Το Fight Club τελικά καταφέρνει να περάσει πολλά μηνύματα μέσα από την φιλοσοφικά άρτια κοσμοθεωρία του, κάτι που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Ο συνδυασμός συνοπτικότητας, δράσης, κωμικών σκηνών, κινηματογραφικής αγωνίας, βίας, χάους και αναρχίας δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι ο ίδιος είναι ο πρωταγωνιστής. Η κυριαρχία του πρώτου προσώπου αφήγησης, μέσα από το οποίο βιώνουμε τα γεγονότα της ιστορίας, μας αφήνει μια αίσθηση συμπάθειας προς τον ήρωα που, όπως και εκείνος αγωνίζεται τα ξεπεράσει τα ψυχολογικά του αδιέξοδα, έτσι και εμείς προσπαθούμε να βρούμε μια λύση στο πολύπλοκο νόημα της υπόθεσης που ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και οφθαλμαπάτης, ύπνιου και ξύπνιου, αλήθειας και ψέμματος, λογικής και τρέλας.
Όταν κυκλοφόρησε το 1999 το κοινό αδιαφόρησε και οι πωλήσεις εισιτηρίων ήταν πολύ χαμηλές. Η ταινία άργησε να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές, οι οποίοι ήταν συνήθως φοιτητές που την παρακολούθησαν πρώτη φορά σε DVD και όχι στον κινηματογράφο. Σταδιακά όμως, έγινε το σήμα κατατεθέν της «αντισυμβατικής» γενιάς του ’90 και δεν υπήρχε εφηβικός ή φοιτητικός τοίχος χωρίς την αφίσα της ταινίας. Κυκλοφόρησε μέχρι και application, που επιτρέπει σε αγνώστους να κανονίσουν μάχες μεταξύ τους. Έχει τίτλο «Rumblr» και δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να επιλέξουν τον αντίπαλό τους, βλέποντας το προφίλ τους και να βρουν στο χάρτη τα σημεία που έχουν διοργανωθεί μάχες, έτσι ώστε να μπορούν να τις παρακολουθήσουν από κοντά. Το σενάριο ακολουθεί τον «ανώνυμο» Έντουαρντ Νόρτον, ο οποίος υποδύεται έναν άνθρωπο σαν όλους τους άλλους. Έχει σταθερή δουλειά, ένα αξιοπρεπές διαμέρισμα που γεμίζει με έπιπλα απ’ το ΙΚΕΑ και μία φυσιολογική, ατάραχη καθημερινότητα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι πάσχει από αϋπνία. Σταδιακά βλέπουμε τον Νόρτον να χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα, μέχρι που συναντά τον μυστηριώδη Τάιλερ Ντέρτεν, έναν άντρα που τον εμπνέει να αφήσει πίσω τη βαρετή ζωή του και να ζήσει στο περιθώριο. Μαζί ξεκινούν ένα «Fight Club», μία ομάδα αντρών που βρίσκουν διέξοδο από τα προβλήματά τους σε μάχες σώμα με σώμα που στήνουν σε υπόγεια. Το «Fight Club» συνεχώς εξελίσσεται μέχρι που δημιουργείται μία άτυπη «τρομοκρατική» οργάνωση, η οποία έχει ως στόχο να καταστρέψει τα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας.Ο κόσμος του Fight Club είναι βυθισμένος στη τρέλα, τη βιαιότητα, αλλά ταυτόχρονα παραμένει προσγειωμένος, μέσα από τα μάτια των αντί-ηρώων του, στη πραγματικότητα. Το Fight Club τελικά καταφέρνει να περάσει πολλά μηνύματα μέσα από την φιλοσοφικά άρτια κοσμοθεωρία του, κάτι που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Ο συνδυασμός συνοπτικότητας, δράσης, κωμικών σκηνών, κινηματογραφικής αγωνίας, βίας, χάους και αναρχίας δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι ο ίδιος είναι ο πρωταγωνιστής. Η κυριαρχία του πρώτου προσώπου αφήγησης, μέσα από το οποίο βιώνουμε τα γεγονότα της ιστορίας, μας αφήνει μια αίσθηση συμπάθειας προς τον ήρωα που, όπως και εκείνος αγωνίζεται τα ξεπεράσει τα ψυχολογικά του αδιέξοδα, έτσι και εμείς προσπαθούμε να βρούμε μια λύση στο πολύπλοκο νόημα της υπόθεσης που ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και οφθαλμαπάτης, ύπνιου και ξύπνιου, αλήθειας και ψέμματος, λογικής και τρέλας.
Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Τσακ Παλάνιουκ, που κυκλοφόρησε το 1998
Ο Παλάνιουκ εμπνεύστηκε την ιδέα από μια προσωπική εμπειρία. Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής, λογομάχησε με έναν άντρα και έφτασαν να πιαστούν στα χέρια. Όταν επέστρεψε στη δουλειά του τη Δευτέρα, είχε χτυπημένο μάτι και κομμένο χείλος. Ήταν εμφανές ότι κάτι είχε συμβεί, αλλά κανείς συνάδελφός του δεν τον ρώτησε πώς χτύπησε. Όλοι προσποιούνταν ότι δεν έβλεπαν τα χτυπήματα, γιατί κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να συζητήσει για κάτι τόσο προσωπικό στον χώρο εργασίας. Σε αυτή την αποστασιοποίηση μεταξύ των ανθρώπων βάσισε ο Παλάνιουκ το πρώτο του βιβλίο.
Οι εμφανίσεις του Τάιλερ Ντέρτεν
Πριν εμφανιστεί επίσημα στην ταινία και συστηθεί στον «ανώνυμο» πρωταγωνιστή ως Τάιλερ Ντέρτεν, ο χαρακτήρας βγαίνει στην οθόνη για μερικά δευτερόλεπτα, σαν «υποσυνείδητη» σκέψη του πρωταγωνιστή. Εμφανίζεται επίσης στη διαφήμιση που παρακολουθεί ο πρωταγωνιστής στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Ο Ντέρτεν είναι ένας από τους σερβιτόρους....
Το αληθινό χτύπημα και η αντίδραση του Μπραντ Πητ
Την πρώτη φορά που παλεύουν ο πρωταγωνιστής με τον Ντέρτεν, στο παρθενικό «fight club», ήταν ο Ντέρτεν που του ζήτησε να τον χτυπήσει. Τα λόγια ήταν γραμμένα στο σενάριο, όπως και η μπουνιά που θα του έδινε ο Νόρτον, η οποία φυσικά δεν ήταν αληθινή. Λίγο πριν γυριστεί η σκηνή, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ είπε στον Νόρτον να χτυπήσει πραγματικά τον Πητ για να είναι πιο ρεαλιστική η αντίδρασή του. Ο Νόρτον υπάκουσε και χτύπησε τον συμπρωταγωνιστή του με δύναμη στο αυτί. Η αντίδραση του Πητ στην ταινία είναι απόλυτα φυσική, καθώς και η έκπληξή του όταν φωνάζει: «Με χτύπησες στο αυτί!»...
Το «μεθυσμένο» γκολφ
Η σκηνή που ο πρωταγωνιστής και ο Ντέρτεν παίζουν γκολφ, σημαδεύοντας σπίτια και αυτοκίνητα στη γειτονιά, δεν υπήρχε στο σενάριο. Ο Νορτον και ο Πητ είχαν αρχίσει να πίνουν μαζί σε ένα βραδινό γύρισμα και κατέληξαν να παίζουν γκολφ, πετώντας τις μπάλες στο βανάκι του κέτερινγκ. Ο Φίντσερ τους είδε, θεώρησε ότι το παιχνίδι τους ταίριαζε απόλυτα στο ύφος της ταινίας και τους τράβηξε έτσι, βάζοντάς τους να πουν τον διάλογο της ταινίας....
Το μίσος του Πητ για τον «Σκαραβαίο»
Στη σκηνή που ο Πητ και ο Νόρτον χτυπούν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων με ρόπαλα του μπέιζμπολ, οι ηθοποιοί είχαν ζητήσει ένα από αυτά να είναι ο «Σκαραβαίος» της Volkswagen. Είχαν καταλήξει ότι μισούσαν το αυτοκίνητο, γιατί συμβόλιζε την ελευθερία της γενιάς του ’60, η οποία όμως κατέληξαν να γίνει η γενιά της «ξεπουλημένης εργοδοσίας» του ’90. «Είναι το τέλειο παράδειγμα της γενιάς του ’50 και ’60, που μας πουλάει την εικόνα της. Λες και η ευτυχία μας εξαρτάται από το αν θα αγοράσουμε το σύμβολο της γενιάς των χίπηδων, ακόμα και με τη θήκη για τα λουλούδια. Είναι φρικτό. Το μισώ», είπε ο Πητ, σχολιάζοντας τη σκηνή. Αργότερα, δήλωσε ότι υπερέβαλε με το σχόλιό του και δεν μισούσε πραγματικά τον «Σκαραβαίο»....
Ο Παλάνιουκ εμπνεύστηκε την ιδέα από μια προσωπική εμπειρία. Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής, λογομάχησε με έναν άντρα και έφτασαν να πιαστούν στα χέρια. Όταν επέστρεψε στη δουλειά του τη Δευτέρα, είχε χτυπημένο μάτι και κομμένο χείλος. Ήταν εμφανές ότι κάτι είχε συμβεί, αλλά κανείς συνάδελφός του δεν τον ρώτησε πώς χτύπησε. Όλοι προσποιούνταν ότι δεν έβλεπαν τα χτυπήματα, γιατί κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να συζητήσει για κάτι τόσο προσωπικό στον χώρο εργασίας. Σε αυτή την αποστασιοποίηση μεταξύ των ανθρώπων βάσισε ο Παλάνιουκ το πρώτο του βιβλίο.
Οι εμφανίσεις του Τάιλερ Ντέρτεν
Πριν εμφανιστεί επίσημα στην ταινία και συστηθεί στον «ανώνυμο» πρωταγωνιστή ως Τάιλερ Ντέρτεν, ο χαρακτήρας βγαίνει στην οθόνη για μερικά δευτερόλεπτα, σαν «υποσυνείδητη» σκέψη του πρωταγωνιστή. Εμφανίζεται επίσης στη διαφήμιση που παρακολουθεί ο πρωταγωνιστής στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Ο Ντέρτεν είναι ένας από τους σερβιτόρους....
Το αληθινό χτύπημα και η αντίδραση του Μπραντ Πητ
Την πρώτη φορά που παλεύουν ο πρωταγωνιστής με τον Ντέρτεν, στο παρθενικό «fight club», ήταν ο Ντέρτεν που του ζήτησε να τον χτυπήσει. Τα λόγια ήταν γραμμένα στο σενάριο, όπως και η μπουνιά που θα του έδινε ο Νόρτον, η οποία φυσικά δεν ήταν αληθινή. Λίγο πριν γυριστεί η σκηνή, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ είπε στον Νόρτον να χτυπήσει πραγματικά τον Πητ για να είναι πιο ρεαλιστική η αντίδρασή του. Ο Νόρτον υπάκουσε και χτύπησε τον συμπρωταγωνιστή του με δύναμη στο αυτί. Η αντίδραση του Πητ στην ταινία είναι απόλυτα φυσική, καθώς και η έκπληξή του όταν φωνάζει: «Με χτύπησες στο αυτί!»...
Το «μεθυσμένο» γκολφ
Η σκηνή που ο πρωταγωνιστής και ο Ντέρτεν παίζουν γκολφ, σημαδεύοντας σπίτια και αυτοκίνητα στη γειτονιά, δεν υπήρχε στο σενάριο. Ο Νορτον και ο Πητ είχαν αρχίσει να πίνουν μαζί σε ένα βραδινό γύρισμα και κατέληξαν να παίζουν γκολφ, πετώντας τις μπάλες στο βανάκι του κέτερινγκ. Ο Φίντσερ τους είδε, θεώρησε ότι το παιχνίδι τους ταίριαζε απόλυτα στο ύφος της ταινίας και τους τράβηξε έτσι, βάζοντάς τους να πουν τον διάλογο της ταινίας....
Το μίσος του Πητ για τον «Σκαραβαίο»
Στη σκηνή που ο Πητ και ο Νόρτον χτυπούν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων με ρόπαλα του μπέιζμπολ, οι ηθοποιοί είχαν ζητήσει ένα από αυτά να είναι ο «Σκαραβαίος» της Volkswagen. Είχαν καταλήξει ότι μισούσαν το αυτοκίνητο, γιατί συμβόλιζε την ελευθερία της γενιάς του ’60, η οποία όμως κατέληξαν να γίνει η γενιά της «ξεπουλημένης εργοδοσίας» του ’90. «Είναι το τέλειο παράδειγμα της γενιάς του ’50 και ’60, που μας πουλάει την εικόνα της. Λες και η ευτυχία μας εξαρτάται από το αν θα αγοράσουμε το σύμβολο της γενιάς των χίπηδων, ακόμα και με τη θήκη για τα λουλούδια. Είναι φρικτό. Το μισώ», είπε ο Πητ, σχολιάζοντας τη σκηνή. Αργότερα, δήλωσε ότι υπερέβαλε με το σχόλιό του και δεν μισούσε πραγματικά τον «Σκαραβαίο»....
Fight club: Ανατομία ενός ιδιαίτερου βιβλίου
Ο Τσαρλς Μάικλ Πόλανικ είναι ένας από τους γνωστότερους Αμερικάνους συγγραφείς, κυρίως λόγω της μεγάλης επιτυχίας του πρώτου του βιβλίου με τον τίτλο Fight Club, το οποίο έγινε κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Brad Pitt και τον Edward Norton. Η ιδέα της υπόθεσης του μυθιστορήματος γεννήθηκε όταν ο Τ. Πόλανικ έμπλεξε σε έναν καυγά στο δρόμο, κάτι που τελικά αποτέλεσε και το έναυσμα για να συνεχιστεί επιτυχώς και στην υπόθεση του βιβλίου. Η αρχική άρνηση από τους εκδότες να εκδώσουν το βιβλίο του με το τίτλο Ιnvisible Monsters δεν τον πτόησε, αλλά απεναντίας του έδωσε δύναμη για να γράψει το Fight Club, έστω και αν δίχασε τους κριτικούς ως προς την λογοτεχνική του αξία. Σαν απόφοιτος του τμήματος Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο άσκησε διάφορες δουλειές, όπως συντάκτης σε τοπική εφημερίδα, μηχανικός, ενώ δεν δίσταζε να συμμετέχει στα δρώμενα του τόπου του, κάτι που του έδινε έμπνευση για την συγγραφική του δραστηριότητα. Το Fight Club σημαδεύτηκε από τις ατυχίες του οικογενειακού του περιβάλλοντος, καθώς την περίοδο που το έγραφε η μητέρα του πέθαινε από καρκίνο, ενώ ο πατέρας του μαζί με τη σύζυγό του δολοφονήθηκαν από τον πρώην σύζυγο εκείνης. Η επιτυχία του πρωτοεμφανιζόμενου τότε συγγραφέα του έδωσε ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό, απογειώνοντας στην ουσία την μετέπειτα καριέρα του. Το Fight Club αποτελεί εντέλει μια αλληγορική, φιλοσοφική ονείρωξη που καυτηριάζει τον τρόπο ζωής και μας οδηγεί μοιραία δέκα χρόνια μετά στην ηθική πρώτα απ' όλα, και έπειτα οικονομική κατάρρευση.
Αφήγηση-Γλώσσα-Πλοκή
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, το οποίο βοηθάει τον αναγνώστη να εισαχθεί στο σύμπαν του ήρωα που άλλοτε είναι σκοτεινό και άλλοτε πάλι βίαιο ή κωμικό. Οι συγκρούσεις μεταξύ ατόμων δίνονται με αρκετό ρεαλισμό, ενώ δεν λείπουν και οι ψυχικές συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν την ασταθή προσωπικότητα του αφηγητή. Το Fight Club αποτελεί εντέλει μια αλληγορική, φιλοσοφική ονείρωξη που καυτηριάζει τον τρόπο ζωής και μας οδηγεί μοιραία δέκα χρόνια μετά στην ηθική, πρώτα απ' όλα, και έπειτα οικονομική κατάρρευση. Η γλώσσα και το ύφος του είναι απλά, ώστε να είναι εύκολο σε οποιονδήποτε επιθυμεί να το διαβάσει. Η πλοκή του βιβλίου είναι συναρπαστική, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να δίνει συνεχώς νέα στοιχεία και να προκαλεί καινούργια ερωτήματα, μέχρι το απρόσμενο και ευφυές φινάλε.
Οι κανόνες της λέσχης
Η λέσχη έχει μερικούς βασικούς κανόνες τους οποίους όλοι πρέπει να ακολουθήσουν προκειμένου να συνεχίζουν να αποτελούν μέλη της: Να μην μιλάτε για το Fight club. Nα μην μιλάτε για το Fight club. Όταν κάποιος φωνάζει να σταματήσει ή κουράζεται ο αγώνας τελειώνει. Παλεύουμε μόνο ανά δυο. Ένας καβγάς τη φορά. Χωρίς παπούτσια και πουκάμισα. Οι καβγάδες θα διαρκούν όσο πρέπει. Αν είναι η πρώτη σας νύχτα στο Fight Club, πρέπει να πολεμήσετε.
Ο Τσαρλς Μάικλ Πόλανικ είναι ένας από τους γνωστότερους Αμερικάνους συγγραφείς, κυρίως λόγω της μεγάλης επιτυχίας του πρώτου του βιβλίου με τον τίτλο Fight Club, το οποίο έγινε κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Brad Pitt και τον Edward Norton. Η ιδέα της υπόθεσης του μυθιστορήματος γεννήθηκε όταν ο Τ. Πόλανικ έμπλεξε σε έναν καυγά στο δρόμο, κάτι που τελικά αποτέλεσε και το έναυσμα για να συνεχιστεί επιτυχώς και στην υπόθεση του βιβλίου. Η αρχική άρνηση από τους εκδότες να εκδώσουν το βιβλίο του με το τίτλο Ιnvisible Monsters δεν τον πτόησε, αλλά απεναντίας του έδωσε δύναμη για να γράψει το Fight Club, έστω και αν δίχασε τους κριτικούς ως προς την λογοτεχνική του αξία. Σαν απόφοιτος του τμήματος Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο άσκησε διάφορες δουλειές, όπως συντάκτης σε τοπική εφημερίδα, μηχανικός, ενώ δεν δίσταζε να συμμετέχει στα δρώμενα του τόπου του, κάτι που του έδινε έμπνευση για την συγγραφική του δραστηριότητα. Το Fight Club σημαδεύτηκε από τις ατυχίες του οικογενειακού του περιβάλλοντος, καθώς την περίοδο που το έγραφε η μητέρα του πέθαινε από καρκίνο, ενώ ο πατέρας του μαζί με τη σύζυγό του δολοφονήθηκαν από τον πρώην σύζυγο εκείνης. Η επιτυχία του πρωτοεμφανιζόμενου τότε συγγραφέα του έδωσε ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό, απογειώνοντας στην ουσία την μετέπειτα καριέρα του. Το Fight Club αποτελεί εντέλει μια αλληγορική, φιλοσοφική ονείρωξη που καυτηριάζει τον τρόπο ζωής και μας οδηγεί μοιραία δέκα χρόνια μετά στην ηθική πρώτα απ' όλα, και έπειτα οικονομική κατάρρευση.
Αφήγηση-Γλώσσα-Πλοκή
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, το οποίο βοηθάει τον αναγνώστη να εισαχθεί στο σύμπαν του ήρωα που άλλοτε είναι σκοτεινό και άλλοτε πάλι βίαιο ή κωμικό. Οι συγκρούσεις μεταξύ ατόμων δίνονται με αρκετό ρεαλισμό, ενώ δεν λείπουν και οι ψυχικές συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν την ασταθή προσωπικότητα του αφηγητή. Το Fight Club αποτελεί εντέλει μια αλληγορική, φιλοσοφική ονείρωξη που καυτηριάζει τον τρόπο ζωής και μας οδηγεί μοιραία δέκα χρόνια μετά στην ηθική, πρώτα απ' όλα, και έπειτα οικονομική κατάρρευση. Η γλώσσα και το ύφος του είναι απλά, ώστε να είναι εύκολο σε οποιονδήποτε επιθυμεί να το διαβάσει. Η πλοκή του βιβλίου είναι συναρπαστική, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να δίνει συνεχώς νέα στοιχεία και να προκαλεί καινούργια ερωτήματα, μέχρι το απρόσμενο και ευφυές φινάλε.
Οι κανόνες της λέσχης
Η λέσχη έχει μερικούς βασικούς κανόνες τους οποίους όλοι πρέπει να ακολουθήσουν προκειμένου να συνεχίζουν να αποτελούν μέλη της: Να μην μιλάτε για το Fight club. Nα μην μιλάτε για το Fight club. Όταν κάποιος φωνάζει να σταματήσει ή κουράζεται ο αγώνας τελειώνει. Παλεύουμε μόνο ανά δυο. Ένας καβγάς τη φορά. Χωρίς παπούτσια και πουκάμισα. Οι καβγάδες θα διαρκούν όσο πρέπει. Αν είναι η πρώτη σας νύχτα στο Fight Club, πρέπει να πολεμήσετε.