Μια αριστουργηματική μινιμαλιστική σπουδή πάνω στη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης
Ένα από τα παγκόσμια αριστουργήματα της κινηματογραφικής τέχνης, την Περσόνα του σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, με τη μινιμαλιστική, μοντέρνα και φιλοσοφική ματιά του σπουδαίου σκηνοθέτη πάνω στη γυναικεία φύση -αλλά και την ανθρώπινη ύπαρξη - που δύναται να 'διαβαστεί' και ως μια αλληγορία για την ίδια την Τέχνη. Η Ελίζαμπεθ Βόγκλερ είναι ηθοποιός που, ενώ υποδύεται την Ηλέκτρα, χάνει τη φωνή της καταφεύγοντας σε μία σιωπηρή απομόνωση, και πέφτει σε κατατονία. Η Άλμα είναι η νοσοκόμα που θα αναλάβει να τη φροντίζει. Η σχέση όσμωσης που αναπτύσσουν είναι μια πορεία από τις συγκεκριμένες ταυτότητες που φέρουν, στην απώλεια και την ανασυγκρότησή τους. Μια διαδρομή από τον κοινωνικό ρόλο στο ρόλο του μύχιου Εγώ. Τα πρόσωπα συγχέονται, σχεδόν συγχωνεύονται, κι ο προσδιορισμός παραίσθησης και πραγματικότητας είναι ένα παιχνίδι που θα παιχτεί μέχρι τέλους. Μέχρι να πάψει να έχει ενδιαφέρον.
Η Περσόνα είναι για τον Μπέργκμαν μία πολύ ιδιαίτερη και προσωπική δουλειά. Μία σύνοψη της μέχρι τότε πορείας του ως σκηνοθέτης. Η έμπνευση του σεναρίου και της σκηνοθεσίας προέκυψε στον Μπέργκμαν ενώ βρισκόταν κλινήρης στο νοσοκομείο, όπου αδύναμος να έρθει σε επαφή με το φυσικό περιβάλλον, βούλιαζε σε ένα σιωπηλό κενό και βασανιζόταν από ψυχικούς 'εκτροχιασμούς'. Ο ίδιος λέει: «Το 1965 μπήκα στο νοσοκομείο για να κάνω μία εγχείρηση. Στη διαδικασία της αναισθησίας, βρέθηκα σε μία μεταιχμιακή κατάσταση. Ο εαυτός ήταν ταυτόχρονα παρών και απών. Τότε μου γεννήθηκε η ιδέα να κάνω την περσόνα. Την ονόμασα ποίημα σε εικόνες. Ήταν η προσπάθειά μου να συνδυάσω μία περίεργη αίσθηση δύο εαυτών, ενός σιωπηλού ασυνειδήτου και ενός ακατάπαυστα ομιλητικού συνειδητού. Σαν σε όνειρο, οι δύο νοσοκόμες που βρίσκονταν στο θάλαμό μου, έμοιαζαν να είναι ένα πρόσωπο.» Αργότερα θα δηλώσει: «Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή. Εάν δεν είχα βρει τη δύναμη να την κάνω, θα είχα τελειώσει». Ο τίτλος της κινηματογραφικής ταινίας, η λατινική λέξη 'persona' (θεατρική μάσκα των ηθοποιών του παρελθόντος), παραπέμπει στους ρόλους και τους χαρακτήρες που υποδύονται οι ηθοποιοί, αλλά και στις διαφορετικές προσωπικότητες-ταυτότητες-προσωπεία που ανταλλάσσουν οι δύο γυναίκες καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Αυτό είναι το κεντρικό θέμα: η ανηλεής μάχη μεταξύ τους, η διάλυση και ο επαναπροσδιορισμός τους. Μια ύπαρξη διαιρέμενη και ανικανοποίητη. Ο ίδιος ο Μπέργκμαν, αναφερόμενος στην ταινία του, ομολογεί πως άγγιξε «τα όρια όπου θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά του», ενώ κριτικοί και κοινό δεν έχουν πάψει από το 1966 που πρωτοπαρουσιάστηκε να την κατατάσσουν στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Οι ερμηνείες και οι συζητήσεις που προκαλεί ανελλιπώς είναι πολλές, μα το βαθύτερο μήνυμα, δύσκολο να αποδοθεί με λέξεις, μοιάζει να απευθύνεται προσωπικά μόνο στο υποσυνείδητο του εκάστοτε θεατή, που αδύναμος να κρίνει που είναι το όριο μεταξύ λογικής και τρέλας, αναστατώνεται και σχεδόν τρομάζει.
Μινιμαλιστικό αριστούργημα
Η «Persona» (στην Ελλάδα έχει παιχθεί και ως «Έρωτας χωρίς φραγμούς») κρίνεται ως άκρως μινιμαλιστική, πλην αριστουργηματική, ταινία, με την εμφάνιση μόνο πέντε ηθοποιών από τους οποίους η Μπίμπι Άντερσον και η Λιβ Ούλμαν είναι οι μόνες που εμφανίζεται για περισσότερο από ένα λεπτό μπροστά στην κάμερα. Ο χαρακτήρας της Ούλμαν λέει μόνο δεκατέσσερις λέξεις καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την Άντερσον, η οποία μιλάει ακατάπαυστα. Μάλιστα, μεταξύ των άλλων έχει δύο εξαιρετικούς μονόλογους: αυτόν που περιγράφει το ερωτικό όργιο με τους αγνώστους στην παραλία και αυτόν που αναφέρεται στο μωρό της Ελίζαμπεθ. Τα σκηνικά, τα κοστούμια και το μακιγιάζ είναι ελάχιστα, ενώ ο Μπέργκαμν κινηματογραφεί για άλλη μια φορά με εξαιρετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας θαυμάσιες γωνίες λήψης, με μακρινά αλλά και πολύ κοντινά πλάνα πάνω στα πρόσωπα των δύο πανέμορφων πρωταγωνιστριών του. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει και στο μοντάζ, ενώ η φωτογραφία είναι άψογη, με έντονη αντίθεση του άσπρου-μαύρου. Η μουσική επένδυση του Βέρλε είναι εξαιρετική και σε ορισμένες σκηνές στοιχειώνει. Οι ερμηνείες των Άντερσον και Ούλμαν είναι αριστουργηματικές και τα γοητευτικά πρόσωπά τους κάνουν την οθόνη να ξεχειλίζει από ομορφιά. Το 1967 η «Persona» είχε επιλεγεί από την Σουηδική Ακαδημία Κινηματογράφου για να εκπροσωπήσει την χώρα στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στο 39ο διαγωνισμό των Όσκαρ, αλλά η υποψηφιότητά της δεν έγινε δεκτή. (Μέχρι και το 2004 στην Αμερική κυκλοφορούσε μια λογοκριμένη έκδοση της ταινίας στην οποία είχε περικοπεί η σκηνή με το πέος και κάποια κομμάτια από τον μονόλογους της Μπίμπι Άντερσον που αναφέρονταν, στο ερωτικό όργιο και στην άμβλωση του παιδιού…) Η ταινία σήμερα θεωρείται από τους κριτικούς και τους δοκιμιογράφους ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του 20ου αιώνα στον χώρο της 7ης τέχνης και βρίσκεται σε αρκετές λίστες με τις καλύτερες δημιουργίες όλων των εποχών. Το 2010, βρέθηκε στη θέση Νο71 του Empire Magazine, στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ στην αντίστοιχη λίστα του Sight & Sound, βρίσκεται στην θέση Νο13.
Η «Persona» (στην Ελλάδα έχει παιχθεί και ως «Έρωτας χωρίς φραγμούς») κρίνεται ως άκρως μινιμαλιστική, πλην αριστουργηματική, ταινία, με την εμφάνιση μόνο πέντε ηθοποιών από τους οποίους η Μπίμπι Άντερσον και η Λιβ Ούλμαν είναι οι μόνες που εμφανίζεται για περισσότερο από ένα λεπτό μπροστά στην κάμερα. Ο χαρακτήρας της Ούλμαν λέει μόνο δεκατέσσερις λέξεις καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την Άντερσον, η οποία μιλάει ακατάπαυστα. Μάλιστα, μεταξύ των άλλων έχει δύο εξαιρετικούς μονόλογους: αυτόν που περιγράφει το ερωτικό όργιο με τους αγνώστους στην παραλία και αυτόν που αναφέρεται στο μωρό της Ελίζαμπεθ. Τα σκηνικά, τα κοστούμια και το μακιγιάζ είναι ελάχιστα, ενώ ο Μπέργκαμν κινηματογραφεί για άλλη μια φορά με εξαιρετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας θαυμάσιες γωνίες λήψης, με μακρινά αλλά και πολύ κοντινά πλάνα πάνω στα πρόσωπα των δύο πανέμορφων πρωταγωνιστριών του. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει και στο μοντάζ, ενώ η φωτογραφία είναι άψογη, με έντονη αντίθεση του άσπρου-μαύρου. Η μουσική επένδυση του Βέρλε είναι εξαιρετική και σε ορισμένες σκηνές στοιχειώνει. Οι ερμηνείες των Άντερσον και Ούλμαν είναι αριστουργηματικές και τα γοητευτικά πρόσωπά τους κάνουν την οθόνη να ξεχειλίζει από ομορφιά. Το 1967 η «Persona» είχε επιλεγεί από την Σουηδική Ακαδημία Κινηματογράφου για να εκπροσωπήσει την χώρα στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στο 39ο διαγωνισμό των Όσκαρ, αλλά η υποψηφιότητά της δεν έγινε δεκτή. (Μέχρι και το 2004 στην Αμερική κυκλοφορούσε μια λογοκριμένη έκδοση της ταινίας στην οποία είχε περικοπεί η σκηνή με το πέος και κάποια κομμάτια από τον μονόλογους της Μπίμπι Άντερσον που αναφέρονταν, στο ερωτικό όργιο και στην άμβλωση του παιδιού…) Η ταινία σήμερα θεωρείται από τους κριτικούς και τους δοκιμιογράφους ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του 20ου αιώνα στον χώρο της 7ης τέχνης και βρίσκεται σε αρκετές λίστες με τις καλύτερες δημιουργίες όλων των εποχών. Το 2010, βρέθηκε στη θέση Νο71 του Empire Magazine, στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ στην αντίστοιχη λίστα του Sight & Sound, βρίσκεται στην θέση Νο13.
Από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες
Πρόκειται για την πιο αινιγματική-πειραματική δημιουργία του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη, η οποία αποτελεί μία από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η «Περσόνα» πραγματεύεται τη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια αλληγορική σπουδή για την ουσία της τέχνης. Οι δύο γυναικείοι χαρακτήρες της ταινίας κινούνται οριακά ανάμεσα στη νοητή γραμμή της λογικής και της τρέλας, μεταφέροντας στον θεατή παράξενα συναισθήματα, καθώς οι αλήθειες του υποσυνειδήτου που αναδύονται, άμεσα και ωμά στην επιφάνεια, φτάνουν σε σημείο να τρομάζουν. Σίγουρα το να δει κάποιος για μια φορά την ταινία, όσο προσήλωση και να δείξει, δεν πρόκειται να καταφέρει να την αποκρυπτογραφήσει. Και πώς να γίνει αυτό άλλωστε όταν η ταινία ξεκινάει με μία σειρά από «δυσαρμονικές» εικόνες όπως, ένα εκτυφλωτικό φως, μια μηχανή προβολής που κάνει φασαρία και τρεμοσβήνει, ένα πέος σε στύση, την σφαγή ενός αρνιού και αρκετές ακόμη, οι οποίες είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να συσχετισθούν με την υπόλοιπη ταινία και το σενάριο. Η ταινία έχει ερμηνευθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και έχει αποτελέσει αντικείμενο μακροχρόνιων συζητήσεων μεταξύ των οπαδών της καθώς και ανάμεσα στους κριτικούς. Τελικά, η ιστορία του Μπέργκμαν μιλάει για δυο γυναίκες που είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που ταυτίζονται και γίνονται ένα ή μήπως το πρόσωπο εξ αρχής είναι ένα και έρχεται σε αντιπαράθεση με το υποσυνείδητό του;
Πρόκειται για την πιο αινιγματική-πειραματική δημιουργία του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη, η οποία αποτελεί μία από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η «Περσόνα» πραγματεύεται τη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια αλληγορική σπουδή για την ουσία της τέχνης. Οι δύο γυναικείοι χαρακτήρες της ταινίας κινούνται οριακά ανάμεσα στη νοητή γραμμή της λογικής και της τρέλας, μεταφέροντας στον θεατή παράξενα συναισθήματα, καθώς οι αλήθειες του υποσυνειδήτου που αναδύονται, άμεσα και ωμά στην επιφάνεια, φτάνουν σε σημείο να τρομάζουν. Σίγουρα το να δει κάποιος για μια φορά την ταινία, όσο προσήλωση και να δείξει, δεν πρόκειται να καταφέρει να την αποκρυπτογραφήσει. Και πώς να γίνει αυτό άλλωστε όταν η ταινία ξεκινάει με μία σειρά από «δυσαρμονικές» εικόνες όπως, ένα εκτυφλωτικό φως, μια μηχανή προβολής που κάνει φασαρία και τρεμοσβήνει, ένα πέος σε στύση, την σφαγή ενός αρνιού και αρκετές ακόμη, οι οποίες είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να συσχετισθούν με την υπόλοιπη ταινία και το σενάριο. Η ταινία έχει ερμηνευθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και έχει αποτελέσει αντικείμενο μακροχρόνιων συζητήσεων μεταξύ των οπαδών της καθώς και ανάμεσα στους κριτικούς. Τελικά, η ιστορία του Μπέργκμαν μιλάει για δυο γυναίκες που είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που ταυτίζονται και γίνονται ένα ή μήπως το πρόσωπο εξ αρχής είναι ένα και έρχεται σε αντιπαράθεση με το υποσυνείδητό του;
«Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το μεγάλο θέμα του σινεμά»
Aποτελώντας την καλύτερη απόδειξη της ρήσης του σκηνοθέτη -«Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το μεγάλο θέμα του σινεμά. Τα πάντα βρίσκονται εκεί»-, η Persona είναι αναμφίβολα η πιο τολμηρή στη φόρμα ταινία του.
Καταγραφή της συνάντησης δύο ιδιαίτερων προσώπων -μιας ηθοποιού που χάνει την ομιλία της και της νεαρής νοσοκόμας με το όνομα Alma (ψυχή στα ισπανικά)-, η αφηγηματική γραμμή συντίθεται από τη διαπάλη και τη σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο προσωπικότητες. Οι αισθητικές επιλογές του σκηνοθέτη -αναμφίβολα εντυπωσιακά μινιμαλιστικές-, αρχίζουν και ολοκληρώνονται στη χρήση των γκρο πλαν που απεικονίζουν είτε το πρόσωπο της μεγαλύτερης σε ηλικία ηθοποιού είτε το πρόσωπο της νεαρότερης νοσοκόμας. Σ’ αυτή τη ταινία ο τίτλος υποδεικνύει στον θεατή το θέμα της: όχι χαρακτήρες που υπόκεινται στους άγραφους νόμους της δραματικής πλοκής αλλά περσόνες, προσωπικότητες, ταυτότητες -αυτές πρωταγωνιστούν στην ταινία. Καθώς το πρόσωπο είναι η μάσκα της ψυχής, αυτό που παρακολουθούμε είναι ο ανηλεής αγώνας, μια πάλη χωρίς όρια για την ολοκληρωτική κατάκτηση της μια persona από την άλλη. Τα πρόσωπα είναι το πεδίο μιας μάχης και η σκληρότητα, η βαναυσότητα, η απογοήτευση, η άρνηση, η μετάνοια είναι τα επεισόδια της. Bλέπουμε δύο ταυτότητες να διαλύονται και να σχηματίζονται ξανά. Η ομοιότητα των μορφών και το εμβληματικό πλάνο όπου τα δύο πρόσωπα συγχωνεύονται, συμπυκνώνει ίσως τον πυρήνα της σκηνοθετικής προβληματικής. Κουρασμένη από το βάρος της ύπαρξης η μια γυναίκα αγωνίζεται να απελευθερωθεί, να κατακτήσει, να διεκδικήσει μια άλλη ταυτότητα. Είναι ίσως γι’ αυτό που το δίπολο αυτών των προσώπων μοιάζουν ως οι δύο όψεις της ίδιας ανήσυχης και ανικανοποίητης ψυχής.
Aποτελώντας την καλύτερη απόδειξη της ρήσης του σκηνοθέτη -«Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το μεγάλο θέμα του σινεμά. Τα πάντα βρίσκονται εκεί»-, η Persona είναι αναμφίβολα η πιο τολμηρή στη φόρμα ταινία του.
Καταγραφή της συνάντησης δύο ιδιαίτερων προσώπων -μιας ηθοποιού που χάνει την ομιλία της και της νεαρής νοσοκόμας με το όνομα Alma (ψυχή στα ισπανικά)-, η αφηγηματική γραμμή συντίθεται από τη διαπάλη και τη σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο προσωπικότητες. Οι αισθητικές επιλογές του σκηνοθέτη -αναμφίβολα εντυπωσιακά μινιμαλιστικές-, αρχίζουν και ολοκληρώνονται στη χρήση των γκρο πλαν που απεικονίζουν είτε το πρόσωπο της μεγαλύτερης σε ηλικία ηθοποιού είτε το πρόσωπο της νεαρότερης νοσοκόμας. Σ’ αυτή τη ταινία ο τίτλος υποδεικνύει στον θεατή το θέμα της: όχι χαρακτήρες που υπόκεινται στους άγραφους νόμους της δραματικής πλοκής αλλά περσόνες, προσωπικότητες, ταυτότητες -αυτές πρωταγωνιστούν στην ταινία. Καθώς το πρόσωπο είναι η μάσκα της ψυχής, αυτό που παρακολουθούμε είναι ο ανηλεής αγώνας, μια πάλη χωρίς όρια για την ολοκληρωτική κατάκτηση της μια persona από την άλλη. Τα πρόσωπα είναι το πεδίο μιας μάχης και η σκληρότητα, η βαναυσότητα, η απογοήτευση, η άρνηση, η μετάνοια είναι τα επεισόδια της. Bλέπουμε δύο ταυτότητες να διαλύονται και να σχηματίζονται ξανά. Η ομοιότητα των μορφών και το εμβληματικό πλάνο όπου τα δύο πρόσωπα συγχωνεύονται, συμπυκνώνει ίσως τον πυρήνα της σκηνοθετικής προβληματικής. Κουρασμένη από το βάρος της ύπαρξης η μια γυναίκα αγωνίζεται να απελευθερωθεί, να κατακτήσει, να διεκδικήσει μια άλλη ταυτότητα. Είναι ίσως γι’ αυτό που το δίπολο αυτών των προσώπων μοιάζουν ως οι δύο όψεις της ίδιας ανήσυχης και ανικανοποίητης ψυχής.
Σκέψεις και λόγια του σκηνοθέτη
«Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Kι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή»
«Προσπαθούμε να πετύχουμε δύο πράγματα ταυτόχρονα. Από την μία την επικοινωνία με τους άλλους, που είναι το βαθύτερο ένστικτό μας και από την άλλη την ασφάλεια. Με τη συνεχή επικοινωνία με τους άλλους ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να δεχτούμε το φρικτό γεγονός της ολοκληρωτικής μας ερημιάς. Ψάχνουμε αδιάκοπα για καινούρια σχέδια, καινούρια σχήματα, καινούρια συστήματα για να μπορέσουμε να αποσοβήσουμε μερικά ή ολοκληρωτικά την επίγνωση της δικής μας μοναξιάς».
«Είναι καλό να είσαι διάσημος. Αλλά στην περίπτωσή μου έχω την εντύπωση ότι αφορά κάποιον μακρινό συγγενή μου. Η διασημότητα δεν μετράει καθόλου μπροστά στην τελευταία ταινία, μπροστά στο γύρισμα της τελευταίας σκηνής. Ειδικά εκείνη την ώρα πρέπει να έχεις την ισορροπία του ακροβάτη».
«Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Kι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή»
«Προσπαθούμε να πετύχουμε δύο πράγματα ταυτόχρονα. Από την μία την επικοινωνία με τους άλλους, που είναι το βαθύτερο ένστικτό μας και από την άλλη την ασφάλεια. Με τη συνεχή επικοινωνία με τους άλλους ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να δεχτούμε το φρικτό γεγονός της ολοκληρωτικής μας ερημιάς. Ψάχνουμε αδιάκοπα για καινούρια σχέδια, καινούρια σχήματα, καινούρια συστήματα για να μπορέσουμε να αποσοβήσουμε μερικά ή ολοκληρωτικά την επίγνωση της δικής μας μοναξιάς».
«Είναι καλό να είσαι διάσημος. Αλλά στην περίπτωσή μου έχω την εντύπωση ότι αφορά κάποιον μακρινό συγγενή μου. Η διασημότητα δεν μετράει καθόλου μπροστά στην τελευταία ταινία, μπροστά στο γύρισμα της τελευταίας σκηνής. Ειδικά εκείνη την ώρα πρέπει να έχεις την ισορροπία του ακροβάτη».