Τι μπορεί να συμβαίνει στο εγκαταλελειμμένο ορφανοτροφείο της ισπανικής υπαίθρου όπου η κεντρική ηρωίδα της ταινίας πέρασε τα παιδικά της χρόνια και τώρα σκοπεύει να το αναστηλώσει για την επαναλειτουργία του ως ιδρύματος για παιδιά με ειδικές ανάγκες; Οσο η ημέρα των εγκαινίων πλησιάζει τόσο η ένταση αυξάνεται και όλα δείχνουν ότι κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό παραμονεύει να φανερωθεί και να προκαλέσει κακό. Το θρίλερ του Bayona σεβόμενο την παράδοση της 6ης αίσθησης και των Άλλων δίνει βροντερό παρόν και επιδεικνύει όλες τις απαιτούμενες αρετές που δικαιωματικά αναμένουμε από ένα ικανό ψυχολογικό δράμα με στοιχεία horror. Μελετημένο suspence, δυνατή ιστορία, εξαιρετική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια, Belen Rueda, μυστηριακή ατμόσφαιρα, μη προβλέψιμο σενάριο και τονικότητα στην αφήγηση είναι οι αρετές τις οποίες το Ορφανοτροφείο κατά τεκμήριο διαθέτει.
Για μια δεκαετία στην Ισπανία, από το 1967 έως το 1976 και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο, εκατοντάδες ταινίες δημιουργήθηκαν και σχεδόν «υποσυνείδητα» αποτελούσαν μια σκιαγράφηση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της χώρας. Λίγες δεκαετίες αργότερα, η Ισπανία αναδείχθηκε σε κορυφαίο «παίκτη» της κινηματογραφικής βιομηχανίας και συγκεκριμένα, στην κατηγορία θρίλερ. Το ισπανικό σινεμά διακρίνεται για τις ταινίες ψυχολογικών θρίλερ, με πολλές να αγγίζουν το μεταφυσικό. Η ταινία το Ορφανοτροφείο με σκηνοθέτη τον εJ.A. Bayona, τον Guillermo del Toro στη παραγωγή και τη Belén Rueda στον πρωταγωνιστικό ρόλο. παρουσιάζει μια ιστορία που την έχουμε ξαναδεί άπειρες φορές αλλά κερδίζει το στοίχημα γιατί την αφηγείται με ένα διαφορετικό τρόπο, που εστιάζει στους χαρακτήρες και κυρίως στη ψυχοσύνθεση της μητέρας. Ψυχολογικό θρίλερ με δραματικά στοιχεία λοιπόν, αφού το μεταφυσικό στοιχείο είναι μεν υπαρκτό αλλά δε χρησιμοποιείται τόσο για να τρομάξει. όσο για να συμβάλλει στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας. Μεγάλη λεπτομέρεια στη φωτογραφία, ψαγμένη σκηνοθεσία με ωραίες γωνίες λήψης, καλά ηχητικά εφέ και εξαιρετικές ερμηνείες. Μη περιμένετε κάποια ιδιαίτερη ένταση, ο ρυθμός κινείται αργά έως και νωχελικά σε κάποια σημεία, ώστε ο θεατής να εστιάζει περισσότερο στην εικόνα και τον ήχο.
Υπόθεση
Η Λόρα (Μπελέν Ρουέδα) έχει μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο. Είχε μια πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία και πολύ καλές σχέσεις με τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία και θεωρούσε αδέλφια της. Τριάντα χρόνια μετά, αυτή και ο άντρας της (Φερνάντο Κάγιο) μαζί με το γιο τους Σιμόν (Ροχέρ Πρίνθεπ) θα μετακομίσουν στο σπίτι αυτό στο οποίο η Λόρα είχε μεγαλώσει. Θα αποφασίσει να μετατρέψει το εγκαταλελειμμένο σπίτι σε ορφανοτροφείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Το σπίτι όμως θα ξυπνήσει στον Σιμόν περίεργα συναισθήματα: θα αρχίσει να έχει φανταστικούς φίλους και να παίζει φανταστικά παιχνίδια. Όλα αυτά θα φέρουν στην επιφάνεια καλά κρυμμένες αναμνήσεις από την παιδική ηλικία της Λόρας, το παιδί της θα αρχίσει να συμπεριφέρεται παράξενα και αυτό που κάποτε της φαινόταν ένα ειδυλλιακό σπίτι, θα εξελιχτεί σε εφιάλτη...
Υπόθεση
Η Λόρα (Μπελέν Ρουέδα) έχει μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο. Είχε μια πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία και πολύ καλές σχέσεις με τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία και θεωρούσε αδέλφια της. Τριάντα χρόνια μετά, αυτή και ο άντρας της (Φερνάντο Κάγιο) μαζί με το γιο τους Σιμόν (Ροχέρ Πρίνθεπ) θα μετακομίσουν στο σπίτι αυτό στο οποίο η Λόρα είχε μεγαλώσει. Θα αποφασίσει να μετατρέψει το εγκαταλελειμμένο σπίτι σε ορφανοτροφείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Το σπίτι όμως θα ξυπνήσει στον Σιμόν περίεργα συναισθήματα: θα αρχίσει να έχει φανταστικούς φίλους και να παίζει φανταστικά παιχνίδια. Όλα αυτά θα φέρουν στην επιφάνεια καλά κρυμμένες αναμνήσεις από την παιδική ηλικία της Λόρας, το παιδί της θα αρχίσει να συμπεριφέρεται παράξενα και αυτό που κάποτε της φαινόταν ένα ειδυλλιακό σπίτι, θα εξελιχτεί σε εφιάλτη...
Αναμφίβολα, ο 'κράχτης' του 'Ορφανοτροφείου' δεν είναι άλλος από τον Guillermo Del Toro, γνωστό για τους πολλούς από τον πρόσφατο 'Λαβύρινθο Του Πάνα', που εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού. Υπάρχουν σημεία που αισθητικά παραπέμπουν σε ταινίες του, το Ορφανοτροφείο, όμως δε φέρει εις μάτην το όνομα του ταλαντούχου Μεξικανού μιας και επιδεικνύει αρετές, όντας ενταγμένο σ' ένα είδος που βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό πνιγμένο στους βάλτους της κοινοτοπίας και της έλλειψης ιδεών. Καλά θρίλερ εμφανίζονται χρόνο με το χρόνο όλο και σπανιότερα και το «El Orfanato» αποτελεί μία καλοδεχούμενη όαση, ίσως περισσότερο λόγω της γενικευμένης ανομβρίας. Μερικές φορές οι απλές συνταγές αποδεικνύονται οι πλέον επιτυχημένες και κάτι τέτοιο φαίνεται πως ακολούθησε ο πρωτάρης σε μεγάλου μήκους σκηνοθέτης Juan Antonio Bayona κι ο σεναριογράφος Sergio G. Sanchez. Οι εσωτερικοί χώροι των γυρισμάτων σκοτεινιάζουν ιδανικά, το ξύλο επικρατεί προσδίδοντας στο χώρο επιπλέον απειλητική αισθητική και κάπως έτσι στήνεται το ανατριχιαστικό σκηνικό που θα φιλοξενήσει χαρακτήρες ελάχιστα πρωτότυπους αλλά σίγουρα αξιοπρόσεκτους. Η χυμώδης μητέρα αναβλύζει μητρότητα από κάθε της κύτταρο, το παιδάκι μέσα στην επιφανειακή αθωότητά του γίνεται αγγελιοφόρος μίας καλά κρυμμένης ιστορίας τρόμου και μια μασκοφόρα παιδική φιγούρα δείχνει να είναι η πηγή ενός κακού που χρόνισε και δε θα ησυχάσει αν δε στοιχειώσει τους ήρωες και θεατές. Είναι εντυπωσιακό πόσο σατανικά κι απόκοσμα μπορούν να δείχνουν τα παιδιά, ιδιαιτέρως τα νεκρά καθώς προσωποποιούν τέλεια την καταστρατήγηση της φυσικής ροής των πραγμάτων. Προσθέτοντας έτσι μερικά τρομάγματα και την ανάλογη μουσική υπόκρουση εισβάλουμε σ' ένα μεταδοτικό μεταφυσικό τρόμο, που αξιοποιεί τα αληθή συστατικά του όπως τη μητρότητα και την ανακλαστική αποστροφή του θεατή για το διαφορετικό και το δύσμορφο. Εκεί που επίσης διακρίνεται όμως το 'Ορφανοτροφείο' είναι στη σημειολογία καθώς η ξερακιανή γριά που επισκέπτεται τη Laura αλλά κι η ίδια η πρωταγωνίστρια φέρουν, καθεμιά για λογαριασμό του χαρακτήρα της, εκείνα τα χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την αντίθεση καλού-κακού.
Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο
Γεννήθηκε πριν σαραντατρία χρόνια στο Μεξικό και θεωρείται ένα από τα αστέρια της μοντέρνας ισπανόφωνης κινηματογραφικής παραγωγής. Πολύ γρήγορα έδειξε δείγματα του ταλέντου του αφού σε ηλικία 21 ετών ήταν executive producer της ταινίας "Dona Herlinda and her Sons". Για μια εικοσαετία υπήρξε υπεύθυνος για το μακιγιάζ ταινιών (άλλωστε είχε μαθητεύσει δίπλα στον Ντικ Σμιθ, υπεύθυνο για το μεικ απ της ταινίας "Ο Εξορκιστής"). Ίδρυσε την δική του εταιρία "Necropia", έκανε πολλές τηλεοπτικές παραγωγές για την Μεξικάνικη τηλεόραση και δίδασκε κινηματογράφο. Το 1993 έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του όταν η ταινία την οποία είχε σκηνοθετήσει "Cronos" πήρε εννιά βραβεία από την Ακαδημία του Μεξικού καθώς και το βραβείο Διεθνών Κριτικών στις Κάνες. Τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε την πρώτη του παραγωγή σε στούντιο του Χόλιγουντ με την ταινία "Mimic". Στη συνέχεια ίδρυσε την εταιρία "The Tequile Gang". Το 2006 ήταν η χρονιά του καθώς η ταινία της οποίας είχε κάνει την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και έγραψε το σενάριο, "Ο Λαβύρινθος του Πάνα", ήταν υποψήφιο για το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, ενώ το 2007 ήταν υποψήφια για Όσκαρ σεναρίου και κέρδισε το βραβείο BAFTA καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, καθώς και το βραβείο Goya καλύτερου σεναρίου. Μερικές από τις πιο σημαντικές του ταινίες είναι: "Hellboy" (2004, σενάριο και σκηνοθεσία), "Blade II" (2002, σκηνοθέτης) ενώ έχει κάνει παραγωγές του "Hellboy" για την τηλεόραση.
Γεννήθηκε πριν σαραντατρία χρόνια στο Μεξικό και θεωρείται ένα από τα αστέρια της μοντέρνας ισπανόφωνης κινηματογραφικής παραγωγής. Πολύ γρήγορα έδειξε δείγματα του ταλέντου του αφού σε ηλικία 21 ετών ήταν executive producer της ταινίας "Dona Herlinda and her Sons". Για μια εικοσαετία υπήρξε υπεύθυνος για το μακιγιάζ ταινιών (άλλωστε είχε μαθητεύσει δίπλα στον Ντικ Σμιθ, υπεύθυνο για το μεικ απ της ταινίας "Ο Εξορκιστής"). Ίδρυσε την δική του εταιρία "Necropia", έκανε πολλές τηλεοπτικές παραγωγές για την Μεξικάνικη τηλεόραση και δίδασκε κινηματογράφο. Το 1993 έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του όταν η ταινία την οποία είχε σκηνοθετήσει "Cronos" πήρε εννιά βραβεία από την Ακαδημία του Μεξικού καθώς και το βραβείο Διεθνών Κριτικών στις Κάνες. Τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε την πρώτη του παραγωγή σε στούντιο του Χόλιγουντ με την ταινία "Mimic". Στη συνέχεια ίδρυσε την εταιρία "The Tequile Gang". Το 2006 ήταν η χρονιά του καθώς η ταινία της οποίας είχε κάνει την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και έγραψε το σενάριο, "Ο Λαβύρινθος του Πάνα", ήταν υποψήφιο για το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, ενώ το 2007 ήταν υποψήφια για Όσκαρ σεναρίου και κέρδισε το βραβείο BAFTA καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, καθώς και το βραβείο Goya καλύτερου σεναρίου. Μερικές από τις πιο σημαντικές του ταινίες είναι: "Hellboy" (2004, σενάριο και σκηνοθεσία), "Blade II" (2002, σκηνοθέτης) ενώ έχει κάνει παραγωγές του "Hellboy" για την τηλεόραση.
Το Ορφανοτροφείο είναι μια παραδοσιακή ταινία τρόμου με φαντάσματα και ένα σπίτι γεμάτο σκοτεινές εκπλήξεις. Βέβαια ξεπερνά τον όρο παραδοσιακή, αφού για την ακρίβεια είναι ένα συνονθύλευμα από αρκετές ταινίες του είδους, που έχουμε ήδη δει. Υπάρχει το μικρό παιδάκι που βλέπει αόρατους φίλους (από τη Λάμψη έως την Έκτη Αίσθηση), το σπίτι που κατοικείται από οντότητες βασανισμένες στο παρελθόν και τα κρυφά, γεμάτα μυστικά, δωμάτια , οι ερευνητές παραψυχολογικών φαινομένων που καλούνται σε βοήθεια (Το Πνεύμα του Κακού) και το τέλος που το έχουμε δει πανομοιότυπο σε μια άλλη ισπανική ταινία του 2005, το Φάντασμα (Frágiles), που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε κατευθείαν σε DVD. Ποιες αρετές, λοιπόν, έκαναν την Ισπανία να καταθέτει αυτή την ταινία σαν πρόταση για το ξενόγλωσσο Όσκαρ; Και όμως υπάρχουν αρετές, αφού καταρχάς πρόκειται για μια ορθή και λειτουργική ταινία. Η μια σκηνή ακολουθεί την άλλη με λογική, ψυχολογική συνέχεια και δεν απορείς για τις πράξεις και τις μεταστάσεις των ηρώων. Η φωτογραφία του Oscar Faura προσφέρει την απαραίτητη ατμόσφαιρα για να στήσει ο J. A. Bayona (ο οποίος και πρώτη φορά ανέλαβε ταινία μεγάλου μήκους) ένα παιχνίδι με πολλούς υπαινιγμούς και τρόμο που δεν αγνοεί το δράμα. Βέβαια, αν μπορούσε να κρατήσει μέχρι τέλους τη ταινία του στους υπαινιγμούς και δεν έπαιρνε την πεπατημένη του οπτικού τρόμου, τα πράγματα θα ήταν πολύ, μα πολύ καλύτερα. Αν και δεν είναι εύκολο να προσπεράσεις τις τόσες αναφορές σε άλλες παρόμοιες ταινίες, το Ορφανοτροφείο διατηρεί τη δική του γοητεία, για κάποιους συγκεκριμένους λόγους. Έχει μια ποιοτική, ορθή δομή και μια καλοχτισμένη ατμόσφαιρα, που δε ρίχνει το επίπεδο της παραγωγής. Έχει τη μουντή φωτογραφία του Oscar Faura, που συμφωνεί με τις επιταγές του σκηνοθέτη. Δουλεύει τον υπαινικτικό τρόμο για αρκετή ώρα, κρατώντας σε εγρήγορση. Κύρια, όμως, έχει μια υπέροχη πρωταγωνίστρια, την Belén Rueda, που πάνω της χτίζεται όλη η ψυχολογική μετάσταση της ταινίας και η εντεινόμενη πορεία προς το άγνωστο.