Τον 17ο αιώνα δεν ήταν μόνο η εκκλησία στην οποία οι γυναίκες δεν ήταν ευπρόσδεκτες στα παπικά κράτη.Οι νόμοι δημοσίας αιδούς απαιτούσαν να μην εμφανίζονται ούτε στην σκηνή. Οι καστράτοι αναλάμβαναν τον έναν ρόλο μετά τον άλλο στην νέοκοπη τέχνη της όπερας. Τον επόμενο αιώνα, καθώς η δημοφιλία της όπερας αυξανόταν, η ζήτηση για ταλαντούχους καστράτους ήταν τεράστια. Οι τραγουδιστές σαν τον Φαρινέλλι ήταν οι θεοί του ροκ της εποχής, με κοινό που τους λάτρευε σε όλη την Ευρώπη. "Ένας Θεός κι ένας Φαρινέλλι!" ήταν μία συχνή επευφημία της εποχής.
Καστράτος ονομαζόταν κατά το παρελθόν ο άνδρας ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και της όπερας, ο οποίος είχε υποστεί ευνουχισμό κατά την παιδική ηλικία, ώστε η φωνή του να διατηρήσει την ικανότητα να αποδίδει πολύ υψηλές νότες. Ως όρος προέρχεται από το λατινικό castratus που σημαίνει τον ευνουχισμένο - πάντως στην εποχή τους αποκαλούνταν συνήθως με τον αφηρημένο ευφημισμό musico, δηλαδή μουσικός.Οι καστράτοι έχουν ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της αναγεννησιακής και της μπαρόκ μουσικής, δηλ. μιας περιόδου που διήρκεσε από το 16ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα. Στη συνέχεια πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, εξαιτίας αλλαγών στις τεχνοτροπίες της όπερας και της ηθικής απαξίωσης του ευνουχισμού. Ο τελευταίος καστράτος - Alessandro Moreschi- πέθανε το 1922. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας και υπό την επίδραση των φυσιολογικών ορμονών της ανάπτυξης, ο λάρυγγας και οι φωνητικές χορδές του άνδρα μεγαλώνουν σημαντικά σε μέγεθος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η φωνή να βαθύνει κατά περίπου μία οκτάβα και να γίνει πιο δυσκίνητη, σε σύγκριση με το προεφηβικό στάδιο.Μέσω λοιπόν του ευνουχισμού φερέλπιδων αγοριών πριν μπουν στην εφηβεία, η φυσική ορμονική εξέλιξή τους ακυρωνόταν, οδηγώντας σε τραγουδιστές που διατηρούσαν φωνητικά το παιδικό ύψος και πλαστικότητα. Παράλληλα τα άκρα των οστών παρέμεναν ελαστικά λόγω έλλειψης τεστοστερόνης, με αποτέλεσμα ο θώρακας να μεγαλώνει περισσότερο από όσο ενός μέσου άνδρα - αυτό με τη σειρά του επέτρεπε στους πνεύμονες να χωρούν περισσότερο αέρα. Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω με την κατάλληλη μουσική αγωγή, ένας καλός καστράτος μπορούσε άνετα να φτάσει τις οκτάβες και την πλαστικότητα μιας μεσοφώνου (μέτζο-σοπράνο) ή ακόμα και μιας υψιφώνου (σοπράνο) - εξ ου και ο χαρακτηρισμός sopranista (αρσενική σοπράνο) ,διαθέτοντας ταυτόχρονα μεγάλη ισχύ στους πνεύμονες.Πρόγονοι των καστράτων υπήρξαν οι ευνούχοι των μεσαιωνικών βασιλικών αυλών. Στις βυζαντινές χορωδίες εισήχθησαν πιθανά την εποχή του Αρκαδίου, του οποίου ο αρχιχορωδός ήταν ο ίδιος ευνούχος, και παρέμειναν μέχρι τουλάχιστον την Άλωση του 1204. Στους επόμενους τρεις αιώνες δεν υπάρχουν ίχνη του φαινομένου, αν και πιστεύεται ότι είχε ευρεία εφαρμογή στην αραβοκρατούμενη Ισπανία. Στα μέσα του 16ου αι. ξεκίνησαν να εμφανίζονται οι πρώτοι καστράτοι στην Ιταλία, τη Γαλλία και τη Βαυαρία (πολλοί με ισπανικά ονόματα), προκαλώντας αμηχανία που γρήγορα έγινε θαυμασμός. Το 1589 ο Πάπας Σίξτος Ε΄ τούς ενέταξε στη χορωδία της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, αναδιοργανώνοντάς την ειδικά για χάρη τους. Σύντομα οι καστράτοι υπερκέρασαν τα αγόρια, των οποίων οι φωνές «έσπαγαν» κατά την εφηβεία, αλλά και τους φαλσετίστες (τενόροι που «ανέβαζαν» οκτάβα με τεχνητό τρόπο αλλά έχαναν σε πλαστικότητα και ένταση).
Μπαρόκ όπερα
Κατά παρόμοιο τρόπο κυριάρχησαν στην όπερα. Αρχικά τους ανέθεταν δευτερεύοντες ή γυναικείους ρόλους, όμως γύρω στο 1680 ξεκίνησε ο «χρυσός αιώνας» τους, που συνέπεσε με την άνοδο της δημοτικότητας του συγκεκριμένου μουσικού είδους. Για εκατό χρόνια, οι περισσότεροι συνθέτες (ιδίως της λεγόμενης ιταλικής σχολής) αναζήτησαν στην εύπλαστη και παντοδύναμη φωνή των καστράτων την ενσάρκωση του ηρωικού ιδεώδους της Όπερα Σέρια και έγραφαν τους ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους έχοντας κατά νου τις ικανότητές τους. Παραστάσεις που δεν συμπεριελάμβαναν γνωστούς καστράτους θεωρούνταν αντιεμπορικές και καταδικασμένες σε αποτυχία. Η ζήτηση για καστράτους οδήγησε χιλιάδες Ιταλούς παιδικής ηλικίας στο χειρουργείο. Σε πολλές περιοχές η σχετική επέμβαση ήταν τυπικά νόμιμη μόνο εάν κινδύνευε η ζωή του αγοριού, αλλά πάντα βρισκόταν μια καλή δικαιολογία για κάτι που αποτελούσε κοινό μυστικό - χαρακτηριστικά, η οικογένεια του Φαρινέλλι είχε επικαλεσθεί πτώση από άλογο που καθιστούσε αναγκαία την εγχείρηση στους όρχεις. Μόνο στις δεκαετίες του 1720 και του 1730, όταν ο κόσμος της όπερας είχε καταληφθεί από ακραία υστερία, υπολογίζεται ότι μέχρι και 4.000 αγόρια ευνουχίζονταν κάθε χρόνο στη χώρα. Κάποιοι απ' αυτούς ήταν γόνοι πλούσιων οικογενειών που ήθελαν να κάνουν μεγάλη καριέρα, όπως ο Καφφαρέλλι. Αλλά οι περισσότεροι προέρχονταν από φτωχές τάξεις και ευνουχίζονταν με πρωτοβουλία των γονέων τους, με το όνειρο ότι θα ξεφύγουν απ' την ένδεια (π.χ. Σενεσίνο, Φαρινέλλι), α οικογένειες με 10-12 παιδιά, ένα εκ των οποίων θυσιαζόταν με την ελπίδα να κάνει καριέρα και να σώσει και τους υπολοίπους από την εξαθλίωση. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς έμεινε στην αφάνεια, αρκούμενη - στην καλύτερη των περιπτώσεων - σε κάποιες συμμετοχές σε χορωδίες. Η επαγγελματική αποτυχία σήμαινε και κοινωνική περιθωριοποίηση, αφού ένας καστράτος (με παράξενη εμφάνιση και χωρίς δικαίωμα γάμου) μπορούσε να επιβιώσει αξιοπρεπώς μόνο εντός των καλλιτεχνικών κύκλων. Οι λίγοι όμως που ξεχώρισαν, έγιναν διάσημοι σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη (με μοναδική εξαίρεση τη Γαλλία, όπου ουδέποτε υπήρξαν δημοφιλείς), προκαλώντας ντελίριο στις εμφανίσεις τους και κερδίζοντας τεράστια για την εποχή τους ποσά. Παράλληλα διαδιδόταν ανάμεσα στις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, ότι ήταν φλογεροί εραστές - μια φήμη που οφειλόταν περισσότερο στη διασημότητά τους παρά στις πραγματικές σεξουαλικές ικανότητές τους.
Κατά παρόμοιο τρόπο κυριάρχησαν στην όπερα. Αρχικά τους ανέθεταν δευτερεύοντες ή γυναικείους ρόλους, όμως γύρω στο 1680 ξεκίνησε ο «χρυσός αιώνας» τους, που συνέπεσε με την άνοδο της δημοτικότητας του συγκεκριμένου μουσικού είδους. Για εκατό χρόνια, οι περισσότεροι συνθέτες (ιδίως της λεγόμενης ιταλικής σχολής) αναζήτησαν στην εύπλαστη και παντοδύναμη φωνή των καστράτων την ενσάρκωση του ηρωικού ιδεώδους της Όπερα Σέρια και έγραφαν τους ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους έχοντας κατά νου τις ικανότητές τους. Παραστάσεις που δεν συμπεριελάμβαναν γνωστούς καστράτους θεωρούνταν αντιεμπορικές και καταδικασμένες σε αποτυχία. Η ζήτηση για καστράτους οδήγησε χιλιάδες Ιταλούς παιδικής ηλικίας στο χειρουργείο. Σε πολλές περιοχές η σχετική επέμβαση ήταν τυπικά νόμιμη μόνο εάν κινδύνευε η ζωή του αγοριού, αλλά πάντα βρισκόταν μια καλή δικαιολογία για κάτι που αποτελούσε κοινό μυστικό - χαρακτηριστικά, η οικογένεια του Φαρινέλλι είχε επικαλεσθεί πτώση από άλογο που καθιστούσε αναγκαία την εγχείρηση στους όρχεις. Μόνο στις δεκαετίες του 1720 και του 1730, όταν ο κόσμος της όπερας είχε καταληφθεί από ακραία υστερία, υπολογίζεται ότι μέχρι και 4.000 αγόρια ευνουχίζονταν κάθε χρόνο στη χώρα. Κάποιοι απ' αυτούς ήταν γόνοι πλούσιων οικογενειών που ήθελαν να κάνουν μεγάλη καριέρα, όπως ο Καφφαρέλλι. Αλλά οι περισσότεροι προέρχονταν από φτωχές τάξεις και ευνουχίζονταν με πρωτοβουλία των γονέων τους, με το όνειρο ότι θα ξεφύγουν απ' την ένδεια (π.χ. Σενεσίνο, Φαρινέλλι), α οικογένειες με 10-12 παιδιά, ένα εκ των οποίων θυσιαζόταν με την ελπίδα να κάνει καριέρα και να σώσει και τους υπολοίπους από την εξαθλίωση. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς έμεινε στην αφάνεια, αρκούμενη - στην καλύτερη των περιπτώσεων - σε κάποιες συμμετοχές σε χορωδίες. Η επαγγελματική αποτυχία σήμαινε και κοινωνική περιθωριοποίηση, αφού ένας καστράτος (με παράξενη εμφάνιση και χωρίς δικαίωμα γάμου) μπορούσε να επιβιώσει αξιοπρεπώς μόνο εντός των καλλιτεχνικών κύκλων. Οι λίγοι όμως που ξεχώρισαν, έγιναν διάσημοι σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη (με μοναδική εξαίρεση τη Γαλλία, όπου ουδέποτε υπήρξαν δημοφιλείς), προκαλώντας ντελίριο στις εμφανίσεις τους και κερδίζοντας τεράστια για την εποχή τους ποσά. Παράλληλα διαδιδόταν ανάμεσα στις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, ότι ήταν φλογεροί εραστές - μια φήμη που οφειλόταν περισσότερο στη διασημότητά τους παρά στις πραγματικές σεξουαλικές ικανότητές τους.
Η ζήτηση για καστράτους οδήγησε χιλιάδες Ιταλούς παιδικής ηλικίας στο χειρουργείο. Σε πολλές περιοχές η σχετική επέμβαση ήταν τυπικά νόμιμη μόνο εάν κινδύνευε η ζωή του αγοριού, αλλά πάντα βρισκόταν μια καλή δικαιολογία για κάτι που αποτελούσε κοινό μυστικό. H οικογένεια του Φαρινέλλι είχε επικαλεσθεί πτώση από άλογο που καθιστούσε αναγκαία την εγχείρηση στους όρχεις. Μόνο στις δεκαετίες του 1720 και του 1730, όταν ο κόσμος της όπερας είχε καταληφθεί από ακραία υστερία, υπολογίζεται ότι μέχρι και 4.000 αγόρια ευνουχίζονταν κάθε χρόνο στη χώρα.
Παρακμή-O χρυσός αιώνας κράτησε έως τα τέλη του 18ου αιώνα.
Αλλαγές στις κυρίαρχες τεχνοτροπίες της όπερας, αλλά και στην ηθική αντιμετώπιση του ευνουχισμού των αγοριών, συνετέλεσαν ώστε οι καστράτοι να περάσουν σταδιακά σε δεύτερη μοίρα - ο τελευταίος ρόλος για καστράτο γράφτηκε από τον Τζάκομο Μέγιερμπεερ το 1824. Παρ' όλα αυτά η πρακτική δεν εγκαταλείφθηκε τότε εντελώς, αφού εξακολουθούσε να υπάρχει ζήτηση για τις παλαιότερες όπερες.Η οριστική εξάλειψη του φαινομένου ξεκίνησε με την Ιταλική ενοποίηση το 1861, όταν ο ευνουχισμός για μουσικούς λόγους κατέστη παράνομος σε όλη τη χώρα. Το 1878 ο πάπας Λέων ΙΓ' έδωσε εντολή να μην προσλαμβάνονται νέοι καστράτοι στις εκκλησιαστικές χορωδίες και το 1902 διέταξε την απομάκρυνση όσων είχαν απομείνει από παλαιότερα - εν τω μεταξύ είχαν ήδη εξαφανιστεί απ' τον κόσμο της όπερας. Ο τελευταίος, ο Αλεσάντρο Μορέσκι (αρχιχορωδός της Καπέλα Σιστίνα), πέθανε το 1922 - είχε ευνουχιστεί γύρω στο 1865, λίγο πριν την οριστική απαγόρευση.Από τότε μέχρι σήμερα, οι οπερατικοί ρόλοι που είχαν γραφτεί για καστράτους ερμηνεύονται είτε από φαλσετίστες τενόρους και κοντρα-τενόρους, ή από γυναίκες (κοντράλτο, μετσο-σοπράνο) με ανδρική αμφίεση. Στην εκκλησιαστική μουσική χρησιμοποιούνται επίσης παιδιά.
Αλλαγές στις κυρίαρχες τεχνοτροπίες της όπερας, αλλά και στην ηθική αντιμετώπιση του ευνουχισμού των αγοριών, συνετέλεσαν ώστε οι καστράτοι να περάσουν σταδιακά σε δεύτερη μοίρα - ο τελευταίος ρόλος για καστράτο γράφτηκε από τον Τζάκομο Μέγιερμπεερ το 1824. Παρ' όλα αυτά η πρακτική δεν εγκαταλείφθηκε τότε εντελώς, αφού εξακολουθούσε να υπάρχει ζήτηση για τις παλαιότερες όπερες.Η οριστική εξάλειψη του φαινομένου ξεκίνησε με την Ιταλική ενοποίηση το 1861, όταν ο ευνουχισμός για μουσικούς λόγους κατέστη παράνομος σε όλη τη χώρα. Το 1878 ο πάπας Λέων ΙΓ' έδωσε εντολή να μην προσλαμβάνονται νέοι καστράτοι στις εκκλησιαστικές χορωδίες και το 1902 διέταξε την απομάκρυνση όσων είχαν απομείνει από παλαιότερα - εν τω μεταξύ είχαν ήδη εξαφανιστεί απ' τον κόσμο της όπερας. Ο τελευταίος, ο Αλεσάντρο Μορέσκι (αρχιχορωδός της Καπέλα Σιστίνα), πέθανε το 1922 - είχε ευνουχιστεί γύρω στο 1865, λίγο πριν την οριστική απαγόρευση.Από τότε μέχρι σήμερα, οι οπερατικοί ρόλοι που είχαν γραφτεί για καστράτους ερμηνεύονται είτε από φαλσετίστες τενόρους και κοντρα-τενόρους, ή από γυναίκες (κοντράλτο, μετσο-σοπράνο) με ανδρική αμφίεση. Στην εκκλησιαστική μουσική χρησιμοποιούνται επίσης παιδιά.
Πολλοί από τους οπερατικούς ρόλους πιθανά είχαν γραφτεί τον 17ο και τον 18ο αιώνα για τον διάσημο καστράτο Φαρινέλλι... Στον πίνακα του Jacopo Amigoni, γύρω στα 1750-1752, ο Carlo Broschi, επονομαζόμενος Farinelli, απεικονίζεται στο κέντρο της συντροφιάς, κρατώντας μια παρτιτούρα.
"Πρόκειται μία φωνή που παράγεται όχι χρησιμοποιώντας την "τροπική" ή φυσιολογική φωνή ομιλίας αλλά την υψηλότερη έκταση που προκύπτει όταν ο συνδυασμός λαρυγγικών μυών και η τοποθέτηση των φωνητικών χορδών αλλάζουν ώστε ο αέρας που περνάει μέσα από τις χορδές να πάλλει μία σαφώς λεπτότερη εξωτερική στιβάδα" εξηγεί ο Iestyn Davies,βρετανός countertenor. "Συχνά συμβαίνει η παρανόηση ότι πρόκειται για μία "γυνακεία"φωνή αλλά όλοι οι άνδρες έχουν την δυνατότητα να παράξουν ήχο με την τεχνική του φαλσέττο, απλά κάποιοι επιλέγουν να το κάνουν συνέχεια." Αστειεύεται πως οι κόντρα τενόροι είναι η Φόρμουλα 1 του φαλσέττο: τραγουδούν διαρκώς χρησιμοποιώντας αυτό το τμήμα της φωνής τους." Στην ποπ, κατά τον τρόπο του Barry Gibb, πρόκειται περισσότερο για "έκταση της τραγουδιστικής φωνής τενόρου ή βαρύτονου. Έτσι όταν η μελωδία υψώνεται πολύ ή υπάρχει η επιθυμία μιας τέτοιας ποιότητας τόνου, μπορεί να κάνουν φαλσέττο." Αν όμως το να είναι κάποιος σήμερα κόντρα τενόρος φαντάζει συναρπαστική σταδιοδρομία και επαγγελματική επιλογή για τους νεαρούς τραγουδιστές, οι "πρόγονοί" τους δεν θα θεωρούνταν αξιοζήλευτοι αν λάβουμε υπόψη την φρικιαστική ιστορία των καστράτων. Οι περισσότεροι ρόλοι στην εκκλησιαστική μουσική και την όπερα, τους οποίους σήμερα ερμηνεύουν ο Davies και οι ομόλογοι τους, είχαν αρχικά γραφτεί στον 17ο και 18ο αιώνα για τον θρυλικό καστράτο Carlo Broschi – γνωστό ως Φαρινέλλι - και τους ομοίους του: άνδρες τραγουδιστές που είχαν ευνουχιστεί πριν φτάσουν στην εφηβεία προκειμένου να διατηρηθεί η υψηλή κρυστάλλινη φωνή τους. Το ότι μία τέτοια βάρβαρη πράξη νομιμοποιούνταν στο όνομα της τέχνης δύσκολα γίνεται αντιληπτό στην εποχή μας, αλλά η πρακτική αυτή κρατούσε σταθερή την προσφορά σοπράνο στις παπικές χορωδίες και τις βασιλικές αυλές τηρώντας ταυτόχρονα το χαριτωμένο έδικτο του Αγίου Παύλου πως "οι γυναίκες πρέπει να παραμένουν σιωπηλές στην εκκλησία.
Ο Ιταλός Γκαετάνο Μαγιοράνο έγινε ευρύτερα γνωστός με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Καφαρέλλι , σε ένδειξη τιμής προς τον πάτρονά του Ντομένικο Καφφάρο. Ήταν ιδιαίτερη περίπτωση καστράτου διότι διάλεξε μόνος του τον ευνουχισμό. Γεννήθηκε στο Μπιτόντο και ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας. Όταν έφτασε δέκα ετών κληρονόμησε το εισόδημα ενός οικογενειακού αμπελώνα και διέθεσε τα χρήματα αυτά για να σπουδάσει μουσική. Ήταν αλαζόνας και συνεχώς δημιουργούσε εντάσεις στις συνεργασίες του. Η μοναδική ήρεμη συνεργασία ήταν με τον Χάιντελ πιθανότατα λόγω της γενναίας αμοιβής του. Ο Καφφαρέλλι είχε μια ποιότητα στη φωνή του που ίσως θα την καταλαβαίναμε καλύτερα αν διαβάζαμε ένα κείμενο που είχε γράψει ο Φρήντριχ Μέλχιορ Γκριμ, συγγραφέας και μουσικοκριτικός. "Θα ήταν δύσκολο να περιγράψει κανείς τον βαθμό τελειότητας που ο τραγουδιστής αυτός έχει επιτύχει στην τέχνη του. Οι αρετές και η αγάπη πίσω από την αγγελική του φωνή σκιαγραφούν τον χαρακτήρα του, ενώ η αρτιότατη εκτελεστική ικανότητά του, η εκπληκτική ευκολία και η ακρίβεια αυτής, σαγηνεύουν τα αισθήματα και την καρδιά· μόνο ένας αναίσθητος θα μπορούσε να αντισταθεί σ' αυτά."