Το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου φημισμένο για την τέλεια ακουστική του, την απόλυτη αρμονία των μελών του και την πλήρη εναρμόνισή του με το φυσικό τοπίο έχει χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο και ωραιότερο πέτρινο ηχείο του κόσμου. Περνώντας την είσοδο του ιερού του Ασκληπιού και βαδίζοντας αργά-αργά στα χνάρια των μεγάλων τραγικών ποιητών συναντά κανείς, χτισμένο αμφιθεατρικά στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους το εξαιρετικό και περίτεχνο Θέατρο , το καλύτερα σωζόμενο απ’ όλα τα υπόλοιπα της Αρχαίας Ελλάδος.
Σε μια χαράδρα, το 340 π.Χ., ο αργείος αρχιτέκτονας Πολύκλειτος ο Νεότερος έκτισε, σύμφωνα με τον Παυσανία, το θέατρο της Επιδαύρου. Από όλα τα αρχαία θέατρα το θέατρο της Επιδαύρου είναι το ωραιότερο και το καλύτερα διατηρημένο. Προορισμένο για τη διασκέδαση των ασθενών είχε χωρητικότητα 13.000 θεατών. Χωρίζεται σε δύο μέρη. Ένα των 21 σειρών καθισμάτων για το λαό και το κάτω, από 34 σειρές καθισμάτων, για τους ιερείς και τους άρχοντες.Το 395 μ.Χ. οι Γότθοι προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στο χώρο ενώ το 426 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος με διάταγμά του απαγόρευσε τη λειτουργία του Ασκληπιείου, οπότε όλο το ιερό έκλεισε οριστικά. Μετά όμως από 15 σχεδόν αιώνες το μεγάλο αυτό δημιούργημα βγήκε στο φως, από την αρχαιολογική σκαπάνη του αρχαιολόγου Παναγή Καββαδία και της Αρχαιολογικής Εταιρείας που ξεκίνησαν το 1881. Σημαντικό ρόλο στην πορεία των ανασκαφών είχε η αφιλοκερδής προσφορά των κατοίκων του Λυγουριού, οι οποίοι εκτός από την εργασία που προσέφεραν, παραχώρησαν αφιλοκερδώς τα κτήματα τους που βρίσκονταν πλησίον του Αρχαιολογικού χώρου. Ο πρώτος χώρος που αντικρύζει ο επισκέπτης, άμα φτάσει στο ιερό, είναι τα προπύλαια. Τα προπύλαια, που η κατασκευή τους ανάγεται στους μυκηναϊκούς χρόνους, ήταν κτίσμα που το αποτελούσαν δυο στοές με 6 κίονες η καθεμιά. Της μιας ήταν ιωνικού και της άλλης κορινθιακού ρυθμού. Το δεύτερο κτίσμα είναι ο ναός του Ασκληπιού, που το κτίσιμό του κράτησε 5 ολόκληρα χρόνια. Είναι ναός δωρικού ρυθμού μέσα στον οποίον υπήρχε και το κατασκευασμένο από τον Πάριο καλλιτέχνη Θρασυμήδη άγαλμα του θεού. Πίσω ακριβώς από το ναό, βρίσκεται η Θόλος, που ήταν και το περιφημότερο κτίριο του ιερού. Ακολουθούν και άλλα κτίσματα, όπως το άβατο, ο οίκος των ιερέων, οι ναοί για την Άρτεμη, το ιερό του Απόλλωνα και τέλος το θέατρο. Εδώ συναντά κανείς τη γνωστή τριμερή διάρθρωση του αρχαιοελληνικού θεάτρου στην τελειότερή της έκφραση. Το κυρίως θέατρο (κοίλον) αποτελείται από 55 σειρές εδωλίων χωρισμένες σε δύο διαζώματα. Η ορχήστρα διατηρεί το υπέροχο κυκλικό της σχήμα ενώ από τη σκηνή σώζονται μονάχα τα θεμέλια. Στα πλάγια ορθώνονται πυλώνες ιωνικού ρυθμού που συνδέουν τη σκηνή με το κοίλον.
Στη διάρκεια του 20ου αι. άρχισαν αναστηλώσεις προκειμένου να διατηρηθεί το υπέροχο αυτό μνημείο.. Η θαυμάσια ακουστική του, αλλά και η πάρα πολύ καλή κατάσταση στην οποία διατηρείται συντέλεσαν στη δημιουργία του φεστιβάλ Επιδαύρου, θεσμός που έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια. Η πρώτη παράσταση στο θέατρο της Επιδαύρου ήταν η τραγωδία Ηλέκτρα του Σοφοκλή που ανέβηκε το 1938, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με πρωταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού και την Ελένη Παπαδάκη.Οι παραστάσεις σταμάτησαν στην συνέχεια λόγω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Οι θεατρικές παραστάσεις, στο πλαίσιο του οργανωμένου φεστιβάλ, ξεκίνησαν το 1954 και από τον επόμενο χρόνο (1955) καθιερώθηκαν ως ετήσιος θεσμός παρουσίασης του αρχαίου δράματος. Το Φεστιβάλ Επιδαύρου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και διεξάγεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το θέατρο έχει σποραδικά χρησιμοποιηθεί και για να φιλοξενήσει σημαντικές μουσικές εκδηλώσεις. Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου έχουν εμφανιστεί στην Επίδαυρο ορισμένοι από τους μεγαλύτερους Έλληνες και ξένους ηθοποιούς, αλλά και η διάσημη Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας. Κάθε καλοκαίρι μεγάλοι Έλληνες και ξένοι ηθοποιοί καταθέτουν την ψυχή τους στο μεγαλείο αυτού του σπουδαίου χώρου ερμηνεύοντας αρχαίο δράμα κι οδηγούν το θεατή στην «κάθαρση» του αριστοτελικού ορισμού της τραγωδίας.