Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε περήφανοι για τους Σπαρτιάτες προγόνους μας που πέρασαν στην αθανασία με τη μεγαλειώδη αυτοθυσία τους στις Θερμοπύλες το 480 π. Χ., μια πράξη που θα συγκινεί πάντα την ανθρωπότητα, όσο θα υπάρχει ανθρωπότητα, πολιτισμός και ιστορία. Μόνο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τη δομή της αρχαίας σπαρτιατικής κοινωνίας, ώστε να κατανοήσουμε πώς μπόρεσε να δώσει στον κόσμο άνδρες με τέτοιο ήθος και τέτοιο ηρωισμό.
Η κοινωνία εκείνη δεν ήταν απλώς σκληρή και αυστηρά πειθαρχημένη, αλλά μια κοινωνία που καταπίεσε και αλλοίωσε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της αυθόρμητης αγάπης του ανθρώπου προς τους απογόνους του, θεώρησε την οικογένεια εμπόδιο για την πραγμάτωση των ιδανικών της, απαξίωσε την αποκλειστικότητα του έρωτα, περιφρόνησε το συναίσθημα και κατέπνιξε κάθε τάση για ευχαρίστηση σωματική ή ψυχική που δεν είχε σχέση με το μεγαλείο της Σπάρτης. Σ΄αυτή την κοινωνία υπάρχουν οι Όμοιοι, οι καθαρόαιμοι Σπαρτιάτες δηλαδή, που είναι γεννημένοι από γνήσιους γονείς Σπαρτιάτες. Αυτοί μόνο έχουν πολιτικά δικαιώματα, συμμετέχουν στην Απέλλα, εκλέγουν, εκλέγονται, γίνονται Έφοροι και μέλη της Γερουσίας και μόνο αυτών τα παιδιά εκπαιδεύονται κατά το σπαρτιατικό σύστημα και γίνονται οι πολεμιστές του αήττητου σπαρτιατικού στρατού. Οι Όμοιοι είναι πολιτικά ίσοι, δεν έχουν όμως όλοι την ίδια κτηματική περιουσία. Αυτό σημαίνει ότι άλλοι είναι πλούσιοι και άλλοι φτωχοί. Αν κάποιος Όμοιος είναι τόσο φτωχός που δεν μπορεί να συνεισφέρει στα δημόσια συσσίτια, αυτομάτως χάνει τα δικαιώματά του. Οι Όμοιοι δεν εργάζονται. Μοναδική ασχολία τους είναι οι στρατιωτικές ασκήσεις και η υποχρεωτική υπηρεσία στο στρατό μέχρι τα εξήντα τους χρόνια. Η πόλη της Σπάρτης δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μόνιμο στρατόπεδο. Εκτός από τους Όμοιους στη Λακεδαίμονα ζουν και οι Περίοικοι. Δεν θεωρούνται γνήσιοι Σπαρτιάτες και δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Υπηρετούν όμως υποχρεωτικά στο στρατό σε περίπτωση πολέμου. Ζουν στα γύρω χωριά και είναι έμποροι, τεχνίτες και αγρότες. Οι Είλωτες είναι οι απόγονοι των Αχαιών που υποτάχθηκαν στους Σπαρτιάτες, όταν οι τελευταίοι ήρθαν στη Λακωνία και την κατέκτησαν. Είναι δημόσιοι δούλοι, δεν πωλούνται και δεν αγοράζονται. Ιδιωτικοί δούλοι δεν υπάρχουν στη Σπάρτη και απαγορεύεται η εισαγωγή τους. Η Πολιτεία παραχωρεί στους Ομοίους τους Είλωτες που καλλιεργούν τα κτήματά τους, κρατούν ένα μέρος από την παραγωγή για να ζήσουν και το υπόλοιπο το παραδίνουν στους κυρίους τους. Η ζωή των Ειλώτων είναι τόσο άθλια, τόσο τραγική που εύκολα μέσα στην απελπισία τους μπορούν να εξεγερθούν και ήδη το έχουν κάνει μερικές φορές. Κάθε χρόνο οι Όμοιοι εξαπολύουν πογκρόμ εναντίον τους και οι έφηβοι Σπαρτιάτες οφείλουν να σκοτώσουν τουλάχιστον έναν Είλωτα, στον οποίο θα επιτεθούν μετά από ενέδρα. Ο Είλωτας πρέπει να υπερασπίσει τη ζωή του, ώστε ο φόνος του να είναι προσομοίωση συμπλοκής με τον εχθρό. Μετά από ένα τέτοιο φόνο ο νεαρός Σπαρτιάτης μπορεί να αποχτήσει πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι Είλωτες στρατεύονται στον πόλεμο και καμιά φορά μπορεί να αποχτήσουν την ελευθερία τους, αν επιδείξουν ασυνήθιστη ανδρεία στη μάχη. Φυσικά παραμένουν κατώτεροι, αυτό δεν αλλάζει. Έχουμε τους ανώτερους, τους καθαρόαιμους Ομοίους, και τους κατώτερους που υπηρετούν τους καθαρόαιμους. Το κράτος είναι στρατιωτικό και όλα, τα πάντα τείνουν στη λατρεία της υπέρτατης ιδέας, της πατρίδας.
Γι αυτή την υπέρτατη ιδέα θυσιάζονται όλα: η οικογένεια δεν έχει αξία, υπάρχει ως θεσμός μόνο για να γεννηθούν γνήσιοι Σπαρτιάτες. Ο έρωτας δεν είναι συναίσθημα, είναι μόνο μια δυνατή φυσική ορμή, την οποία η Πολιτεία καλλιεργεί με διάφορους τρόπους. Το ανδρόγυνο ζει χωριστά, η γυναίκα στο σπίτι, ο άνδρας στο στρατώνα, και μόνο καμιά φορά τη νύχτα ο άνδρας έρχεται και σμίγει με τη γυναίκα του για λίγο. Σε πολλές περιπτώσεις το ζευγάρι έχει χρόνια να κοιταχτεί στο φως του ήλιου. Με τέτοιες συνήθειες η ανία είναι πράγματι ανύπαρκτη στις συζυγικές σχέσεις και ο ίμερος διατηρείται δυνατός επί χρόνια. Με τον πόθο να μη λέει να κατακαθίσει, η ερωτική ένωση είναι πάντα έντονη και άρα, έτσι πίστευαν οι Σπαρτιάτες, τα παιδιά που θα γεννιούνταν, θα ήταν πιο εύρωστα συγκριτικά με αυτά που γεννιούνται από μια συζυγική ένωση που έχει λιμνάσει μέσα στην πλήξη και τη συνήθεια. Δεν μιλάμε όμως ακριβώς για έρωτα, όπως τον εννοούσαν οι άλλοι Έλληνες ή όπως τον αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα. Μιλάμε για οίστρο, ίμερο, σωματικό πόθο. Οι Σπαρτιάτες ήταν πάντα ολιγάριθμοι, ενώ αντίθετα οι άλλοι κάτοικοι της Λακεδαίμονος ήταν πολλοί, ιδίως οι Είλωτες που οι Σπαρτιάτες τους φοβούνταν και δικαίως. Η μόνη λύση επομένως ήταν να γεννούν όσα περισσότερα παιδιά μπορούσαν, να τα εκπαιδεύουν σκληρά και να τα μαθαίνουν να σκοτώνουν Είλωτες ως στρατιωτική άσκηση. Παράλληλα έπρεπε τα παιδιά αυτά να είναι αρτιμελή, γιατί η Σπάρτη δεν είχε την πολυτέλεια να τρέφει ανάπηρους πολίτες. Όταν γεννιούνταν, τα εξέταζαν οι λεγόμενοι Φυλέτες και, αν έβρισκαν κάποιο σοβαρό σωματικό ελάττωμα, έδιναν διαταγή να τοποθετηθεί το νεογέννητο στους αποθέτες, έξω από την πόλη. Δεν το έριχναν στον Καιάδα, όπως πιστεύεται. Εκεί έριχναν τους κακούργους. Επομένως δεν το σκότωναν ακριβώς, απλώς άφηναν την τύχη να αποφασίσει για τη ζωή του. Αν το έβρισκε κάποιος (Περίοικος προφανώς ή ίσως και Είλωτας) και ήθελε να το πάρει μαζί του, το μωρό σωζόταν. Αλλά αυτό ήταν σπάνια τύχη. Συνήθως το κατασπάραζαν τα θηρία. Κανείς Σπαρτιάτης δεν μπορούσε να αναθρέψει το παιδί του, αν δεν είχε την έγκριση της Πολιτείας. Να σημειώσουμε όμως ότι σε όλες τις αρχαίες κοινωνίες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να εγκαταλείπει η μητέρα το νεογέννητο σε κάποιο μέρος της πόλης, αν δεν το ήθελε. Μόνο που αυτή η συνήθεια ήταν προαιρετική. Στη Σπάρτη ήταν νόμος. Αυτή είναι η διαφορά.
Μια οικογένεια μπορούσε να ζητήσει από μια εύρωστη και καλοφτιαγμένη γυναίκα μιας άλλης οικογένειας να γεννήσει τα παιδιά της και αυτή η προτίμηση ήταν μεγάλη τιμή για τη γυναίκα. Ζήλια δεν υπήρχε ( αφού δεν υπήρχε και ο έρωτας, όπως τον εννοούμε εμείς, και η συνακόλουθη κτητικότητα). Ούτε μοιχεία υπήρχε. Ίσχυε εδώ ένα είδος κοινοκτημοσύνης, όχι όμως από προχωρημένες αντιλήψεις περί σεξουαλικής ελευθερίας, αλλά από τη σκληρή ανάγκη να έχει η Σπάρτη γερούς πολίτες, ικανούς να την υπερασπίσουν ενάντια στους πολυπληθέστερους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς της. Πορνεία επίσης δεν υπήρχε. Δεν είχε λόγο να υπάρχει σε μια κοινωνία που οι άνδρες και οι γυναίκες έσμιγαν ελεύθερα μεταξύ τους κάτω από τη φυσική πίεση του ερωτικού πόθου.
Θα μπορούσε λοιπόν να υποθέσει κανείς ότι δεν θα ήταν κι άσχημα να είναι κάποιος Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη. Μια κοινωνία χωρίς μοιχεία, πορνεία και ανόητες ζήλιες εραστών θα πρέπει να ήταν μια πολύ ευχάριστη κοινωνία. Ο Όμοιος έχει τους Περίοικους να παράγουν τα απαραίτητα υλικά αγαθά ( εργαλεία, υφάσματα, όπλα κλπ), ενώ εκείνος ασχολείται με το ευγενές σπορ της πολεμικής τέχνης, οι Είλωτες καλλιεργούν τα κτήματά του και μπορεί να σκοτώνει πότε-πότε και κανέναν, κανείς δεν θα του πει ποτέ γιατί το έκανε, έχει τη γυναίκα του αλλά, άμα θέλει, μπορεί να κοιμηθεί και με καμιάν άλλη, αυτό δεν θεωρείται ανήθικο, και επί πλέον ανήκει και στους ανώτερους, άρα όλα καλά. Δεν είναι έτσι δυστυχώς. Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη, σημαίνει ότι θα είναι σε διαρκή, ισόβια στέρηση απλών και φυσιολογικών πραγμάτων που ομορφαίνουν τη ζωή. Δεν θα νιώσει ποτέ κάποια πολύ ανθρώπινα συναισθήματα, όπως είναι η τρυφερότητα, ποτέ δεν θα μιλήσει με τους φίλους του για τις καθημερινές του έγνοιες, δεν θα παίξει με τα παιδιά του δίπλα στο τζάκι. Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη, σημαίνει ότι από την ώρα που γεννιέται, είναι στρατιώτης και σε όλη του τη ζωή θα ζει μέσα στο κρύο και τις κακουχίες, με λίγο και άνοστο φαγητό και με σιδερένια πειθαρχία στους ανώτερους. Θα σέβεται τους μεγαλύτερους, ακόμα κι αν αυτοί τον αδικούν, δεν θα μιλά, δεν θα έχει αντιρρήσεις, δεν θα έχει προσωπικές σκέψεις και επιθυμίες, θα είναι μια μηχανή. Μια τέλεια μηχανή πολέμου. Αν ποτέ δειλιάσει στη μάχη, τον περιμένει η περιφρόνηση του κόσμου και της μάνας του, η ζωή του αποκεί και πέρα θα είναι αφόρητη και δεν θα έχει πού να σταθεί. Γι αυτό καλύτερα να πεθάνει στη μάχη. Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη σημαίνει ότι δεν θα ζήσει ποτέ σαν κανονικός άνθρωπος. Το να είναι όμως κάποια γυναίκα της τάξης των Ομοίων στην αρχαία Σπάρτη σημαίνει ότι θα είναι λίγο καλύτερα από το να είναι γυναίκα σε μια άλλη ελληνική πόλη. Η Πολιτεία θα τη μάθει γράμματα, δεν τη θέλει αστοιχείωτη. Θα την αφήσει ελεύθερη να διαλέξει μόνη της τον άνδρα που θα πάρει, αφού όμως πρώτα γίνει είκοσι χρονών. Της επιτρέπει να κληρονομήσει τους γονείς της και είναι έτσι οικονομικά ανεξάρτητη. Την υποχρεώνει να γυμνάζεται μαζί με τα αγόρια και μάλιστα μισόγυμνη, γιατί η Πολιτεία δεν τη θέλει σεμνότυφη, τη θέλει περήφανη για το σώμα της. Από αυτήν περιμένει καλές γέννες και γερά παιδιά.
Την ετοιμάζει με λίγα λόγια για μια τέλεια μηχανή τεκνοποίησης. Η γυναικεία ομορφιά εστιάζεται στο γυμνασμένο σώμα, όλα τα άλλα είναι περιττά. Απαγορεύονται τα λούσα. Απαγορεύονται οι πολυτέλειες. Απαγορεύονται τα βαψίματα, τα κοσμήματα, τα κομψά ρούχα, τα αρώματα, τα καλλυντικά. Η γυναίκα πρέπει να είναι σοβαρή. Η γυναίκα μπορεί να γνωρίσει κι άλλους άνδρες στη ζωή της, εκτός από το σύζυγο, όμως αυτές οι σχέσεις πρέπει να είναι καρποφόρες. Όχι μόνο δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί, αν της προτείνει κάποιος να κάνει τα παιδιά του, αλλά πρέπει να το θεωρήσει αυτό μεγάλη της τιμή.
Και τα παιδιά που θα γεννήσει, να μην ξεχνά ποτέ πως δεν είναι δικά της. Τα παιδιά της Σπάρτης ανήκουν στη Σπάρτη. Οι αποκλειστικότητες και οι ιδιοκτησίες στο θέμα αυτό αποδοκιμάζονται. Όλοι οι πολίτες είναι γονείς των παιδιών που γεννιούνται στη Σπάρτη. Όλοι έχουν δικαίωμα να επέμβουν στην ανατροφή τους και όλοι φέρουν την ευθύνη τους. Έτσι οι γυναίκες στη Σπάρτη μαθαίνουν από μικρές να καταπνίγουν το μητρικό φίλτρο για τα παιδιά που γεννούν και να το αντικαθιστούν με το καθήκον απέναντι στην πατρίδα. Μαθαίνουν να τιμούν τους γενναίους γιους και να περιφρονούν τους δειλούς γιους. Ένας δειλός γιος είναι όνειδος για τη μάνα που τον γέννησε. Αυτή πρώτη θα τον καταδικάσει και θα του γυρίσει την πλάτη. Αν χρειαστεί, θα βοηθήσει ακόμα και στην εκτέλεσή του. Με τα δικά μας μέτρα η Σπάρτη φτιάχνει γυναίκες τέρατα. Δεν ξέρω κατά πόσο πρέπει να θαυμάζουμε μια μητέρα που χαίρεται, όταν της φέρνουν από τον πόλεμο το παιδί της σκοτωμένο και οργίζεται, όταν γυρίζει ζωντανό, αλλά με τη ρετσινιά του δειλού.
Θα μπορούσε λοιπόν να υποθέσει κανείς ότι δεν θα ήταν κι άσχημα να είναι κάποιος Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη. Μια κοινωνία χωρίς μοιχεία, πορνεία και ανόητες ζήλιες εραστών θα πρέπει να ήταν μια πολύ ευχάριστη κοινωνία. Ο Όμοιος έχει τους Περίοικους να παράγουν τα απαραίτητα υλικά αγαθά ( εργαλεία, υφάσματα, όπλα κλπ), ενώ εκείνος ασχολείται με το ευγενές σπορ της πολεμικής τέχνης, οι Είλωτες καλλιεργούν τα κτήματά του και μπορεί να σκοτώνει πότε-πότε και κανέναν, κανείς δεν θα του πει ποτέ γιατί το έκανε, έχει τη γυναίκα του αλλά, άμα θέλει, μπορεί να κοιμηθεί και με καμιάν άλλη, αυτό δεν θεωρείται ανήθικο, και επί πλέον ανήκει και στους ανώτερους, άρα όλα καλά. Δεν είναι έτσι δυστυχώς. Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη, σημαίνει ότι θα είναι σε διαρκή, ισόβια στέρηση απλών και φυσιολογικών πραγμάτων που ομορφαίνουν τη ζωή. Δεν θα νιώσει ποτέ κάποια πολύ ανθρώπινα συναισθήματα, όπως είναι η τρυφερότητα, ποτέ δεν θα μιλήσει με τους φίλους του για τις καθημερινές του έγνοιες, δεν θα παίξει με τα παιδιά του δίπλα στο τζάκι. Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη, σημαίνει ότι από την ώρα που γεννιέται, είναι στρατιώτης και σε όλη του τη ζωή θα ζει μέσα στο κρύο και τις κακουχίες, με λίγο και άνοστο φαγητό και με σιδερένια πειθαρχία στους ανώτερους. Θα σέβεται τους μεγαλύτερους, ακόμα κι αν αυτοί τον αδικούν, δεν θα μιλά, δεν θα έχει αντιρρήσεις, δεν θα έχει προσωπικές σκέψεις και επιθυμίες, θα είναι μια μηχανή. Μια τέλεια μηχανή πολέμου. Αν ποτέ δειλιάσει στη μάχη, τον περιμένει η περιφρόνηση του κόσμου και της μάνας του, η ζωή του αποκεί και πέρα θα είναι αφόρητη και δεν θα έχει πού να σταθεί. Γι αυτό καλύτερα να πεθάνει στη μάχη. Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη σημαίνει ότι δεν θα ζήσει ποτέ σαν κανονικός άνθρωπος. Το να είναι όμως κάποια γυναίκα της τάξης των Ομοίων στην αρχαία Σπάρτη σημαίνει ότι θα είναι λίγο καλύτερα από το να είναι γυναίκα σε μια άλλη ελληνική πόλη. Η Πολιτεία θα τη μάθει γράμματα, δεν τη θέλει αστοιχείωτη. Θα την αφήσει ελεύθερη να διαλέξει μόνη της τον άνδρα που θα πάρει, αφού όμως πρώτα γίνει είκοσι χρονών. Της επιτρέπει να κληρονομήσει τους γονείς της και είναι έτσι οικονομικά ανεξάρτητη. Την υποχρεώνει να γυμνάζεται μαζί με τα αγόρια και μάλιστα μισόγυμνη, γιατί η Πολιτεία δεν τη θέλει σεμνότυφη, τη θέλει περήφανη για το σώμα της. Από αυτήν περιμένει καλές γέννες και γερά παιδιά.
Την ετοιμάζει με λίγα λόγια για μια τέλεια μηχανή τεκνοποίησης. Η γυναικεία ομορφιά εστιάζεται στο γυμνασμένο σώμα, όλα τα άλλα είναι περιττά. Απαγορεύονται τα λούσα. Απαγορεύονται οι πολυτέλειες. Απαγορεύονται τα βαψίματα, τα κοσμήματα, τα κομψά ρούχα, τα αρώματα, τα καλλυντικά. Η γυναίκα πρέπει να είναι σοβαρή. Η γυναίκα μπορεί να γνωρίσει κι άλλους άνδρες στη ζωή της, εκτός από το σύζυγο, όμως αυτές οι σχέσεις πρέπει να είναι καρποφόρες. Όχι μόνο δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί, αν της προτείνει κάποιος να κάνει τα παιδιά του, αλλά πρέπει να το θεωρήσει αυτό μεγάλη της τιμή.
Και τα παιδιά που θα γεννήσει, να μην ξεχνά ποτέ πως δεν είναι δικά της. Τα παιδιά της Σπάρτης ανήκουν στη Σπάρτη. Οι αποκλειστικότητες και οι ιδιοκτησίες στο θέμα αυτό αποδοκιμάζονται. Όλοι οι πολίτες είναι γονείς των παιδιών που γεννιούνται στη Σπάρτη. Όλοι έχουν δικαίωμα να επέμβουν στην ανατροφή τους και όλοι φέρουν την ευθύνη τους. Έτσι οι γυναίκες στη Σπάρτη μαθαίνουν από μικρές να καταπνίγουν το μητρικό φίλτρο για τα παιδιά που γεννούν και να το αντικαθιστούν με το καθήκον απέναντι στην πατρίδα. Μαθαίνουν να τιμούν τους γενναίους γιους και να περιφρονούν τους δειλούς γιους. Ένας δειλός γιος είναι όνειδος για τη μάνα που τον γέννησε. Αυτή πρώτη θα τον καταδικάσει και θα του γυρίσει την πλάτη. Αν χρειαστεί, θα βοηθήσει ακόμα και στην εκτέλεσή του. Με τα δικά μας μέτρα η Σπάρτη φτιάχνει γυναίκες τέρατα. Δεν ξέρω κατά πόσο πρέπει να θαυμάζουμε μια μητέρα που χαίρεται, όταν της φέρνουν από τον πόλεμο το παιδί της σκοτωμένο και οργίζεται, όταν γυρίζει ζωντανό, αλλά με τη ρετσινιά του δειλού.
Οι Όμοιοι δεν έχουν χρήμα στις τσέπες τους. Το σπαρτιατικό νόμισμα είναι από σίδερο και είναι τόσο βαρύ και δύσχρηστο που είναι μεγάλη φασαρία ακόμα και να το μεταφέρουν. Εξάλλου τους είναι περιττό. Δεν έχουν πού να το ξοδέψουν, δεν υπάρχουν εδώ μαγαζιά με είδη πολυτελείας ή καπηλειά ή τρόφιμα και κρασιά σπάνια και εκλεκτά ή τέλος πάντων όλα εκείνα τα αγαθά που μπορεί να βρει κανείς σε μια καπιταλιστική οικονομία όπως αυτή της Αθήνας. Απαλλαγμένοι από τον πειρασμό του πλουτισμού οι Όμοιοι μπορούν να δοθούν ψυχή και σώμα στην υπηρεσία της πατρίδας. Με αυτό τον τρόπο η σπαρτιατική Πολιτεία έχει ξεμπερδέψει από τα γνωστά παρατράγουδα που έχουν οι ελεύθερες οικονομίες, δηλαδή τη διαφθορά, τις απάτες, τους εκμαυλισμούς, τις δωροδοκίες, τις καταχρήσεις, την απληστία, τα κερδοσκοπικά παιχνίδια. Μόνο που οι στερημένοι Όμοιοι δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα παρέμεναν βράχοι σπαρτιατικής ηθικής, αν έρχονταν σε επαφή με τους άλλους «διεφθαρμένους» Έλληνες. Για το λόγο αυτό η Πολιτεία καλού κακού απαγόρεψε στους πολίτες της τα ταξίδια εκτός Λακεδαίμονος. Και επίσης δεν μπορούσε κανείς μη Λακεδαιμόνιος να κάνει τουρισμό στη Σπάρτη. Αν κάποιος ξένος ερχόταν εδώ (βασικά για να φέρει προτάσεις ειρήνης, πολέμου ή συμμαχίας) έπρεπε να τα μαζεύει και να φεύγει μετά από δύο το πολύ μέρες Από την τρυφερή ηλικία των εφτά χρονών το αγόρι του Ομοίου μπαίνει στα βάσανα. Ξύλο, τιμωρίες, απαγορεύσεις, σκληρές ασκήσεις όλη μέρα, ξυπόλυτο στο κρύο και μ’ ένα τιποτένιο ρουχαλάκι στο κορμί του, λίγο και άνοστο φαγητό και προ παντός υπακοή, πειθαρχία, σιωπή, σέβας στους μεγαλύτερους. Αν θέλει να φάει, πρέπει να κλέψει το φαγητό του, αλλά, αν το πιάσουν, θα το πληρώσει ακριβά. Στην εφηβεία το αγόρι έχει ήδη μεταβληθεί σε ένα αφύσικο πλάσμα, είναι αμίλητο, υπακούει σαν αυτόματο στις διαταγές των ανωτέρων του και είναι αφιονισμένο με τον πόλεμο. Στην κρυπτεία οφείλει να σκοτώσει οπωσδήποτε έναν Είλωτα και μάλιστα μετά από ενέδρα, ώστε ο Είλωτας να αιφνιδιαστεί, αλλά και να αντισταθεί. Με τα χέρια του βαμμένα στο αίμα θα μπορέσει να γίνει Όμοιος, αλλιώς δεν θα αποχτήσει ποτέ πολιτικά δικαιώματα. Στη διαμαστίγωση (ή αλλιώς στον ευάλκη) θα πρέπει να υπομείνει ένα ολοήμερο μαστίγωμα στο βωμό στης Ορθίας Αρτέμιδος, χωρίς να βγάλει άχνα, χωρίς καν να αλλάξει η έκφραση του προσώπου του, ενώ το αίμα του θα βάφει κόκκινο το βωμό της θεάς. Ο κόσμος είναι πολύς και παρακολουθεί το θέαμα - πρόκειται στην ουσία για μια πρωτόγονη τελετή ενηλικίωσης.
Κάποια αγόρια δεν αντέχουν και αφήνουν την τελευταία τους πνοή εκεί Είκοσι χρονών ο νεαρός Σπαρτιάτης είναι έτοιμος για τον πόλεμο. Έχει μάθει μετά από χρόνια σκληρής εξάσκησης πώς να ανακαλύπτει τα ίχνη του εχθρού, πώς να τον καταλαμβάνει εξ εφόδου και να τον εξουδετερώνει, πώς να αντέχει στη στέρηση, το κρύο, τη ζέστη, την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, πώς να μην έχει προσωπική άποψη, πώς να υπακούει τυφλά στις διαταγές των ανωτέρων και να μην τους αμφισβητεί, πώς να μάχεται έως θανάτου και ποτέ να μην υποχωρεί. Είναι μια τέλεια μηχανή πολέμου.. Με μια τόσο απάνθρωπη, σκληρή αγωγή και με τόσες στερήσεις και απαγορεύσεις ο σπαρτιατικός στρατός ήταν πράγματι αήττητος. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να γυρίσει την πλάτη στον εχθρό και να φύγει νικημένος από το πεδίο της μάχης. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση επομένως στις Θερμοπύλες να υποχωρήσει και να αφήσει τους Πέρσες να περάσουν ανενόχλητοι από τα στενά. Η μάχη των Θερμοπυλών ήταν μια πράξη ηρωικής αυτοκτονίας, αλλά οι Τριακόσιοι δεν είχαν άλλη επιλογή. Αυτό το «ή ταν ή επί τας» ήταν χαραγμένο στην ψυχή τους από τα παιδικά τους χρόνια και είχε έρθει η ώρα το δοξάσουν. Αργότερα ο Σιμωνίδης ο Κείος θα γράψει γι αυτούς το διασημότερο επιτύμβιο επίγραμμα που μας παρέδωσε η αρχαιότητα, το πιο συγκινητικό και το πραγματικά μεγαλειώδες:
«Ω ξείν,’ αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Σε μετάφραση (που ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδώσει το μεγαλείο του πρωτότυπου):
«Ξένε, πες στους Λακεδαιμόνιους ότι εδώ είμαστε θαμμένοι
υπακούοντας στις εντολές τους».
Είναι ένα επίγραμμα που προκαλεί ρίγος και συγκίνηση, χωρίς παράλληλα να κρύβει την αλήθεια: ότι οι τριακόσιοι αυτοί ανώτεροι Λακεδαιμόνιοι, οι καθαρόαιμοι Όμοιοι, υπό τις διαταγές του Λεωνίδα έκαναν πράξη την ηθική που τους δίδαξαν οι παλαιότεροι, να πεθάνουν δηλαδή υπερασπιζόμενοι την αγαπημένη τους πατρίδα που γι αυτήν γεννήθηκαν, γι αυτήν έζησαν, γι αυτήν υπέφεραν τα πάνδεινα και για χάρη της στερήθηκαν όλες τις καθημερινές μικροχαρές του κόσμου τούτου.
Πάντα πρέπει να θυμόμαστε πως μαζί με τους Τριακόσιους έμειναν και έπεσαν μέχρις ενός επτακόσιοι Θεσπιείς υπό τις διαταγές του Δημόφιλου, γιου του Διαδρόμου, ενώ κανείς νόμος της πατρίδας τους δεν τους υποχρέωνε να κάνουν κάτι τέτοιο. Στη μάχη διακρίθηκε για τον ηρωισμό του ο Διθύραμβος, γιος του Αρματίδη. Στον τάφο τους γράφηκε το εξής επίγραμμα:
«Άνδρες τοι ποτ’ έναιον υπό κροτάφοις Ελικώνος,
λήματα των αυχεί Θεσπιάς ευρύχορος».
(Άνδρες κατοικούσαν κάποτε στις πλαγιές του Ελικώνα,
παλικάρια που γι αυτά περηφανεύεται η απλόχωρη Θεσπιάς).
Κάποια αγόρια δεν αντέχουν και αφήνουν την τελευταία τους πνοή εκεί Είκοσι χρονών ο νεαρός Σπαρτιάτης είναι έτοιμος για τον πόλεμο. Έχει μάθει μετά από χρόνια σκληρής εξάσκησης πώς να ανακαλύπτει τα ίχνη του εχθρού, πώς να τον καταλαμβάνει εξ εφόδου και να τον εξουδετερώνει, πώς να αντέχει στη στέρηση, το κρύο, τη ζέστη, την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, πώς να μην έχει προσωπική άποψη, πώς να υπακούει τυφλά στις διαταγές των ανωτέρων και να μην τους αμφισβητεί, πώς να μάχεται έως θανάτου και ποτέ να μην υποχωρεί. Είναι μια τέλεια μηχανή πολέμου.. Με μια τόσο απάνθρωπη, σκληρή αγωγή και με τόσες στερήσεις και απαγορεύσεις ο σπαρτιατικός στρατός ήταν πράγματι αήττητος. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να γυρίσει την πλάτη στον εχθρό και να φύγει νικημένος από το πεδίο της μάχης. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση επομένως στις Θερμοπύλες να υποχωρήσει και να αφήσει τους Πέρσες να περάσουν ανενόχλητοι από τα στενά. Η μάχη των Θερμοπυλών ήταν μια πράξη ηρωικής αυτοκτονίας, αλλά οι Τριακόσιοι δεν είχαν άλλη επιλογή. Αυτό το «ή ταν ή επί τας» ήταν χαραγμένο στην ψυχή τους από τα παιδικά τους χρόνια και είχε έρθει η ώρα το δοξάσουν. Αργότερα ο Σιμωνίδης ο Κείος θα γράψει γι αυτούς το διασημότερο επιτύμβιο επίγραμμα που μας παρέδωσε η αρχαιότητα, το πιο συγκινητικό και το πραγματικά μεγαλειώδες:
«Ω ξείν,’ αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Σε μετάφραση (που ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδώσει το μεγαλείο του πρωτότυπου):
«Ξένε, πες στους Λακεδαιμόνιους ότι εδώ είμαστε θαμμένοι
υπακούοντας στις εντολές τους».
Είναι ένα επίγραμμα που προκαλεί ρίγος και συγκίνηση, χωρίς παράλληλα να κρύβει την αλήθεια: ότι οι τριακόσιοι αυτοί ανώτεροι Λακεδαιμόνιοι, οι καθαρόαιμοι Όμοιοι, υπό τις διαταγές του Λεωνίδα έκαναν πράξη την ηθική που τους δίδαξαν οι παλαιότεροι, να πεθάνουν δηλαδή υπερασπιζόμενοι την αγαπημένη τους πατρίδα που γι αυτήν γεννήθηκαν, γι αυτήν έζησαν, γι αυτήν υπέφεραν τα πάνδεινα και για χάρη της στερήθηκαν όλες τις καθημερινές μικροχαρές του κόσμου τούτου.
Πάντα πρέπει να θυμόμαστε πως μαζί με τους Τριακόσιους έμειναν και έπεσαν μέχρις ενός επτακόσιοι Θεσπιείς υπό τις διαταγές του Δημόφιλου, γιου του Διαδρόμου, ενώ κανείς νόμος της πατρίδας τους δεν τους υποχρέωνε να κάνουν κάτι τέτοιο. Στη μάχη διακρίθηκε για τον ηρωισμό του ο Διθύραμβος, γιος του Αρματίδη. Στον τάφο τους γράφηκε το εξής επίγραμμα:
«Άνδρες τοι ποτ’ έναιον υπό κροτάφοις Ελικώνος,
λήματα των αυχεί Θεσπιάς ευρύχορος».
(Άνδρες κατοικούσαν κάποτε στις πλαγιές του Ελικώνα,
παλικάρια που γι αυτά περηφανεύεται η απλόχωρη Θεσπιάς).