Η λέπρα ήταν μια από τις πιο τρομακτικές ασθένειες της εποχής που οδήγησε σε αποκλεισμό εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα γκέτο των λεπρών στην Ελλάδα ξεκίνησαν πρώτα από τις παρυφές των χωριών και στη συνέχεια αναζητήθηκαν χώροι μακριά από την οργανωμένη κοινωνία. Το 1903 η πολιτεία αποφάσισε με νόμο να αποκλείσει τους ασθενείς σε έναν απομονωμένο τόπο. Για τον εγκλεισμό των λεπρών επιλέχθηκε το νησάκι Σπιναλόγκα που βρίσκεται απέναντι από την Ελούντα της Κρήτης....
Η νόσος του Χάνσεν εξακολουθεί να ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα τους ανθρώπους. Σε πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα, η νόσος έχει εξαφανιστεί, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ινδία, στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Το 2001 νόσησαν από λέπρα 763.000 άνθρωποι, κυρίως στη νοτιο-ανατολική Ασία (668.000), ενώ ο αριθμός νέων περιστατικών μειώθηκε σε 300.000 το 2005. Η νόσος είναι μεταδοτική όταν υπάρχει συχνή επαφή με ασθενή, αλλά το μεγαλύτερο μέρος (95%) του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία.Σήμερα υπάρχουν φάρμακα που θεραπεύουν τη λέπρα και όσοι κάνουν την κατάλληλη θεραπεία μπορούν να έχουν μια κανονική ζωή χωρίς να μεταδίδουν την ασθένεια. Ωστόσο η λέξη «λεπρός» εξακολουθεί να αποτελεί κοινωνικό στίγμα και είναι ένας από τους κύριους λόγους που κάποιοι ασθενείς δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια στα πρώτα στάδια της ασθένειας.
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησάκι το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Ελούντας στην Επαρχία Μεραμπέλλου του νομού Λασιθίου Κρήτης. Το αρχαίο του όνομα ήταν Καλυδών αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάστηκε Σπιναλόγκα, που σημαίνει μακρύ αγκάθι (spina lunga). Οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς τόσο από κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής άποψης όσο και από απόψεως αισθητικής του όλου τοπίου που και σήμερα ακόμη διατηρεί την ομορφιά του. Συγκεκριμένα, άρχισε να οχυρώνεται το 1574 από τους Ενετούς όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο. Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1649 από τους Τούρκους, η Σπιναλόγκα έμεινε ακόμη στα χέρια των Ενετών έως το 1715. Το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους το 1715 και κατοικείτο από Μουσουλμάνους. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο αριθμός των κατοίκων αυξήθηκε εφ’ όσον το νησί αποτέλεσε κοιτίδα εμπορίου. Μετά το 1898 οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί. Από το 1903 χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο, όπου μεταφέρθηκαν οι πρώτοι 251 λεπροί (Κρητικής καταγωγής), που λόγω αφ΄ενός της αποκρουστικής όψης τους και αφ’ ετέρου της μεταδοτικότητας της ασθένειας κατοικούσαν αρχικά εξορισμένοι και απομονωμένοι από την τοπική κοινωνία, στις απόμακρες παρυφές των πόλεων, σε μέρη τα οποία ονομάζονταν “μεσκηνιές”. Οι συνθήκες ήταν σκληρές αν σκεφτείς πως δεν υπήρχε κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ενώ ο ιός της λέπρας ήταν μεταδοτικός και δεν θεραπευόταν. Μετά το 1913 μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και από άλλες χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών στους 1000. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε εκείνη την περίοδο σε “Διεθνές Λεπροκομείο”. Αρχικά, οι συνθήκες διαβίωσης τους δεν ήταν καλές και η Σπιναλόγκα έμοιαζε με μια απέραντη τρώγλη, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους νοσούντες, ακόμη και χωρίς ελπίδα για κάποιους. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν το 1936, όταν έφθασε στο νησί ο ασθενής Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, ο οποίος ιδρύει την "Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας" και αγωνίζεται τα χρόνια που ακολούθησαν για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας και από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά. Άλλοι ασθενείς θεραπεύθηκαν και επέστρεψαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και άλλοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για παρακολούθηση στο ειδικό Νοσοκομείο, το Λοιμωδών νόσων που βρίσκεται στο δήμο της Αγίας Βαρβάρας, ενώ κάποιοι δεν τα κατάφεραν. νΤο 1957, το νησί εγκαταλείφθηκε και πολλά από τα κτίρια του κατεδαφίστηκαν. Σήμερα αποτελεί αρχαιολογικό χώρο και κάποια κτίρια αναστηλώνονται. Θεωρείται τουριστικός προορισμός για ημερήσιες εκδρομές και κολύμπι και ο αριθμός των τουριστών που την επισκέπτονται αγγίζει τους 300.000. Παρ΄όλα αυτά κάποια ερείπια, απομεινάρια άλλων εποχών μένουν για να θυμίζουν αυτούς τους ανθρώπους.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ο έρωτας νικούσε την απομόνωση που επέβαλε η πολιτεία. Αρκετοί υγιείς επέλεγαν να επιβιβαστούν στο καΐκι και να ταξιδέψουν μαζί με τον άρρωστο σύντροφό τους στον κόσμο των λεπρών. Όταν οι αρχές δεν τους το επέτρεπαν, οι ερωτευμένοι έκαναν τα πάντα για να κολλήσουν την ασθένεια και να ακολουθήσουν τους συντρόφους τους στη Σπιναλόγκα...
Το νέο λεπροκομείο
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα που λειτούργησε το λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε φυσική ανοσία απέναντι στην ασθένεια και ο κίνδυνος μετάδοσης της λέπρας ήταν πολύ μικρός, εφόσον τηρούνταν οι βασικές συνθήκες υγιεινής. Έτσι, ένα νησάκι κοντά στην ξηρά, για την εύκολη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων, ήταν η ιδανική λύση απομόνωσης των ασθενών και υποτιθέμενης προστασίας του υγιούς πληθυσμού. Επιπλέον, η στέγαση των ασθενών ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια, μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της. Η μεταφορά των λεπρών, πάντως, εξυπηρετούσε και ένα δεύτερο κρυφό σκοπό: την απομάκρυνση των τελευταίων τουρκικών οικογενειών από τη Σπιναλόγκα, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν από την περιοχή ελέγχου της Κρητικής Πολιτείας. Με την εγκατάσταση των λεπρών στο νησί, οι εναπομείναντες μουσουλμάνοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Στις 14 Δεκεμβρίου 1904 μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, που πήρε το όνομα ‘’Άγιος Παντελεήμων’’, οι πρώτοι 251 λεπροί απ’ όλη την Κρήτη. Στη συνέχεια, μετά το 1913, μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών σε παραπάνω των χιλίων. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε την περίοδο εκείνη σε ‘’Διεθνές Λεπροκομείο’’, χωρίς καμία ουσιαστική οργάνωση, με χαρακτηριστικά πραγματικής τρώγλης. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του, στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας άρχισαν να στέλνονται λεπροί απ’ όλη τη χώρα και ιδίως οι πιο ‘’ανυπάκουοι’’ και ‘’αντιδραστικοί’’. Απέναντι, δε, από τη Σπιναλόγκα, αναπτύχθηκε ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όπου δημιουργήθηκε ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες, αλλά και λίγα, υπαίθρια κυρίως, καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους λεπρούς και για όσους τους επισκέπτονταν. Επιπλέον, στη δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες στο νησί, που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες, ενώ για τη διάνοιξη περιμετρικών δρόμων χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του παλιού ενετικού φρουρίου.
Το θλιβερό παρελθόν
Μέχρι τη μεταφορά τους στη Σπιναλόγκα, οι λεπροί ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες, σε ασβεστωμένα σπίτια, που λέγονταν ‘’μεσκινιές’’, ενώ αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους υγιείς συνανθρώπους τους ‘’λουβιάρηδες’’, ‘’μεσκίνηδες’’ ή ‘’κομμένοι’’. Ο αμαθής πληθυσμός της εποχής εκείνης τρόμαζε στη θέα των παραμορφωμένων ασθενών και τους ανάγκαζε να φορούν κουδουνάκια, ώστε να γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν παραβιάζονταν οι όροι της ‘’μεσκινιάς’’, ήταν δυνατόν ο λεπρός να λιθοβοληθεί ή και να πυροβοληθεί. Επίσης, η λέπρα προξενούσε πρόσθετο φόβο και δέος, επειδή θεωρούνταν και θρησκευτική ασθένεια, εξαιτίας των αναφορών στη ζωή του Χριστού σε θεραπεία λεπρών.
Ο τραγικός αποχωρισμός
Κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού των ασθενών από τις οικογένειές τους, εκτυλίσσονταν συχνά τραγικές σκηνές. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι μια κοπέλα, μη αντέχοντας να αποχωριστεί τον άντρα της, έκανε μπροστά στους χωροφύλακες που τον έπαιρναν μια ένεση με αίμα στο μπράτσο της, λέγοντας ότι είναι το αίμα του συζύγου της και έχει ήδη μολυνθεί, ώστε να την πάρουν και αυτή στο νησί. Τελικά η κοπέλα μεταφέρθηκε μαζί του στο νησί, αλλά δεν νόσησε ποτέ, ενώ ο άντρας της πέθανε αργότερα στην αγκαλιά της, χτυπημένος από τα βαριά προβλήματα που του κληροδότησε η λέπρα. Σε μια άλλη περίπτωση, μια γυναίκα κρύφτηκε τη νύχτα στο καΐκι που θα μετέφερε το πρωί τους ασθενείς από τα Χανιά στη Σπιναλόγκα και έτσι κατάφερε να καταλήξει στο νησί μαζί με το σύζυγό της, προκειμένου να βρίσκεται μαζί του και να τον φροντίζει. Στη Σπιναλόγκα, επίσης, υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι που δεν είχαν προσβληθεί από τη νόσο, συνήθως σύζυγοι ή γονείς λεπρών που δεν ήθελαν να αποχωριστούν και να αφήσουν, αβοήθητα στην μοίρα τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα που λειτούργησε το λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε φυσική ανοσία απέναντι στην ασθένεια και ο κίνδυνος μετάδοσης της λέπρας ήταν πολύ μικρός, εφόσον τηρούνταν οι βασικές συνθήκες υγιεινής. Έτσι, ένα νησάκι κοντά στην ξηρά, για την εύκολη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων, ήταν η ιδανική λύση απομόνωσης των ασθενών και υποτιθέμενης προστασίας του υγιούς πληθυσμού. Επιπλέον, η στέγαση των ασθενών ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια, μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της. Η μεταφορά των λεπρών, πάντως, εξυπηρετούσε και ένα δεύτερο κρυφό σκοπό: την απομάκρυνση των τελευταίων τουρκικών οικογενειών από τη Σπιναλόγκα, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν από την περιοχή ελέγχου της Κρητικής Πολιτείας. Με την εγκατάσταση των λεπρών στο νησί, οι εναπομείναντες μουσουλμάνοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Στις 14 Δεκεμβρίου 1904 μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, που πήρε το όνομα ‘’Άγιος Παντελεήμων’’, οι πρώτοι 251 λεπροί απ’ όλη την Κρήτη. Στη συνέχεια, μετά το 1913, μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών σε παραπάνω των χιλίων. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε την περίοδο εκείνη σε ‘’Διεθνές Λεπροκομείο’’, χωρίς καμία ουσιαστική οργάνωση, με χαρακτηριστικά πραγματικής τρώγλης. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του, στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας άρχισαν να στέλνονται λεπροί απ’ όλη τη χώρα και ιδίως οι πιο ‘’ανυπάκουοι’’ και ‘’αντιδραστικοί’’. Απέναντι, δε, από τη Σπιναλόγκα, αναπτύχθηκε ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όπου δημιουργήθηκε ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες, αλλά και λίγα, υπαίθρια κυρίως, καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους λεπρούς και για όσους τους επισκέπτονταν. Επιπλέον, στη δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες στο νησί, που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες, ενώ για τη διάνοιξη περιμετρικών δρόμων χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του παλιού ενετικού φρουρίου.
Το θλιβερό παρελθόν
Μέχρι τη μεταφορά τους στη Σπιναλόγκα, οι λεπροί ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες, σε ασβεστωμένα σπίτια, που λέγονταν ‘’μεσκινιές’’, ενώ αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους υγιείς συνανθρώπους τους ‘’λουβιάρηδες’’, ‘’μεσκίνηδες’’ ή ‘’κομμένοι’’. Ο αμαθής πληθυσμός της εποχής εκείνης τρόμαζε στη θέα των παραμορφωμένων ασθενών και τους ανάγκαζε να φορούν κουδουνάκια, ώστε να γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν παραβιάζονταν οι όροι της ‘’μεσκινιάς’’, ήταν δυνατόν ο λεπρός να λιθοβοληθεί ή και να πυροβοληθεί. Επίσης, η λέπρα προξενούσε πρόσθετο φόβο και δέος, επειδή θεωρούνταν και θρησκευτική ασθένεια, εξαιτίας των αναφορών στη ζωή του Χριστού σε θεραπεία λεπρών.
Ο τραγικός αποχωρισμός
Κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού των ασθενών από τις οικογένειές τους, εκτυλίσσονταν συχνά τραγικές σκηνές. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι μια κοπέλα, μη αντέχοντας να αποχωριστεί τον άντρα της, έκανε μπροστά στους χωροφύλακες που τον έπαιρναν μια ένεση με αίμα στο μπράτσο της, λέγοντας ότι είναι το αίμα του συζύγου της και έχει ήδη μολυνθεί, ώστε να την πάρουν και αυτή στο νησί. Τελικά η κοπέλα μεταφέρθηκε μαζί του στο νησί, αλλά δεν νόσησε ποτέ, ενώ ο άντρας της πέθανε αργότερα στην αγκαλιά της, χτυπημένος από τα βαριά προβλήματα που του κληροδότησε η λέπρα. Σε μια άλλη περίπτωση, μια γυναίκα κρύφτηκε τη νύχτα στο καΐκι που θα μετέφερε το πρωί τους ασθενείς από τα Χανιά στη Σπιναλόγκα και έτσι κατάφερε να καταλήξει στο νησί μαζί με το σύζυγό της, προκειμένου να βρίσκεται μαζί του και να τον φροντίζει. Στη Σπιναλόγκα, επίσης, υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι που δεν είχαν προσβληθεί από τη νόσο, συνήθως σύζυγοι ή γονείς λεπρών που δεν ήθελαν να αποχωριστούν και να αφήσουν, αβοήθητα στην μοίρα τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η μεταφορά στο νησί
Πολύ συχνά οι λεπροί μεταφέρονταν στο νησί με τη βία, πολλές φορές και με χειροπέδες, ενώ όσοι πήγαιναν εκεί γνώριζαν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά στα σπίτια τους και στην προηγούμενη ζωή τους. Στο λιμάνι, μάλιστα, όπου έφταναν οι βάρκες με τους ασθενείς, υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε: ‘’Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα’’. Επιπλέον, επί σειρά ετών οι νεοφερμένοι ασθενείς οδηγούνταν σε κλειστούς χώρους, σαν φυλακές, ενώ πίσω τους έκλεινε και τους απομόνωνε για πάντα από τον κόσμο μια βαριά καγκελόπορτα.
Η δραματική διαβίωση
Αν και το νησί διέθετε γιατρό και νοσοκόμους, οι συνθήκες νοσηλείας, αλλά και γενικότερης διαβίωσης των ασθενών ήταν άθλιες, αφού ζούσαν σε μισοκατεστραμένες κατοικίες με ένα μικρό επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, το οποίο δεν έφτανε να καλύψει ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Σε όσους το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας τους, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τροφή ψαρεύοντας ή καλλιεργώντας τη γη. Δεν ήταν σπάνιο, ακόμη, κάποιοι ασθενείς να δραπετεύουν και να αναζητούν τροφή σε απέναντι χωριά. Όσοι από τους ‘’παραβάτες’’ συλλαμβάνονταν, κλείνονταν σε μία απάνθρωπη φυλακή, με ακόμη αθλιότερες συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όμως, οι ανθρώπινες ψυχές όχι μόνο δεν το έβαλαν κάτω, αλλά ανέπτυξαν μια ιδιόρρυθμη κοινωνικότητα, με δικούς της κανόνες και αξίες. Αναφερόταν, ακόμη, σε δημοσιευμένα κείμενα της δεκαετίας του 1930, ότι οι ασθενείς στη Σπιναλόγκα, μη έχοντας καμία εργασία, ‘’διασκέδαζαν’’ κοιτάζοντας τη θάλασσα, παίζοντας μερικά απλά παιχνίδια ή μερικά όργανα μουσικής. Άλλες φορές γλεντούσαν, έπιναν και μεθούσαν, καταριούνταν μεγαλόφωνα την τύχη τους, μισούσαν ή αγαπούσαν τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους τους. Μέσα στην πολυετή λειτουργία του λεπροκομείου, μερικοί λεπροί έπεσαν στη θάλασσα να πνιγούν ή αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους για να ξεφύγουν από τη φρικτή ζωή τους, ενώ λιγοστοί κατάφεραν να δραπετεύσουν κολυμπώντας και να ξεφύγουν για πάντα από το νησί. Πολλοί, πάντως, από τους ασθενείς στο νησί πέθαιναν τελείως αβοήθητοι, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι, μέσα σε φρικτούς πόνους.
Μια ζωή χωρίς μέλλον
Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών, όπως ήταν το υγειονομικό προσωπικό και οι επισκέπτες, απαγορευόταν αυστηρά, ενώ τα χρήματα που χρησιμοποιούνταν για τις συναλλαγές αποστειρώνονταν υποχρεωτικά από ειδικό υπάλληλο, ώστε να μη μεταδώσουν τη νόσο. Αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν, πολλοί ασθενείς συνδέθηκαν μεταξύ τους και έκαναν δεκάδες παιδιά, τα οποία δεν νοσούσαν. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν υποχρεωτικά από το κράτος σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα, όπου παρακολουθούνταν και, εφόσον ήταν υγιή, δίνονταν για υιοθεσία. Το εξιτήριο από τη Σπιναλόγκα ήταν πολύ δύσκολο να αποκτηθεί και δίνονταν μόνο μετά από τρεις διαδοχικές αρνητικές εξετάσεις από τους γιατρούς του νησιού, γεγονός αρκετά σπάνιο, αφού δεν υπήρχε, μέχρι το 1948, καμία θεραπεία για τη νόσο.
Πολύ συχνά οι λεπροί μεταφέρονταν στο νησί με τη βία, πολλές φορές και με χειροπέδες, ενώ όσοι πήγαιναν εκεί γνώριζαν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά στα σπίτια τους και στην προηγούμενη ζωή τους. Στο λιμάνι, μάλιστα, όπου έφταναν οι βάρκες με τους ασθενείς, υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε: ‘’Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα’’. Επιπλέον, επί σειρά ετών οι νεοφερμένοι ασθενείς οδηγούνταν σε κλειστούς χώρους, σαν φυλακές, ενώ πίσω τους έκλεινε και τους απομόνωνε για πάντα από τον κόσμο μια βαριά καγκελόπορτα.
Η δραματική διαβίωση
Αν και το νησί διέθετε γιατρό και νοσοκόμους, οι συνθήκες νοσηλείας, αλλά και γενικότερης διαβίωσης των ασθενών ήταν άθλιες, αφού ζούσαν σε μισοκατεστραμένες κατοικίες με ένα μικρό επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, το οποίο δεν έφτανε να καλύψει ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Σε όσους το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας τους, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τροφή ψαρεύοντας ή καλλιεργώντας τη γη. Δεν ήταν σπάνιο, ακόμη, κάποιοι ασθενείς να δραπετεύουν και να αναζητούν τροφή σε απέναντι χωριά. Όσοι από τους ‘’παραβάτες’’ συλλαμβάνονταν, κλείνονταν σε μία απάνθρωπη φυλακή, με ακόμη αθλιότερες συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όμως, οι ανθρώπινες ψυχές όχι μόνο δεν το έβαλαν κάτω, αλλά ανέπτυξαν μια ιδιόρρυθμη κοινωνικότητα, με δικούς της κανόνες και αξίες. Αναφερόταν, ακόμη, σε δημοσιευμένα κείμενα της δεκαετίας του 1930, ότι οι ασθενείς στη Σπιναλόγκα, μη έχοντας καμία εργασία, ‘’διασκέδαζαν’’ κοιτάζοντας τη θάλασσα, παίζοντας μερικά απλά παιχνίδια ή μερικά όργανα μουσικής. Άλλες φορές γλεντούσαν, έπιναν και μεθούσαν, καταριούνταν μεγαλόφωνα την τύχη τους, μισούσαν ή αγαπούσαν τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους τους. Μέσα στην πολυετή λειτουργία του λεπροκομείου, μερικοί λεπροί έπεσαν στη θάλασσα να πνιγούν ή αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους για να ξεφύγουν από τη φρικτή ζωή τους, ενώ λιγοστοί κατάφεραν να δραπετεύσουν κολυμπώντας και να ξεφύγουν για πάντα από το νησί. Πολλοί, πάντως, από τους ασθενείς στο νησί πέθαιναν τελείως αβοήθητοι, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι, μέσα σε φρικτούς πόνους.
Μια ζωή χωρίς μέλλον
Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών, όπως ήταν το υγειονομικό προσωπικό και οι επισκέπτες, απαγορευόταν αυστηρά, ενώ τα χρήματα που χρησιμοποιούνταν για τις συναλλαγές αποστειρώνονταν υποχρεωτικά από ειδικό υπάλληλο, ώστε να μη μεταδώσουν τη νόσο. Αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν, πολλοί ασθενείς συνδέθηκαν μεταξύ τους και έκαναν δεκάδες παιδιά, τα οποία δεν νοσούσαν. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν υποχρεωτικά από το κράτος σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα, όπου παρακολουθούνταν και, εφόσον ήταν υγιή, δίνονταν για υιοθεσία. Το εξιτήριο από τη Σπιναλόγκα ήταν πολύ δύσκολο να αποκτηθεί και δίνονταν μόνο μετά από τρεις διαδοχικές αρνητικές εξετάσεις από τους γιατρούς του νησιού, γεγονός αρκετά σπάνιο, αφού δεν υπήρχε, μέχρι το 1948, καμία θεραπεία για τη νόσο.
Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης.
Ο ηγέτης της Σπιναλόγκα, που έχασε τη φωνή του διεκδικώντας τα δικαιώματα των χανσενικών
Τον Μάρτιο του 1936 έφτασε στη Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών, απέναντι από την Ελούντα της Κρήτης, ένας νεαρός που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα όλων των ασθενών του νησιού. Ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης. Ήταν μαθητής δημοτικού όταν χτυπήθηκε από τη νόσο του Χάνσεν, κοινώς γνωστή ως λέπρα. Τότε τα σημάδια της αρρώστιας δεν ήταν ορατά και ο μικρός Επαμεινώνδας συνέχισε να ζει φυσιολογικά. Μεγαλώνοντας όμως, η ασθένεια δεν του χαρίστηκε και άρχισε να σημαδεύει με χαρακτηριστικό τρόπο το σώμα και το πρόσωπό του. Απόδραση από τη Σπιναλόγκα Το 1931 εγκατέλειψε με μια βάρκα το χωριό του, την Αγία Τριάδα Σητείας, για να αποφύγει τον εγκλεισμό στη Σπιναλόγκα. Είχε προηγηθεί καταγγελία και οι αρχές τον αναζητούσαν παντού. Ο Ρεμουντάκης κατάφερε να ξεφύγει. Για λίγο βρήκε καταφύγιο στο Κουφονήσι και αργότερα κατάφερε να φτάσει στην Αθήνα. Εκεί χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος της πόλης. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Νομική. Σαν φοιτητής ήταν πολύ δραστήριος και οργανωτικός. Συνέχισε να ζει κανονικά μέχρι το 1936. Τότε η αρρώστια είχε προχωρήσει και πλέον δεν μπορούσε να κρυφτεί. Την πορεία των σπουδών του, διέκοψε η αιφνίδια σύλληψή του. Αρχικά ο Ρεμουντάκης οδηγήθηκε στο νοσοκομείο λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αττικής. Λίγους μήνες μετά αποφάσισε οικειοθελώς να μεταφερθεί στη Σπιναλόγκα και να συνεχίσει εκεί τη ζωή του. Μόνη του παρηγοριά και συνάμα δυστυχία, ήταν ότι εκεί βρισκόταν ήδη η αδελφή του, που είχε χτυπηθεί κι αυτή από την ασθένεια. Στην αυτοβιογραφία του, αναφερόμενος στην απότομη διακοπή των σπουδών του, είπε: «Έσβησε ένα όνειρο, που το είδα, το άγγιξα και λίγο ακόμα και θα γινόταν δικό μου». Στη Σπιναλόγκα Αν και η μοίρα δεν τον άφησε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, ο Ρεμουντάκης δεν το έβαλε κάτω. Με το που έφτασε στο νησί, ξεκίνησε τις προσπάθειες για να βελτιώσει την καθημερινότητα των κατοίκων. Οι τρόφιμοι του νησιού-γκέτο ήταν πολλοί και οι συνθήκες ζωής τριτοκοσμικές. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και καμία υποδομή για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Το νησί ήταν βρώμικο και παρατημένο. Ο Ρεμουντάκης οργάνωσε την «αδελφότητα ασθενών Σπιναλόγκας». Αμέσως φρόντισε να βρεθεί ασβέστης, για να γίνει η κλασική απολύμανση στις αυλές και στα καλντερίμια. Σε λίγες μέρες το νησί άλλαξε όψη. Λίγο αργότερα έφτασε και μια ηλεκτροπαραγωγική μηχανή, που έδινε ρεύμα για να φωτίζονται οι δρόμοι τη νύχτα. Μετά από ενέργειές του, επισκέφτηκε το νησί ένας οδοντίατρος, που φρόντισε τους ασθενείς. Πώς ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης έχασε τη φωνή του Στη συνείδηση του κόσμου, οι ασθενείς ήταν κοινωνικά νεκροί. Ο Ρεμουντάκης όμως πίστευε ότι τους άξιζε μια αξιοπρεπής ζωή. Διεκδικούσε τα δικαιώματα των χανσενικών με μεγάλο πάθος και δυναμισμό. Επί κατοχής η κατάσταση έγινε ξανά ανυπόφορη. Τα τρόφιμα και τα φάρμακα, που τον υπόλοιπο καιρό έφταναν στη Σπιναλόγκα με καΐκι από την Κρήτη, τελείωσαν. Ο κόσμος υπέφερε και ήταν εγκλωβισμένος στο γκέτο. Ο Ρεμουντάκης προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει. Απελπισμένος, άρχισε μια μέρα να φωνάζει προς τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής πώς αν δεν κάνουν κάτι, θα απομακρύνει από το νησί τον ιερέα και τα παιδιά και θα βάλει φωτιά. «Θα ζωντανέψει για ακόμα μια φορά στον 20ο αιώνα το Μεσολόγγι και το Αρκάδι» ούρλιαξε. Η ένταση της φωνής του ήταν τόσο δυνατή, με αποτέλεσμα να διαρραγεί ο ουρανίσκος του. Σιγά -σιγά έχασε τη φωνή του κατά 80%. Η φωνή της καρδιάς του όμως, έμεινε αφοσιωμένη για πάντα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των λεπρών. Ο Ρεμουντάκης αρνήθηκε να παραδοθεί. Πάλεψε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε πάνω στο νησί της εξορίας, για το οποίο έκανε ότι μπορούσε, ώστε να μη μοιάζει με κόλαση. Όταν στο τέλος της δεκαετίας του ’50 η Σπιναλόγκα εκκενώθηκε, ο Ρεμουντάκης με τη σύζυγό του μεταφέρθηκαν ξανά στο νοσοκομείο λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας, όπου έζησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους....
Ο ηγέτης της Σπιναλόγκα, που έχασε τη φωνή του διεκδικώντας τα δικαιώματα των χανσενικών
Τον Μάρτιο του 1936 έφτασε στη Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών, απέναντι από την Ελούντα της Κρήτης, ένας νεαρός που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα όλων των ασθενών του νησιού. Ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης. Ήταν μαθητής δημοτικού όταν χτυπήθηκε από τη νόσο του Χάνσεν, κοινώς γνωστή ως λέπρα. Τότε τα σημάδια της αρρώστιας δεν ήταν ορατά και ο μικρός Επαμεινώνδας συνέχισε να ζει φυσιολογικά. Μεγαλώνοντας όμως, η ασθένεια δεν του χαρίστηκε και άρχισε να σημαδεύει με χαρακτηριστικό τρόπο το σώμα και το πρόσωπό του. Απόδραση από τη Σπιναλόγκα Το 1931 εγκατέλειψε με μια βάρκα το χωριό του, την Αγία Τριάδα Σητείας, για να αποφύγει τον εγκλεισμό στη Σπιναλόγκα. Είχε προηγηθεί καταγγελία και οι αρχές τον αναζητούσαν παντού. Ο Ρεμουντάκης κατάφερε να ξεφύγει. Για λίγο βρήκε καταφύγιο στο Κουφονήσι και αργότερα κατάφερε να φτάσει στην Αθήνα. Εκεί χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος της πόλης. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Νομική. Σαν φοιτητής ήταν πολύ δραστήριος και οργανωτικός. Συνέχισε να ζει κανονικά μέχρι το 1936. Τότε η αρρώστια είχε προχωρήσει και πλέον δεν μπορούσε να κρυφτεί. Την πορεία των σπουδών του, διέκοψε η αιφνίδια σύλληψή του. Αρχικά ο Ρεμουντάκης οδηγήθηκε στο νοσοκομείο λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αττικής. Λίγους μήνες μετά αποφάσισε οικειοθελώς να μεταφερθεί στη Σπιναλόγκα και να συνεχίσει εκεί τη ζωή του. Μόνη του παρηγοριά και συνάμα δυστυχία, ήταν ότι εκεί βρισκόταν ήδη η αδελφή του, που είχε χτυπηθεί κι αυτή από την ασθένεια. Στην αυτοβιογραφία του, αναφερόμενος στην απότομη διακοπή των σπουδών του, είπε: «Έσβησε ένα όνειρο, που το είδα, το άγγιξα και λίγο ακόμα και θα γινόταν δικό μου». Στη Σπιναλόγκα Αν και η μοίρα δεν τον άφησε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, ο Ρεμουντάκης δεν το έβαλε κάτω. Με το που έφτασε στο νησί, ξεκίνησε τις προσπάθειες για να βελτιώσει την καθημερινότητα των κατοίκων. Οι τρόφιμοι του νησιού-γκέτο ήταν πολλοί και οι συνθήκες ζωής τριτοκοσμικές. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και καμία υποδομή για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Το νησί ήταν βρώμικο και παρατημένο. Ο Ρεμουντάκης οργάνωσε την «αδελφότητα ασθενών Σπιναλόγκας». Αμέσως φρόντισε να βρεθεί ασβέστης, για να γίνει η κλασική απολύμανση στις αυλές και στα καλντερίμια. Σε λίγες μέρες το νησί άλλαξε όψη. Λίγο αργότερα έφτασε και μια ηλεκτροπαραγωγική μηχανή, που έδινε ρεύμα για να φωτίζονται οι δρόμοι τη νύχτα. Μετά από ενέργειές του, επισκέφτηκε το νησί ένας οδοντίατρος, που φρόντισε τους ασθενείς. Πώς ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης έχασε τη φωνή του Στη συνείδηση του κόσμου, οι ασθενείς ήταν κοινωνικά νεκροί. Ο Ρεμουντάκης όμως πίστευε ότι τους άξιζε μια αξιοπρεπής ζωή. Διεκδικούσε τα δικαιώματα των χανσενικών με μεγάλο πάθος και δυναμισμό. Επί κατοχής η κατάσταση έγινε ξανά ανυπόφορη. Τα τρόφιμα και τα φάρμακα, που τον υπόλοιπο καιρό έφταναν στη Σπιναλόγκα με καΐκι από την Κρήτη, τελείωσαν. Ο κόσμος υπέφερε και ήταν εγκλωβισμένος στο γκέτο. Ο Ρεμουντάκης προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει. Απελπισμένος, άρχισε μια μέρα να φωνάζει προς τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής πώς αν δεν κάνουν κάτι, θα απομακρύνει από το νησί τον ιερέα και τα παιδιά και θα βάλει φωτιά. «Θα ζωντανέψει για ακόμα μια φορά στον 20ο αιώνα το Μεσολόγγι και το Αρκάδι» ούρλιαξε. Η ένταση της φωνής του ήταν τόσο δυνατή, με αποτέλεσμα να διαρραγεί ο ουρανίσκος του. Σιγά -σιγά έχασε τη φωνή του κατά 80%. Η φωνή της καρδιάς του όμως, έμεινε αφοσιωμένη για πάντα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των λεπρών. Ο Ρεμουντάκης αρνήθηκε να παραδοθεί. Πάλεψε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε πάνω στο νησί της εξορίας, για το οποίο έκανε ότι μπορούσε, ώστε να μη μοιάζει με κόλαση. Όταν στο τέλος της δεκαετίας του ’50 η Σπιναλόγκα εκκενώθηκε, ο Ρεμουντάκης με τη σύζυγό του μεταφέρθηκαν ξανά στο νοσοκομείο λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας, όπου έζησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους....
Οι πρώτες αντιδράσεις
Με το πέρασμα των χρόνων, πολλοί από τους επισκέπτες του νησιού εξοργίστηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους στέλνοντας επιστολές στην ελληνική κυβέρνηση.Ένας από αυτούς, ο νομάρχης Λασηθίου, έστειλε το 1925 μια επιστολή στον Ελ. Βενιζέλο, στηλιτεύοντας την ακαταλληλότητα του νησιού για λεπροκομείο: ‘’Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τας χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψει. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσης, φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαθειρχθεί εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων...’’.
Η αρχή του τέλους…
Μετά από πολλά χρόνια ερευνών, το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας. Έτσι, οι ασθενείς άρχισαν να θεραπεύονται και η Σπιναλόγκα άδειασε σταδιακά από τους ασθενείς, μέχρι και το 1957, οπότε αποχώρησαν και οι τελευταίοι και το λεπροκομείο έκλεισε οριστικά. Οι λίγοι λεπροί που είχαν βρίσκονταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, μεταξύ αυτών και ο Ρεμουνδάκης, μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της ‘’Αγίας Βαρβάρας’’ στο Αιγάλεω που λεγόταν νοσοκομείο ‘’Λοιμωδών Νόσων’’. Πολλοί, πάντως, ασθενείς αρχικά αρνούνταν να εγκαταλείψουν το νησί, πιστεύοντας ότι το ‘’στίγμα’’ της νόσου δεν είχε φύγει ακόμη από πάνω τους και από τα βλέμματα των συνανθρώπων τους και ότι ποτέ πια δεν θα τους δεχτούν ως ισότιμα μέλη στις ‘’καθαρές’’ κοινωνίες τους. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο μόνος που δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει το νησί ήταν ένας ιδιόρρυθμος Κρητικός λυράρης, που δεν ήταν και λεπρός, ο Αντώνης Παπαδάκης ή ‘’Καρεκλάς’’, ο οποίος επέλεξε να ζει με τους λεπρούς. Μετά το κλείσιμο του λεπροκομείου και τη διακοπή του εφοδιασμού, πάσχοντας από σοβαρή πλέον ψυχική διαταραχή, παρέμεινε στο νησί τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, ενώ χρειάστηκε να απομακρυνθεί και να γυρίσει με τη βία στο σπίτι του στην Κρήτη.
Από το κολαστήριο ψυχών, στο τουριστικό αξιοθέατο…
Μετά την αναχώρηση και των τελευταίων ασθενών το 1957, το νησί εγκαταλείφθηκε, παρέμεινε ακατοίκητο για πολλά χρόνια, ενώ πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν. Η Σπιναλόγκα στις μέρες μας, μετά από πολλά χρόνια εγκατάλειψης, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο και αρχαιολογικός χώρος και δέχεται επισκέψεις δεκάδων χιλιάδων τουριστών με πλοιάρια, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, άρχισε η συστηματική αναστήλωση και επισκευή πολλών παλαιών κτισμάτων, δρόμων και ενετικών τειχών.
Με το πέρασμα των χρόνων, πολλοί από τους επισκέπτες του νησιού εξοργίστηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους στέλνοντας επιστολές στην ελληνική κυβέρνηση.Ένας από αυτούς, ο νομάρχης Λασηθίου, έστειλε το 1925 μια επιστολή στον Ελ. Βενιζέλο, στηλιτεύοντας την ακαταλληλότητα του νησιού για λεπροκομείο: ‘’Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τας χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψει. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσης, φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαθειρχθεί εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων...’’.
Η αρχή του τέλους…
Μετά από πολλά χρόνια ερευνών, το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας. Έτσι, οι ασθενείς άρχισαν να θεραπεύονται και η Σπιναλόγκα άδειασε σταδιακά από τους ασθενείς, μέχρι και το 1957, οπότε αποχώρησαν και οι τελευταίοι και το λεπροκομείο έκλεισε οριστικά. Οι λίγοι λεπροί που είχαν βρίσκονταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, μεταξύ αυτών και ο Ρεμουνδάκης, μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της ‘’Αγίας Βαρβάρας’’ στο Αιγάλεω που λεγόταν νοσοκομείο ‘’Λοιμωδών Νόσων’’. Πολλοί, πάντως, ασθενείς αρχικά αρνούνταν να εγκαταλείψουν το νησί, πιστεύοντας ότι το ‘’στίγμα’’ της νόσου δεν είχε φύγει ακόμη από πάνω τους και από τα βλέμματα των συνανθρώπων τους και ότι ποτέ πια δεν θα τους δεχτούν ως ισότιμα μέλη στις ‘’καθαρές’’ κοινωνίες τους. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο μόνος που δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει το νησί ήταν ένας ιδιόρρυθμος Κρητικός λυράρης, που δεν ήταν και λεπρός, ο Αντώνης Παπαδάκης ή ‘’Καρεκλάς’’, ο οποίος επέλεξε να ζει με τους λεπρούς. Μετά το κλείσιμο του λεπροκομείου και τη διακοπή του εφοδιασμού, πάσχοντας από σοβαρή πλέον ψυχική διαταραχή, παρέμεινε στο νησί τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, ενώ χρειάστηκε να απομακρυνθεί και να γυρίσει με τη βία στο σπίτι του στην Κρήτη.
Από το κολαστήριο ψυχών, στο τουριστικό αξιοθέατο…
Μετά την αναχώρηση και των τελευταίων ασθενών το 1957, το νησί εγκαταλείφθηκε, παρέμεινε ακατοίκητο για πολλά χρόνια, ενώ πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν. Η Σπιναλόγκα στις μέρες μας, μετά από πολλά χρόνια εγκατάλειψης, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο και αρχαιολογικός χώρος και δέχεται επισκέψεις δεκάδων χιλιάδων τουριστών με πλοιάρια, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, άρχισε η συστηματική αναστήλωση και επισκευή πολλών παλαιών κτισμάτων, δρόμων και ενετικών τειχών.