Η «Αννα Καρένινα» είναι από τα βιβλία για τα οποία μπορεί κανείς να μιλήσει, κι ας μην τα έχει ξεφυλλίσει καν. Ξέρει ότι πρόκειται για μια τεράστια τοιχογραφία της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα κι ότι θεωρείται μια από τις ωραιότερες ερωτικές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ, όπως ξέρει ότι η ομώνυμη ηρωίδα, που έχει διαπράξει το «έγκλημα» της μοιχείας, φτάνει να δώσει τέλος στη ζωή της, πέφτοντας στις ράγες ενός τρένου. Δεν αποκλείεται μάλιστα να γνωρίζει και την εναρκτήρια φράση του βιβλίου, διάσημη στα λογοτεχνικά χρονικά: «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία»...
Μυθιστόρημα-ποταμός που δείχνει κατανόηση για όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, δημοσιευμένο σε συνέχειες μεταξύ 1873 και 1877, η «Αννα Καρένινα» γράφτηκε στην πιο ταραγμένη περίοδο της ζωής του Τολστόι, λίγο πριν από την πνευματική κρίση που θα τον οδηγούσε ν' αλλάξει ριζικά τις ιδέες του για το νόημα της ζωής, να στρέψει την πλάτη του στην τέχνη της μυθοπλασίας και να βυθιστεί για τα καλά στις θρησκευτικές του αναζητήσεις. Μια περίοδο, όμως, και έντονων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και ιδεολογικών μαχών στο εσωτερικό της χώρας του, όπου αυτός, ο ευγενής της υπαίθρου, ανάμεσα στα στρατόπεδα των συντηρητικών και των ριζοσπαστών, υποστήριζε ότι καμιά αλλαγή δεν είναι εφικτή αν δεν αλλάξουν πρώτα οι ψυχές και οι σχέσεις των ανθρώπων. Διόλου τυχαίο που η ρεαλιστική και σοφά ζυγισμένη σύνθεση της «Αννας Καρένινα», με την αυτοκρατορική Ρωσία στο φόντο της, κι έναν παράφορο, παράνομο έρωτα στον πυρήνα της ν' αντιδιαστέλλεται με τη συντροφικότητα του γάμου, αντιμετωπίστηκε έκτοτε ως η πνευματική αυτοβιογραφία του Τολστόι. Η ιστορία της Αννας που αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις κι εγκαταλείπει σύζυγο και παιδί για τον κομψό αξιωματικό Βρόνσκι, μπλέκεται σ' όλη την έκταση του μυθιστορήματος μ' εκείνην του Λέβιν, του alter ego του συγγραφέα: ενός επίσης αντισυμβατικού γαιοκτήμονα, όλο ενοχές για τις προσωπικές του ανέσεις και ταλανιζόμενου από αυτοκαταστροφικές τάσεις, ο οποίος θ' αναζητήσει τη γαλήνη και την ψυχική πληρότητα μακριά από τους κοσμικούς κύκλους και τις εύκολες ηδονές, στη σκληρή δουλειά στο κτήμα του πλάι στους χωρικούς, και στη ζεστασιά της οικογενειακής ζωής, πλάι στην αγαπημένη και πολύ νεότερή του Κίτι.
Επί εκατοντάδες σελίδες, ο Τολστόι ζωντανεύει την εσωτερική πάλη που δίνουν η Αννα και ο Λέβιν χωριστά, στήνοντας γύρω τους ένα ψηφιδωτό ανθρώπινων χαρακτήρων από το κοινό τους περιβάλλον - αριστοκράτες, διανοούμενους, γραφειοκράτες- και μόνο προς το τέλος τούς παρουσιάζει να συναντιώνται από κοντά, υπογραμμίζοντας στον αναγνώστη αυτό που τους ενώνει πάνω απ' όλα: την ειλικρίνειά τους μέσα σ' έναν αντιφατικό και με περίσσευμα υποκρισίας κόσμο. Η εκτίμηση που δείχνει ο Λέβιν για την περιβόητη μοιχαλίδα, αντανακλά και τα αισθήματα του Τολστόι απέναντί της, που μέχρι ν' αποκρυσταλλωθούν είχαν περάσει από σαράντα κύματα. Ιδού τι κατέγραφε στο ημερολόγιό της η γυναίκα του Σοφία, τρία χρόνια πριν εκείνος καταπιαστεί με την «Αννα Καρένινα», ενώ ακόμα πάλευε μ' ένα παλιότερο σχέδιό του, ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Μεγάλο Πέτρο: «Χτες το βράδυ μου είπε ότι είχε διακρίνει έναν τύπο παντρεμένης γυναίκας της υψηλής κοινωνίας· η γυναίκα αυτή φαινόταν συντετριμμένη. Μου εξήγησε ότι το ζητούμενο για εκείνον ήταν να τη σκιαγραφήσει μόνον ως άξια λύπησης και όχι ως ένοχη, και ότι από τη στιγμή που ετούτος ο τύπος γυναικός είχε παρουσιαστεί εμπρός του, όλα τα πρόσωπα και οι τύποι ανδρών που είχε φανταστεί στο παρελθόν έβρισκαν τη θέση τους και συγκεντρώνονταν γύρω από εκείνη τη γυναίκα. Τώρα φωτίστηκαν όλα, μου είπε». Στο πρώτο σκαρίφημα του βιβλίου εν τούτοις, κι ενώ ο Τολστόι είχε στο μεταξύ ξεκοκαλίσει όλα τα γαλλικά μυθιστορήματα περί μοιχείας της εποχής του, η «αξιολύπητη» Αννα ήταν «μια γυναίκα πολύ αντιπαθητική και το τραγικό της τέλος δεν ήταν παρά η τιμωρία που της άξιζε», όπως σημειώνει ο Κούντερα στην «Τέχνη του μυθιστορήματος». Ο βιογράφος του ρώσου κλασικού, Ανρί Τρουαγιά, υποστήριξε πως η μεταμόρφωσή της σ' ένα καθ' όλα ελκυστικό πλάσμα κι εντέλει σε τραγική ηρωίδα, οφείλεται στο ότι ο Τολστόι είχε φτάσει να την ερωτευτεί. Ο Κούντερα, όμως, που ανέδειξε την «Καρένινα» σε βιβλίο-φετίχ των πρωταγωνιστών της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι», αποδίδει την αλλαγή στην ίδια τη «σοφία του μυθιστορήματος»: «Ολοι οι αληθινοί μυθιστοριογράφοι αφουγκράζονται αυτήν την υπερπροσωπική σοφία, πράγμα που εξηγεί γιατί τα μεγάλα μυθιστορήματα είναι πάντα λίγο πιο έξυπνα από τους δημιουργούς τους».
Γραμμένο με τη μέθοδο του παραλληλισμού και με έντονες συμβολικές διαστάσεις, το μυθιστόρημα είχε αρχικά τον τίτλο «Δυο γάμοι, δυο ζευγάρια». Ο πρώτος γάμος είναι αυτός της Αννας με τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Καρένιν, ένας γάμος που καταστρέφεται όταν η Αννα ερωτεύεται τρελά τον Βρόνσκι και τα αφήνει όλα πίσω της. Ο δεύτερος γάμος είναι αυτός του αγροτοευγενή Λέβιν (Λεβ είναι το όνομα του Τολστόι και η συσχέτιση προφανής) με την Κίτι, ένας γάμος που πέρα από τις δυσκολίες της καθημερινότητας λειτουργεί με τρόπο σωτήριο. Αρα, δυο γάμοι, δύο ζευγάρια. Γιατί ο Τολστόι άλλαξε τον τίτλο; Επειδή ακριβώς η φιλοδοξία του ήταν πολύ μεγαλύτερη από το να περιγράψει τον καλό και τον κακό γάμο, επειδή τον ενδιέφερε το πάθος και ο σπαραγμός καθαυτόν και όχι μόνο η ηθική ούτε ο κοινωνικός επικαθορισμός, επειδή στο πρόσωπο της Καρένινα έβλεπε τον ίδιο τον εαυτό του και μαζί την εποχή του, μια εποχή που τελείωνε ανεπιστρεπτί αφήνοντας τους Ρώσους μετέωρους ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή.Ξαναδιαβάζοντας σήμερα την Καρένινα, αυτό το ευαγγέλιο του ρωσικού ρεαλισμού, τον οποίο ο Τολστόι θεωρούσε το υπέρτατο όπλο του, αντιλαμβάνεται πολύ πιο καθαρά τη συνειδητή ή ασύνειδη φιλοδοξία του συγγραφέα, που ξεκινά να γράψει για μια μοιχαλίδα, τοποθετούμενος πέρα από την αμαρτία και την ενοχή, και καταλήγει να αναζητεί το νόημα της ζωής και του θανάτου. Γνήσιος ρεαλιστής, από τη μια συνδέει απόλυτα το πρόσωπο με το περιβάλλον, τα ήθη της αριστοκρατίας της πόλης σε μια εποχή τεράστιων ανακατατάξεων. Από την άλλη, το πρόσωπο που γεννιέται από τη φαντασία του, έστω και αν έχει αφόρμηση πραγματική, γίνεται τόσο πολύπλοκο και τον εκφράζει σε τέτοιο βαθμό, που απαντά με τον τρόπο του στον Φλομπέρ και στο «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ». Η Αννα, αυτή η όμορφη, γλυκιά και ηθική γυναίκα, που δεν μπορεί να ελέγξει το πάθος της, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που αντιπαλεύει το δικό του πάθος, την ίδια τη δημιουργική του φλέβα, στο όνομα μιας κοσμοθεωρίας ασκητισμού και αφοσίωσης στη θρησκεία και στον λαό. Ολα τα πρόσωπά του είναι βαθιά ριζωμένα στη ρωσική πραγματικότητα και μαζί υπερβαίνουν κάθε χωροχρονικό προσδιορισμό. Η ρωσική αριστοκρατία, οι νέες μαρξιστικές ιδέες, οι αλλαγές στην ύπαιθρο με την κατάργηση της δουλοπαροικίας, η φύση του λαού και ο καθορισμός του από τις συνθήκες, η έννοια της ρωσικότητας στίζουν την αφήγηση των παθών, δημιουργώντας ένα φρέσκο της ρωσικής κοινωνίας στο β΄ μισό του 19ου αιώνα και μαζί περιγράφουν την αίσθηση και την ατμόσφαιρα μιας μεταιχμιακής εποχής. Η σωστή λέξη σκιαγραφεί δευτερεύοντα πρόσωπα εξίσου ζωντανά με τους πρωταγωνιστές, φανερώνοντας τις πλέον απόκρυφες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Ο Τολστόι, σαν την Καρένινα, δεν ελέγχει το πάθος του για τις λέξεις, και οι λέξεις τού ανταποδίδουν την αφοσίωση. Γεννούν και αναγεννούν στη διάρκεια κόσμους, μέσα από εκείνα τα στοιχεία του ρεαλισμού που δεν μπορούν να γίνουν σε εικόνες και μιλούν, εντέλει, χωριστά στον κάθε αναγνώστη, κάθε εποχής.
Η «Αννα Καρένινα» αγκαλιάστηκε αμέσως από το ρωσικό κοινό, μολονότι οι κριτικοί, ανάλογα και με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, διχάστηκαν. Ο Ντοστογέφσκι πάντως υποκλίθηκε αμέσως στον Τολστόι, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του «αδιαμφισβήτητη απόδειξη του ρωσικού δαιμονίου» κι ως «ένα τέλειο καλλιτεχνικό έργο» που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή. Με το πέρασμα δε του χρόνου, η «Αννα Καρένινα», χάρη στους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων της, αναγνωρίστηκε κι ως πρόδρομος του μοντέρνου ψυχολογικού μυθιστορήματος που υπηρέτησαν μορφές όπως ο Τζόις, ο Φόκνερ και η Βιρτζίνια Γουλφ. Ακόμα κι ο Νόρμαν Μέιλερ, όμως, στον Τολστόι χρωστάει ό,τι κατάφερε. Την εποχή που στα 25 του, πατώντας πάνω στις εμπειρίες του από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έγραφε το παρθενικό του μυθιστόρημα, τους «Γυμνούς και τους νεκρούς», που έμελλε να τον κάνει διάσημο από την μια μέρα στην άλλη, πριν στρωθεί στη γραφομηχανή, αφιέρωνε ώρες ολόκληρες στην ανάγνωση της «Αννας Καρένινα». Κι όπως θα έγραψε αργότερα στη «Μάγισσα τέχνη», «αυτή είναι η μεγαλοφυΐα του γέροντα: ο Τολστόι μας διδάσκει ότι η ευσπλαχνία έχει αξία και εμπλουτίζει τη ζωή μας μονάχα όταν είναι αυστηρή, ότι δηλαδή μπορούμε ν' αντιληφθούμε όλα τα καλά και τα άσχημα ενός χαρακτήρα, αλλά εξακολουθούμε να νιώθουμε πως στην πλειονότητά μας, εμείς οι άνθρωποι, είμαστε πιθανόν λίγο περισσότερο καλοί παρά φρικτοί».
Η ΗΡΩΙΔΑ ΠΟΥ ΕΝΕΠΝΕΥΣΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ
Το μυθιστόρημα του Τολστόι έχει γνωρίσει άφθονες διασκευές μέχρι σήμερα. Εγινε όπερα από τον βρετανό συνθέτη Ιαν Χάμιλτον (1978) και από τον Αμερικανό Ντέιβιντ Κάρλσον (2007), πέρασε στα ερτζιανά τη δεκαετία του '40 με ερμηνευτές τον Γκρέγκορι Πεκ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, ενώ στα χρόνια του '90 έδωσε υλικό σε μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ που κανείς δεν θέλει να θυμάται. Σημείο αναφοράς παραμένει ακόμα η ομώνυμη, μαυρόασπρη ταινία του Κλάρενς Μπράουν, παραγωγής του '35, όπου τον ρόλο της Καρένινα ερμήνευε η αλησμόνητη ντίβα Γκρέτα Γκάρμπο, με τον τακτικό της οπερατέρ Γουίλιαμ Ντάνιελς να δίνει μέσα από διαδοχικά γκρο-πλαν μιαν αέρινη, θεϊκή όψη στο πρόσωπό της. Ηταν μάλιστα η δεύτερη φορά που η Γκάρμπο έμπαινε στο πετσί της Καρένινα, καθώς είχε προηγηθεί το «Love» του Εντμουντ Γκούλντινγκ (1927): μια γεμάτη αυθαιρεσίες διασκευή του πρωτότυπου, με δύο εκδοχές για το φινάλε, καθώς εκείνη που προοριζόταν για το αμερικανικό κοινό είχε χάπι εντ! Αν στον 21ο αιώνα, η πρώτη ηθοποιός που αναμετρήθηκε με την Καρένινα είναι η Κίρα Νάιτλι στην ταινία που Τζο Ράιτ, στη διάρκεια του 20ού την Αννα ερμήνευσαν η Βίβιαν Λι, πλάι στον Ραλφ Ρίτσαρντσον στην επίσης μαυρόασπρη ταινία του Ζιλιέν Ντιντιβιέ (1948), η Ζακλίν Μπισέ, πλάι στον Κρίστοφερ Ριβ σε τηλεταινία του Σάιμον Λάνγκτον (1985), η Σοφί Μαρσό σε μια αμερικανοβρετανική παραγωγή του 1997 γυρισμένη στην Αγία Πετρούπολη και η Κλερ Μπλουμ πλάι στον Σον Κόνερι σε τηλεταινία του BBC. Οσο για τις Ελληνίδες που υποδύθηκαν την Καρένινα στο σανίδι, πέρα από τη Μαρίκα Κοτοπούλη στη θεατρική διασκευή του Σπύρου Μελά, ήταν η Κάτια Δανδουλάκη, η Μιμή Ντενίση, η Τατιάνα Λύγαρη και η Μαρία Ναυπλιώτου.
Το μυθιστόρημα του Τολστόι έχει γνωρίσει άφθονες διασκευές μέχρι σήμερα. Εγινε όπερα από τον βρετανό συνθέτη Ιαν Χάμιλτον (1978) και από τον Αμερικανό Ντέιβιντ Κάρλσον (2007), πέρασε στα ερτζιανά τη δεκαετία του '40 με ερμηνευτές τον Γκρέγκορι Πεκ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, ενώ στα χρόνια του '90 έδωσε υλικό σε μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ που κανείς δεν θέλει να θυμάται. Σημείο αναφοράς παραμένει ακόμα η ομώνυμη, μαυρόασπρη ταινία του Κλάρενς Μπράουν, παραγωγής του '35, όπου τον ρόλο της Καρένινα ερμήνευε η αλησμόνητη ντίβα Γκρέτα Γκάρμπο, με τον τακτικό της οπερατέρ Γουίλιαμ Ντάνιελς να δίνει μέσα από διαδοχικά γκρο-πλαν μιαν αέρινη, θεϊκή όψη στο πρόσωπό της. Ηταν μάλιστα η δεύτερη φορά που η Γκάρμπο έμπαινε στο πετσί της Καρένινα, καθώς είχε προηγηθεί το «Love» του Εντμουντ Γκούλντινγκ (1927): μια γεμάτη αυθαιρεσίες διασκευή του πρωτότυπου, με δύο εκδοχές για το φινάλε, καθώς εκείνη που προοριζόταν για το αμερικανικό κοινό είχε χάπι εντ! Αν στον 21ο αιώνα, η πρώτη ηθοποιός που αναμετρήθηκε με την Καρένινα είναι η Κίρα Νάιτλι στην ταινία που Τζο Ράιτ, στη διάρκεια του 20ού την Αννα ερμήνευσαν η Βίβιαν Λι, πλάι στον Ραλφ Ρίτσαρντσον στην επίσης μαυρόασπρη ταινία του Ζιλιέν Ντιντιβιέ (1948), η Ζακλίν Μπισέ, πλάι στον Κρίστοφερ Ριβ σε τηλεταινία του Σάιμον Λάνγκτον (1985), η Σοφί Μαρσό σε μια αμερικανοβρετανική παραγωγή του 1997 γυρισμένη στην Αγία Πετρούπολη και η Κλερ Μπλουμ πλάι στον Σον Κόνερι σε τηλεταινία του BBC. Οσο για τις Ελληνίδες που υποδύθηκαν την Καρένινα στο σανίδι, πέρα από τη Μαρίκα Κοτοπούλη στη θεατρική διασκευή του Σπύρου Μελά, ήταν η Κάτια Δανδουλάκη, η Μιμή Ντενίση, η Τατιάνα Λύγαρη και η Μαρία Ναυπλιώτου.