Ένα πασίγνωστο ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία τρόμου, κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τόμας Χάρις. Η λογοτεχνική Σιωπή των Αμνών περιέχει όλα τα κατάλληλα συστατικά σε μια αρμονική ισορροπία και σε ορθές δόσεις: εμπλουτίζει την αφήγησή της με ένα υπόγειο, διακριτικό ρεύμα κομψού φεμινιστικού προβληματισμού. Στην κινηματογραφική έκδοση ο σεναριογράφος Τεντ Τάλι και ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Ντέμι μεταφέρουν πιστά το βιβλίο διατηρώντας αναλλοίωτα τα πλεονεκτήματά του, ζωντανεύοντας την τρομακτική πλοκή και τους χαρακτήρες με έναν τρόπο ατμοσφαιρικό και αγωνιώδη, με εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού και πανέμορφη ψυχρή φωτογραφία, απεικονίζουσα έναν κόσμο μούχλας και απειλητικής υγρασίας. Στην τελετή των Όσκαρ του 1992 η ταινία κέρδισε πέντε βραβεία: Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου (για τον Χόπκινς) και Α’ Γυναικείου Ρόλου (για τη Φόστερ). Σήμερα θεωρείται κλασική.
"Να θυμάσαι τους κανόνες. Μην περνάς το χέρι σον μέσα από τα κάγκελα, ούτε καν να τα αγγίξεις. Δεν βγάζουμε ποτέ τον Λέκτερ από το κελί του χωρίς φίμωτρο και χειροπέδες..." Η νεαρή εκπαιδευόμενη πράκτορας του FBI Κλαρίς Στάρλινγκ συναντά για πρώτη φορά τον Χάνιμπαλ Λέκτερ. Ο ιδιοφυής ψυχίατρος, καταδικασμένος για μια σειρά κανιβαλικών εγκλημάτων, δέχεται να τη βοηθήσει στη σύλληψη ενός άλλου επικίνδυνου σφαγιαστή, του "Μπούφαλο Μπιλ", ζητώντας της σε αντάλλαγμα να ξεγυμνώσει μπροστά του την ψυχή της. Μέσα από τα κρυπτογραφικά υπονοούμενα και τις έμμεσες υποδείξεις του -για τον "Μπούφαλο Μπιλ" αλλά και για την ίδια- η Στάρλινγκ οδηγείται σε μια αγωνιώδη, φρενήρη έρευνα και ο Thomas Harris καθηλώνει τους αναγνώστες του μ' ένα συναίσθημα πιο βαθύ κι από τον τρόμο. Η "Σιωπή των Αμνών" αναγνωρίστηκε ομόφωνα ως ένα από τα καλύτερα θρίλερ όλων των εποχών. Συντάραξε το αναγνωστικό κοινό, χαρίζοντας στη λογοτεχνία ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και μαγνητικά "τέρατα" που γέννησε ποτέ η φαντασία ενός συγγραφέα. Κι έμεινε πλέον έργο κλασικό και αξεπέραστο, σημείο αναφοράς για όλα τα κατοπινά μυθιστορήματα του είδους.
Η «Σιωπή των αμνών» θεωρείται μέχρι σήμερα μια από τις τρομακτικότερες ταινίες του κινηματογράφου. Σε αντίθεση με τις αρχικές εκτιμήσεις σχετικά με την πορεία της, ήταν από τις πρώτες ταινίες θρίλερ που κέρδισαν Όσκαρ. Το σενάριο ήταν βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις, που για να το ολοκληρώσει, χρειάστηκε έξι χρόνια. Μία νεαρή πράκτορας του FBI, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει μια σειρά διαδοχικών φόνων ενός στυγερού δολοφόνου, του Μπάφαλο Μπιλ. Για να μπει στο μυαλό του και να καταφέρει να τον συλλάβει, ζητά τη βοήθεια του ειδεχθή δολοφόνου, Χάνιμπαλ Λέκτερ, που βρίσκεται κάτω από δρακόντεια μέτρα, στην απομόνωση της φυλακής. Ο Χάνιμπαλ Λέκτερ, ψυχίατρος στο επάγγελμα, σκότωνε και έτρωγε τα θύματά του. Ο βασικός χαρακτήρας, Μπάφαλο Μπιλ, τον οποίο υποδύθηκε ο Τεντ Λεβίν, είναι εμπνευσμένος από τρεις διαβόητους δολοφόνους που προκάλεσαν τρόμο στην αμερικάνικη κοινωνία. Ο Χάρις δανείστηκε χαρακτηριστικά από τους Εντ Γκιν, που έβγαζε το δέρμα των θυμάτων του, Τεντ Μπάντι που σκότωνε γυναίκες και Γκάρι Χάιντνικ που απήγαγε κορίτσια και τα κρατούσε στο υπόγειο του. Η ταινία θεωρήθηκε ότι θα αποτύγχανε εξαιτίας των συντελεστών. Ήταν χαμηλού κόστους και θα τη σκηνοθετούσε ο Τζόναθαν Ντέιμι, που μέχρι τότε είχε αναλάβει μόνο κωμωδίες. Οι παραγωγοί για τον ρόλο του Χάνιμπαλ Λέκτερ, ήθελαν τον Τζακ Νίκολσον και για την πράκτορα του FBI, τη Μεγκ Ράιαν ή τη Μισέλ Φάιφερ. Ωστόσο και οι τρεις αρνήθηκαν να συμμετέχουν κι έτσι απευθύνθηκαν στους Άντονι Χόπκινς και Τζόντι Φόστερ. Όταν το σενάριο έφτασε στα χέρια του Χόπκινς, άγνωστο γιατί, αρχικά νόμιζε ότι του πρότειναν να παίξει σε μία παιδική ταινία. Τελικά κλήθηκε να υποδυθεί τον πιο αποκρουστικό δολοφόνο στην ιστορία του κινηματογράφου....
Για να καταφέρει να ενσαρκώσει με επιτυχία τον αιμοδιψή Χάνιμπαλ, ο Χόπκινς μελέτησε φακέλους της αστυνομίας και παρακολούθησε ακροάσεις δολοφόνων. Πράγματι, ο ανατριχιαστικός τρόπος που κοίταζε τη κάμερα παρέπεμπε σε ψυχοπαθή δολοφόνο. Όπως είπε, εμπνεύστηκε τη χαρακτηριστική φωνή από τον συγγραφέα Τρούμαν Καπότε και την ηθοποιό Κάθριν Χέπμπορν. Μάλιστα, ο Χόπκινς έκανε και κάποιες ενδιαφέρουσες προσθήκες. Πρότεινε να φοράει άσπρη φόρμα αντί για πορτοκαλί γιατί το θεωρούσε πιο απωθητικό, εξαιτίας της φοβίας του για τους γιατρούς. Το αποτέλεσμα ικανοποίησε τον Τόμας Χάρις, αλλά και το κοινό που κατέκλυσε τις κινηματογραφικές αίθουσες. Η παρουσία του Χόπκινς στη ταινία δεσπόζει και ο ρόλος του είναι κυριαρχικός. Ωστόσο, συνολικά εμφανίζεται μόλις 16 λεπτά. Ήταν αρκετά όμως για να του χαρίσουν το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου. Η ταινία απέφερε κέρδη 272 εκατομμυρίων δολαρίων και κέρδισε συνολικά 5 Όσκαρ.... Η ταινία κυκλοφόρησε με αφίσα εμπνευσμένη από μία φωτογραφία του διάσημου ζωγράφου, Σαλβαδόρ Νταλί. Συγκεκριμένα, απεικονίζεται το πρόσωπο της Τζόντι Φόστερ με μία πεταλούδα να της καλύπτει το στόμα. Πάνω στην πεταλούδα βρίσκεται μια νεκροκεφαλή, την οποία είχε δημιουργήσει ο Νταλί το 1951 από τα γυμνά κορμιά επτά γυναικών. Το έργο του ονόμασε «Αισθησιασμός Θανάτου», το πραγματοποίησε σε συνεργασία με τον φωτογράφο Φίλιπ Χάλσμαν και φυσικά είχε προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις. Στην αφίσα ελάχιστοι την πρόσεξαν....
«Έπαιζε τόσο φυσικά που δεν τολμούσα να τον κοιτάξω», έχει πει παλαιότερα για τον συμπρωταγωνιστή της Άντονι Χόπκινς. Τόσα χρόνια μετά την κινηματογραφική επιτυχία του 1991 της ταινίας «Σιωπή των Αμνών» και η Τζόντι Φόστερ καλείται να θυμηθεί σκηνές που έμειναν στην ιστορία της 7ης τέχνης. «Φοβόμουνα τόσο πολύ που δεν μίλησα πραγματικά μαζί του καθ' όλη την διάρκεια των γυρισμάτων» είπε. «Την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων διαβάσαμε το σενάριο και μέχρι το τέλος δεν ήθελα να του ξαναμιλήσω, ήμουν τρομοκρατημένη με όσα θα συνέβαιναν» εκμυστηρεύτηκε σε συνέντευξή της στην εκπομπή «The Graham Norton Show». «Φτάσαμε μέχρι το τέλος των γυρισμάτων και πραγματικά δεν είχαμε ποτέ μας μια συνομιλία. Στην πραγματικότητα τον απέφευγα, αλλά την τελευταία ημέρα ήρθε σε μένα και με δάκρυα στα μάτια του είπα, πόσο τον φοβόμουν και τότε αυτός μου απάντησε ‘κι εγώ σε φοβόμουν’».
Ποιος ήταν ο πραγματικός «Χάνιμπαλ Λέκτερ»; ...
Αν και ο Λέκτερ έγινε γνωστός από την πολυβραβευμένη ταινία «Η Σιωπή των Αμνών», ο χαρακτήρας πρωτοεμφανίστηκε στο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις, «Κόκκινος Δράκος». Το βιβλίο εκδόθηκε το 1981, δεκαοχτώ χρόνια αφότου ο συγγραφέας γνώρισε τον πραγματικό Χάνιμπαλ Λέκτερ. Ο Χάρις δεν αποκάλυψε το όνομά του, ούτε αναφέρθηκε στο αν ο Λέκτερ ήταν εξ’ ολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας. Είχε κυκλοφορήσει πλήθος θεωριών για το ποιος μπορεί να ήταν. Οι επικρατέστερες έκαναν λόγο για «διάσημους» δολοφόνους όπως ο Εντ Γκιν, ο οποίος έφτιαχνε έπιπλα με το δέρμα γυναικών ή το «Τέρας της Φλωρεντίας», έναν κατά συρροήν δολοφόνο που σκότωσε και κατακρεούργησε 16 ανθρώπους. Τελικά, το 2013, στη νέα έκδοση του βιβλίου «Η Σιωπή των Αμνών», ο Χάρις απάντησε στα ερωτήματα. Στον πρόλογο του βιβλίο αποκάλυψε ότι ο Λέκτερ είχε βασιστεί σε έναν πραγματικό πρόσωπο, στον οποίο είχε δώσει το παρατσούκλι «δόκτωρ Σαλαζάρ». Μετά από έρευνες δημοσιογράφων, η ταυτότητα του δολοφόνου ήρθε στην επιφάνεια: το όνομά του ήταν Αλφρέντο Τρεβίνιο. Πριν γίνει συγγραφέας, ο Χάρις εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Το 1963 ταξίδεψε μέχρι το Μεξικό για να πάρει συνέντευξη από τον κατάδικο Ντάικς Σίμονς, που είχε φυλακιστεί για τη δολοφονία τριών ανθρώπων. Ο Σίμονς του διηγήθηκε ότι σε μία απόπειρα του να αποδράσει, τον πυροβόλησε ένας φύλακας και θα είχε πεθάνει, αν δεν είχε δράσει ταχύτατα ο γιατρός Αλφρέντο Τρεβίνιο, σταματώντας την αιμορραγία και ράβοντας το τραύμα. Ο Χάρις ζήτησε να γνωρίσει από κοντά τον γιατρό, ο οποίος δέχτηκε την πρότασή του πολύ πρόθυμα. Τον συνάντησε στο γραφείο του. Τον υποδέχτηκε ένας λεπτός, μικρόσωμος άντρας, με κόκκινα μαλλιά και πολύ λεπτούς τρόπους. Το ενδιαφέρον του όμως επικεντρώθηκε στον Σίμονς και τα εγκλήματα που διέπραξε. Ζήτησε απ’ τον Χάρις να του περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο που ο Σίμονς σκότωσε και βασάνισε τα θύματά του. Όταν τελείωσαν τη κουβέντα τους, ο Χάρις ρώτησε έναν δεσμοφύλακα για τον γιατρό και η απάντηση που πήρε το άφησε κατάπληκτο: «Φίλε, ο γιατρός είναι δολοφόνος. Δεν θα φύγει ποτέ από εδώ. Είναι τρελός!» Ο Τρεβίνιο είχε καταδικαστεί σε ισόβια, για τη δολοφονία του εραστή του, Χεσούς Ρανγκέλ. Είχαν γνωριστεί στην κλινική του Τρεβίνιο, όπου ο Ρανγκέλ ήταν νοσοκόμος. Ύστερα από έναν άγριο καβγά, ο Τρεβίνιο του έκοψε το λαρύγγι και τοποθέτησε το πτώμα στην μπανιέρα, μέχρι να στραγγιστεί απ’ το αίμα. Στη συνέχεια, το έκοψε σε μικρά κομμάτια, τα έκλεισε σε ένα κιβώτιο και τα έθαψε στον κήπο ενός γνωστού του. Το πτώμα εντοπίστηκε μετά από λίγες μέρες και δύο αστυνομικοί συνέλαβαν τον Τρεβίνιο στο ιατρείο του, όπου είχαν κλείσει ραντεβού, προσποιούμενοι τους ασθενείς. Επρόκειτο να καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά απέφυγε την εκτέλεση την τελευταία στιγμή και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Ο Τρεβίνιο ξεχώριζε από όλους τους άλλους κρατούμενους. Ο Χάρις παρατήρησε πόσο κομψά κινούνταν, πόσο πρόσεχε το ντύσιμό του και πόσο εκλεπτυσμένα γούστα είχε. Φορούσε πάντα ένα χρυσό Ρόλεξ, το οποίο κανείς άλλους κρατούμενος δεν τολμούσε να το αγγίξει. Οι υπόλοιποι φυλακισμένοι τον φοβούνταν, λόγω της αγριότητας του εγκλήματός του, αλλά και τον σέβονταν, γιατί συχνά τους βοηθούσε μικροεπεμβάσεις και θεραπείες. Εξαιτίας των ιατρικών του γνώσεων, ο διευθυντής της φυλακής του είχε παραχωρήσει ένα μικρό γραφείο, όπου έβλεπε λίγους ασθενείς κάθε μέρα. Πίσω από τη μάσκα κομψότητα και αβρότητας, ο Τρεβίνιο έκρυβε το «τέρας» που ενέπνευσε τον Τόμας Χάρις. «Εξαιτίας του, κατάφερα να αναγνωρίσω τον συνάδελφό του, Χάνιμπαλ Λέκτερ», δήλωσε ο δημιουργός του αξέχαστου χαρακτήρα. Αντίθετα στις προβλέψεις του δεσμοφύλακα, ο Τρεβίνιο αποφυλακίστηκε το 2000. Επέστρεψε στο ιατρείο που διατηρούσε πριν την καταδίκη του και συνέχισε να βλέπει ασθενείς. Βέβαια ήταν όλοι ηλικιωμένοι και τους εξέταζε δωρεάν, ως κοινωνική προσφορά. Σε συνέντευξή του σε μία μεξικάνικη εφημερίδα, δήλωσε ότι δεν ήθελε ποτέ ξανά να αναφερθεί στο σκοτεινό παρελθόν του, το οποίο είχε αφήσει πίσω οριστικά. Πέθανε το 2009, σε ηλικία 82 ετών. Στο τέλος της ζωής του, ο «Χάνιμπαλ Λέκτερ» είχε μετατραπεί σε έναν φιλάνθρωπο και στοργικό παππού....
Αν και ο Λέκτερ έγινε γνωστός από την πολυβραβευμένη ταινία «Η Σιωπή των Αμνών», ο χαρακτήρας πρωτοεμφανίστηκε στο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις, «Κόκκινος Δράκος». Το βιβλίο εκδόθηκε το 1981, δεκαοχτώ χρόνια αφότου ο συγγραφέας γνώρισε τον πραγματικό Χάνιμπαλ Λέκτερ. Ο Χάρις δεν αποκάλυψε το όνομά του, ούτε αναφέρθηκε στο αν ο Λέκτερ ήταν εξ’ ολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας. Είχε κυκλοφορήσει πλήθος θεωριών για το ποιος μπορεί να ήταν. Οι επικρατέστερες έκαναν λόγο για «διάσημους» δολοφόνους όπως ο Εντ Γκιν, ο οποίος έφτιαχνε έπιπλα με το δέρμα γυναικών ή το «Τέρας της Φλωρεντίας», έναν κατά συρροήν δολοφόνο που σκότωσε και κατακρεούργησε 16 ανθρώπους. Τελικά, το 2013, στη νέα έκδοση του βιβλίου «Η Σιωπή των Αμνών», ο Χάρις απάντησε στα ερωτήματα. Στον πρόλογο του βιβλίο αποκάλυψε ότι ο Λέκτερ είχε βασιστεί σε έναν πραγματικό πρόσωπο, στον οποίο είχε δώσει το παρατσούκλι «δόκτωρ Σαλαζάρ». Μετά από έρευνες δημοσιογράφων, η ταυτότητα του δολοφόνου ήρθε στην επιφάνεια: το όνομά του ήταν Αλφρέντο Τρεβίνιο. Πριν γίνει συγγραφέας, ο Χάρις εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Το 1963 ταξίδεψε μέχρι το Μεξικό για να πάρει συνέντευξη από τον κατάδικο Ντάικς Σίμονς, που είχε φυλακιστεί για τη δολοφονία τριών ανθρώπων. Ο Σίμονς του διηγήθηκε ότι σε μία απόπειρα του να αποδράσει, τον πυροβόλησε ένας φύλακας και θα είχε πεθάνει, αν δεν είχε δράσει ταχύτατα ο γιατρός Αλφρέντο Τρεβίνιο, σταματώντας την αιμορραγία και ράβοντας το τραύμα. Ο Χάρις ζήτησε να γνωρίσει από κοντά τον γιατρό, ο οποίος δέχτηκε την πρότασή του πολύ πρόθυμα. Τον συνάντησε στο γραφείο του. Τον υποδέχτηκε ένας λεπτός, μικρόσωμος άντρας, με κόκκινα μαλλιά και πολύ λεπτούς τρόπους. Το ενδιαφέρον του όμως επικεντρώθηκε στον Σίμονς και τα εγκλήματα που διέπραξε. Ζήτησε απ’ τον Χάρις να του περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο που ο Σίμονς σκότωσε και βασάνισε τα θύματά του. Όταν τελείωσαν τη κουβέντα τους, ο Χάρις ρώτησε έναν δεσμοφύλακα για τον γιατρό και η απάντηση που πήρε το άφησε κατάπληκτο: «Φίλε, ο γιατρός είναι δολοφόνος. Δεν θα φύγει ποτέ από εδώ. Είναι τρελός!» Ο Τρεβίνιο είχε καταδικαστεί σε ισόβια, για τη δολοφονία του εραστή του, Χεσούς Ρανγκέλ. Είχαν γνωριστεί στην κλινική του Τρεβίνιο, όπου ο Ρανγκέλ ήταν νοσοκόμος. Ύστερα από έναν άγριο καβγά, ο Τρεβίνιο του έκοψε το λαρύγγι και τοποθέτησε το πτώμα στην μπανιέρα, μέχρι να στραγγιστεί απ’ το αίμα. Στη συνέχεια, το έκοψε σε μικρά κομμάτια, τα έκλεισε σε ένα κιβώτιο και τα έθαψε στον κήπο ενός γνωστού του. Το πτώμα εντοπίστηκε μετά από λίγες μέρες και δύο αστυνομικοί συνέλαβαν τον Τρεβίνιο στο ιατρείο του, όπου είχαν κλείσει ραντεβού, προσποιούμενοι τους ασθενείς. Επρόκειτο να καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά απέφυγε την εκτέλεση την τελευταία στιγμή και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Ο Τρεβίνιο ξεχώριζε από όλους τους άλλους κρατούμενους. Ο Χάρις παρατήρησε πόσο κομψά κινούνταν, πόσο πρόσεχε το ντύσιμό του και πόσο εκλεπτυσμένα γούστα είχε. Φορούσε πάντα ένα χρυσό Ρόλεξ, το οποίο κανείς άλλους κρατούμενος δεν τολμούσε να το αγγίξει. Οι υπόλοιποι φυλακισμένοι τον φοβούνταν, λόγω της αγριότητας του εγκλήματός του, αλλά και τον σέβονταν, γιατί συχνά τους βοηθούσε μικροεπεμβάσεις και θεραπείες. Εξαιτίας των ιατρικών του γνώσεων, ο διευθυντής της φυλακής του είχε παραχωρήσει ένα μικρό γραφείο, όπου έβλεπε λίγους ασθενείς κάθε μέρα. Πίσω από τη μάσκα κομψότητα και αβρότητας, ο Τρεβίνιο έκρυβε το «τέρας» που ενέπνευσε τον Τόμας Χάρις. «Εξαιτίας του, κατάφερα να αναγνωρίσω τον συνάδελφό του, Χάνιμπαλ Λέκτερ», δήλωσε ο δημιουργός του αξέχαστου χαρακτήρα. Αντίθετα στις προβλέψεις του δεσμοφύλακα, ο Τρεβίνιο αποφυλακίστηκε το 2000. Επέστρεψε στο ιατρείο που διατηρούσε πριν την καταδίκη του και συνέχισε να βλέπει ασθενείς. Βέβαια ήταν όλοι ηλικιωμένοι και τους εξέταζε δωρεάν, ως κοινωνική προσφορά. Σε συνέντευξή του σε μία μεξικάνικη εφημερίδα, δήλωσε ότι δεν ήθελε ποτέ ξανά να αναφερθεί στο σκοτεινό παρελθόν του, το οποίο είχε αφήσει πίσω οριστικά. Πέθανε το 2009, σε ηλικία 82 ετών. Στο τέλος της ζωής του, ο «Χάνιμπαλ Λέκτερ» είχε μετατραπεί σε έναν φιλάνθρωπο και στοργικό παππού....