The Artist, ή αλλιώς όταν το σινεμά επιστρέφει στις ρίζες του για να ανατροφοδοτήσει
τη μαγεία του και να συνομιλήσει με το παρόν και το μέλλον του!
τη μαγεία του και να συνομιλήσει με το παρόν και το μέλλον του!
“Πριν από 8 περίπου χρόνια μου γεννήθηκε η ιδέα να γυρίσω μια βωβή ταινία. Σκοπός μου ήταν να αποτίνω φόρο τιμής σε σκηνοθέτες που θαυμάζω απεριόριστα, όπως ο Χίτσκοκ, ο Φριτς Λανγκ, ο Λιούμπιτς και ο Μουρνάου, οι οποίοι παρουσίασαν ορισμένα από τα κορυφαία δείγματα της δουλειάς του την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Παράλληλα, όμως, ήθελα να εξερευνήσω και τα όριά μου, τις δυνατότητές μου ως δημιουργός. Στις ταινίες του βωβού, από τη στιγμή που δεν ακούγονται καθόλου διάλογοι, τα πάντα έχουν να κάνουν με τη δύναμη των εικόνων και τα συναισθήματα που αποπνέουν αυτές. Συναισθήματα για τα οποία κύριος υπεύθυνος είναι ο σκηνοθέτης. Η πρόκληση, λοιπόν, ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Η απόφασή μου να «ντύσω» τα γυρίσματα με υπέροχα soundtracks από κορυφαίους συνθέτες, όπως ο Μπέρναρντ Χέρμαν, ο Μαξ Στάινερ και ο Φρανκ Γουάξμαν, αλλά και κλασικές συνθέσεις των Τζορτζ Γκέρσουιν και Κόουλ Πόρτερ, αποδείχτηκε ιδιαίτερα εμπνευσμένη, καθώς βοήθησε τον Ζαν και την Μπερενίς να προσεγγίσουν τους χαρακτήρες τους με περισσότερο συναίσθημα και αμεσότητα. Δεν είναι διόλου τυχαίο που λένε πως η μουσική φτιάχνει τη διάθεση και αυξάνει τη δημιουργικότητα…” Μισέλ Χαζαναβίσιους
Τέλη της δεκαετίας του 1920, ένας αλαζονικός σταρ του βωβού σινεμά βλέπει την καριέρα του να καταποντίζεται με την έλευση του ήχου – μία τεχνολογική επανάσταση, την οποία εκείνος αρχικά σνόμπαρε. Ταυτόχρονα, μία κρυφά ερωτευμένη μαζί του ταλαντούχα στάρλετ, γίνεται πρωταγωνίστρια των «talkies», αλλά παρακολουθεί την πτώση του αγαπημένου της με ραγισμένη καρδιά. Στο σινεμά όμως η εικόνα και ο ήχος αποδείχτηκαν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Είναι θέμα χρόνου να το καταλάβουν και οι δύο, φαινομενικά αταίριαστοι, εραστές. Ο λιθουανικής καταγωγής Γάλλος σκηνοθέτης Μισέλ Χαζαναβίσιους είχε μια φαεινή ιδέα. Να κάνει το 2011 μια βουβή ταινία. Και μάλιστα, όχι να χρησιμοποιήσει αυτό το τρικ ώστε να ανατρέψει ή να κριτικάρει, αλλά για να αναπαραγάγει ακριβώς την κουλτούρα του βωβού. Η ταινία ιδιοποιείται όμορφα το λεξιλόγιο της σιωπηλής εποχής. Οι οπτικές ενδείξεις του φωτός και οι σκοτεινές σκιές είναι πολύ σημαντικές εδώ, διότι δεν υπάρχει ήχος να ενημερώσει την αφήγηση. Ένα σιωπηλό ερωτικό γράμμα προς τις πρώτες ημέρες του κινηματογράφου, αυτό το αριστούργημα χρησιμοποιεί τον ήχο ή την έλλειψη αυτού με ευφάνταστους τρόπους και έχει την ακριβή εμφάνιση και αίσθηση μιας ταινίας γυρισμένης τη δεκαετία του 1920. Κρατάει, όμως, τα καλύτερα στοιχειά από τις πραγματικές ταινίες εκείνης της εποχής. Οι κινήσεις των ηθοποιών είναι ρευστές, όχι νευρικές ή βιαστικές. Διάτιτλοι χρησιμοποιούνται, αλλά με φειδώ, επιτρέποντας στον θεατή να συνδεθεί με τους χαρακτήρες, μέσα από την ανάγνωση των χειλιών και τις χειρονομίες των ηθοποιών, οι οποίοι βασίζονται σε εκφράσεις του προσώπου και τη γλώσσα του σώματος για να δείξουν συναίσθημα, αλλά η εκτέλεση τους είναι συγκρατημένη αποφεύγοντας μελοδραματικά πρόσωπα όπως στις παραγωγές της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών όπου ο Ντιζαρντέν κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού. Βραβεύτηκε με τρεις Χρυσές Σφαίρες συμπεριλαμβανομένης και Καλύτερης Ταινίας Κωμωδία/Μιούζικαλ, 12 υποψηφιότητες για BAFTA κερδίζοντας 7, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Α' Ανδρικού Ρόλου και 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ κερδίζοντας 5, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Α' Ανδρικού Ρόλου. Η βράβευση της ταινίας με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας την κατέστησε την πρώτη βωβή παραγωγή που κέρδισε το βραβείο μετά Τα Φτερά (Wings, 1927) στην πρώτη τελετή των βραβείων το 1929, την πρώτη ταινία με ανάλυση εικόνας 4:3 που κέρδισε το βραβείο μετά την ταινία Μάρτι (Marty, 1955) το 1956 και την πρώτη ασπρόμαυρη ταινία που κέρδισε το βραβείο μετά την ταινία Η Λίστα του Σίντλερ (Schindler's List, 1993) το 1994.
Με μία πρώτη, επιδερμική ανάγνωση της υπόθεσης η ταινία του Hazanavicius είναι απλώς ένα ρομαντικό δράμα προσηλωμένο σε δύο ήρωες - έξοχα ερμηνευμένοι από τους πρωταγωνιστές - που η μοιραία γνωριμία τους προκύπτει ενώ ακολουθούν αντιδιαμετρικές τροχιές. Το στοιχείο, ωστόσο, που ανατρέπει τα δεδομένα δεν είναι απλώς το εύρημα της σιωπής, της παντελούς έλλειψης διαλόγων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος το αξιοποιεί προκειμένου να πειραματιστεί τόσο με το ίδιο το μέσο όσο και με τα κινηματογραφικά είδη. Από τεχνικής άποψης, το «The Artist» υιοθετεί τετράγωνο κάδρο (1,33:1), η φωτογραφία είναι λεπτομερώς προσεγμένη, έτσι ώστε να εντείνει την ψευδαίσθηση του θεατή ότι ταξιδεύει πίσω στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου. Το «The Artist» είναι επί της ουσίας ένα ατελείωτο gag, ένα ασταμάτητο πείραγμα και κλείσιμο του ματιού τόσο προς το θεατή, όσο και προς την ίδια την εξέλιξη της κινηματογραφικής ιστορίας. Μέσα από την αναντίρρητα μελοδραματική ιστορία του George Valentin, ξεπηδούν συνεχώς στιγμές σπαρταριστού γέλιου. Ακόμα και ο ήχος, για χάρη του οποίου γίνονται σχεδόν όλα, παρεισφρέει στην ταινία με τρόπο αναπάντεχο και ιδιοφυή. Τα πανέξυπνα ωστόσο κωμικά ευρήματα διαδέχονται οι λεγόμενες "πικρές" στιγμές της πλοκής, ενταγμένα όλα σε μία ιδανική αρμονία, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η κωμωδία με το ρομαντικό δράμα να διαπλέκονται μοναδικά. Αν όμως δούμε βαθύτερα, θα αντιληφθούμε πως ο Hazanavicius ανοίγει διάλογο με το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο και με τη μακρόχρονη εξέλιξή του. Καθόλου τυχαία, διηγείται μία ιστορία τοποθετημένη σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο, εκείνο της μετάβασης από το "βωβό" στον "ήχο", τη στιγμή που επιλέγει να γυρίσει τη συγκεκριμένη ταινία εν μέσω μίας ακόμα τεχνολογικής μετάβασης, όπου το σινεμά στρέφεται ολοένα και πιο δυναμικά προς το digital και το 3D. Το γεγονός ότι κατορθώνει να κομίσει το μήνυμα της διαχρονικότητας της κινηματογραφικής γλώσσας ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς "κατακλυσμικές" αλλαγές (π.χ. ήχος, χρώμα) και ερχομούς (π.χ. τηλεόραση) που απειλούν να την καταστρέψουν ή να την αλλοιώσουν, αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας του Hazanavicius. Γιατί το «The Artist», δεν αποτελεί απλώς έναν φόρο τιμής στο παλιό Hollywood, ένα βαθιά νοσταλγικό φιλμ για τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου και του swing, την εποχή του Chaplin και του Keaton ούτε μονάχα ένα υπέροχο σεμινάριο κινηματογραφικής ιστορίας για τις νεότερες γενιές θεατών. Μεταξύ όλων των άλλων, αποδεικνύεται μία απροσδόκητη όσο και πολύτιμη υπενθύμιση ότι η ανθεκτικότητα των θεμελιωδών αρχών της κινηματογραφικής τέχνης δεν έχει να φοβηθεί καμία "φοβερή και τρομερή" τεχνολογική εξέλιξη.
Η ταινία μας επιστρέφει στο 1927, λίγο πριν το Μεγάλο Κραχ, την εποχή που ο κόσμος έβρισκε στις κινηματογραφικές αίθουσες καταφύγιο από την ανέχεια και απόδραση από την μιζέρια. Ο βωβός κινηματογράφος πρόσφερε έναν καταιγισμό από κλισέ μελοδράματα, εξωτικές περιπέτειες και σλάπστικ κωμωδίες, οι σταρ του είχαν φωτογενή τετράγωνα πηγούνια και εξωφρενική έκφραση, ενώ η ζωντανή μουσική της ορχήστρας υπέβαλε τον τόνο του τι έπρεπε να αισθανθείς στην κάθε σκηνή. Με την έλευση του ήχου, η βιομηχανία ανακάλυψε μία νέα προοπτική για ακόμα μεγαλύτερα θεάματα, το κοινό μαγεύτηκε γρήγορα από τη θαυμαστή τεχνολογία, αλλά... ένα κομμάτι μιας παλιομοδίτικης αθωότητας χάθηκε για πάντα.
Παρόλο που ο Χαζαναβίσιους δεν παίρνει παρά θετική θέση στον διάλογο υπέρ της εξέλιξης, είναι αστείο που επιλέγει να σωπάσει για να μας επιβάλει να ακούσουμε τα επιχειρήματά του. Πάει πίσω, για να πάμε μπροστά. Αφαιρεί το χρώμα, βουτά στη νοσταλγία του Old Hollywood, και δανείζεται αναφορές, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο βωβό κινηματογράφο. Σκηνές θυμίζουν έντονα το στήσιμο των πλάνων του «Πολίτη Κέιν», τον αφηγηματικό άξονα του «Τραγουδώντας στη Βροχή», τη δυσοίωνη μουχλιασμένη θλίψη μιας πάλαι ποτέ δόξας που κουβαλούσε η «Λεωφόρος της Δύσης». Ο ίδιος ο ήρωας μοιάζει με υβρίδιο ανάμεσα στο Ροδόλφο Βαλεντίνο, τον Ντάγκλας Φέρμπανκς και τον Τζιν Κέλι. Κι όμως, η μεγάλη έκπληξη είναι ότι ο επάξια βραβευμένος Ζαν Ντιζαρντέν, παίζει με κάθε σχήμα και κλισέ, αλλά κάνει τελικά το ρόλο δικό του. Κι αυτό είναι και το μυστικό της επιτυχίας, όχι μόνο της ερμηνείας του, αλλά της ίδιας της ταινίας. Η φόρμα μπορεί να είναι δανεική από το παρελθόν, αλλά η ουσία της είναι παλλόμενη, φρέσκια, επιτακτική. Η εφευρετικότητα στη σκηνοθεσία, το δαιμονισμένο χιούμορ του σεναρίου, η ενέργεια της εικόνας, η γοητεία της ιστορίας όλα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σύγχρονου σινεμά. Ενός σινεμά που απαιτούμε να έχει κάτι να μας πει. Ακόμα κι αν δεν το κάνει με λέξεις. Ισως η ιδέα μιας ασπρόμαυρης βουβής ταινίας σε εποχές που όλοι μοιάζουν να κοιτάζουν τον κόσμο μέσα από τα 3D γυαλιά τους, να ακούγεται σαν βαρετός αναχρονισμός, ο Χαζαναβίσιους και οι συνεργάτες του, ξέρουν πως να κάνουν σύγχρονο απολαυστικό σινεμά, δίχως να προδώσουν την αληθοφάνεια και το πνεύμα αυτού που θέλουν να πετύχουν. Ασφαλώς και το «The Artist» είναι μια ταινία φτιαγμένη τώρα, για τους θεατές του σήμερα, όμως δεν έχει απλά αντιγράψει πετυχημένα το σινεμά που θέλει να μιμηθεί, αλλά έχει την εξυπνάδα να το κοιτάζει με μια ματιά που είναι μαζί κριτική και νοσταλγική, σεβαστική κι ανατρεπτική.
| |
| |