Η ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 20ου αιώνα που σφράγισαν την νίκη των συμμάχων κατά του Άξονα. Η χρήση αυτού του όπλου θεωρήθηκε απαραίτητη από τις ΗΠΑ για την αποφυγή μεγάλης στρατιωτικής απόβασης με πολλούς νεκρούς καθώς και ο μόνος ικανός δρόμος να πεισθεί ο αντίπαλος σε άνευ όρων παράδοση. Οδήγησε στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την παράδοση της Ιαπωνίας λίγες μέρες αργότερα. Η χρήση όπλων μαζικής καταστροφής με τέτοιες τρομακτικές συνέπειες δημιουργεί μέχρι σήμερα ερωτηματικά διαφωνίες και συζητήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συγκεκριμένη επίθεση αναφέρεται συχνά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
H εντολή ήταν σαφής. H ταυτόχρονη ρίψη στην Ευρώπη και τον Ειρηνικό, λόγω του προβλήματος μυστικότητας, δεν μπορούσες να ρίξεις σε ένα σημείο του πλανήτη, χωρίς να ρίξεις σε κάποιο άλλο. Παράλληλα, ο στρατηγός με προειδοποίησε: «Πολ, πρόσεχε πώς θα χειριστείς αυτήν την ευθύνη, γιατί αν έχεις επιτυχία, όλοι θα σε αποκαλέσουν ήρωα. Και αν αποτύχεις, ενδέχεται να καταλήξεις στη φυλακή». Το 1948, στο Οβάλ Γραφείο, ο Τρούμαν με κοίταξε δέκα δευτερόλεπτα, χωρίς να πει τίποτα. Κατόπιν με ρώτησε: «Τι πιστεύεις;». Εγώ απάντησα: «Κύριε πρόεδρε, πιστεύω ότι έκανα ότι μου είπαν». Χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο και πρόσθεσε: «Φυσικά και έκανες το σωστό κι εγώ σε έστειλα. Αν αντιμετωπίσεις ποτέ πρόβλημα για αυτό, να τους παραπέμψεις σε μένα».Πωλ Τίμπετς πιλότος του Ενόλα Γκέι .
Η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι:
Η ντροπή του πολιτισμένου κόσμου
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ είχε φροντίσει να τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητές του, πριν να πεθάνει. Κυρίως, εκείνες που αφορούσαν τους ανοιχτούς ακόμα λογαριασμούς με τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. «Θα επαναφέρουμε την Ιαπωνία στη λίθινη εποχή», είχε πει στις 10 Μαρτίου του 1945 ο στρατηγός Κέρτις Λε Μέι, καμαρώνοντας για το αποτέλεσμα του εγχειρήματός του. Την ίδια εκείνη ημέρα, 334 αμερικανικά βομβαρδιστικά Β - 29 απογειώθηκαν από τις Μαριάνες και άδειασαν 2000 εμπρηστικές βόμβες πάνω στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες του Τόκιο. Τα σπίτια από ξύλο και χαρτί άρπαξαν αμέσως φωτιά: 83.793 άμαχοι Ιάπωνες νεκροί από εγκαύματα κι άλλοι 17.000 πνιγμένοι, καθώς ρίχτηκαν αλλόφρονες στα κανάλια να σωθούν, ο απολογισμός. Κι ακόμα, 267.711 τα καμένα σπίτια. Οι Μαριάνες όμως απέχουν 1000 μίλια από την Ιαπωνία. Η αμερικανική αεροπορία ζητούσε κάτι που να βρίσκεται πιο κοντά. Κι αυτό το «κάτι» ήταν η Ιβοζίμα, μια ασήμαντη κουκίδα στον χάρτη, στα νοτιοδυτικά της Ιαπωνίας.
Ο Αμερικανός ναύαρχος Νίμιτς πίστευε πως θα χρειαζόταν τέσσερις μέρες για να πάρει το νησί. Όμως, ο υπερασπιστής της Κουριμπαγιάσι είχε μετατρέψει τις σπηλιές σε συνδεόμενα με υπόγειες στοές χαρακώματα κι είχε επιλέξει το Σουριμπάχ για την τελική άμυνα. Η αμερικανική απόβαση είχε ξεκινήσει από τις 19 Φεβρουαρίου του 1945. Οι μάχες τέλειωσαν στις 16 Μαρτίου του 1945, ακριβώς 25 μέρες μετά την απόβαση. Ο απολογισμός ήταν φοβερός: Μόλις 216 Ιάπωνες αιχμάλωτοι και 23.703 νεκροί. Πάνω από 6.000 πεζοναύτες και 881 θύματα των καμικάζι, στο ναυτικό, οι αμερικανικές απώλειες. Για μια ξέρα μικρότερη από 32.000 στρέμματα γης. Στον Ειρηνικό, η Ιαπωνία συνέχιζε τον πόλεμο μόνη. Από το Πότσδαμ, όπου βρισκόταν, ο Χάρι Τρούμαν της έστειλε τελεσίγραφο να παραδοθεί «άνευ όρων». Στις 29, έφτασε η απάντηση: Η Ιαπωνία «αγνοεί» το τελεσίγραφο. Στη διπλωματική γλώσσα, «αγνοώ» σημαίνει «δεν απορρίπτω αλλά περιμένω καλύτερους όρους». Η ανταπάντηση θα ήταν μια ακόμα τρομακτική μαζική δολοφονία.
Όμως, τέσσερις μήνες και δέκα μέρες αργότερα, από αυτή την ξέρα θα απογειωνόταν το Ένολα Γκέι με κατεύθυνση τη Χιροσίμα. Νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου, σε ένα ερημικό οροπέδιο του Νέου Μεξικού, ο στρατηγός Τόμας Φάρελ έδινε διαταγή να διοχετευτεί το πλουτώνιο στην πρώτη ατομική βόμβα. Η διαδικασία κράτησε όλη νύχτα. Στη 1.37’ τη νύχτα 5 προς 6 Αυγούστου, από τη βάση της Ιβοζίμα, απογειώθηκαν τρία ανιχνευτικά αεροπλάνα. Δε συνάντησαν εμπόδιο. Μισή ώρα αργότερα, απογειώθηκε το βομβαρδιστικό Β-29 με πιλότο τον αξιωματικό Πολ Τίμπετς. Eίχε βαφτίσει το αεροπλάνο Ένολα Γκέι, το όνομα της μάνας του. Πέταξε στα 6.000 πόδια και, στις 6.40’, ανέβηκε στα 30.000. Στις 8.11’, έφτασε πάνω από την ιαπωνική πόλη Χιροσίμα. Περισσότεροι από 340.000 άμαχοι ζούσαν εκεί. Δυόμισι λεπτά αργότερα, στις 8.13'.30'', ο πιλότος έδινε το σύνθημα. Στις 8.15', η βόμβα εγκατέλειψε το Β-29 που απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Η ντροπή του πολιτισμένου κόσμου
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ είχε φροντίσει να τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητές του, πριν να πεθάνει. Κυρίως, εκείνες που αφορούσαν τους ανοιχτούς ακόμα λογαριασμούς με τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. «Θα επαναφέρουμε την Ιαπωνία στη λίθινη εποχή», είχε πει στις 10 Μαρτίου του 1945 ο στρατηγός Κέρτις Λε Μέι, καμαρώνοντας για το αποτέλεσμα του εγχειρήματός του. Την ίδια εκείνη ημέρα, 334 αμερικανικά βομβαρδιστικά Β - 29 απογειώθηκαν από τις Μαριάνες και άδειασαν 2000 εμπρηστικές βόμβες πάνω στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες του Τόκιο. Τα σπίτια από ξύλο και χαρτί άρπαξαν αμέσως φωτιά: 83.793 άμαχοι Ιάπωνες νεκροί από εγκαύματα κι άλλοι 17.000 πνιγμένοι, καθώς ρίχτηκαν αλλόφρονες στα κανάλια να σωθούν, ο απολογισμός. Κι ακόμα, 267.711 τα καμένα σπίτια. Οι Μαριάνες όμως απέχουν 1000 μίλια από την Ιαπωνία. Η αμερικανική αεροπορία ζητούσε κάτι που να βρίσκεται πιο κοντά. Κι αυτό το «κάτι» ήταν η Ιβοζίμα, μια ασήμαντη κουκίδα στον χάρτη, στα νοτιοδυτικά της Ιαπωνίας.
Ο Αμερικανός ναύαρχος Νίμιτς πίστευε πως θα χρειαζόταν τέσσερις μέρες για να πάρει το νησί. Όμως, ο υπερασπιστής της Κουριμπαγιάσι είχε μετατρέψει τις σπηλιές σε συνδεόμενα με υπόγειες στοές χαρακώματα κι είχε επιλέξει το Σουριμπάχ για την τελική άμυνα. Η αμερικανική απόβαση είχε ξεκινήσει από τις 19 Φεβρουαρίου του 1945. Οι μάχες τέλειωσαν στις 16 Μαρτίου του 1945, ακριβώς 25 μέρες μετά την απόβαση. Ο απολογισμός ήταν φοβερός: Μόλις 216 Ιάπωνες αιχμάλωτοι και 23.703 νεκροί. Πάνω από 6.000 πεζοναύτες και 881 θύματα των καμικάζι, στο ναυτικό, οι αμερικανικές απώλειες. Για μια ξέρα μικρότερη από 32.000 στρέμματα γης. Στον Ειρηνικό, η Ιαπωνία συνέχιζε τον πόλεμο μόνη. Από το Πότσδαμ, όπου βρισκόταν, ο Χάρι Τρούμαν της έστειλε τελεσίγραφο να παραδοθεί «άνευ όρων». Στις 29, έφτασε η απάντηση: Η Ιαπωνία «αγνοεί» το τελεσίγραφο. Στη διπλωματική γλώσσα, «αγνοώ» σημαίνει «δεν απορρίπτω αλλά περιμένω καλύτερους όρους». Η ανταπάντηση θα ήταν μια ακόμα τρομακτική μαζική δολοφονία.
Όμως, τέσσερις μήνες και δέκα μέρες αργότερα, από αυτή την ξέρα θα απογειωνόταν το Ένολα Γκέι με κατεύθυνση τη Χιροσίμα. Νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου, σε ένα ερημικό οροπέδιο του Νέου Μεξικού, ο στρατηγός Τόμας Φάρελ έδινε διαταγή να διοχετευτεί το πλουτώνιο στην πρώτη ατομική βόμβα. Η διαδικασία κράτησε όλη νύχτα. Στη 1.37’ τη νύχτα 5 προς 6 Αυγούστου, από τη βάση της Ιβοζίμα, απογειώθηκαν τρία ανιχνευτικά αεροπλάνα. Δε συνάντησαν εμπόδιο. Μισή ώρα αργότερα, απογειώθηκε το βομβαρδιστικό Β-29 με πιλότο τον αξιωματικό Πολ Τίμπετς. Eίχε βαφτίσει το αεροπλάνο Ένολα Γκέι, το όνομα της μάνας του. Πέταξε στα 6.000 πόδια και, στις 6.40’, ανέβηκε στα 30.000. Στις 8.11’, έφτασε πάνω από την ιαπωνική πόλη Χιροσίμα. Περισσότεροι από 340.000 άμαχοι ζούσαν εκεί. Δυόμισι λεπτά αργότερα, στις 8.13'.30'', ο πιλότος έδινε το σύνθημα. Στις 8.15', η βόμβα εγκατέλειψε το Β-29 που απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Η βόμβα στη Χιροσίμα
Στις 8.15’.45’’ το πρωί, στις 6 Αυγούστου του 1945, στα 600 πόδια από το έδαφος της Χιροσίμα, έγινε η έκρηξη: Μια τρομερή αστραπή κι ένα τεράστιο κόκκινο μανιτάρι έκαναν τους όπου γης Αμερικανούς να ξεσπάσουν σ’ έναν ξέφρενο ενθουσιασμό. Η πανηγυρική ανακοίνωση του Χάρι Τρούμαν γνωστοποιούσε στην υφήλιο ότι ο άνθρωπος μπήκε στην ατομική εποχή. Και μπήκε θριαμβευτικά: Μ’ έναν πύρινο κυκλώνα, που σάρωσε την πόλη και γκρέμισε τα 30.000 από τα 60.000 κτίριά της. Με 70.000 πτώματα την πρώτη στιγμή. Και 14.000 εξαφανισμένους, καθώς από την έκρηξη άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Και με άλλους 75.000, που έκαναν συμβόλαιο με τον Χάρο, καθώς τραυματίστηκαν τότε και πέθαναν αργότερα. Κι ο θάνατος θα πλανιόταν για χρόνια με τη ραδιενέργεια να δρα αθέατη και ύπουλη, προσθέτοντας κι άλλα θύματα, σε άγνωστο αριθμό. Από την πόλη διασώθηκε μόνον ο θόλος (από μπετόν) και ο σκελετός του κτιρίου που τον στήριζε. Πριν την έκρηξη αυτό ήταν το κτίριο που στέγαζε την "Εμπορική Έκθεση της Περιφέρειας της Χιροσίμα". Ο θόλος υπάρχει και σήμερα, όπως ακριβώς απέμεινε μετά την έκρηξη, και έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.Μια τρομακτική έκρηξη ακολούθησε. Η σιδερένια σκαλωσιά εξαφανίστηκε. Το έδαφος χαμήλωσε μισό μέτρο. Υαλοποιήθηκε. Κίτρινες πύρινες λάμψεις εκτύφλωσαν όποιον κοιτούσε. Έπειτα, υψώθηκε το τεράστιο μανιτάρι του θανάτου. Το πείραμα είχε πετύχει. Κι όλα αυτά, με εκπληκτική οικονομία, σε σχέση με το πλήγμα της 10ης Μαρτίου. Ένα αεροπλάνο με μια μόνο βόμβα κατάφερε να σκοτώσει διπλάσιους από όσους, τότε, 334 βομβαρδιστικά με 2000 βόμβες. Η Ιαπωνία ζούσε μέσα στη φρίκη και τη σύγχυση. Οι ειδήσεις από τη Χιροσίμα ήταν ανατριχιαστικές. Ο αυτοκράτορας Χιροχίτο κάλεσε συμβούλιο για τις 8 του μήνα. Το ίδιο βράδυ, ο Ιάπωνας πρεσβευτής στη Μόσχα έπαιρνε μια διακοίνωση: «Η Σοβιετική Ένωση κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας». Ενώ τα σοβιετικά στρατεύματα προέλαυναν στη Μαντζουρία, νέο συμβούλιο ορίστηκε για τις 9 Αυγούστου, στο Τόκιο. Τα γεγονότα το πρόλαβαν.
Στις 8.15’.45’’ το πρωί, στις 6 Αυγούστου του 1945, στα 600 πόδια από το έδαφος της Χιροσίμα, έγινε η έκρηξη: Μια τρομερή αστραπή κι ένα τεράστιο κόκκινο μανιτάρι έκαναν τους όπου γης Αμερικανούς να ξεσπάσουν σ’ έναν ξέφρενο ενθουσιασμό. Η πανηγυρική ανακοίνωση του Χάρι Τρούμαν γνωστοποιούσε στην υφήλιο ότι ο άνθρωπος μπήκε στην ατομική εποχή. Και μπήκε θριαμβευτικά: Μ’ έναν πύρινο κυκλώνα, που σάρωσε την πόλη και γκρέμισε τα 30.000 από τα 60.000 κτίριά της. Με 70.000 πτώματα την πρώτη στιγμή. Και 14.000 εξαφανισμένους, καθώς από την έκρηξη άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Και με άλλους 75.000, που έκαναν συμβόλαιο με τον Χάρο, καθώς τραυματίστηκαν τότε και πέθαναν αργότερα. Κι ο θάνατος θα πλανιόταν για χρόνια με τη ραδιενέργεια να δρα αθέατη και ύπουλη, προσθέτοντας κι άλλα θύματα, σε άγνωστο αριθμό. Από την πόλη διασώθηκε μόνον ο θόλος (από μπετόν) και ο σκελετός του κτιρίου που τον στήριζε. Πριν την έκρηξη αυτό ήταν το κτίριο που στέγαζε την "Εμπορική Έκθεση της Περιφέρειας της Χιροσίμα". Ο θόλος υπάρχει και σήμερα, όπως ακριβώς απέμεινε μετά την έκρηξη, και έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.Μια τρομακτική έκρηξη ακολούθησε. Η σιδερένια σκαλωσιά εξαφανίστηκε. Το έδαφος χαμήλωσε μισό μέτρο. Υαλοποιήθηκε. Κίτρινες πύρινες λάμψεις εκτύφλωσαν όποιον κοιτούσε. Έπειτα, υψώθηκε το τεράστιο μανιτάρι του θανάτου. Το πείραμα είχε πετύχει. Κι όλα αυτά, με εκπληκτική οικονομία, σε σχέση με το πλήγμα της 10ης Μαρτίου. Ένα αεροπλάνο με μια μόνο βόμβα κατάφερε να σκοτώσει διπλάσιους από όσους, τότε, 334 βομβαρδιστικά με 2000 βόμβες. Η Ιαπωνία ζούσε μέσα στη φρίκη και τη σύγχυση. Οι ειδήσεις από τη Χιροσίμα ήταν ανατριχιαστικές. Ο αυτοκράτορας Χιροχίτο κάλεσε συμβούλιο για τις 8 του μήνα. Το ίδιο βράδυ, ο Ιάπωνας πρεσβευτής στη Μόσχα έπαιρνε μια διακοίνωση: «Η Σοβιετική Ένωση κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας». Ενώ τα σοβιετικά στρατεύματα προέλαυναν στη Μαντζουρία, νέο συμβούλιο ορίστηκε για τις 9 Αυγούστου, στο Τόκιο. Τα γεγονότα το πρόλαβαν.
Η βόμβα στο Ναγκασάκι
Ξημερώματα, 9 του μήνα, το Β-29 απογειώθηκε γι’ άλλη μια φορά. Κουβαλούσε μιαν ακόμη ατομική βόμβα, την τελευταία που διέθεταν οι Αμερικανοί. Έφτασε στο νησί Κίο Σου, πάνω από την πόλη Κοκούρα. Εκεί, οι κάτοικοι αριθμούσαν ένα εκατομμύριο ψυχές. Αρχικός στόχος ήταν aυτή η ιαπωνική πόλη , επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον "αναπληρωματικό" στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, ώσπου να μάθουν πως τους γλίτωσε η συννεφιά εκείνης της ημέρας. Το Β-29 συνέχισε την πτήση του και, λίγη ώρα αργότερα, βρέθηκε πάνω από το Ναγκασάκι, πόλη βιομηχανική με 250.000 κατοίκους. Εκεί, υπήρχε ορατότητα. Η βόμβα ρίχτηκε, ενώ το Β-29 μόλις πρόλαβε ν’ απομακρυνθεί μισοκατεστραμμένο. Οι λόφοι στο Ναγκασάκι, εμπόδισαν το μανιτάρι του θανάτου ν’ απλωθεί. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως γόμωση το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο "Fat Man" (χοντρός) στο εργαστήριο κατασκευής της. Η έκρηξη ήταν ακόμη σφοδρότερη, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της στο έδαφος ήταν λιγότερο καταστροφικά από αυτά της βόμβας στη Χιροσίμα αν και οι συνέπειες της ραδιενέργειας ήταν εξίσου θανατηφόρες. Οι επιτόπου νεκροί «περιορίστηκαν» στους 40.000. Πολλές χιλιάδες έμελλε να πεθάνουν τα επόμενα χρόνια. Η πόλη μεταβλήθηκε σε ερείπια.
Ξημερώματα, 9 του μήνα, το Β-29 απογειώθηκε γι’ άλλη μια φορά. Κουβαλούσε μιαν ακόμη ατομική βόμβα, την τελευταία που διέθεταν οι Αμερικανοί. Έφτασε στο νησί Κίο Σου, πάνω από την πόλη Κοκούρα. Εκεί, οι κάτοικοι αριθμούσαν ένα εκατομμύριο ψυχές. Αρχικός στόχος ήταν aυτή η ιαπωνική πόλη , επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον "αναπληρωματικό" στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, ώσπου να μάθουν πως τους γλίτωσε η συννεφιά εκείνης της ημέρας. Το Β-29 συνέχισε την πτήση του και, λίγη ώρα αργότερα, βρέθηκε πάνω από το Ναγκασάκι, πόλη βιομηχανική με 250.000 κατοίκους. Εκεί, υπήρχε ορατότητα. Η βόμβα ρίχτηκε, ενώ το Β-29 μόλις πρόλαβε ν’ απομακρυνθεί μισοκατεστραμμένο. Οι λόφοι στο Ναγκασάκι, εμπόδισαν το μανιτάρι του θανάτου ν’ απλωθεί. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως γόμωση το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο "Fat Man" (χοντρός) στο εργαστήριο κατασκευής της. Η έκρηξη ήταν ακόμη σφοδρότερη, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της στο έδαφος ήταν λιγότερο καταστροφικά από αυτά της βόμβας στη Χιροσίμα αν και οι συνέπειες της ραδιενέργειας ήταν εξίσου θανατηφόρες. Οι επιτόπου νεκροί «περιορίστηκαν» στους 40.000. Πολλές χιλιάδες έμελλε να πεθάνουν τα επόμενα χρόνια. Η πόλη μεταβλήθηκε σε ερείπια.
Τα κρεματόρια των ναζί έσβησαν την ανάμνηση της ντροπής στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία "αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές". Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο στο θέατρο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις ομως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Ο εκβιασμός αυτός των λαών της γης, φάνηκε ξεκάθαρα μέσα απο τον λόγο του Χάρυ Τρούμαν, μερικές ώρες μετά την ρήψη της ατομικής βόμβας .....
«Ατομική βόμβα, βόμβα συνδυασμένη με τη βασικήν δύναμιν του σύμπαντος, τη δύναμιν εκ της οποίας και ο ήλιος αντλεί την ιδικήν του, εξαπελύθη εναντίον εκείνων που έφεραν τον πόλεμον εις την Απω Ανατολήν... Εδαπανήσαμεν 2.000 εκατομμύρια δολάρια διά την πρωτοφανούς μεγέθους εις την ιστορίαν επιστημονικήν αυτήν κερδοσκοπίαν και ενικήσαμεν... Θα προβώ εις περαιτέρω μελέτας και θ' απευθύνω και άλλας συστάσεις προς το Κογκρέσον ως προς τον τρόπον καθ' ον η ατομική δύναμις θα αποβή μέσον πανίσχυρον και αναγκαστικής επιδράσεως προς διατήρησιν της παγκοσμίου ειρήνης». Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90,000-166,000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα. Οι δυο βόμβες είχαν κατασκευαστεί στα πλαίσια του Σχεδίου Μανχάταν, του αμερικανικού προγράμματος για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Το πρόγραμμα ήταν σε λειτουργία όταν έπεσαν οι βόμβες και είχε και άλλες σχεδόν έτοιμες, στα τελευταία στάδια συναρμολόγησης. Υπήρξε η πρόταση από Αμερικανούς επιτελείς να εκτελεστούν κι άλλοι ατομικοί βομβαρδισμοί της Ιαπωνίας· είναι άγνωστο όμως αν κάτι τέτοιο τελικά θα συνέβαινε, καθώς η Ιαπωνία παραδόθηκε στους συμμάχους στις 15 Αυγούστου 1945, δυο μέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής της επόμενης βόμβας. Υπέγραψε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει. Τον πολιτισμένο κόσμο απασχολούσε η κάθαρση. Τα κρεματόρια των ναζί έσβησαν την ανάμνηση της ντροπής στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία "αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές". Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο στο θέατρο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις ομως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Ο εκβιασμός αυτός των λαών της γης, φάνηκε ξεκάθαρα μέσα απο τον λόγο του Χάρυ Τρούμαν, μερικές ώρες μετά την ρήψη της ατομικής βόμβας .....
«Ατομική βόμβα, βόμβα συνδυασμένη με τη βασικήν δύναμιν του σύμπαντος, τη δύναμιν εκ της οποίας και ο ήλιος αντλεί την ιδικήν του, εξαπελύθη εναντίον εκείνων που έφεραν τον πόλεμον εις την Απω Ανατολήν... Εδαπανήσαμεν 2.000 εκατομμύρια δολάρια διά την πρωτοφανούς μεγέθους εις την ιστορίαν επιστημονικήν αυτήν κερδοσκοπίαν και ενικήσαμεν... Θα προβώ εις περαιτέρω μελέτας και θ' απευθύνω και άλλας συστάσεις προς το Κογκρέσον ως προς τον τρόπον καθ' ον η ατομική δύναμις θα αποβή μέσον πανίσχυρον και αναγκαστικής επιδράσεως προς διατήρησιν της παγκοσμίου ειρήνης». Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90,000-166,000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα. Οι δυο βόμβες είχαν κατασκευαστεί στα πλαίσια του Σχεδίου Μανχάταν, του αμερικανικού προγράμματος για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Το πρόγραμμα ήταν σε λειτουργία όταν έπεσαν οι βόμβες και είχε και άλλες σχεδόν έτοιμες, στα τελευταία στάδια συναρμολόγησης. Υπήρξε η πρόταση από Αμερικανούς επιτελείς να εκτελεστούν κι άλλοι ατομικοί βομβαρδισμοί της Ιαπωνίας· είναι άγνωστο όμως αν κάτι τέτοιο τελικά θα συνέβαινε, καθώς η Ιαπωνία παραδόθηκε στους συμμάχους στις 15 Αυγούστου 1945, δυο μέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής της επόμενης βόμβας. Υπέγραψε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει. Τον πολιτισμένο κόσμο απασχολούσε η κάθαρση. Τα κρεματόρια των ναζί έσβησαν την ανάμνηση της ντροπής στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Οι πιλότοι των βομβαρδιστικών
Κυκλοφόρησε (στην αγγλική γλώσσα) το βιβλίο των Jonathan Mayo και Emma Craigie που αποκαλύπτει λεπτό προς λεπτό την επιχείρηση που αφάνισε τη Χιροσίμα. Περιγράφουν όχι μόνο την καταστροφή αλλά και την αντίδραση των Αμερικανών αξιωματούχων για την επιχείρηση, τα συναισθήματα του πληρώματος, και ταυτόχρονα τη ζωή στη Χιροσίμα μέσα από μαρτυρίες των επιζώντων. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο σμήναρχος Πολ Τίμπετς, ο οποίος πέταξε το βομβαρδιστικό τύπου B29 .
- Ενημέρωση του πληρώματος από τον αντισυνταγματάρχη Paul Tibbets: «Ξέρετε τι πρόκειται να κάνουμε σήμερα; Έχουμε μία επιχείρηση βομβαρδισμού αλλά είναι λίγο ιδιαίτερη». Το μέλος του πληρώματος Bob Caron απαντά, «Δεν θα έπρεπε να παίζουμε με την ατομική βόμβα σήμερα, έτσι δεν είναι;» Ο 27χρονος συγκυβερνήτης Robert A. Lewis κρατούσε σημειώσεις κάτι σαν ημερολόγιο ή γράμμα στους γονείς του. «Αγαπητοί μαμά και μπαμπά, όλα πήγαν καλά κατά την απογείωση…» 6.30 Ο lewis γράφει, είναι περίεργο να ξέρεις ότι αυτό το πράγμα είναι πίσω σου. 8.15 και 15 δευτερόλεπτα η βόμβα πέφτει. 8.16 και 2 δευτερόλεπτα η βόμβα εκρήγνυται. Περίπου 100.000 άνθρωποι σκοτώνονται ακαριαία. Ένα μαύρο σύννεφο ανεβαίνει, όπως γράφει ο Tibbets «ήταν μαύρο σαν διάολος» και λέει στο πλήρωμα, μόλις ρίξατε την πρώτη ατομική βόμβα στην ιστορία. Τα νέα έφθασαν στη βάση από την οποία ξεκίνησε το αεροπλάνο και ξεκινούν οι πανηγυρισμοί, μοιράζονται σε όλους δωρεάν μπύρες. 01.00 (ώρα Ουάσιγκτον) Ο πρόεδρος Τρούμαν αναφωνεί «Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην ιστορία»....Όπως εξομολογούνταν αργότερα στις συνεντεύξεις του, ο πιλότος του Enola Gay, του αεροσκάφους Β29 της αμερικανικής Αεροπορίας Στρατού, Θίοντορ Φαν Κερκ, το μόνο που σκεφτόταν όταν κοίταξε για μια και μόνο στιγμή από το παράθυρο τον όλεθρο που προκάλεσε το «Αγοράκι», το οποίο επί 1.700 μίλια μετέφερε με το αεροσκάφος του από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία, ήταν ότι «ο πόλεμος τελείωσε». «Αν έχω μετανιώσει γι’ αυτό που κάναμε εκείνη την ημέρα; Όχι κύριε, δεν έχω», δήλωνε ο Φαν Κερκ το 2010 στη βρετανική εφημερίδα Sunday Mirror. «Ποτέ δεν ζήτησα συγγνώμη γι’ αυτό που κάναμε στη Χιροσίμα και ποτέ δεν θα ζητήσω». Ο Φαν Κερκ ερωτούνταν τακτικά για το αν ο ίδιος ή τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος του Enola Gay αντιμετώπισαν κάποια σωματική ή ψυχική συνέπεια μετά τη ρίψη της βόμβας. «Δεν βιώσαμε καμία συνέπεια από την ραδιενέργεια και θα προσέθετα πως κανείς από εμάς δεν βίωσε ψυχολογικά τραύματα», είχε δηλώσει κατηγορηματικά στο NPR ανήμερα της 60ής επετείου του βομβαρδισμού, το 2005. «Κανείς μας δεν τρελάθηκε. Κανείς από εμάς δεν κατέληξε στο μοναστήρι ή οπουδήποτε αλλού λέγεται από πολύ κόσμο», δήλωνε μέχρι τελευταία στιγμή. Ο Φαν Κερκ γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1921 στο Northumberland της Πενσιλβάνια. Μεγάλωσε σε μια φάρμα και τον Οκτώβριο του 1941 κατετάγη στην Αεροπορία. Ενώ εργαζόταν ως εκπαιδευτής πλοήγησης στη Νέα Ορλεάνη, ένας παλιός του φίλος, ο Πολ Τίμπετς, αντισυνταγματάρχης τότε του αμερικανικού στρατού του τηλεφώνησε και του μίλησε για μια μυστική αποστολή, ρωτώντας τον αν θα τον ενδιέφερε να πάρει μέρος. Ο Τίμπετς επρόκειτο να γίνει ο διοικητής του Enola Gay. Μετά από εκπαίδευση αρκετών μηνών προκειμένου να μάθουν πώς θα αποφύγουν τα οστικά κύματα που θα ακολουθούσαν της έκρηξης, ήρθε η στιγμή γι’ αυτό που ο Φαν Κερκ θα περιέγραφε αργότερα ως «κολασμένο τράνταγμα». Το βράδυ πριν την πυρηνική επίθεση ο Φαν Κερκ, ο Τίμπετς και ο Τόμας Φέρεμπι, ο άνθρωπος που έλυσε τις ασφάλειες και ελευθέρωσε την ατομική βόμβα έπαιζαν πόκερ. «Πώς αλλιώς να περάσει η ώρα… όταν σου έχουν πει ότι πρόκειται να ρίξεις την πρώτη ατομική βόμβα», αναρωτήθηκε κάποια στιγμή ο Φαν Κερκ μιλώντας σε έναν δημοσιογράφο. Μετά το «επιτυχές» πέρας της αποστολής, τα μέλη του πληρώματος έλαβαν σειρά επαίνων και μεταλλίων. Μετά το τέλος του πολέμου ο Φαν Κερκ πήρε πτυχίο χημικού μηχανικού και άλλαξε αρκετές δουλειές και πόλεις διαμονής για να καταλήξει στο Νοβάτο της Καλιφόρνια. Απέφευγε να μιλάει για τη Χιροσίμα. Το έκανε αναγκαστικά όταν οι επέτειοι της ρίψης άρχισαν να γίνονται μεγάλο γεγονός, αναφέρει ο γιος του. «Θεωρούσε ότι έκανε το καθήκον του», προσθέτει ο γιος του. «Δεδομένων των καταστάσεων τότε, ένιωθε ότι έκανε ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνει». Ο Τίμπετς εμφανίζεται στην ταινία Atomic Cafe του 1982 και στη Βρετανική σειρά ντοκιμαντέρ The World at War της δεκαετίας του '70. Τον υποδύθηκε ο ηθοποιός Ρόμπερτ Τέιλορ στην ταινία Above And Beyond του 1952, ενώ η ζωή και η καριέρα του παρουσιάστηκε και στις ταινίες Enola Gay: The Men, the Mission, the Atomic Bomb, Day One καιThe Beginning or the End. Δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφαση να πέσει η βόμβα. Σε μια συνέντευξη του 1975 δήλωσε "Είμαι περήφανος που μπόρεσα ν' αρχίσω με το τίποτα, να σχεδιάσω την επιχείρηση και να δουλέψει όσο τέλεια δούλεψε... Κοιμόμουν ήσυχος κάθε βράδυ." Το Μάρτιο του 2005 δήλωσε "αν με βάλετε στις ίδιες συνθήκες, σίγουρα, θα το ξανάκανα". Πέθανε στο σπίτι του στο Κολόμπους του Οχάιο στις 1 Νοεμβρίου 2007 σε ηλικία 92 ετών
Κυκλοφόρησε (στην αγγλική γλώσσα) το βιβλίο των Jonathan Mayo και Emma Craigie που αποκαλύπτει λεπτό προς λεπτό την επιχείρηση που αφάνισε τη Χιροσίμα. Περιγράφουν όχι μόνο την καταστροφή αλλά και την αντίδραση των Αμερικανών αξιωματούχων για την επιχείρηση, τα συναισθήματα του πληρώματος, και ταυτόχρονα τη ζωή στη Χιροσίμα μέσα από μαρτυρίες των επιζώντων. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο σμήναρχος Πολ Τίμπετς, ο οποίος πέταξε το βομβαρδιστικό τύπου B29 .
- Ενημέρωση του πληρώματος από τον αντισυνταγματάρχη Paul Tibbets: «Ξέρετε τι πρόκειται να κάνουμε σήμερα; Έχουμε μία επιχείρηση βομβαρδισμού αλλά είναι λίγο ιδιαίτερη». Το μέλος του πληρώματος Bob Caron απαντά, «Δεν θα έπρεπε να παίζουμε με την ατομική βόμβα σήμερα, έτσι δεν είναι;» Ο 27χρονος συγκυβερνήτης Robert A. Lewis κρατούσε σημειώσεις κάτι σαν ημερολόγιο ή γράμμα στους γονείς του. «Αγαπητοί μαμά και μπαμπά, όλα πήγαν καλά κατά την απογείωση…» 6.30 Ο lewis γράφει, είναι περίεργο να ξέρεις ότι αυτό το πράγμα είναι πίσω σου. 8.15 και 15 δευτερόλεπτα η βόμβα πέφτει. 8.16 και 2 δευτερόλεπτα η βόμβα εκρήγνυται. Περίπου 100.000 άνθρωποι σκοτώνονται ακαριαία. Ένα μαύρο σύννεφο ανεβαίνει, όπως γράφει ο Tibbets «ήταν μαύρο σαν διάολος» και λέει στο πλήρωμα, μόλις ρίξατε την πρώτη ατομική βόμβα στην ιστορία. Τα νέα έφθασαν στη βάση από την οποία ξεκίνησε το αεροπλάνο και ξεκινούν οι πανηγυρισμοί, μοιράζονται σε όλους δωρεάν μπύρες. 01.00 (ώρα Ουάσιγκτον) Ο πρόεδρος Τρούμαν αναφωνεί «Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην ιστορία»....Όπως εξομολογούνταν αργότερα στις συνεντεύξεις του, ο πιλότος του Enola Gay, του αεροσκάφους Β29 της αμερικανικής Αεροπορίας Στρατού, Θίοντορ Φαν Κερκ, το μόνο που σκεφτόταν όταν κοίταξε για μια και μόνο στιγμή από το παράθυρο τον όλεθρο που προκάλεσε το «Αγοράκι», το οποίο επί 1.700 μίλια μετέφερε με το αεροσκάφος του από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία, ήταν ότι «ο πόλεμος τελείωσε». «Αν έχω μετανιώσει γι’ αυτό που κάναμε εκείνη την ημέρα; Όχι κύριε, δεν έχω», δήλωνε ο Φαν Κερκ το 2010 στη βρετανική εφημερίδα Sunday Mirror. «Ποτέ δεν ζήτησα συγγνώμη γι’ αυτό που κάναμε στη Χιροσίμα και ποτέ δεν θα ζητήσω». Ο Φαν Κερκ ερωτούνταν τακτικά για το αν ο ίδιος ή τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος του Enola Gay αντιμετώπισαν κάποια σωματική ή ψυχική συνέπεια μετά τη ρίψη της βόμβας. «Δεν βιώσαμε καμία συνέπεια από την ραδιενέργεια και θα προσέθετα πως κανείς από εμάς δεν βίωσε ψυχολογικά τραύματα», είχε δηλώσει κατηγορηματικά στο NPR ανήμερα της 60ής επετείου του βομβαρδισμού, το 2005. «Κανείς μας δεν τρελάθηκε. Κανείς από εμάς δεν κατέληξε στο μοναστήρι ή οπουδήποτε αλλού λέγεται από πολύ κόσμο», δήλωνε μέχρι τελευταία στιγμή. Ο Φαν Κερκ γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1921 στο Northumberland της Πενσιλβάνια. Μεγάλωσε σε μια φάρμα και τον Οκτώβριο του 1941 κατετάγη στην Αεροπορία. Ενώ εργαζόταν ως εκπαιδευτής πλοήγησης στη Νέα Ορλεάνη, ένας παλιός του φίλος, ο Πολ Τίμπετς, αντισυνταγματάρχης τότε του αμερικανικού στρατού του τηλεφώνησε και του μίλησε για μια μυστική αποστολή, ρωτώντας τον αν θα τον ενδιέφερε να πάρει μέρος. Ο Τίμπετς επρόκειτο να γίνει ο διοικητής του Enola Gay. Μετά από εκπαίδευση αρκετών μηνών προκειμένου να μάθουν πώς θα αποφύγουν τα οστικά κύματα που θα ακολουθούσαν της έκρηξης, ήρθε η στιγμή γι’ αυτό που ο Φαν Κερκ θα περιέγραφε αργότερα ως «κολασμένο τράνταγμα». Το βράδυ πριν την πυρηνική επίθεση ο Φαν Κερκ, ο Τίμπετς και ο Τόμας Φέρεμπι, ο άνθρωπος που έλυσε τις ασφάλειες και ελευθέρωσε την ατομική βόμβα έπαιζαν πόκερ. «Πώς αλλιώς να περάσει η ώρα… όταν σου έχουν πει ότι πρόκειται να ρίξεις την πρώτη ατομική βόμβα», αναρωτήθηκε κάποια στιγμή ο Φαν Κερκ μιλώντας σε έναν δημοσιογράφο. Μετά το «επιτυχές» πέρας της αποστολής, τα μέλη του πληρώματος έλαβαν σειρά επαίνων και μεταλλίων. Μετά το τέλος του πολέμου ο Φαν Κερκ πήρε πτυχίο χημικού μηχανικού και άλλαξε αρκετές δουλειές και πόλεις διαμονής για να καταλήξει στο Νοβάτο της Καλιφόρνια. Απέφευγε να μιλάει για τη Χιροσίμα. Το έκανε αναγκαστικά όταν οι επέτειοι της ρίψης άρχισαν να γίνονται μεγάλο γεγονός, αναφέρει ο γιος του. «Θεωρούσε ότι έκανε το καθήκον του», προσθέτει ο γιος του. «Δεδομένων των καταστάσεων τότε, ένιωθε ότι έκανε ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνει». Ο Τίμπετς εμφανίζεται στην ταινία Atomic Cafe του 1982 και στη Βρετανική σειρά ντοκιμαντέρ The World at War της δεκαετίας του '70. Τον υποδύθηκε ο ηθοποιός Ρόμπερτ Τέιλορ στην ταινία Above And Beyond του 1952, ενώ η ζωή και η καριέρα του παρουσιάστηκε και στις ταινίες Enola Gay: The Men, the Mission, the Atomic Bomb, Day One καιThe Beginning or the End. Δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφαση να πέσει η βόμβα. Σε μια συνέντευξη του 1975 δήλωσε "Είμαι περήφανος που μπόρεσα ν' αρχίσω με το τίποτα, να σχεδιάσω την επιχείρηση και να δουλέψει όσο τέλεια δούλεψε... Κοιμόμουν ήσυχος κάθε βράδυ." Το Μάρτιο του 2005 δήλωσε "αν με βάλετε στις ίδιες συνθήκες, σίγουρα, θα το ξανάκανα". Πέθανε στο σπίτι του στο Κολόμπους του Οχάιο στις 1 Νοεμβρίου 2007 σε ηλικία 92 ετών
Μαρτυρίες επιζήσαντων
Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Χιροσίμα-Ναγκασάκι», ο αυστραλός ιστορικός Πολ Χαμ, επιφυλάσσει μπόλικο δηλητήριο για τον Οπενχάιμερ και τους άλλους επιστήμονες που είχαν την ευθύνη του πυρηνικού προγράμματος των ΗΠΑ και απορρίπτει κάθε επιχείρημα υπέρ μιας «αναγκαστικής λύσης». «Η επιλογή μιας πυρηνικής επίθεσης υπήρξε απολύτως συνειδητή και επιθυμητή, και όχι μια οδυνηρή ύστατη λύση. Η αμερικανική κυβέρνηση ουδέποτε συζήτησε κάποια εναλλακτική στρατηγική. Το ζήτημα που απασχόλησε τους υπεύθυνους αξιωματούχους ήταν το πώς, το πού και το πότε, όχι το αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ατομικά όπλα» γράφει ο Πολ Χαμ. Το πιο συγκλονιστικό κομμάτι του βιβλίου αφορά στις μαρτυρίες των Hibakusha (των ανθρώπων που επηρεάστηκαν από τη βόμβα, όπως κατ'ευφημισμόν αποκαλούνται οι επιζήσαντες), ειδικά η περιγραφή μιας γυναίκας, 13χρονο κορίτσι τότε) που θυμάται ότι ένοιωσε «σαν να έπεφτε ο ουρανός και να προσγειωνόταν μπροστά μας». Αναφέρεται, επίσης, η μαρτυρία του Τσουτόμου Γιαμαγκούτσι ο οποίος επέζησε με τρομερά εγκαύματα στη Χιροσίμα, κατάφερε να βρει καταφύγιο σε συγγενείς στο Ναγκασάκι, όπου επίσης επέζησε της δεύτερης βόμβας, για να ζήσει ως το 2010. Ο ιστορικός Πολ Χαμ ισχυρίζεται ότι ο βομβαρδισμός αποσκοπούσε στην καθιέρωση των ατομικών όπλων. «Είχαν στόχο τον άμαχο πληθυσμό, όχι στρατιωτικές βάσεις» αναφέρει. Ακόμη και μετά την καταστροφή, οι επιζήσαντες δεν αντιμετωπίστηκαν ως θύματα αλλά ως πειραματόζωα: «Δεν εκφράστηκε καμία στιγμή ούτε καν η πρόφαση ότι οι συμμαχικές ιατρικές ομάδες που πήγαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι βρίσκονταν εκεί για να απαλύνουν τον πόνο των πληγέντων» γράφει. Ο επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Τζέημς Φόρεσταλ υπέδειξε τον πειραματικό ρόλο των θυμάτων : «Οι αρχικές έρευνες αφορούν περίπου 14.000 Ιάπωνες οι οποίοι εξετέθησαν σε ατομική ακτινοβολία. Θεωρούμε ότι αυτοί και άλλοι που θα ακολουθήσουν, αποτελεούν μια μοναδική ευκαιρία για να μελετήσουμε τις ιατρικές και βιολογικές επιδράσεις της ραδιενέργειας -έρευνα πρωτίσητς σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Χιροσίμα-Ναγκασάκι», ο αυστραλός ιστορικός Πολ Χαμ, επιφυλάσσει μπόλικο δηλητήριο για τον Οπενχάιμερ και τους άλλους επιστήμονες που είχαν την ευθύνη του πυρηνικού προγράμματος των ΗΠΑ και απορρίπτει κάθε επιχείρημα υπέρ μιας «αναγκαστικής λύσης». «Η επιλογή μιας πυρηνικής επίθεσης υπήρξε απολύτως συνειδητή και επιθυμητή, και όχι μια οδυνηρή ύστατη λύση. Η αμερικανική κυβέρνηση ουδέποτε συζήτησε κάποια εναλλακτική στρατηγική. Το ζήτημα που απασχόλησε τους υπεύθυνους αξιωματούχους ήταν το πώς, το πού και το πότε, όχι το αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ατομικά όπλα» γράφει ο Πολ Χαμ. Το πιο συγκλονιστικό κομμάτι του βιβλίου αφορά στις μαρτυρίες των Hibakusha (των ανθρώπων που επηρεάστηκαν από τη βόμβα, όπως κατ'ευφημισμόν αποκαλούνται οι επιζήσαντες), ειδικά η περιγραφή μιας γυναίκας, 13χρονο κορίτσι τότε) που θυμάται ότι ένοιωσε «σαν να έπεφτε ο ουρανός και να προσγειωνόταν μπροστά μας». Αναφέρεται, επίσης, η μαρτυρία του Τσουτόμου Γιαμαγκούτσι ο οποίος επέζησε με τρομερά εγκαύματα στη Χιροσίμα, κατάφερε να βρει καταφύγιο σε συγγενείς στο Ναγκασάκι, όπου επίσης επέζησε της δεύτερης βόμβας, για να ζήσει ως το 2010. Ο ιστορικός Πολ Χαμ ισχυρίζεται ότι ο βομβαρδισμός αποσκοπούσε στην καθιέρωση των ατομικών όπλων. «Είχαν στόχο τον άμαχο πληθυσμό, όχι στρατιωτικές βάσεις» αναφέρει. Ακόμη και μετά την καταστροφή, οι επιζήσαντες δεν αντιμετωπίστηκαν ως θύματα αλλά ως πειραματόζωα: «Δεν εκφράστηκε καμία στιγμή ούτε καν η πρόφαση ότι οι συμμαχικές ιατρικές ομάδες που πήγαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι βρίσκονταν εκεί για να απαλύνουν τον πόνο των πληγέντων» γράφει. Ο επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Τζέημς Φόρεσταλ υπέδειξε τον πειραματικό ρόλο των θυμάτων : «Οι αρχικές έρευνες αφορούν περίπου 14.000 Ιάπωνες οι οποίοι εξετέθησαν σε ατομική ακτινοβολία. Θεωρούμε ότι αυτοί και άλλοι που θα ακολουθήσουν, αποτελεούν μια μοναδική ευκαιρία για να μελετήσουμε τις ιατρικές και βιολογικές επιδράσεις της ραδιενέργειας -έρευνα πρωτίσητς σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Για τους ‘’hibakusha’’, τους επιζήσαντες της ατομικής βόμβας, η μνήμη της 6ης Αυγούστου του 1945 είναι το ίδιο οδυνηρή με τα σημάδια της ραδιενέργειας στο σώμα τους. Οι συνταρακτικές τους αφηγήσεις αποτελούν μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές, καθώς αποδίδουν όλη τη φρίκη του πολέμου.
«Καθώς το ωστικό κύμα με παρέσυρε σα φτερό, κατάλαβα ότι επρόκειτο για βομβαρδισμό. “Αντίο μητέρα” ήταν η πρώτη σκέψη μου. Η μητέρα μου ήταν αυτή που με ανέσυρε από τα συντρίμμια με το πρόσωπό μου φουσκωμένο σα μπαλόνι και το δέρμα μου να κρέμεται σε ματωμένες λωρίδες. Είχα χάσει όλα τα μαλλιά και αιμορραγούσα ακατάσχετα. Το πρόσωπό μου ήταν τόσο φριχτά παραμορφωμένο που για πολύ καιρό το έκρυβα. Αν ήμουν μόνη, σίγουρα θα είχα αυτοκτονήσει, αλλά η μητέρα μου, παρ’ όλο που είχε κι εκείνη αρρωστήσει, ήταν κάθε ημέρα στο πλευρό μου και με φρόντιζε. Για χάρη της έμεινα ζωντανή, εκείνη μου το ζήτησε. Η μητέρα μου πέθανε το 1979. Όταν την αποτέφρωσαν, στις στάχτες της βρέθηκαν θραύσματα γυαλιού, που έπειτα από τόσα χρόνια παρέμεναν σφηνωμένα στο κορμί της από τη δύναμη της έκρηξης. Μισίκο Γιαμαόκα»,
"Ξαφνικά ένιωσα μια ριπή ανυπόφορης ζέστης που ερχόταν από το κέντρο. Βγήκα αμέσως έξω περισσότερο απορημένη παρά τρομοκρατημένη και αντίκρισα κάτι το απίστευτο, άντρες και γυναίκες κατάμαυρους, καψαλισμένους, μισόγυμνους, χωρίς μαλλιά. Έβλεπες πρόσωπα να λιώνουν σαν κερί. Κι ούτε μπορούσαμε να βοηθήσουμε τους δυστυχισμένους ν’ ανέβουν στα κάρα, γιατί ήταν χωρίς δέρμα. Μόνο που τους αγγίζαμε, ούρλιαζαν σαν τρελοί", λέει κάποια από τους επιζήσαντες...
"Ένιωσα το μέτωπό μου να καίει και ασυνείδητα το ακούμπησα. Όταν κοίταξα τον ουρανό είδα ένα μικρό αντικείμενο στο μέγεθος ενός κόκκου ρυζιού που άστραφτε και άλλαζε χρώματα από κίτρινο σε κόκκινο και πριν το καταλάβω μετατράπηκε σε μια τεράστια καταστροφική μπάλα φωτιάς που κατευθυνόταν προς τα επάνω μου και ένιωσα πως θα με κατάπινε".
«Καθώς το ωστικό κύμα με παρέσυρε σα φτερό, κατάλαβα ότι επρόκειτο για βομβαρδισμό. “Αντίο μητέρα” ήταν η πρώτη σκέψη μου. Η μητέρα μου ήταν αυτή που με ανέσυρε από τα συντρίμμια με το πρόσωπό μου φουσκωμένο σα μπαλόνι και το δέρμα μου να κρέμεται σε ματωμένες λωρίδες. Είχα χάσει όλα τα μαλλιά και αιμορραγούσα ακατάσχετα. Το πρόσωπό μου ήταν τόσο φριχτά παραμορφωμένο που για πολύ καιρό το έκρυβα. Αν ήμουν μόνη, σίγουρα θα είχα αυτοκτονήσει, αλλά η μητέρα μου, παρ’ όλο που είχε κι εκείνη αρρωστήσει, ήταν κάθε ημέρα στο πλευρό μου και με φρόντιζε. Για χάρη της έμεινα ζωντανή, εκείνη μου το ζήτησε. Η μητέρα μου πέθανε το 1979. Όταν την αποτέφρωσαν, στις στάχτες της βρέθηκαν θραύσματα γυαλιού, που έπειτα από τόσα χρόνια παρέμεναν σφηνωμένα στο κορμί της από τη δύναμη της έκρηξης. Μισίκο Γιαμαόκα»,
"Ξαφνικά ένιωσα μια ριπή ανυπόφορης ζέστης που ερχόταν από το κέντρο. Βγήκα αμέσως έξω περισσότερο απορημένη παρά τρομοκρατημένη και αντίκρισα κάτι το απίστευτο, άντρες και γυναίκες κατάμαυρους, καψαλισμένους, μισόγυμνους, χωρίς μαλλιά. Έβλεπες πρόσωπα να λιώνουν σαν κερί. Κι ούτε μπορούσαμε να βοηθήσουμε τους δυστυχισμένους ν’ ανέβουν στα κάρα, γιατί ήταν χωρίς δέρμα. Μόνο που τους αγγίζαμε, ούρλιαζαν σαν τρελοί", λέει κάποια από τους επιζήσαντες...
"Ένιωσα το μέτωπό μου να καίει και ασυνείδητα το ακούμπησα. Όταν κοίταξα τον ουρανό είδα ένα μικρό αντικείμενο στο μέγεθος ενός κόκκου ρυζιού που άστραφτε και άλλαζε χρώματα από κίτρινο σε κόκκινο και πριν το καταλάβω μετατράπηκε σε μια τεράστια καταστροφική μπάλα φωτιάς που κατευθυνόταν προς τα επάνω μου και ένιωσα πως θα με κατάπινε".
Ένας άλλος Χιμπακούσα, ο 20χρονος τότε Ακίκο Τακακούρα (Akiko Takakura) την ημέρα της επίθεση βρισκόταν κοντά στο σημείο μηδέν. "Αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή ήταν πως η Χιροσίμα καλύφθηκε από τρια χρώματα. Θυμάμαι κόκκινο, μαύρο και καφέ, τίποτα άλλο. Πολλοί άνθρωποι στους δρόμους πέθαναν σχεδόν αμέσως. Οι άκρες των δακτύλων, όσων είχαν πεθάνει, έπιασαν φωτιά και η φωτιά σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλο τους το σώμα, από τα δάκτυλα τους. Ένα ελαφρύ γκρίζο υγρό έσταζε από τα χέρια τους. Όσοι βρήκαν κάπου καταφύγιο μετά την έκρηξη μπήκαν σε έναν παράξενο και αποκρουστικό κόσμο με ανθρώπινες σκιές να έχουν μετατραπεί σε πέτρα και τα μαλλιά ήταν κυριολεκτικά καμμένα".
"Ένιωσα ότι η πόλη της Χιροσίμα εξαφανίσθηκε μέσα σε μια στιγμή" ανέφερε ο Ακιχίρο Τακαχάσι (Akihiro Takahasi). Την ημέρα της έκρηξης ήταν 14 ετών και η μαρτυρία του καταγράφηκε στα τέλη του 1980. "Ξαφνικά κοίταξα τον εαυτό μου και διαπίστωσα ότι τα ρούχα μου είχαν μετατραπεί σε κουρέλια εξαιτίας της θερμότητας. Είχα εγκαύματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, στα δύο χέρια μου και στα πόδια μου. Το δέρμα μου είχε ξεφλουδίσει και κρεμόταν".
Εκείνη την ημέρα (6 Αυγούστου 1945 ο Μιτσίκο Χατσίγια (Michiko Hachiya ) ήταν διευθυντής στο νοσοκομείο της Χιροσίμα. Η μαρτυρία του δημοσιεύθηκε στα αγγλικά το 1955.
«Οι άνθρωποι είχαν μετατραπεί σε σκιές, έμοιαζαν με φαντάσματα. Κάποιοι προχωρούσαν σαν να ήταν σκιάχτρα εξαιτίας του πόνου, τα χέρια τους ήταν σε προέκταση και κρεμόντουσαν μακρυά από το σώμα τους. Στην αρχή παραξενεύτηκα και στη συνέχεια διαπίστωσα ότι ήταν είχαν καεί και προσπαθούσαν να περιορίσουν τον πόνο που θα προκαλούταν από την τριβή με το δέρμα».
Η 21χρονη Έικο Ταόκα (Eiko Taoka) κρατούσε στην αγκαλιά της το μόλις ενός έτους παιδί της και προχωρούσε στο δρόμο. Το παιδί δεν έζησε. «Νομίζω θραύσματα γυαλιού διαπέρασαν το κρανίου του. Το πρόσωπό του ήταν χάλια λόγω του αίματος που έτρεχε από το κεφάλι του. Όμως με κοίταξε και χαμογέλασε. Το χαμόγελό του παραμένει έως σήμερα στην μνήμη μου».
Η Μίγιο Γουατανάμπε (Miyo Watanabe) εθελόντρια τότε σε μια βιομηχανία ατσαλιού κατά την έκρηξη βρέθηκε να είναι πεσμένη μπρούμυτα. Όταν σηκώθηκε και άρχισε να περιπλανάται θυμάται τα εξής: «...Μια γυναίκα ήταν πεσμένη νεκρή μέσα σε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Ο λαιμός της είχε κοπεί από το θραύσμα ενός γυαλιού. Μάλλον είχε χτυπήσει και κόψει κάποια αρτηρία. Είχε ένα μωρό και εκείνη την ώρα το θήλαζε. Το μωρό εξακολουθούσε να θηλάζει από το μαστό της νεκρής του μάνας». Η ίδια περιγράφει τις τρομερές σκηνές που είδε στα αυτοσχέδια νοσοκομεία. «Άνθρωποι σε ντελίριo παρακαλούσαν για λίγο νερό. Αυτοί που είχαν καεί στην πλάτη ήταν πεσμένοι μπρούμυτα και όσοι είχαν εγκαύματα στο μπροστινό μέρος του σώματός τους ήταν ανάσκελα. Κανείς τους δεν μπορούσε να κουνηθεί για να αλλάξει στάση. Οι πληγές του και τα εγκαύματα τους ήταν καλυμμένα με αμέτρητες μύγες που εναπόθεταν τα αυγά τους εκεί. Τα αυγά εκκολάπτονταν και τα σκουλήκια που έβγαιναν από εκεί αργοσάλευαν πάνω στο σώμα των τραυματιών. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στην κόλαση όντας ζωντανοί».
«Η μυρωδιά ήταν πολύ δυνατή» είχε πει ο Χιρόσι Σαουτσίκα (Hiroshi Sawachika) ο οποίος τότε ήταν 28 ετών στρατιωτικός γιατρός. «Είναι μια θλιβερή αλήθεια ότι η μυρωδιά που παράγουν οι άνθρωποι όταν καίγονται είναι η ίδια με αυτή ενός καλαμαριού όταν ψήνεται» είχε δηλώσει ο Σαουτσίκα.
"Ένιωσα ότι η πόλη της Χιροσίμα εξαφανίσθηκε μέσα σε μια στιγμή" ανέφερε ο Ακιχίρο Τακαχάσι (Akihiro Takahasi). Την ημέρα της έκρηξης ήταν 14 ετών και η μαρτυρία του καταγράφηκε στα τέλη του 1980. "Ξαφνικά κοίταξα τον εαυτό μου και διαπίστωσα ότι τα ρούχα μου είχαν μετατραπεί σε κουρέλια εξαιτίας της θερμότητας. Είχα εγκαύματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, στα δύο χέρια μου και στα πόδια μου. Το δέρμα μου είχε ξεφλουδίσει και κρεμόταν".
Εκείνη την ημέρα (6 Αυγούστου 1945 ο Μιτσίκο Χατσίγια (Michiko Hachiya ) ήταν διευθυντής στο νοσοκομείο της Χιροσίμα. Η μαρτυρία του δημοσιεύθηκε στα αγγλικά το 1955.
«Οι άνθρωποι είχαν μετατραπεί σε σκιές, έμοιαζαν με φαντάσματα. Κάποιοι προχωρούσαν σαν να ήταν σκιάχτρα εξαιτίας του πόνου, τα χέρια τους ήταν σε προέκταση και κρεμόντουσαν μακρυά από το σώμα τους. Στην αρχή παραξενεύτηκα και στη συνέχεια διαπίστωσα ότι ήταν είχαν καεί και προσπαθούσαν να περιορίσουν τον πόνο που θα προκαλούταν από την τριβή με το δέρμα».
Η 21χρονη Έικο Ταόκα (Eiko Taoka) κρατούσε στην αγκαλιά της το μόλις ενός έτους παιδί της και προχωρούσε στο δρόμο. Το παιδί δεν έζησε. «Νομίζω θραύσματα γυαλιού διαπέρασαν το κρανίου του. Το πρόσωπό του ήταν χάλια λόγω του αίματος που έτρεχε από το κεφάλι του. Όμως με κοίταξε και χαμογέλασε. Το χαμόγελό του παραμένει έως σήμερα στην μνήμη μου».
Η Μίγιο Γουατανάμπε (Miyo Watanabe) εθελόντρια τότε σε μια βιομηχανία ατσαλιού κατά την έκρηξη βρέθηκε να είναι πεσμένη μπρούμυτα. Όταν σηκώθηκε και άρχισε να περιπλανάται θυμάται τα εξής: «...Μια γυναίκα ήταν πεσμένη νεκρή μέσα σε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Ο λαιμός της είχε κοπεί από το θραύσμα ενός γυαλιού. Μάλλον είχε χτυπήσει και κόψει κάποια αρτηρία. Είχε ένα μωρό και εκείνη την ώρα το θήλαζε. Το μωρό εξακολουθούσε να θηλάζει από το μαστό της νεκρής του μάνας». Η ίδια περιγράφει τις τρομερές σκηνές που είδε στα αυτοσχέδια νοσοκομεία. «Άνθρωποι σε ντελίριo παρακαλούσαν για λίγο νερό. Αυτοί που είχαν καεί στην πλάτη ήταν πεσμένοι μπρούμυτα και όσοι είχαν εγκαύματα στο μπροστινό μέρος του σώματός τους ήταν ανάσκελα. Κανείς τους δεν μπορούσε να κουνηθεί για να αλλάξει στάση. Οι πληγές του και τα εγκαύματα τους ήταν καλυμμένα με αμέτρητες μύγες που εναπόθεταν τα αυγά τους εκεί. Τα αυγά εκκολάπτονταν και τα σκουλήκια που έβγαιναν από εκεί αργοσάλευαν πάνω στο σώμα των τραυματιών. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στην κόλαση όντας ζωντανοί».
«Η μυρωδιά ήταν πολύ δυνατή» είχε πει ο Χιρόσι Σαουτσίκα (Hiroshi Sawachika) ο οποίος τότε ήταν 28 ετών στρατιωτικός γιατρός. «Είναι μια θλιβερή αλήθεια ότι η μυρωδιά που παράγουν οι άνθρωποι όταν καίγονται είναι η ίδια με αυτή ενός καλαμαριού όταν ψήνεται» είχε δηλώσει ο Σαουτσίκα.