Η Ζάχα Χαντίντ ήταν εμβληματική προσωπικότητα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, που γεννήθηκε στη Βαγδάτη, αλλά σπούδασε και δημιούργησε στο Λονδίνο. Με έργα που «δεν μπορούσε να τα φανταστεί κανείς», με έντονη και εξωστρεφή προσωπικότητα που θύμιζε ροκ σταρ, έγινε η πρώτη γυναίκα και μάλιστα μουσουλμάνα, που κέρδισε το 2004 το επίζηλο βραβείο Πρίτζκερ, το θεωρούμενο Νόμπελ της Αρχιτεκτονικής.
Γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1950 στην κοσμοπολίτικη εκείνη την εποχή Βαγδάτη, γεγονός που συνετέλεσε καθοριστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητά της. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος επιχειρηματίας με καταγωγή από τη Μοσούλη και συνιδρυτής του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, που πρέσβευε την εκκοσμίκευση και την κοινωνική δημοκρατία. Φοίτησε σε γαλλόφωνο καθολικό σχολείο στη γενέτειρά της και στη συνέχεια σπούδασε μαθηματικά στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Το 1972 η Ζάχα Χαντίντ μετακόμισε στο Λονδίνο και γράφτηκε στην απαιτητική Αρχιτεκτονική Σχολή της Αρχιτεκτονικής Ένωσης του Λονδίνου, γνωστή ως ΑΑ, κέντρο της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας. Ο άνθρωπος που την επηρέασε όσο κανένας άλλος ήταν ο έλληνας καθηγητής της Ηλίας Ζέγγελης (σχεδόν άγνωστος στον ελληνικό χώρο), που «μου έμαθε να εμπιστεύομαι ακόμη και την πιο αλλόκοτη διαίσθησή μου», όπως είχε τονίσει σε μία συνέντευξή της. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή της είχε και ο μαθητής του Ζέγγελη, ο διάσημος ολλανδός αρχιτέκτονας Ρεμ Κούλχαας, στο αρχιτεκτονικό γραφείο του οποίου στο Ρότερνταμ έκανε τα πρώτα της βήματα.
Το 1980 άνοιξε τα δικά της φτερά, ιδρύοντας το δικό της γραφείο στο Λονδίνο. Δύο χρόνια αργότερα τράβηξε το διεθνές ενδιαφέρον, παρότι η πρώτη της δουλειά για το Peak Leisure Club του Χονγκ Κονγκ δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Το 1994 ήλθε η πρώτη μεγάλη παραγγελία στο γραφείο της για τον σχεδιασμό ενός πυροσβεστικού σταθμού στην πόλη Βάιλ της Γερμανίας. Το φουτουριστικό της σχέδιο, που εντασσόταν στη σχολή του «Αποδομισμού», εντυπωσίασε τους ομοτέχνους της, όχι όμως και τους πυροσβέστες. Το 2003, όταν έγιναν τα εγκαίνια του κέντρου τέχνης στο Σινσινάτι των ΗΠΑ, ο κριτικός των Τάιμς της Νέας Υόρκης έγραψε «το σπουδαιότερο κτίριο στις ΗΠΑ από την εποχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου». Η φήμη της είχε εκτοξευθεί. Η Ζάχα Χαντίντ, που άφησε την τελευταία της πνοή στις 31 Μαρτίου 2016 στο Λος Άντζελες εξαιτίας μιας βρογχίτιδας που εξελίχθηκε σε καρδιακή προσβολή, άφησε ευδιάκριτο το αποτύπωμά της σε έργα - ορόσημα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, όπως το Πολιτιστικό Κέντρο του Μπακού, το επιστημονικό κέντρο Phaeno στο Βόλφσμπουργκ της Γερμανίας, το περίπτερο της γέφυρας (Pabellón Puente) στη Σαραγόσα της Ισπανίας και τις κολυμβητικές εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.
H αποδόμηση κατά την Ζάχα Χαντίντ
Μια από τις βασικές αρχές της Hadid είναι η αποδόμηση. Από τις αρχες του ’80 η αποδόμηση αποτέλεσε το νέο ρεύμα στην αρχιτεκτονική, το οποίο έρχεται να ακυρώσει τον έως τότε κραταιό μεταμοντερνισμό. Γεγονός που φαίνεται και από τη διατύπωση της γενικής αρχής του ρεύματος « η μορφή ακολουθεί τη φαντασία». Το ρεύμα πήρε το όνομά του από την έκθεση « Deconstructivism in Architecture» που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Από τότε ο όρος καθιερώθηκε. Η φιλοσοφική βάση της αποδόμησης είναι οι σκέψεις του Jacques Derrida. H αρχιτεκτονική της αποδόμησης συνοδοιπορεί με την τέχνη της εποχής, έχοντας ως κοινή αφετηρία την αφαίρεση. Τα κτήρια του ρεύματος γίνονται αμέσως αντιληπτά από τον θεατή. Τα περισσότερα μοιάζουν σαν κομμάτια που έχουν σκορπιστεί και αφέθηκαν στη θέση που προσγειώθηκαν. Μοιάζουν -ή είναι- με τεράστια αφαιρετικά γλυπτά, τα οποία μπορείς να περπατήσεις και να κατοικήσεις, χωρίς να εκπέμπουν τη στερεότυπη εικόνα ενός κτηρίου. Στις όψεις τους τα κτήρια αυτά μοιάζουν παραμορφωμένα και διαμορφωμένα από ένα ελεγχόμενο χάος. Η Hadid θεωρείται μία από τους εκπρόσωπους της αποδόμησης. Οι χώροι που σχεδιάζει κατακερματίζονται δημιουργώντας ένα παιχνίδι προοπτικής, που τελικά εξελίσσεται σε μια επίθεση κατά της ορθόδοξης μορφής και του οπτικού ελέγχου. Στα κτήριά της δεν υπάρχει σαφής είσοδος ή έξοδος, ψηλό ή χαμηλό, αριστερά ή δεξιά. Αντίθετα, πρόκειται για ένα ανοιχτό σύνολο. Οι χαράξεις της γεννούν ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν είναι ούτε λογικό, ούτε μεταφυσικό, αλλά κάτι που μοιάζει φυσικό και οργανικό. Γενικώς, η αρχιτεκτονική της μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μείγμα αυτού που ονομάζουμε οργανική αρχιτεκτονική με στοιχεία μπαρόκ. Η Hadid μπορεί να κινείται άνετα μεταξύ μιας ενεργητικής ρευστότητας και μιας παθητικής στιβαρότητας, μεταξύ φυσικού και τεχνητού, και με τις αποκλίσεις της να κατασκευάζει εκπλήξεις για τον θεατή. Οι δημιουργίες της οργανώνονται σε «οράματα» όπου το χάος και η τάξη, η απουσία φόρμας και οι παραστάσεις τέμνονται παράγοντας ως τελικό αποτέλεσμα τον δυναμισμό.
Μια από τις βασικές αρχές της Hadid είναι η αποδόμηση. Από τις αρχες του ’80 η αποδόμηση αποτέλεσε το νέο ρεύμα στην αρχιτεκτονική, το οποίο έρχεται να ακυρώσει τον έως τότε κραταιό μεταμοντερνισμό. Γεγονός που φαίνεται και από τη διατύπωση της γενικής αρχής του ρεύματος « η μορφή ακολουθεί τη φαντασία». Το ρεύμα πήρε το όνομά του από την έκθεση « Deconstructivism in Architecture» που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Από τότε ο όρος καθιερώθηκε. Η φιλοσοφική βάση της αποδόμησης είναι οι σκέψεις του Jacques Derrida. H αρχιτεκτονική της αποδόμησης συνοδοιπορεί με την τέχνη της εποχής, έχοντας ως κοινή αφετηρία την αφαίρεση. Τα κτήρια του ρεύματος γίνονται αμέσως αντιληπτά από τον θεατή. Τα περισσότερα μοιάζουν σαν κομμάτια που έχουν σκορπιστεί και αφέθηκαν στη θέση που προσγειώθηκαν. Μοιάζουν -ή είναι- με τεράστια αφαιρετικά γλυπτά, τα οποία μπορείς να περπατήσεις και να κατοικήσεις, χωρίς να εκπέμπουν τη στερεότυπη εικόνα ενός κτηρίου. Στις όψεις τους τα κτήρια αυτά μοιάζουν παραμορφωμένα και διαμορφωμένα από ένα ελεγχόμενο χάος. Η Hadid θεωρείται μία από τους εκπρόσωπους της αποδόμησης. Οι χώροι που σχεδιάζει κατακερματίζονται δημιουργώντας ένα παιχνίδι προοπτικής, που τελικά εξελίσσεται σε μια επίθεση κατά της ορθόδοξης μορφής και του οπτικού ελέγχου. Στα κτήριά της δεν υπάρχει σαφής είσοδος ή έξοδος, ψηλό ή χαμηλό, αριστερά ή δεξιά. Αντίθετα, πρόκειται για ένα ανοιχτό σύνολο. Οι χαράξεις της γεννούν ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν είναι ούτε λογικό, ούτε μεταφυσικό, αλλά κάτι που μοιάζει φυσικό και οργανικό. Γενικώς, η αρχιτεκτονική της μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μείγμα αυτού που ονομάζουμε οργανική αρχιτεκτονική με στοιχεία μπαρόκ. Η Hadid μπορεί να κινείται άνετα μεταξύ μιας ενεργητικής ρευστότητας και μιας παθητικής στιβαρότητας, μεταξύ φυσικού και τεχνητού, και με τις αποκλίσεις της να κατασκευάζει εκπλήξεις για τον θεατή. Οι δημιουργίες της οργανώνονται σε «οράματα» όπου το χάος και η τάξη, η απουσία φόρμας και οι παραστάσεις τέμνονται παράγοντας ως τελικό αποτέλεσμα τον δυναμισμό.