Τα δρώμενα, οι Θεοί, οι ποιητές και 3 τραγωδίες που θα σας εισαγουν
στο πνεύμα της σοφίας και του μέτρου των αρχαίων υμών προγόνων
στο πνεύμα της σοφίας και του μέτρου των αρχαίων υμών προγόνων
Εν αρχη ην ο Διόνυσος
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο γεννιέται στις αγροτικές γιορτές προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Σε αυτές τις γιορτές ψάλλονταν διθύραμβοι, απαγγέλλονταν ποιήματα, φαλλικά τραγούδια και τραγούδια με πειράγματα, που περιείχαν στοιχεία διαλόγου και σπέρματα θεατρικής δράσης. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η ανάπτυξη του διθυράμβου οδήγησε στο αρχαίο δράμα. Ο διθύραμβος ήταν ένα αρχαιότατο αυτοσχεδιαστικό χορικό τραγούδι που σε αντίθεση με τα ατομικά είδη αρχαίας ποίησης, την ελεγεία και τον ίαμβο, ήταν ομαδική καλλιτεχνική έκφραση που είχε ως αφορμή θρησκευτικές - λατρευτικές λειτουργίες. Ο διθύραμβος εξέφραζε τις σκέψεις και τα συναισθήματα του λαού και την επιθυμία του να κατακτήσει μια καλύτερη κοινωνική, πολιτική και οικονομική θέση μέσα στα ασφυχτικά πλαίσια της αριστοκρατικής, ολιγαρχικής κοινωνικής οργάνωσης του 7ου π.χ αιώνα. Ο διθύραμβος με τον ξέφρενο ορμητικό χορό και την γεμάτη πάθος μουσική υπόκρουση από αυλό ή λύρα, γεννούσε στους συμμετέχοντες αλλά και στους θεατές, έντονα συναισθήματα που έφταναν ως της έκσταση.
Ο ποιητής Αρίωνας φαίνεται να είναι ο πρώτος που παρουσίασε χορό από σάτυρους που απάγγελναν έμμετρα στην αυλή του τύραννου της Κορίνθου, Περίανδρου. Στο χορό και στον εξάρχοντα ή πρωτοτραγουδιστή του χορού, που κάθονταν αντικριστά, απέναντι από τα υπόλοιπα μέλη του χορού, ο Αριστοτέλης είδε την αφετηρία του διαλογικού στοιχείου των τραγωδιών.Στην Αττική ο διθύραμβος γνώρισε μεγάλες δόξες και μάλιστα στα μεγάλα Διονύσια γίνονταν και διαγωνισμοί πολύ πριν ξεκινήσουν να διδάσκονται τραγωδίες. Με την ανάπτυξη του διθυράμβου συνδέεται και το όνομα του ποιητή Θέσπη που του αποδίδεται και η ερμηνεία του πρώτου θεατρικού ρόλου.
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο κατείχε από νωρίς σημαντική θέση στην κοινωνική ζωή, όμως στα χρόνια της ακμής της Αθηναϊκής δημοκρατίας έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα καλλιτεχνικής έκφρασης και λαϊκής αποδοχής. Ο λαϊκός χαρακτήρας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου καθόρισε όλες τις παραμέτρους τις δημιουργίας του. Από την θεματολογία των έργων και την διαρρύθμιση και την κατασκευή των θεάτρων, μέχρι την οργάνωση των παραστάσεων. Το αρχαιότερο θέατρο με τη κλασική μορφή, ορχήστρα, κοίλο, σκηνή, ήταν το θέατρο του Διόνυσου κάτω από την Ακρόπολη. Την διοργάνωση των παραστάσεων την αναλάμβανε το κράτος. Ο επώνυμος άρχοντας είχε την εποπτεία των δραματικών αγώνων. Τις δαπάνες της παράστασης αναλάμβαναν εύποροι πολίτες που τους απονέμονταν ο τίτλος του χορηγού. Το θέατρο ήταν δωρεάν για όλους τους πολίτες χάρη στο θεσμό των θεωρικών. Οι θεατρικές παραστάσεις είχαν διαγωνιστικό χαρακτήρα και δίδονταν στα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια τον Μάρτιο - Απρίλιο και στα Λήναια τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο. Οι τρείς συμμετέχοντες στον θεατρικό διαγωνισμό δραματουργοί, παρουσίαζαν μια τετραλογία αποτελούμενη από τρείς τραγωδίες και ένα σατιρικό δράμα.
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο γεννιέται στις αγροτικές γιορτές προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Σε αυτές τις γιορτές ψάλλονταν διθύραμβοι, απαγγέλλονταν ποιήματα, φαλλικά τραγούδια και τραγούδια με πειράγματα, που περιείχαν στοιχεία διαλόγου και σπέρματα θεατρικής δράσης. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η ανάπτυξη του διθυράμβου οδήγησε στο αρχαίο δράμα. Ο διθύραμβος ήταν ένα αρχαιότατο αυτοσχεδιαστικό χορικό τραγούδι που σε αντίθεση με τα ατομικά είδη αρχαίας ποίησης, την ελεγεία και τον ίαμβο, ήταν ομαδική καλλιτεχνική έκφραση που είχε ως αφορμή θρησκευτικές - λατρευτικές λειτουργίες. Ο διθύραμβος εξέφραζε τις σκέψεις και τα συναισθήματα του λαού και την επιθυμία του να κατακτήσει μια καλύτερη κοινωνική, πολιτική και οικονομική θέση μέσα στα ασφυχτικά πλαίσια της αριστοκρατικής, ολιγαρχικής κοινωνικής οργάνωσης του 7ου π.χ αιώνα. Ο διθύραμβος με τον ξέφρενο ορμητικό χορό και την γεμάτη πάθος μουσική υπόκρουση από αυλό ή λύρα, γεννούσε στους συμμετέχοντες αλλά και στους θεατές, έντονα συναισθήματα που έφταναν ως της έκσταση.
Ο ποιητής Αρίωνας φαίνεται να είναι ο πρώτος που παρουσίασε χορό από σάτυρους που απάγγελναν έμμετρα στην αυλή του τύραννου της Κορίνθου, Περίανδρου. Στο χορό και στον εξάρχοντα ή πρωτοτραγουδιστή του χορού, που κάθονταν αντικριστά, απέναντι από τα υπόλοιπα μέλη του χορού, ο Αριστοτέλης είδε την αφετηρία του διαλογικού στοιχείου των τραγωδιών.Στην Αττική ο διθύραμβος γνώρισε μεγάλες δόξες και μάλιστα στα μεγάλα Διονύσια γίνονταν και διαγωνισμοί πολύ πριν ξεκινήσουν να διδάσκονται τραγωδίες. Με την ανάπτυξη του διθυράμβου συνδέεται και το όνομα του ποιητή Θέσπη που του αποδίδεται και η ερμηνεία του πρώτου θεατρικού ρόλου.
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο κατείχε από νωρίς σημαντική θέση στην κοινωνική ζωή, όμως στα χρόνια της ακμής της Αθηναϊκής δημοκρατίας έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα καλλιτεχνικής έκφρασης και λαϊκής αποδοχής. Ο λαϊκός χαρακτήρας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου καθόρισε όλες τις παραμέτρους τις δημιουργίας του. Από την θεματολογία των έργων και την διαρρύθμιση και την κατασκευή των θεάτρων, μέχρι την οργάνωση των παραστάσεων. Το αρχαιότερο θέατρο με τη κλασική μορφή, ορχήστρα, κοίλο, σκηνή, ήταν το θέατρο του Διόνυσου κάτω από την Ακρόπολη. Την διοργάνωση των παραστάσεων την αναλάμβανε το κράτος. Ο επώνυμος άρχοντας είχε την εποπτεία των δραματικών αγώνων. Τις δαπάνες της παράστασης αναλάμβαναν εύποροι πολίτες που τους απονέμονταν ο τίτλος του χορηγού. Το θέατρο ήταν δωρεάν για όλους τους πολίτες χάρη στο θεσμό των θεωρικών. Οι θεατρικές παραστάσεις είχαν διαγωνιστικό χαρακτήρα και δίδονταν στα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια τον Μάρτιο - Απρίλιο και στα Λήναια τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο. Οι τρείς συμμετέχοντες στον θεατρικό διαγωνισμό δραματουργοί, παρουσίαζαν μια τετραλογία αποτελούμενη από τρείς τραγωδίες και ένα σατιρικό δράμα.
Μόνο άντρες ηθοποιοί
Τους ρόλους στο αρχαίο ελληνικό θέατρο τους ερμήνευαν μόνο άντρες φορώντας μάσκες που μπορεί να άλλαζαν ακόμη και για τον ίδιο ρόλο ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης. Για να φαίνονται μεγαλύτεροι και πιο επιβλητικοί οι ηθοποιοί, φορούσαν τους κοθόρνους, ειδικά παπούτσια με χοντρά ψηλά πέλματα. Την εποχή του Αισχύλου καθορίστηκε η δομή των έργων και η δομή των παραστάσεων. Εκτός από τις τραγωδίες και τις κωμωδίες στις αθηναϊκές γιορτές παίζονταν και σατιρικά δράματα που ήταν εύθυμες παραστάσεις όπου ο χορός αποτελούνταν από σάτυρους θυμίζοντας την καταγωγή του θεάτρου από τον διθύραμβο. Με την κατακτήσεις του μεγάλου Αλεξάνδρου και την ελληνιστική εποχή που ακολούθησε, το αρχαίο ελληνικό θέατρο ήταν ένας από τους φορείς του ελληνικού πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής μεσογείου. Ανάμεσα στις σημαντικές αλλαγές που έφερε η μεγαλύτερη διάδοση του θεάτρου, ήταν ότι εμφανίστηκαν επαγγελματίες ηθοποιοί και ότι χτίστηκαν πολύ μεγάλα και σημαντικά θέατρα και σε άλλες περιοχές εκτός αττικής, όπως αυτό στην Επίδαυρο και στην Έφεσο. Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άσκησε τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου θεάτρου. Με τις επιδράσεις στο Ρωμαϊκό θέατρο, αλλά και αργότερα στην αναγέννηση και στην εποχή του διαφωτισμού. Οι δημοκρατικές παραδόσεις του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αλλά και η θεματολογία του με τις πανανθρώπινες αλήθειες που αγγίζουν θεατές με διαφορετική κουλτούρα και σε διαφορετικές εποχές, έχουν κάνει το αρχαίο ελληνικό θέατρο να είναι όπως ακριβώς και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, προίκα όλης της ανθρωπότητας.
Τους ρόλους στο αρχαίο ελληνικό θέατρο τους ερμήνευαν μόνο άντρες φορώντας μάσκες που μπορεί να άλλαζαν ακόμη και για τον ίδιο ρόλο ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης. Για να φαίνονται μεγαλύτεροι και πιο επιβλητικοί οι ηθοποιοί, φορούσαν τους κοθόρνους, ειδικά παπούτσια με χοντρά ψηλά πέλματα. Την εποχή του Αισχύλου καθορίστηκε η δομή των έργων και η δομή των παραστάσεων. Εκτός από τις τραγωδίες και τις κωμωδίες στις αθηναϊκές γιορτές παίζονταν και σατιρικά δράματα που ήταν εύθυμες παραστάσεις όπου ο χορός αποτελούνταν από σάτυρους θυμίζοντας την καταγωγή του θεάτρου από τον διθύραμβο. Με την κατακτήσεις του μεγάλου Αλεξάνδρου και την ελληνιστική εποχή που ακολούθησε, το αρχαίο ελληνικό θέατρο ήταν ένας από τους φορείς του ελληνικού πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής μεσογείου. Ανάμεσα στις σημαντικές αλλαγές που έφερε η μεγαλύτερη διάδοση του θεάτρου, ήταν ότι εμφανίστηκαν επαγγελματίες ηθοποιοί και ότι χτίστηκαν πολύ μεγάλα και σημαντικά θέατρα και σε άλλες περιοχές εκτός αττικής, όπως αυτό στην Επίδαυρο και στην Έφεσο. Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άσκησε τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου θεάτρου. Με τις επιδράσεις στο Ρωμαϊκό θέατρο, αλλά και αργότερα στην αναγέννηση και στην εποχή του διαφωτισμού. Οι δημοκρατικές παραδόσεις του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αλλά και η θεματολογία του με τις πανανθρώπινες αλήθειες που αγγίζουν θεατές με διαφορετική κουλτούρα και σε διαφορετικές εποχές, έχουν κάνει το αρχαίο ελληνικό θέατρο να είναι όπως ακριβώς και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, προίκα όλης της ανθρωπότητας.
Όσοι δεν έπαιρναν ενεργό μέρος στην παράσταση σχημάτιζαν μια ομάδα γύρω από καθορισμένους ερμηνευτές κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι συμμετέχοντες με τις αισθήσεις τους να βρίσκονται σε επαφή μαζί τους. Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ηθοποιούς και κοινό έπρεπε να βρίσκεται σε ακτίνα ορατότητας και ήχου σε σχέση με το χώρο της θεατρικής δράσης .Το γεγονός αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι οδήγησε στις πρώτες κατασκευές θεάτρων. Οι Έλληνες ζώντας σε μια χώρα ευλογημένη με κλίμα ήπιο και έδαφος λοφώδες, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την πλαγιά ενός λόφου ή την κοιλότητα ανάμεσα σε δύο λόφους ή κάποιο άλλο φυσικό κοίλο σχηματισμό του. εδάφους, ως χώρο κατάλληλο για τα θέατρα τους τοποθετώντας τους θεατές γύρω από τους ηθοποιούς. Στην Αθήνα κατά την διάρκεια της κλασσικής περιόδου , χρησιμοποιούσαν για καθίσματα προσωρινά ξύλινα έδρανα τοποθετημένα σε ευθύγραμμο σχηματισμό. Τα καθίσματα τοποθετήθηκαν ήδη πριν από την ελληνιστική περίοδο. Οι μελετητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τοποθετούσαν αυτές τις προσωρινές κατασκευές «αγορά» και για αυτό το λόγο συνιστούν μια πρώτη προσπάθεια της «θεατρικής πολεοδομίας».
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ.
Στην νέα ελληνική γλώσσα η λέξη δράμα έχει απο κτήσει την σημασία ενό ς δυσάρεστου γεγονότος ή μιας ανεπιθύμητης κατάστασης. Όσο αναφορά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όμως ,η λέξη έχει εντελώς διαφορετική σημασία. Ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα δράω-δρῶ, επομένως σημαίνει το είδος της ποίησης που συνοδεύεται από αναπαράσταση των πράξεων που περιγράφει (σε αντιδιαστολή με το έπος και την λυρική ποίηση). Το δράμα είναι δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Αττική από τις γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του θεού Διονύσου, οι οποίες πρόσφεραν σ' αυτό πολλά δραματικά στοιχεία (τα δρώμενα). Ξεκίνησε από το αρχικό άσμα, το διθύραμβο, που τραγουδούσαν κατά τη λατρεία του θεού Διονύσου και το συνόδευαν με αυλό και ορχηστρικές ή μιμητικές κινήσεις. Το διθύραμβο, που αρχικά δεν είχε ρυθμό, τον κατέστησε τεχνικό ο ποιητής Αρίωνας ο Μηθυμναίος. Μετά την τελειοποίησή του από τον Λάσο τον Ερμιονέα, ο φιλόμουσος τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος τον εισήγαγε στις μεγαλόπρεπες εορτές που ο ίδιος καθιέρωσε, στα Μεγάλα Διονύσια.
Τα είδη του δράματος είναι τρία : • Η κωμωδία • Η τραγωδία • Το σατυρικό δράμα
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ.
Στην νέα ελληνική γλώσσα η λέξη δράμα έχει απο κτήσει την σημασία ενό ς δυσάρεστου γεγονότος ή μιας ανεπιθύμητης κατάστασης. Όσο αναφορά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όμως ,η λέξη έχει εντελώς διαφορετική σημασία. Ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα δράω-δρῶ, επομένως σημαίνει το είδος της ποίησης που συνοδεύεται από αναπαράσταση των πράξεων που περιγράφει (σε αντιδιαστολή με το έπος και την λυρική ποίηση). Το δράμα είναι δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Αττική από τις γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του θεού Διονύσου, οι οποίες πρόσφεραν σ' αυτό πολλά δραματικά στοιχεία (τα δρώμενα). Ξεκίνησε από το αρχικό άσμα, το διθύραμβο, που τραγουδούσαν κατά τη λατρεία του θεού Διονύσου και το συνόδευαν με αυλό και ορχηστρικές ή μιμητικές κινήσεις. Το διθύραμβο, που αρχικά δεν είχε ρυθμό, τον κατέστησε τεχνικό ο ποιητής Αρίωνας ο Μηθυμναίος. Μετά την τελειοποίησή του από τον Λάσο τον Ερμιονέα, ο φιλόμουσος τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος τον εισήγαγε στις μεγαλόπρεπες εορτές που ο ίδιος καθιέρωσε, στα Μεγάλα Διονύσια.
Τα είδη του δράματος είναι τρία : • Η κωμωδία • Η τραγωδία • Το σατυρικό δράμα
Η κωμωδία.
Η Κωμωδία προήλθε από τις Διονυσιακές εορτές. Οι κωμικοί ποιητές επιδίωκαν να γελοιοποιούν πρόσωπα και καταστάσεις ,ώστε μέσα από την φάρσα γέλιο και την ευθυμία να ασκούν την κριτική τους. Τα πρόσωπα των κωμωδιών ήταν σύγχρονα και αντιπροσώπευαν καταστάσεις πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές ,οι οποίες έβλαπταν ή ήταν επικίνδυνες για την πόλη. Επομένως οι κωμωδίες αντλούσαν θέματα από την καθημερινή ζωή, ενώ ταυτόχρονα κατασκεύαζαν μύθους και πλαστές εικόνες με το υπερβολικό και το γελοίο να πρωταγωνιστούν.
Η τραγωδία.
Η τραγωδία είναι δραματικό είδος που εμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής, δίνει τον εξής ορισμό της τραγωδίας: Ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης. Είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας ,όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική ,με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμό τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή ,μέση και τέλος ενώ το μέγεθος της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία του συνόλου του έργου. Επίσης η μίμηση γίνεται με λόγο ήδυσμένο ,πιο συγκεκριμένα έχει ρυθμό ,αρμονία και μελώδια ,τα οποία είναι διασκορπισμένα ομοιόμορφα. Από που όμως έχει προέλθει η τραγωδία; Ο Αριστοτέλης συνδέει την τραγωδία με τον διθύραμβο (ένα χορικό άσμα που χαρακτηρίστηκε διονυσιακό. Κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ,η τραγωδία προήλθε από των εξαρχόντων τόν διθύραμβο, δηλαδή από τους πρωτοτραγουδιστές των διθυραμβικών χορών. Η λέξη τραγωδία έχει αβέβαιη προέλευση. Οι πιο γνωστές απόψεις είναι οι εξής: 1. «ωδή των τράγων» (χορικό άσμα των λατρευτών του Διονύσου που φορούσαν δέρματα ζώων). 2. Χορικό άσμα σε διαγωνισμό ,όπου το βραβείο για τον νικητή ήταν ο τράγος.
Το σατυρικό δράμα.
Χαρακτηρίστηκε ως παίζουσα τραγωδία ,ήταν δηλαδή ένα ευχάριστο λαϊκό θέαμα που διατηρούσε τα εξωτερικά γνωρίσματα της τραγωδίας, αλλά σκοπό είχε μόνο να προκαλέσει το γέλιο και όχι να διδάξει, όπως η τραγωδία και η κωμωδία. Στο σατυρικό δράμα οι θεατές ξανάβρισκαν τους Σατύρους και το γέροντα Σειληνό,που αποτελούσαν τον χορό κι έτσι ικανοποιούσαν την ευλάβειά προς τις θρησκευτικές παραδόσεις. Στην αρχαιότητα υπήρχαν επίσης δραματικοί αγώνες, στους οποίους λάμβαναν μέρος διάφοροι συγγραφείς. Ίσως οι σπουδαιότεροι τέτοιοι αγώνες να ήταν αυτοί που γίνονταν στα Μεγάλα Διονύσια. Οι ποιητές που συμμετείχαν έπρεπε να παρουσιάσουν τρείς τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα, ώστε να τελειώνουν οι παραστάσεις με ένα θέαμα εύθυμο και ανακουφιστικό.
Η Κωμωδία προήλθε από τις Διονυσιακές εορτές. Οι κωμικοί ποιητές επιδίωκαν να γελοιοποιούν πρόσωπα και καταστάσεις ,ώστε μέσα από την φάρσα γέλιο και την ευθυμία να ασκούν την κριτική τους. Τα πρόσωπα των κωμωδιών ήταν σύγχρονα και αντιπροσώπευαν καταστάσεις πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές ,οι οποίες έβλαπταν ή ήταν επικίνδυνες για την πόλη. Επομένως οι κωμωδίες αντλούσαν θέματα από την καθημερινή ζωή, ενώ ταυτόχρονα κατασκεύαζαν μύθους και πλαστές εικόνες με το υπερβολικό και το γελοίο να πρωταγωνιστούν.
Η τραγωδία.
Η τραγωδία είναι δραματικό είδος που εμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής, δίνει τον εξής ορισμό της τραγωδίας: Ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης. Είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας ,όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική ,με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμό τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή ,μέση και τέλος ενώ το μέγεθος της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία του συνόλου του έργου. Επίσης η μίμηση γίνεται με λόγο ήδυσμένο ,πιο συγκεκριμένα έχει ρυθμό ,αρμονία και μελώδια ,τα οποία είναι διασκορπισμένα ομοιόμορφα. Από που όμως έχει προέλθει η τραγωδία; Ο Αριστοτέλης συνδέει την τραγωδία με τον διθύραμβο (ένα χορικό άσμα που χαρακτηρίστηκε διονυσιακό. Κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ,η τραγωδία προήλθε από των εξαρχόντων τόν διθύραμβο, δηλαδή από τους πρωτοτραγουδιστές των διθυραμβικών χορών. Η λέξη τραγωδία έχει αβέβαιη προέλευση. Οι πιο γνωστές απόψεις είναι οι εξής: 1. «ωδή των τράγων» (χορικό άσμα των λατρευτών του Διονύσου που φορούσαν δέρματα ζώων). 2. Χορικό άσμα σε διαγωνισμό ,όπου το βραβείο για τον νικητή ήταν ο τράγος.
Το σατυρικό δράμα.
Χαρακτηρίστηκε ως παίζουσα τραγωδία ,ήταν δηλαδή ένα ευχάριστο λαϊκό θέαμα που διατηρούσε τα εξωτερικά γνωρίσματα της τραγωδίας, αλλά σκοπό είχε μόνο να προκαλέσει το γέλιο και όχι να διδάξει, όπως η τραγωδία και η κωμωδία. Στο σατυρικό δράμα οι θεατές ξανάβρισκαν τους Σατύρους και το γέροντα Σειληνό,που αποτελούσαν τον χορό κι έτσι ικανοποιούσαν την ευλάβειά προς τις θρησκευτικές παραδόσεις. Στην αρχαιότητα υπήρχαν επίσης δραματικοί αγώνες, στους οποίους λάμβαναν μέρος διάφοροι συγγραφείς. Ίσως οι σπουδαιότεροι τέτοιοι αγώνες να ήταν αυτοί που γίνονταν στα Μεγάλα Διονύσια. Οι ποιητές που συμμετείχαν έπρεπε να παρουσιάσουν τρείς τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα, ώστε να τελειώνουν οι παραστάσεις με ένα θέαμα εύθυμο και ανακουφιστικό.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ.
Τρεις ήταν οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Καθένας απ' αυτούς έχει να μας επιδείξει ένα διαφορετικό έργο γιατί οι συνθήκες που έζησαν και έδρασαν ήταν διαφορετικές. Γι' αυτό το λόγο θα τους μελετήσουμε χωριστά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεται αξιοκρατική κατάταξη των έργων τους.
Αισχύλος
Το έργο του ήταν πολύμορφο. Έγραψε ελεγείες και παιάνες όμως γρήγορα αφοσιώθηκε στην τραγική ποίηση. Κέρδισε 13 νίκες από τις οποίες την πρώτη το 486 π.Χ. σε ηλικία 40 ετών. Από τις τραγωδίες, άρτιες σώθηκαν επτά, "Πέρσαι", "επτά επί Θήβας", "Ικέτιδες", "Προμηθεύς Δεσμώτης" και η τριλογία "Ορέστεια" (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες). Χαρακτηριστικά των έργων του ήταν η θρησκευτικότητα, η φαντασία, η φιλοσοφική σκέψη, και η γλωσσοπλαστική του ικανότητα (δυνατές εικόνες, τολμηρές μεταφορές, σχήματα λόγου, προσθήκη νέων λέξεων, μεγαλόπρεπες συλλήψεις). Οι μορφές του έχουν τιτανικές διαστάσεις. Θέτει τα προβλήματα που απορρέουν από το αυτεξούσιο, την ανθρώπινη βούληση και την πρωτοβουλία, καθώς και από την θεία πρόνοια σε συνδυασμό με την ανθρώπινη αλαζονεία. Στις Ικέτιδες, η σύγκρουση με τις Θείες δυνάμεις φυλάσσει τις μεγάλες αξίες (έθιμα, φυσικοί νόμοι, θεσμοί). Στους επτά επί Θήβας, οι θεοί τιμωρούν αυτούς που παρασύρονται στο μεθύσι της εξουσίας. Στους Πέρσες ο αλαζόνας ηγεμόνας συντρίβεται, ενώ στην Ορέστεια αναλύεται η πορεία του ανθρώπου από το πρωτόγονο, φυσικό δίκαιο στο θετό, λογικό δίκαιο. Η σημαντικότερη καινοτομία που ήταν η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή. Επιπλέον πρόσθεσε χορό, βελτίωσε τα σκηνικά, μείωσε τους άνδρες του χορού από 50 σε 12 και περιόρισε τα λυρικά μέρη δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στα επεισόδια. Το έργο του υπήρξε πανανθρώπινο και γι' αυτό τιμήθηκε από την Αθήνα και μετά τον θάνατό του. Ενδείξεις τιμής ήταν η αναβίωση των τραγωδιών του και ο χάλκινος ανδριάντας στο θέατρο του Διονύσου.
Τρεις ήταν οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Καθένας απ' αυτούς έχει να μας επιδείξει ένα διαφορετικό έργο γιατί οι συνθήκες που έζησαν και έδρασαν ήταν διαφορετικές. Γι' αυτό το λόγο θα τους μελετήσουμε χωριστά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεται αξιοκρατική κατάταξη των έργων τους.
Αισχύλος
Το έργο του ήταν πολύμορφο. Έγραψε ελεγείες και παιάνες όμως γρήγορα αφοσιώθηκε στην τραγική ποίηση. Κέρδισε 13 νίκες από τις οποίες την πρώτη το 486 π.Χ. σε ηλικία 40 ετών. Από τις τραγωδίες, άρτιες σώθηκαν επτά, "Πέρσαι", "επτά επί Θήβας", "Ικέτιδες", "Προμηθεύς Δεσμώτης" και η τριλογία "Ορέστεια" (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες). Χαρακτηριστικά των έργων του ήταν η θρησκευτικότητα, η φαντασία, η φιλοσοφική σκέψη, και η γλωσσοπλαστική του ικανότητα (δυνατές εικόνες, τολμηρές μεταφορές, σχήματα λόγου, προσθήκη νέων λέξεων, μεγαλόπρεπες συλλήψεις). Οι μορφές του έχουν τιτανικές διαστάσεις. Θέτει τα προβλήματα που απορρέουν από το αυτεξούσιο, την ανθρώπινη βούληση και την πρωτοβουλία, καθώς και από την θεία πρόνοια σε συνδυασμό με την ανθρώπινη αλαζονεία. Στις Ικέτιδες, η σύγκρουση με τις Θείες δυνάμεις φυλάσσει τις μεγάλες αξίες (έθιμα, φυσικοί νόμοι, θεσμοί). Στους επτά επί Θήβας, οι θεοί τιμωρούν αυτούς που παρασύρονται στο μεθύσι της εξουσίας. Στους Πέρσες ο αλαζόνας ηγεμόνας συντρίβεται, ενώ στην Ορέστεια αναλύεται η πορεία του ανθρώπου από το πρωτόγονο, φυσικό δίκαιο στο θετό, λογικό δίκαιο. Η σημαντικότερη καινοτομία που ήταν η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή. Επιπλέον πρόσθεσε χορό, βελτίωσε τα σκηνικά, μείωσε τους άνδρες του χορού από 50 σε 12 και περιόρισε τα λυρικά μέρη δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στα επεισόδια. Το έργο του υπήρξε πανανθρώπινο και γι' αυτό τιμήθηκε από την Αθήνα και μετά τον θάνατό του. Ενδείξεις τιμής ήταν η αναβίωση των τραγωδιών του και ο χάλκινος ανδριάντας στο θέατρο του Διονύσου.
Σοφοκλής
Έγραψε 123 τραγωδίες, από τις οποίες σώθηκαν επτά "Αίας", "Αντιγόνη", "Τραχίνιαι", "Οιδίπους Τύραννος", "Οιδίπους επί Κολωνώ", "Ηλέκτρα", "Φιλοκτήτης" και ένα μέρος από το σατυρικό δράμα "Ιχνευταί". Έλαβε 24 βραβεία σε τριάντα περίπου δραματικούς αγώνες, με πρώτη την νίκη από τον Αισχύλο. Πρωταρχικό γνώρισμα στα έργα του είναι η ηθική τάξη. Οι ήρωες του δεν έχουν τις μυθικές διαστάσεις του Αισχύλου, ούτε το πάθος του Ευριπίδη. Είναι γενναίοι και παλεύουν αβοήθητοι, με ακλόνητη δύναμη εκτελώντας το καθήκον τους ακόμη και κάτω από άθλιες συνθήκες. Δεν είναι έρμαια της τύχης τους παρόλο που πέφτουν σε σφάλματα, αλλά έχουν ηθική ελευθερία και συνείδηση του χρέους τους. Όπως είπε ο Αριστοτέλης, παριστάνει τους ήρωες "οίους δει είναι". Οι δευτεραγωνιστές δεν ήταν αποφασιστικοί και υπερήφανοι, αλλά αδύναμοι και αμαθείς. Ο Σοφοκλής ψάχνει τα βαθύτερα αίτια των ανθρώπινων πράξεων. Σέβεται τις θρησκευτικές αντιλήψεις, άλλωστε στο έργο του οι θεοί συμβολίζουν την γαλήνη και την ευρωστία. Οι θεϊκοί νόμοι επικρατούν στους ανθρώπινους και η παρουσία του ανθρώπου είναι παροδική. Η ανυπέρβλητη πλοκή (συγκρούσεις, εναλλαγές, αναγνωρίσεις), η περίτεχνη δομή, η αρμονική έκφραση και η ποιητική ομορφιά δείχνουν ότι ανέβασε την τραγωδία στην ύψιστη τελειότητα. Η γλώσσα του ήταν η κλασσική αττική (λόγιες λέξεις) Στα έργα του εκφράζονται τα αποτελέσματα, το μεγαλείο της κακομεταχείρισης, η αξιοπρέπεια και το μεγαλείο του κατεστραμμένου ανθρώπου, η θέση δίπλα στους θεούς ενός χτυπημένου από την μοίρα. Μεταξύ των καινοτομιών του συγκαταλέγονται η αύξηση των χορευτών από 12 σε 15, η ελάττωση των χορικών, η αύξηση των διαλογικών μερών, η εισαγωγή του τρίτου υποκριτή, η τελειοποίηση της σκηνογραφίας με την χρήση των περιάκτων και η διάσπαση της ενιαίας τριλογίας σε τρία αυτοτελή δράματα. Όπως ο Αισχύλος, έτσι και ο Σοφοκλής τιμήθηκε μετά το θάνατό του. Του απέδωσαν τιμές ήρωα και έστησαν στο θέατρο του Διονύσου έναν χάλκινο ανδριάντα προς τιμήν του.
Έγραψε 123 τραγωδίες, από τις οποίες σώθηκαν επτά "Αίας", "Αντιγόνη", "Τραχίνιαι", "Οιδίπους Τύραννος", "Οιδίπους επί Κολωνώ", "Ηλέκτρα", "Φιλοκτήτης" και ένα μέρος από το σατυρικό δράμα "Ιχνευταί". Έλαβε 24 βραβεία σε τριάντα περίπου δραματικούς αγώνες, με πρώτη την νίκη από τον Αισχύλο. Πρωταρχικό γνώρισμα στα έργα του είναι η ηθική τάξη. Οι ήρωες του δεν έχουν τις μυθικές διαστάσεις του Αισχύλου, ούτε το πάθος του Ευριπίδη. Είναι γενναίοι και παλεύουν αβοήθητοι, με ακλόνητη δύναμη εκτελώντας το καθήκον τους ακόμη και κάτω από άθλιες συνθήκες. Δεν είναι έρμαια της τύχης τους παρόλο που πέφτουν σε σφάλματα, αλλά έχουν ηθική ελευθερία και συνείδηση του χρέους τους. Όπως είπε ο Αριστοτέλης, παριστάνει τους ήρωες "οίους δει είναι". Οι δευτεραγωνιστές δεν ήταν αποφασιστικοί και υπερήφανοι, αλλά αδύναμοι και αμαθείς. Ο Σοφοκλής ψάχνει τα βαθύτερα αίτια των ανθρώπινων πράξεων. Σέβεται τις θρησκευτικές αντιλήψεις, άλλωστε στο έργο του οι θεοί συμβολίζουν την γαλήνη και την ευρωστία. Οι θεϊκοί νόμοι επικρατούν στους ανθρώπινους και η παρουσία του ανθρώπου είναι παροδική. Η ανυπέρβλητη πλοκή (συγκρούσεις, εναλλαγές, αναγνωρίσεις), η περίτεχνη δομή, η αρμονική έκφραση και η ποιητική ομορφιά δείχνουν ότι ανέβασε την τραγωδία στην ύψιστη τελειότητα. Η γλώσσα του ήταν η κλασσική αττική (λόγιες λέξεις) Στα έργα του εκφράζονται τα αποτελέσματα, το μεγαλείο της κακομεταχείρισης, η αξιοπρέπεια και το μεγαλείο του κατεστραμμένου ανθρώπου, η θέση δίπλα στους θεούς ενός χτυπημένου από την μοίρα. Μεταξύ των καινοτομιών του συγκαταλέγονται η αύξηση των χορευτών από 12 σε 15, η ελάττωση των χορικών, η αύξηση των διαλογικών μερών, η εισαγωγή του τρίτου υποκριτή, η τελειοποίηση της σκηνογραφίας με την χρήση των περιάκτων και η διάσπαση της ενιαίας τριλογίας σε τρία αυτοτελή δράματα. Όπως ο Αισχύλος, έτσι και ο Σοφοκλής τιμήθηκε μετά το θάνατό του. Του απέδωσαν τιμές ήρωα και έστησαν στο θέατρο του Διονύσου έναν χάλκινο ανδριάντα προς τιμήν του.
Ευριπίδης
Από τα 92 δράματα σώθηκαν τα 19. "Άλκηστις", "Μηδεία", "Ηρακλείδαι", "Ιππόλυτος", "Ανδρομάχη", "Εκάβη", "Ηρακλής μαινόμενος", "Ικέτιδες", "Ίων", "Ηλέκτρα", "Τρωάδες", "Ιφιγένεια η εν Ταύροις", "Ελένη", "Φοίνισσαι", "Ορέστης", "Ιφιγένεια η εν Αυλίδι", "Βάκχαι", το σατυρικό δράμα "Κύκλωψ" και ο "Ρήσος" που αμφισβητείται αν του ανήκει. Η αξία των έργων του Ευριπίδη βρίσκεται στο εξής: Ενώ ο Σοφοκλής παρουσίαζε τα πράγματα όπως πρέπει να είναι στο μέλλον και ο Αισχύλος όπως ήταν στο παρελθόν, ο Ευριπίδης απηχούσε τα προβλήματα του καιρού του, παρουσιάζοντας τα γεγονότα όπως πραγματικά είναι. Αναφέρθηκε στα ανθρώπινα πάθη, και χαρακτήρισε τους θεούς ανήθικους και αχάριστους. Γι' αυτό κατηγορήθηκε για αθεΐα. Είναι ρεαλιστής, νεωτεριστής και ορθολογιστής αλλά δεν καταφέρεται εναντίον της θρησκείας. Η αμφισβήτηση των μυθικών λαϊκών αντιλήψεων και η υψηλή του σύλληψη για έναν απρόσιτο θεό, μπορεί να έδωσαν αφορμή για επικριτικά σχόλια όμως δεν εμπόδισαν το χαρακτηρισμό του ως τραγικότατο και από σκηνής φιλόσοφο. Επιπλέον αναφέρθηκε στην θέση και στην υποκρισία των γυναικών αλλά κατέκρινε και τους άνδρες για την κακία και την υπεροψία τους. Τέλος ασχολήθηκε με τον πόλεμο και την απανθρωπιά. Οι ήρωες του είναι καθημερινοί άνθρωποι, με πάθη και αδυναμίες. Μπροστά στο αδιέξοδο, είναι μόνοι τους και ευθύνονται για τις πράξεις τους. Δεν έχουν υπερφυσικές ιδιότητες και συντρίβονται. Τα θέματά του τα αντλεί από την πολιτική και την ηθική ζωή της εποχής του. Διαγράφει ρεαλιστικά τους χαρακτήρες. Παρότι θεωρείται κατώτερος ως προς την ποιητική τέχνη, αφού δεν φρόντιζε τόσο τη μορφή, με την τραγικότητα του κατόρθωνε να συναρπάζει.Βασική καινοτομία του ήταν η εισαγωγή του από μηχανής θεού. Μονιμοποίησε τους μακρούς προλόγους, περιόρισε τα χορικά μέρη και αύξησε τις μονωδίες. Στη μελωδία και στο ρυθμό επηρεάστηκε από την ανατολή κάτι που έκανε τους σύγχρονούς του να τον κατηγορήσουν ως βάρβαρο. Θεωρήθηκε ο πατέρας του δράματος και τιμήθηκε με 5 βραβεία και ένα μετά τον θάνατό του. Το έργο του ακολούθησαν τόσο οι Λατίνοι και οι Αναγεννησιακοί όσο και όλοι οι νεότεροι Ευρωπαίοι.
Από τα 92 δράματα σώθηκαν τα 19. "Άλκηστις", "Μηδεία", "Ηρακλείδαι", "Ιππόλυτος", "Ανδρομάχη", "Εκάβη", "Ηρακλής μαινόμενος", "Ικέτιδες", "Ίων", "Ηλέκτρα", "Τρωάδες", "Ιφιγένεια η εν Ταύροις", "Ελένη", "Φοίνισσαι", "Ορέστης", "Ιφιγένεια η εν Αυλίδι", "Βάκχαι", το σατυρικό δράμα "Κύκλωψ" και ο "Ρήσος" που αμφισβητείται αν του ανήκει. Η αξία των έργων του Ευριπίδη βρίσκεται στο εξής: Ενώ ο Σοφοκλής παρουσίαζε τα πράγματα όπως πρέπει να είναι στο μέλλον και ο Αισχύλος όπως ήταν στο παρελθόν, ο Ευριπίδης απηχούσε τα προβλήματα του καιρού του, παρουσιάζοντας τα γεγονότα όπως πραγματικά είναι. Αναφέρθηκε στα ανθρώπινα πάθη, και χαρακτήρισε τους θεούς ανήθικους και αχάριστους. Γι' αυτό κατηγορήθηκε για αθεΐα. Είναι ρεαλιστής, νεωτεριστής και ορθολογιστής αλλά δεν καταφέρεται εναντίον της θρησκείας. Η αμφισβήτηση των μυθικών λαϊκών αντιλήψεων και η υψηλή του σύλληψη για έναν απρόσιτο θεό, μπορεί να έδωσαν αφορμή για επικριτικά σχόλια όμως δεν εμπόδισαν το χαρακτηρισμό του ως τραγικότατο και από σκηνής φιλόσοφο. Επιπλέον αναφέρθηκε στην θέση και στην υποκρισία των γυναικών αλλά κατέκρινε και τους άνδρες για την κακία και την υπεροψία τους. Τέλος ασχολήθηκε με τον πόλεμο και την απανθρωπιά. Οι ήρωες του είναι καθημερινοί άνθρωποι, με πάθη και αδυναμίες. Μπροστά στο αδιέξοδο, είναι μόνοι τους και ευθύνονται για τις πράξεις τους. Δεν έχουν υπερφυσικές ιδιότητες και συντρίβονται. Τα θέματά του τα αντλεί από την πολιτική και την ηθική ζωή της εποχής του. Διαγράφει ρεαλιστικά τους χαρακτήρες. Παρότι θεωρείται κατώτερος ως προς την ποιητική τέχνη, αφού δεν φρόντιζε τόσο τη μορφή, με την τραγικότητα του κατόρθωνε να συναρπάζει.Βασική καινοτομία του ήταν η εισαγωγή του από μηχανής θεού. Μονιμοποίησε τους μακρούς προλόγους, περιόρισε τα χορικά μέρη και αύξησε τις μονωδίες. Στη μελωδία και στο ρυθμό επηρεάστηκε από την ανατολή κάτι που έκανε τους σύγχρονούς του να τον κατηγορήσουν ως βάρβαρο. Θεωρήθηκε ο πατέρας του δράματος και τιμήθηκε με 5 βραβεία και ένα μετά τον θάνατό του. Το έργο του ακολούθησαν τόσο οι Λατίνοι και οι Αναγεννησιακοί όσο και όλοι οι νεότεροι Ευρωπαίοι.
ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι κατά τη διάρκεια της κλασσικής περιόδου, τον 5ο π.Χ. αι., όταν άκμαζαν οι μεγάλοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ο χορός και οι ηθοποιοί έπαιζαν όλο το έργο μέσα στην κυκλική ορχήστρα, το έδαφος της οποίας ήταν στρωμένο με πατημένο χώμα. Χωρίζεται από το κοίλον με ένα υπόγειο χαντάκι. Αυτό χρησίμευε ως αποχέτευση για τα νερά που μαζεύονταν στην ορχήστρα όταν έβρεχε. Επίσης η ορχήστρα διαχωρίζεται και από το κτίριο της σκηνής με δυο διαδρόμους τους λεγόμενους παρόδους, που σε μερικά θέατρα όπως στην Επίδαυρο και στην Πέργαμο, κλείνονται από μια διπλή πύλη, με βαριές ξύλινες πόρτες. Στο κέντρο της υπάρχει ο βωμός του θεού Διονύσου, η χαρακτηριστική θυμέλη Η σκηνή εκείνη την εποχή, δεν ήταν μια ανυψωμένη εξέδρα, αλλά ένα χαμηλό μακρόστενο ξύλινο φράγμα, που προοριζόταν για να φυλάγουν οι ηθοποιοί τα σκεύη και τα υλικά τους και για να αλλάζουν προσωπεία και ενδυμασίες. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογείο και δεν υπήρχε κατά τους κλασσικούς χρόνους. Το κοίλον δηλ. το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια, καθίσματα, των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου, στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δύο διαζώματα πλατείς δηλ. οριζόντιοι διάδρομοι, χώριζαν το κοίλον σε δύο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις. Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες. Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν οι «τεχνικοί σκηνοθέτες» του αρχαίου θεάτρου ήταν πολλά και αξιόλογα και βοήθησαν την ανάπτυξη του θεατρικού έργου. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν εκκύκλημα του οποίου υπήρχαν διάφορες παραλλαγές. Το μηχάνημα αυτό είχε την ευχέρεια να δείχνει με ένα απλό χειρισμό αυτά που υποτίθεται πως έγιναν στο εσωτερικό του ανακτόρου ή του σπιτιού που παρουσιάζει η σκηνή αλλά είχε και άλλες χρήσεις. Άλλο σημαντικό μηχάνημα είναι η μηχανή που παρουσιάζει ξαφνικά πρόσωπα του δράματος που υποτίθεται πως έρχονται από τον Όλυμπο ή από τον Άδη. Η ανάμνησή του διατηρήθηκε στη φράση «από μηχανής θεός» την οποία χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε για λύση που δόθηκε από κάποιον που παρουσιάστηκε ξαφνικά σε ένα πολύπλοκο ηθικό, ή υποθεσιακό πρόβλημα. Χάρη στους «από μηχανής θεούς» ο Ευριπίδης έδωσε τις πιο απίθανες λύσεις στην πλοκή των τραγωδιών του και ο Σοφοκλής τον μιμήθηκε σε μικρότερη κλίμακα.
Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι κατά τη διάρκεια της κλασσικής περιόδου, τον 5ο π.Χ. αι., όταν άκμαζαν οι μεγάλοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ο χορός και οι ηθοποιοί έπαιζαν όλο το έργο μέσα στην κυκλική ορχήστρα, το έδαφος της οποίας ήταν στρωμένο με πατημένο χώμα. Χωρίζεται από το κοίλον με ένα υπόγειο χαντάκι. Αυτό χρησίμευε ως αποχέτευση για τα νερά που μαζεύονταν στην ορχήστρα όταν έβρεχε. Επίσης η ορχήστρα διαχωρίζεται και από το κτίριο της σκηνής με δυο διαδρόμους τους λεγόμενους παρόδους, που σε μερικά θέατρα όπως στην Επίδαυρο και στην Πέργαμο, κλείνονται από μια διπλή πύλη, με βαριές ξύλινες πόρτες. Στο κέντρο της υπάρχει ο βωμός του θεού Διονύσου, η χαρακτηριστική θυμέλη Η σκηνή εκείνη την εποχή, δεν ήταν μια ανυψωμένη εξέδρα, αλλά ένα χαμηλό μακρόστενο ξύλινο φράγμα, που προοριζόταν για να φυλάγουν οι ηθοποιοί τα σκεύη και τα υλικά τους και για να αλλάζουν προσωπεία και ενδυμασίες. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογείο και δεν υπήρχε κατά τους κλασσικούς χρόνους. Το κοίλον δηλ. το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια, καθίσματα, των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου, στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δύο διαζώματα πλατείς δηλ. οριζόντιοι διάδρομοι, χώριζαν το κοίλον σε δύο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις. Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες. Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν οι «τεχνικοί σκηνοθέτες» του αρχαίου θεάτρου ήταν πολλά και αξιόλογα και βοήθησαν την ανάπτυξη του θεατρικού έργου. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν εκκύκλημα του οποίου υπήρχαν διάφορες παραλλαγές. Το μηχάνημα αυτό είχε την ευχέρεια να δείχνει με ένα απλό χειρισμό αυτά που υποτίθεται πως έγιναν στο εσωτερικό του ανακτόρου ή του σπιτιού που παρουσιάζει η σκηνή αλλά είχε και άλλες χρήσεις. Άλλο σημαντικό μηχάνημα είναι η μηχανή που παρουσιάζει ξαφνικά πρόσωπα του δράματος που υποτίθεται πως έρχονται από τον Όλυμπο ή από τον Άδη. Η ανάμνησή του διατηρήθηκε στη φράση «από μηχανής θεός» την οποία χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε για λύση που δόθηκε από κάποιον που παρουσιάστηκε ξαφνικά σε ένα πολύπλοκο ηθικό, ή υποθεσιακό πρόβλημα. Χάρη στους «από μηχανής θεούς» ο Ευριπίδης έδωσε τις πιο απίθανες λύσεις στην πλοκή των τραγωδιών του και ο Σοφοκλής τον μιμήθηκε σε μικρότερη κλίμακα.