηνή της Επιδαύρου. Αυτήν τη φορά µε τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη σε µουσική ∆ηµήτρη Μητρόπουλου και µε πρωταγωνιστή τον νεαρό τότε, Αλέκο Αλεξανδράκη. Ήταν η γενική δοκιµή –όπως χαρακτηρίστηκε–, που θα στεφθεί µε επιτυχία και θα εγκαινιάσει επίσηµα ένα χρόνο αργότερα το θεσµό των Επιδαυρίων. Το 1955, αποφασίζεται η διοργάνωση ενός µεγάλου φεστιβάλ στην Αθήνα. Είναι η χρονιά-ορόσηµο και για την Επίδαυρο, που θα στιγµατιστεί από την κορυφαία ερµηνεία της Κατίνας Παξινού, ως Εκάβης, στο οµώνυµο έργο του Ευριπίδη, που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Μινωτή. Στην ίδια παράσταση και η παρθενική εµφάνιση της Άννας Συνοδινού, ενώ στο χορό οι πρωτοεµφανιζόµενοι τότε Δηµήτρης Παπαµιχαήλ, Μάρω Κοντού και Μαίρη Χρονοπούλου.
Η Επίδαυρος αναδεικνύεται ως πεδίο μέγιστης καλλιτεχνικής αναμέτρησης, έστω και αν επί μια εικοσαετία παρουσιάζεται εκεί αποκλειστικά το Εθνικό Θέατρο. Στις σκηνοθεσίες του Ροντήρη τα μέλη του χορού, ως φορείς έκφρασης της συλλογικής συνείδησης, εκτελούν ομοιόμορφες κινήσεις και εκφέρουν ομαδικά τα χορικά – στις επικρίσεις που δέχεται για «γερμανική νοοτροπία» ο Ροντήρης απαντά ότι εμπνέεται από τη βυζαντινή μουσική και τα μοιρολόγια. Την «υποταγή στο γερμανικό Sprechchor» και την ομοιομορφία της κίνησης διασπά, κατά δήλωσή του, ο Αλέξης Μινωτής. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις των εκάστοτε σκηνοθετών, ένα ενιαίο αρχαιοπρεπές ύφος διαμορφώνεται, καταξιωμένοι ηθοποιοί, όπως ο Μινωτής, η Παξινού, ο Κωτσόπουλος, και νέοι τραγωδοί, όπως η Χατζηαργύρη και η Συνοδινού, αναδεικνύουν την κλασικίζουσα αισθητική γραμμή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ το εικαστικό μέρος υπογράφουν οι μόνιμοι «διόσκουροι» της κρατικής σκηνής, ο σκηνογράφος Κλεόβουλος Κλώνης με τους αρχιτεκτονικούς όγκους του και ο ενδυματολόγος Αντώνης Φωκάς με τις ονομαστές πτυχώσεις των χιτώνων του, μυημένος στα μυστικά της υφαντικής από την Εύα Σικελιανού. Το 1957 το θέατρο του Πολυκλείτου υποδέχεται τον Αριστοφάνη. Το ύφος των παραστάσεων της αττικής κωμωδίας θα διαμορφωθεί από τον σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό και τον σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό – νεοκλασικίζουσα κομψότητα, ζωγραφικό σκηνικό σε αισθητική ενότητα με τα κοστούμια, στοιχεία από τα αγγεία, από τα ειδώλια, αλλά και από την αθηναϊκή αποκριά, ζωηρά χρώματα, εναρμονισμένα ωστόσο με το χώρο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1959, στο Ηρώδειο αυτή τη φορά, η εμβληματική παράσταση των Ορνίθων από το Θέατρο Τέχνης, όπου η αρχαία κωμωδία συναντά χαρισματικά τη νεοελληνική κουλτούρα (σκηνοθεσία Κάρολος Κουν, μετάφραση Βασίλης Ρώτας, σκηνικά - κοστούμια Γιάννης Τσαρούχης, μουσική Μάνος Χατζιδάκις, χορογραφία Ζουζού Νικολούδη), θα δημιουργήσει σκάνδαλο και η δεύτερη παράστασή της θα ματαιωθεί από το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως ως βέβηλη. Τέλος, αν το Ηρώδειο κρατά τα μουσικά σκήπτρα, από το αργολικό θέατρο δεν θα απουσιάσει η κορυφαία του λυρικού θεάτρου Μαρία Κάλλας, που θα ερμηνεύσει εδώ τη Νόρμα του Μπελλίνι, το 1960, και τη Μήδεια του Κερουμπίνι, το 1961.
Παράσταση σταθµός στην ιστορία του θεάτρου, η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το 1972, και θεωρήθηκε πως αναζωογόνησε το θεσµό του Φεστιβάλ. Το ριζοσπαστικό για την εποχή του Θέατρο Τέχνης και ο Κάρολος Κουν θα σπάσουν το µονοπώλιο του Εθνικού στην Επίδαυρο, εγκαινιάζοντας το 1975 την περίοδο της µεταπολίτευσης µε τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε µουσική Μάνου Χατζιδάκι. Μια παράσταση που όταν πρωτοπαίχτηκε στο Ηρώδειο, το 1959, είχε προκαλέσει αντιδράσεις.
Στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών θα κατασκευαστεί μια ψευδής εικόνα του «ουμανιστικού πνεύματος», ερήμην των κοινωνικών ρήξεων και των καλλιτεχνικών ζυμώσεων. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις με ψήγματα καλλιτεχνικού μοντερνισμού υπήρξαν μάλλον συμπτωματικές και δεν μπορούσαν να αλλάξουν τη γενική κατεύθυνση της εσωστρέφειας. Με τη μεταπολίτευση, όμως, και μέσα στο κλίμα ελευθερίας που σταδιακά διαμορφώνεται, ο καλλιτεχνικός μαρασμός του Φεστιβάλ Αθηνών και των Επιδαυρίων αρχίζει να υποχωρεί. Το Φεστιβάλ Επιδαύρου ανοίγει τις πύλες του στο Θέατρο Τέχνης, τον θίασο που από την ίδρυσή του, το 1942, ταυτίστηκε με τη νεωτερικότητα και αποτέλεσε το αντίπαλον δέος του Εθνικού Θεάτρου – το 1975 παρουσιάζει στο αρχαίο θέατρο τους θρυλικούς Όρνιθες και το 1976 τους περίφημους Πέρσες, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και μουσική Γιάννη Χρήστου. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στα Επιδαύρια και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Στη συνέχεια εμφανίζονται με παραστάσεις τους ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου και το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Συν τω χρόνω, όλο και περισσότεροι θίασοι έχουν πλέον βήμα στην Επίδαυρο, ανάμεσά τους και δημοτικά περιφερειακά θέατρα, όπως το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, που παρουσίασε μια αξέχαστη Ηλέκτρα του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, με τη Λυδία Κονιόρδου. Προσκαλούνται επίσης ξένα θεατρικά σχήματα, ενώ και καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Οι ακαδημαϊκές παραστάσεις εναλλάσσονται με απόπειρες διαφοροποίησης. Το πρόγραμμα στην Επίδαυρο διευρύνθηκε, με τη μετάκληση διάσημων καλλιτεχνών που παρουσίασαν στην αρχαία σκηνή και νεότερα έργα κλασικών δημιουργών, από Σαίξπηρ έως και Μπέκετ. Τολµηροί πειραµατισµοί αλλά και πρωταγωνιστές πυροδότησαν ενίοτε αντιδράσεις και αποδοκιµασίες, ανοίγοντας το διάλογο για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης σε σχέση µε το χώρο. Από τον Γιώργο Ρεµούνδο µέχρι τον Ρόµπερτ Στούρουα και τον Ντιµίτερ Γκότσεφ, και από την Αλίκη Βουγιουκλάκη µέχρι τον Σάκη Ρουβά, η συζήτηση φαίνεται πως κρατά ακόµη. Η Επίδαυρος ήταν, είναι και θα παραµείνει ένα ανοιχτό παράθυρο στην τέχνη, ένα πολιτιστικό σταυροδρόµι, µια σκηνή που µοιάζει να διάλεξαν οι θεοί για να προβάλλουν τους µύθους και τους θρύλους τους κάτω από τον έναστρο ουρανό, όπου ακτινοβολούν αστέρια, άλλοτε θνητά κι άλλοτε αθάνατα
| |
| |
Οι παραστάσεις που συγκέντρωσαν τα περισσότερα γιούχα
1984. Μοντέρνα και νεωτεριστική για την εποχή της θεωρείται η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου, από το Εθνικό Θέατρο, με την Αννα Σκούντζου στον επώνυμο ρόλο και τον Νικήτα Τσακίρογλου ως Κρέοντα. Ωστόσο, όταν η πρωταγωνίστρια βγαίνει στη σκηνή σέρνοντας βαριές αλυσίδες, το κοινό αντιδρά με γιουχαΐσματα και γέλια. Είναι η πρώτη φορά που αποδοκιμάζεται παράσταση στην Επίδαυρο.
1984. Το ΚΘΒΕ ανεβάζει την «Αλκηστη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, με πρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Μετά τον θάνατο-θυσία της ηρωίδας για να σωθεί ο ετοιμοθάνατος σύζυγός της Αδμητος και τα «συλλυπητήρια», φωτίζεται το γυάλινο φωτισμένο πατάρι του Διονύση Φωτόπουλου για να εξελιχθεί ερωτική σκηνή. «Αίσχος, βέβηλοι!» είχε φωνάξει η Άννα Συνοδινού, δίνοντας το σύνθημα για πρωτοφανή επεισόδια στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, με χειροδικίες εναντίον των ηθοποιών και διακοπή της παράστασης μέχρι να αποχωρήσει οργισμένο το μισό θέατρο. Ήταν η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος που παρουσιαζόταν με σύγχρονα κοστούμια και περιείχε μία ερωτική σκηνή που έκανε τις εφημερίδες να γράψουν την άλλη μέρα με μεγάλους τίτλους «Τσόντα στην Επίδαυρο. Οι μοντέρνοι πάνε να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας!»…
1989. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνιστούν στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα. Οταν ο Αγγελιαφόρος της Αννας Μακράκη βγάζει αναπτήρα για να ανάψει τσιγάρο επί σκηνής, το κοινό αποδοκιμάζει έντονα. Το εύρημα δεν θα επαναληφθεί την επομένη: για να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της παράστασης ο γεωργιανός σκηνοθέτης προχωρεί στο κόψιμο της σκηνής.
1997. Ο Μηνάς Χατζησάββας υποδύεται τον Διόνυσο στις «Βάκχες» του Ευριπίδη από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκχοφ. Το σφαγείο με τα σφαχτά, ο γυμνός πρωταγωνιστής (στα τέσσερα) και η Γαλλίδα που δεν μπορεί να μιλήσει ελληνικά προκαλούν τις έντονες αποδοκιμασίες του κοινού, με τον γερμανό σκηνοθέτη να κατηγορείται ως προκλητικός και ιερόσυλος.
2008. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας Λυδία Κονιόρδου προσκαλεί τον Ρώσο Ανατόλι Βασίλιεφ να σκηνοθετήσει τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Της παράστασης προηγούνται εργαστήριο υποκριτικής και πολύμηνες πρόβες. Τελικά τίποτε από όλα αυτά δεν εμποδίζει το κοινό να «γιουχάρει» επί μακρόν αποδοκιμάζοντας ακόμη και την πρωταγωνίστρια – και ας τη χειροκροτούν στο τέλος. Τα κωμικοτραγικά ενσταντανέ που σημειώθηκαν πριν και μετά την παράσταση επισκιάστηκαν από την αξέχαστη αποχώρηση της Κατερίνας Γιουλάκη, η οποία έφυγε από το θέατρο ουρλιάζοντας «Ντροπή! Αίσχος!». Οσο για τον σκηνοθέτη, αρνείται να δώσει το «παρών» στην υπόκλιση.
1984. Μοντέρνα και νεωτεριστική για την εποχή της θεωρείται η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου, από το Εθνικό Θέατρο, με την Αννα Σκούντζου στον επώνυμο ρόλο και τον Νικήτα Τσακίρογλου ως Κρέοντα. Ωστόσο, όταν η πρωταγωνίστρια βγαίνει στη σκηνή σέρνοντας βαριές αλυσίδες, το κοινό αντιδρά με γιουχαΐσματα και γέλια. Είναι η πρώτη φορά που αποδοκιμάζεται παράσταση στην Επίδαυρο.
1984. Το ΚΘΒΕ ανεβάζει την «Αλκηστη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, με πρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Μετά τον θάνατο-θυσία της ηρωίδας για να σωθεί ο ετοιμοθάνατος σύζυγός της Αδμητος και τα «συλλυπητήρια», φωτίζεται το γυάλινο φωτισμένο πατάρι του Διονύση Φωτόπουλου για να εξελιχθεί ερωτική σκηνή. «Αίσχος, βέβηλοι!» είχε φωνάξει η Άννα Συνοδινού, δίνοντας το σύνθημα για πρωτοφανή επεισόδια στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, με χειροδικίες εναντίον των ηθοποιών και διακοπή της παράστασης μέχρι να αποχωρήσει οργισμένο το μισό θέατρο. Ήταν η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος που παρουσιαζόταν με σύγχρονα κοστούμια και περιείχε μία ερωτική σκηνή που έκανε τις εφημερίδες να γράψουν την άλλη μέρα με μεγάλους τίτλους «Τσόντα στην Επίδαυρο. Οι μοντέρνοι πάνε να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας!»…
1989. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνιστούν στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα. Οταν ο Αγγελιαφόρος της Αννας Μακράκη βγάζει αναπτήρα για να ανάψει τσιγάρο επί σκηνής, το κοινό αποδοκιμάζει έντονα. Το εύρημα δεν θα επαναληφθεί την επομένη: για να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της παράστασης ο γεωργιανός σκηνοθέτης προχωρεί στο κόψιμο της σκηνής.
1997. Ο Μηνάς Χατζησάββας υποδύεται τον Διόνυσο στις «Βάκχες» του Ευριπίδη από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκχοφ. Το σφαγείο με τα σφαχτά, ο γυμνός πρωταγωνιστής (στα τέσσερα) και η Γαλλίδα που δεν μπορεί να μιλήσει ελληνικά προκαλούν τις έντονες αποδοκιμασίες του κοινού, με τον γερμανό σκηνοθέτη να κατηγορείται ως προκλητικός και ιερόσυλος.
2008. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας Λυδία Κονιόρδου προσκαλεί τον Ρώσο Ανατόλι Βασίλιεφ να σκηνοθετήσει τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Της παράστασης προηγούνται εργαστήριο υποκριτικής και πολύμηνες πρόβες. Τελικά τίποτε από όλα αυτά δεν εμποδίζει το κοινό να «γιουχάρει» επί μακρόν αποδοκιμάζοντας ακόμη και την πρωταγωνίστρια – και ας τη χειροκροτούν στο τέλος. Τα κωμικοτραγικά ενσταντανέ που σημειώθηκαν πριν και μετά την παράσταση επισκιάστηκαν από την αξέχαστη αποχώρηση της Κατερίνας Γιουλάκη, η οποία έφυγε από το θέατρο ουρλιάζοντας «Ντροπή! Αίσχος!». Οσο για τον σκηνοθέτη, αρνείται να δώσει το «παρών» στην υπόκλιση.