Ο Γυάλινος Κόσμος The Glass Menagerie, Το Γυάλινο Θηριοτροφείο είναι θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα Τένεσι Ουίλιαμς. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1944 στο θέατρο Σιβίκ του Σικάγου το 1944 και την επόμενη χρονιά στη Νέα Υόρκη (Θέατρο Playhouse, Μάρτιος 1945), όπου κέρδισε το Βραβείο New York Drama Critics Circle Award. Αποτέλεσε τη πρώτη μεγάλη θεατρική επιτυχία του Τένεσι Ουίλιαμς, που καθιερώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς του αιώνα. Πολύ συχνά οι χαρακτήρες των θεατρικών έργων του Τεννεσσή Ουίλλιαμς είναι προεκτάσεις ατόμων της ίδιας του της οικογένειας, και χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι τα πρόσωπα του Γυάλινου κόσμου. Η μητέρα Αμάντα, με τη δήθεν τελειομανία και τη φλυαρία της, ταιριάζει αρκετά με τη μητέρα του συγγραφέα, Εντουίνα. Η κόρη Λώρα, εκ γενετής χωλή, ενδοστρεφής και μόνιμα θλιμμένη, είναι αντίγραφο της αδελφής του Ουίλλιαμς, Ρόουζ, η οποία παρουσίασε από νωρίς σχιζοφρένεια και αργότερα υπεβλήθη σε μετωπιαία λοβοτομή. Ο γιος Τομ, υπάλληλος σε αποθήκη υποδημάτων, με κρυφή νυχτερινή ζωή και αδιαφορία για την οικογένειά του, είναι αναμφισβήτητα ο ίδιος ο συγγραφέας την εποχή που η οικογένεια έζησε στο Σαιντ Λούις και ο νεαρός Ουίλλιαμς εργάστηκε ως υπάλληλος σε αποθήκη υποδημάτων, παράλληλα ανακαλύπτοντας τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις του. Τέλος, ο επισκέπτης Τζιμ Ο' Κόννορ είναι πρόσωπο υπαρκτό και υπήρξε φίλος του νεαρού Τεννεσσή.
.. Μη χειρότερα, Λώρα, κοίτα γύρω σου! Τι βλέπεις; Εκατομμύρια κοινοί άνθρωποι, που όλοι τους γεννηθήκανε κι όλοι τους θα πεθάνουνε! Ποιος απ' αυτούς έχει έστω και το ένα δέκατο απ' τα δικά σου χαρίσματα; Ή τα δικά μου; Ή οποιουδήποτε άλλου; Καθένας έχει κάτι ξεχωριστό. Μερικοί έχουν πολλά.
ΤΖΙΜ ( απευθύνεται στη Λώρα)
Νομίζω ότι ξέρω το πρόβλημα σου: σύμπλεγμα κατωτερότητας! Τι είναι αυτό; Όταν δεν εκτιμάς όσο πρέπει τον εαυτό σου. Το ξέρω γιατί το είχα κι εγώ. Αν και η περίπτωση μου δεν ήτανε τόσο προχωρημένη όσο η δικιά σου. Το είχα κι εγώ, ώσπου άρχισα μαθήματα για εκφωνητής, βελτίωσα τη φωνή μου, και κατάλαβα ότι έχω κλίση στις Επιστήμες. Ως τότε νόμιζα ότι δεν μπορώ να διακριθώ σε κάτι, πως ήμουν ανίκανος για ο,τιδήποτε! Βέβαια, δεν έχω μελετήσει και πολύ το ζήτημα, αλλά ένας φίλος μου λέει ότι ξέρω να κάνω ψυχανάλυση καλύτερα κι από επαγγελματία γιατρό.
Νομίζω ότι ξέρω το πρόβλημα σου: σύμπλεγμα κατωτερότητας! Τι είναι αυτό; Όταν δεν εκτιμάς όσο πρέπει τον εαυτό σου. Το ξέρω γιατί το είχα κι εγώ. Αν και η περίπτωση μου δεν ήτανε τόσο προχωρημένη όσο η δικιά σου. Το είχα κι εγώ, ώσπου άρχισα μαθήματα για εκφωνητής, βελτίωσα τη φωνή μου, και κατάλαβα ότι έχω κλίση στις Επιστήμες. Ως τότε νόμιζα ότι δεν μπορώ να διακριθώ σε κάτι, πως ήμουν ανίκανος για ο,τιδήποτε! Βέβαια, δεν έχω μελετήσει και πολύ το ζήτημα, αλλά ένας φίλος μου λέει ότι ξέρω να κάνω ψυχανάλυση καλύτερα κι από επαγγελματία γιατρό.
Γυάλινος κόσμος
Στο έργο εξιστορείται μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ η ζωή της οικογένειας Γουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα Ο πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει για χρόνια κι εκείνοι ζουν σ' ένα δικό τους "γυάλινο κόσμο". Το πλέον αυτοβιογραφικό έργο του συγγραφέα , αντανακλά την Αμερική του '30 που υπέφερε από τις συνέπειες του κραχ Η μητέρα, μεγαλομανής, έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στο Νότο, ωστόσο τώρα δείχνει την εικόνα της "ξεπεσμένης καλλονής", ένα μοτίβο που επανέρχεται σε πολλά έργα του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, ωστόσο η πραγματικότητα είναι σκληρή. Η Λώρα είναι μια εύθραυστη παρουσία, ανάπηρη στο πόδι, φοβάται τον έξω κόσμο, προτιμώντας τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια και την συλλογή παλιών δίσκων γραμμοφώνου του πατέρα της .Τα γυάλινα παιχνίδια της είναι ένα ασφαλές φανταστικό καταφύγιο. Οι συγκρούσεις του Τομ (που δουλεύει σε μια χαμοδουλειά προκειμένου να συντηρήσει την οικογένεια του) με τη μητέρα του φέρουν το κομμάτι εκείνο της ζωής του Τένεση Ουίλιαμς που αναλωνόταν σε κάποιο εργοστάσιο παπουτσιών μέχρι να βρει το δρόμο του. Φέρουν όμως το κομμάτι του κάθε ονειροπόλου που καταφεύγει στο σκοτάδι όταν το φως, του απαγορεύει να ζήσει τα όνειρα του. Ο πόθος του Τομ να αποδράσει λειτουργεί ενοχικά. Η Λώρα είναι εκείνη που τον ισορροπεί, η μητέρα είναι εκείνη που απαιτεί: ο αδερφός οφείλει πρώτα να βρει ένα γαμπρό για την αδερφή του και μετά να φύγει. Έτσι ο Τομ καλεί τον Τζιμ στο σπίτι. Ολη η οικογένεια στρέφει την ελπίδα της στον Τζιμ, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο έχει ένα σύντομο φλερτ στο παρελθόν η Λώρα. Ωστόσο, τα πάντα γκρεμίζονται, καθώς εκείνος διαλύει τις αυταπάτες τους κι έτσι επανέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα. Η έλευση του φίλου κάνει πανευτυχή την Αμάντα. Η υπόσταση της λαμβάνει νόημα και πάλι. Όταν η Λώρα συνειδητοποιεί ότι ο καλεσμένος είναι ο εφηβικός της έρωτας, φοβάται να παρουσιαστεί. Τούτο φυσικά προκαλεί την άγρια αντίδραση της μητέρας. Ο Τομ αποκαλύπτει στον Τζιμ ότι έβγαλε ναυτικό δελτίο για να φύγει αντί να πληρώσει το ρεύμα. Όταν τα φώτα σβήνουν μένουν μόνοι τους ο Τζιμ και η Λώρα. Τότε ο Τζιμ θυμάται τη Λώρα και τη φλερτάρει, κάνοντας την να αισθανθεί για πρώτη φορά ευτυχισμένη και απαλλαγμένη από τις φοβίες της. Όμως στο τέλος της αποκαλύπτει τον πραγματικό του έρωτα με μια άλλη κοπέλα, που του έδωσε δύναμη να αλλάξει και να ξεπεράσει τις δικές του φοβίες. Μετά από αυτό ο Τζιμ αποχωρεί αφήνοντας σύξυλη την Αμάντα και απαρηγόρητη τη Λώρα. Η μητέρα κατηγορεί τον Τομ για την άγνοια του. Το έργο τελειώνει με την πραγματοποίηση του ονείρου του Τομ να δραπετεύσει, να ζήσει μια καινούργια ζωή.
Ο Γυάλινος Κόσμος στην ουσία, περιγράφει την ίδια την οικογένεια του συγγραφέα. Ο πατέρας του, μια αυστηρή πατριαρχική φιγούρα, τον θεωρούσε ουσιαστικά "απόντα" λόγω της δουλειάς του. Ο Τομ του έργου είναι ο ίδιος ο συγγραφέας (το πραγματικό μικρό όνομα του Ουίλλιαμς ήταν Τόμας), η Αμάντα είναι η μητέρα του, μια αριστοκρατική γυναίκα, ωστόσο υπερπροστατευτική, αλλά κυρίως έχει επηρεαστεί από την αδερφή του, Ρόουζ. Η Ρόουζ είναι η έμπνευση για τη Λώρα, καθώς - όπως είπαμε - η ίδια έπασχε από σχιζοφρένεια κι είχε υποβληθεί σε λοβοτομή, με αποτέλεσμα να μείνει σχεδόν ανάπηρη για το υπόλοιπο της ζωής της. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μάριος Πλωρίτης, "Οι χαρακτήρες του γυάλινου κόσμου δεν σβήνουν μαζί με το έργο. Προεκτείνονται στα κατοπινά έργα του Ουίλλιαμς." Ουσιαστικά σε όλα τα έργα του Ουίλλιαμς υπάρχει ένας βασικός χαρακτήρας, μία βασική κατάσταση: ο άνθρωπος (η γυναίκα κυριότατα), που ανήμπορος να πλάσει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα όνειρά του και μη αντέχοντας τη θλιβερότητά της, γλιστράει στη φαντασία για να βρει μιαν υπνωτική λύτρωση."
Στο έργο εξιστορείται μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ η ζωή της οικογένειας Γουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα Ο πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει για χρόνια κι εκείνοι ζουν σ' ένα δικό τους "γυάλινο κόσμο". Το πλέον αυτοβιογραφικό έργο του συγγραφέα , αντανακλά την Αμερική του '30 που υπέφερε από τις συνέπειες του κραχ Η μητέρα, μεγαλομανής, έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στο Νότο, ωστόσο τώρα δείχνει την εικόνα της "ξεπεσμένης καλλονής", ένα μοτίβο που επανέρχεται σε πολλά έργα του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, ωστόσο η πραγματικότητα είναι σκληρή. Η Λώρα είναι μια εύθραυστη παρουσία, ανάπηρη στο πόδι, φοβάται τον έξω κόσμο, προτιμώντας τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια και την συλλογή παλιών δίσκων γραμμοφώνου του πατέρα της .Τα γυάλινα παιχνίδια της είναι ένα ασφαλές φανταστικό καταφύγιο. Οι συγκρούσεις του Τομ (που δουλεύει σε μια χαμοδουλειά προκειμένου να συντηρήσει την οικογένεια του) με τη μητέρα του φέρουν το κομμάτι εκείνο της ζωής του Τένεση Ουίλιαμς που αναλωνόταν σε κάποιο εργοστάσιο παπουτσιών μέχρι να βρει το δρόμο του. Φέρουν όμως το κομμάτι του κάθε ονειροπόλου που καταφεύγει στο σκοτάδι όταν το φως, του απαγορεύει να ζήσει τα όνειρα του. Ο πόθος του Τομ να αποδράσει λειτουργεί ενοχικά. Η Λώρα είναι εκείνη που τον ισορροπεί, η μητέρα είναι εκείνη που απαιτεί: ο αδερφός οφείλει πρώτα να βρει ένα γαμπρό για την αδερφή του και μετά να φύγει. Έτσι ο Τομ καλεί τον Τζιμ στο σπίτι. Ολη η οικογένεια στρέφει την ελπίδα της στον Τζιμ, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο έχει ένα σύντομο φλερτ στο παρελθόν η Λώρα. Ωστόσο, τα πάντα γκρεμίζονται, καθώς εκείνος διαλύει τις αυταπάτες τους κι έτσι επανέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα. Η έλευση του φίλου κάνει πανευτυχή την Αμάντα. Η υπόσταση της λαμβάνει νόημα και πάλι. Όταν η Λώρα συνειδητοποιεί ότι ο καλεσμένος είναι ο εφηβικός της έρωτας, φοβάται να παρουσιαστεί. Τούτο φυσικά προκαλεί την άγρια αντίδραση της μητέρας. Ο Τομ αποκαλύπτει στον Τζιμ ότι έβγαλε ναυτικό δελτίο για να φύγει αντί να πληρώσει το ρεύμα. Όταν τα φώτα σβήνουν μένουν μόνοι τους ο Τζιμ και η Λώρα. Τότε ο Τζιμ θυμάται τη Λώρα και τη φλερτάρει, κάνοντας την να αισθανθεί για πρώτη φορά ευτυχισμένη και απαλλαγμένη από τις φοβίες της. Όμως στο τέλος της αποκαλύπτει τον πραγματικό του έρωτα με μια άλλη κοπέλα, που του έδωσε δύναμη να αλλάξει και να ξεπεράσει τις δικές του φοβίες. Μετά από αυτό ο Τζιμ αποχωρεί αφήνοντας σύξυλη την Αμάντα και απαρηγόρητη τη Λώρα. Η μητέρα κατηγορεί τον Τομ για την άγνοια του. Το έργο τελειώνει με την πραγματοποίηση του ονείρου του Τομ να δραπετεύσει, να ζήσει μια καινούργια ζωή.
Ο Γυάλινος Κόσμος στην ουσία, περιγράφει την ίδια την οικογένεια του συγγραφέα. Ο πατέρας του, μια αυστηρή πατριαρχική φιγούρα, τον θεωρούσε ουσιαστικά "απόντα" λόγω της δουλειάς του. Ο Τομ του έργου είναι ο ίδιος ο συγγραφέας (το πραγματικό μικρό όνομα του Ουίλλιαμς ήταν Τόμας), η Αμάντα είναι η μητέρα του, μια αριστοκρατική γυναίκα, ωστόσο υπερπροστατευτική, αλλά κυρίως έχει επηρεαστεί από την αδερφή του, Ρόουζ. Η Ρόουζ είναι η έμπνευση για τη Λώρα, καθώς - όπως είπαμε - η ίδια έπασχε από σχιζοφρένεια κι είχε υποβληθεί σε λοβοτομή, με αποτέλεσμα να μείνει σχεδόν ανάπηρη για το υπόλοιπο της ζωής της. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μάριος Πλωρίτης, "Οι χαρακτήρες του γυάλινου κόσμου δεν σβήνουν μαζί με το έργο. Προεκτείνονται στα κατοπινά έργα του Ουίλλιαμς." Ουσιαστικά σε όλα τα έργα του Ουίλλιαμς υπάρχει ένας βασικός χαρακτήρας, μία βασική κατάσταση: ο άνθρωπος (η γυναίκα κυριότατα), που ανήμπορος να πλάσει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα όνειρά του και μη αντέχοντας τη θλιβερότητά της, γλιστράει στη φαντασία για να βρει μιαν υπνωτική λύτρωση."
Το έργο σκιαγραφεί τη διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων να καταφεύγουν σε ψευδαισθήσεις, στην απομόνωση ή στην τέχνη πλάθοντας «έναν γυάλινο, εύθραυστο κόσμο» προκειμένου να αντέξουν τη σκληρή πραγματικότητα που τους συνθλίβει.