Πόσο σκληρό είναι να ζει κανείς σε μία κοινωνία που οι κανόνες και οι νόμοι κλίνουν προς το χάος και την πλήρη αναρχία; Πόσο άπληστο, κακεντρεχές και αχάριστο ζώον είναι ο άνθρωπος και πως γίνεται μόνον σε αυτόν να οφείλονται όλα τα κακώς κείμενα αυτού του κόσμου; Αυτό που ο συγγραφέας κατορθώνει είναι να μας θυμίζει την απίστευτη και αδιάκοπη ροπή προς την βαναυσότητα ενώ βυθίζεται η καλοσύνη και η αγαθότητα. Στην ιστορία αυτή δεν πρωταγωνιστούν ενήλικες, δεν βρίσκονται σε πρώτο πλάνο κάποιοι άνθρωποι με ολοκληρωμένη προσωπικότητα αλλά παιδιά που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους, ζυμώνονται μέσα τους και χτίζουν το μέλλον τους. Παιδιά που θα επιθυμούσαμε να είναι αγνά, αμόλυντα και μακριά από εγγενείς δυσλειτουργίες της ενήλικης ψυχής, παιδιά που ο αναγνώστης μπορεί να ονειρεύεται και να αφήνεται να πιστέψει πως με την αθωότητά τους μπορούν και καταφέρνουν να ξεχωρίσουν από την αγριότητα και την αντιπαλότητα που επιδεικνύουν οι "μεγάλοι". Πόσο μάταια και ουτοπικά είναι όλα αυτά κατά τον Γκόλντινγκ, πόσο φαύλες συμπεριφορές και κακοήθεις ενέργειες θα εκτυλιχθούν στο νησί και θα αποδείξουν το ακριβώς αντίθετο προς έκπληξη όλων;
Ο Γουίλιαμ Γκόλντινγκ γεννήθηκε το 1911 στην Κορνουάλη. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες και στη συνέχεια Αγγλική Φιλολογία στην Οξφόρδη. Έγραψε συμβολικά μυθιστορήματα που αναλύουν τις διάφορες πλευρές της ανθρώπινης φύσης, όπως το Οι κληρονόμοι (1955), που αναφέρεται στη ζωή και την εξόντωση του ανθρώπου του Νεάντερνταλ, το Μάρτιν ο φαταούλας (1956), που περιγράφει τον αγώνα του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, και το Ελεύθερη πτώση (1959), που αναφέρεται στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Στο ίδιο κλίμα κινούνται και τα Ο άρχοντας των μυγών (1954), που γυρίστηκε και ταινία με εξαιρετική επιτυχία, και Το κωδωνοστάσιο (1964). Το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1983 ήταν η τελική επιβράβευση της ιδιοφυΐας του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ και η επιβεβαίωση αυτού που έχει γίνει γενικά αποδεκτό πια, ότι από το έργο όλων των σημερινών Βρετανών μυθιστοριογράφων, το δικό του έχει τις περισσότερες πιθανότητες να διασωθεί. Πέθανε το 1993.
Ένα αεροπλάνο πέφτει σε κάποιο απομονωμένο και ακατοίκητο νησί. Οι μόνοι επιζώντες είναι μια παρέα από σχολιαρόπαιδα, που μαζεύονται στην παραλία με την ελπίδα ότι θα έρθει βοήθεια. Σύντομα, στο φως της ημέρας, ανακαλύπτουν έναν τόπο με πανέμορφα πουλιά και βαθυγάλανα νερά· όμως τα όνειρά τους στοιχειώνονται, στο σκοτάδι της νύχτας, από την απειλητική εικόνα ενός τρομακτικού τέρατος. Αφού εκλέξουν έναν αρχηγό, τον Ραλφ, τα παιδιά θα προσπαθήσουν να οργανώσουν τη ζωή τους ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν. Ωστόσο οι δυσκολίες που βρίσκουν μπροστά τους, αλλά και οι μνήμες από τη ζωή που άφησαν πίσω τους, τα αναγκάζουν στην πορεία να επιστρατεύσουν πρότυπα ίδια με εκείνα των ενηλίκων και της πολιτισμένης κοινωνίας τους. Τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια. Η αθωότητα θα αφανισθεί από την επέλαση μιας αρχέγονης βίας. Με αυτό το πρώτο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 1954, ο Γουίλιαμ Γκόλντινγκ ανακατευθύνει, με ειρωνική και αλληγορική διάθεση, την αφήγηση της παραδοσιακής περιπέτειας προς μια βαθύτερη, υπαρξιακή, προαιώνια διάσταση. «Αλληγορική δυστοπία» μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς, με αρκετή ακρίβεια (η όλη σύλληψη φέρνει στον νου την κατά εννέα χρόνια παλιότερη «Φάρμα των Ζώων» του Οργουελ). «Δυστοπία», διότι παρακολουθεί τη –νομοτελειακή, όπως υπαινίσσεται– πορεία μιας ομάδας μαθητών, έξι έως δεκατριών ετών, που βρίσκονται κυριολεκτικά ουρανοκατέβατοι σε ένα παρθένο, πανέμορφο νησί και πώς καταφέρνουν να μετατρέψουν τον δυνάμει κοινωνικό παράδεισο σε εφιαλτική κόλαση βίας και φόβου. Η αλληγορία έγκειται στο ότι ο Γκόλντινγκ οικοδόμησε άψογα όλο το βιβλίο πάνω σε σύμβολα – καθένα από τα πρόσωπα και τα αντικείμενα της ιστορίας αντιπροσωπεύει μια ιδέα ή μια πτυχή του ανθρώπου ως (πολιτικού) ζώου· ο πλούτος των συμβολισμών του είναι όντως εκπληκτικός. Και είναι, βέβαια, αλήθεια ότι στην εποχή μας, όπου έχει τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι της λογοτεχνίας, οι αλληγορίες φαντάζουν λιγάκι ντεμοντέ· οι δυστοπίες πάλι, σίγουρα όχι.Το κοινό άργησε να ανακαλύψει το βιβλίο, το πρώτο μυθιστόρημα του Γκόλντινγκ. Για την ακρίβεια, πήρε τη θέση του στον «δυτικό κανόνα» όταν, τη δεκαετία του ’60, καθηγητές σε σχολεία και πανεπιστήμια άρχισαν να το εντάσσουν στα υποχρεωτικά αναγνώσματα, κυρίως λόγω του αλληγορικού του χαρακτήρα (η άσκηση των παιδιών στην ταυτοποίηση και ανάλυση συμβόλων αποτελεί, προφανώς, κοινότατη πρακτική ανά τον κόσμο). Επιπλέον προσόν ήταν και το γεγονός ότι ήρωες της αφήγησης είναι παιδιά. Από την άλλη, βέβαια, είναι αξιοθαύμαστο πώς ένα τόσο σκληρό, σχεδόν σοκαριστικό βιβλίο μπόρεσε να μπει (και να παραμείνει, παρά τις κατά καιρούς απαγορεύσεις) στη διδακτέα ύλη. Γιατί «είναι» σκληρό: τα αγόρια του «Αρχοντα των Μυγών» δεν είναι καθόλου, μα καθόλου αγγελικά: ξεκινούν να χτίσουν έναν πολιτισμό και εκπίπτουν σε μια αφάνταστη, αιματηρή βαρβαρότητα διχασμού που φτάνει έως την αλληλοεξόντωση. «Ο Αρχοντας των Μυγών» φέρει ολοφάνερα τα τραύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και τις αγωνίες του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε.
Ο Γκόλντινγκ έχει δεχτεί αρκετή κριτική για την πλήρη απουσία γυναικών/κοριτσιών από την ιστορία του. Σε πρώτη πρόσληψη, φαντάζει παράδοξα φυσικό οι αυτουργοί της αποτυχημένης προσπάθειας για την οικοδόμηση πολιτισμού και ταυτόχρονα οι υπονομευτές του οικοδομήματος και φορείς της βίας να είναι άντρες/αγόρια· βρισκόμαστε, εξάλλου, στο 1954. Ο ίδιος ο Γκόλντινγκ είχε επίσης απαντήσει σε συνέντευξή του ότι, έχοντας υπάρξει ο ίδιος αγόρι, και όχι κορίτσι, ήταν σε καλύτερη θέση να αναπαραστήσει την εξέλιξη μιας τέτοιας συνύπαρξης. Μια άλλη εξήγηση του Γκόλντινγκ για το ίδιο θέμα είναι ότι, αν οι ήρωές του ήταν αγόρια και κορίτσια, μοιραία θα παρείσεφρεε και ο παράγοντας του σεξ, που ο συγγραφέας θεωρούσε «αταίριαστο για ένα τέτοιο βιβλίο, που πραγματεύεται την εγγενή ύπαρξη του Κακού στον άνθρωπο». Και εν τέλει, κάθε αλληγορική δυστοπία δικαιούται να ορίζει τις δικές της παραμέτρους. Εκείνο, πάντως, που προβάλλει πολύ καθαρά μέσα από το βιβλίο είναι η υπεροχή του ατομικού έναντι του συλλογικού. Στον «Αρχοντα των Μυγών», ο χαρακτήρας των ηρώων, η προσωπικότητά τους, παρόλο που λειτουργεί συμβολικά, γίνεται κάθε φορά ο καταλύτης ή και ο πρόξενος των εξελίξεων. Οι ατομικές επιλογές δεν θάβονται μέσα στη συλλογικότητα. Αντιθέτως, κάθε συμμετοχή στο συλλογικό μάς κάνει να συνειδητοποιούμε με ενάργεια πόσο επιδρούν οι ατομικές επιλογές, που, βέβαια, υπαγορεύονται κατεξοχήν από τον χαρακτήρα. Η προσωπικότητα υποχωρεί πια μόνο σε συνθήκες επικράτησης των πιο πρωτόγονων ενστίκτων.
Τι είναι όμως αυτό που βοηθά τελικά να επικρατήσουν τα πιο πρωτόγονα ένστικτα και να αναδυθεί το «Κακό»; Ο Γκόλντινγκ απαντά, «ο άλογος φόβος». Στην ουσία σχεδόν τον ταυτίζει με το Κακό. Η ισορροπία στην κοινωνία των αγοριών αρχίζει να κλονίζεται όταν τα παιδιά πείθονται ότι στο νησί τους υπάρχει ένα «θηρίο». Η ομάδα των «κυνηγών» τότε σκοτώνει ένα γουρούνι και καρφώνει το κομμένο κεφάλι σε ένα στύλο εν είδει προσφοράς εξευμενισμού. Ενώ το κεφάλι αρχίζει να αποσυντίθεται και να μαζεύει μύγες (χωρίς στο μεταξύ να εξευμενίζει καθόλου το ανύπαρκτο έτσι κι αλλιώς θηρίο), ένα από τα αγόρια, σε κατάσταση ενόρασης που θυμίζει Ντοστογιέφσκι, βλέπει και ακούει τον Αρχοντα των Μυγών (έτσι μεταφράζεται η γνωστή μας εβραϊκή λέξη Beelzebub...), το γουρουνίσιο κεφάλι, να του αποκαλύπτεται: «Για φαντάσου, νομίζατε πως το Θηρίο είναι κάτι που μπορείτε να το κυνηγήσετε και να το σκοτώσετε! [...] Το ξέρατε, έτσι δεν είναι; Πως είμαι κομμάτι σας; [...] Πως εγώ είμαι ο λόγος που δεν τραβάει το πράγμα;»