Το απαρτχάιντ (apartheid), (όρος που προέρχεται από τη γλώσσα Αφρικάανς και τα ολλανδικά και σημαίνει διάκριση), ήταν μια πολιτική των Λευκών που καθόριζε και επέβαλλε τη διάκριση των ανθρωπίνων ομάδων μέσα σε ένα κράτος βάσει φυλετικών κριτηρίων σε καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Ως επίσημη κρατική πολιτική εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Νότιο Αφρική από το Εθνικό Κόμμα το 1948 και καταργήθηκε στις 30 Ιουνίου 1991.
Απαρτχάιντ. O κόσμος στη Νότια Αφρική χωριζόταν στους λευκούς και τους «άλλους»
Οι διακρίσεις εις βάρος των μαύρων στη Νότια Αφρική δεν ήταν κάτι το νέο. Οι λευκοί αποικιοκράτες εφάρμοζαν τέτοιες πολιτικές σχεδόν 3 αιώνες. Οι απόγονοι των Ολλανδών εποίκων, οι Μπόερς, θα έχουν αρχικά τον έλεγχο των περιοχών που αργότερα θα αποτελέσουν το κράτος της Νότιας Αφρικής. Σ’ εκείνα τα χρόνια δεκάδες χιλιάδες μαύροι μεταφέρονταν ως σκλάβοι από διάφορα σημεία της Αφρικής για να δουλέψουν για τους λευκούς αφέντες τους. Η άφιξη των Βρετανών και η εφαρμογή της πράξης κατάργησης για το δουλεμπόριο (Slave Trade Act) το 1807 όπως και η πράξη κατάργησης της δουλείας (Slavery Abolition Act) το 1833, δεν άλλαξαν κάτι για τους μαύρους της νότιας Αφρικής ή για τους χιλιάδες εργάτες από την Ινδία και γενικότερα την Ασία που αφίχθησαν τις επόμενες δεκαετίες. Με μια σειρά τοπικών νόμων και περιορισμών, το καθεστώς ελευθερίας των μη λευκών ελάχιστα απείχε από τη σκλαβιά. Ουσιαστικά οι διακρίσεις παρέμεναν ισχυρές, οι απαγορεύσεις συνεχείς και ο περιορισμός των «κατώτερων» ανθρώπων μόνιμος. Αυτό που άλλαξε ήταν στον πυρήνα της εξουσίας. Μπόερς και Βρετανοί θα συγκρουστούν για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και οι πρώτοι θα βιώσουν σκληρά κατασταλτικά μέτρα που θα οδηγήσουν σε λιμό και χιλιάδες νεκρούς. Οι Μπόερς αρκετά νωρίς είχαν περιορίσει τις σχέσεις τους με τις μητροπόλεις τους και είχαν διακηρύξει την αφρικανικότητά τους, εξελίσσοντας και την αντίστοιχη διάλεκτο, τα αφρικάανς που είχαν τη βάση τους στα ολλανδικά, ιδιότητες που τους επέτρεψαν να αναπτύξουν μια διακριτή ταυτότητα και να δημιουργήσουν συνθήκες για τη μόνιμη επικράτησή τους. Θεωρώντας εαυτούς βαλλόμενους από παντού, ειδικά μετά τη σύγκρουσή τους με τους Βρετανούς, εξέλιξαν τη θεώρησή τους για τους φυλετικούς διαχωρισμούς που ήταν απαραίτητοι ώστε να διατηρήσουν την «καθαρότητά» τους. Φυσικά η κύρια επιδίωξη ήταν η διατήρηση και επαύξηση της οικονομικής τους δύναμης. Όλα από εκεί ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν.
Το 1910 ο Αφρικάνερ Λούις Μπότα γίνεται πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης της Ένωσης της Νότιας Αφρικής, προδρόμου του κράτους της Νότιας Αφρικής. Η πολιτική του απέβλεπε στη συμφιλίωση των λευκών κατοίκων (Μπόερς, Βρετανών εποίκων κλπ.) και στη μεγαλύτερη καταπίεση και περιορισμό των μαύρων και των μιγάδων. Περιορισμοί στην κίνηση στα αστικά κέντρα, ελάχιστη επαφή λευκών και μαύρων, διαρπαγή της γης, περιορισμοί σε χωριστά εδάφη και καταυλισμούς. Η πολιτική του Μπότα απετέλεσε τη βάση του επίσημου απαρτχάιντ. O κόσμος στη Νότια Αφρική χωριζόταν στους λευκούς και τους «άλλους». Το 1948, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής θεσμοθετεί νέο κανονιστικό πλαίσιο και ρατσιστικούς νόμους διαχωρισμού των κατοίκων της χώρας και εφαρμόζει επίσημα πλέον την πολιτική που θα ονομαστεί απαρτχάιντ. Μ’ ένα μείγμα εθνικισμού, θρησκευτικού παροξυσμού και φόβου απέναντι στη μαύρη και την κόκκινη (κομμουνιστική) απειλή, οι λευκοί ηγέτες της Νότιας Αφρικής θα παρασύρουν τη χώρα τους σ’ ένα πολιτικό και κοινωνικό μεσαίωνα για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους και τη διαφύλαξη των οικονομικών τους συμφερόντων. Την ίδια εποχή ένα μεγάλο αντιαποικιακό κίνημα σαρώνει την Αφρική και οδηγεί σε μακροχρόνιους πολέμους με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Η χειραφέτηση των αφρικανικών λαών περνούσε μέσα από ποταμούς αίματος.
Οι διακρίσεις εις βάρος των μαύρων στη Νότια Αφρική δεν ήταν κάτι το νέο. Οι λευκοί αποικιοκράτες εφάρμοζαν τέτοιες πολιτικές σχεδόν 3 αιώνες. Οι απόγονοι των Ολλανδών εποίκων, οι Μπόερς, θα έχουν αρχικά τον έλεγχο των περιοχών που αργότερα θα αποτελέσουν το κράτος της Νότιας Αφρικής. Σ’ εκείνα τα χρόνια δεκάδες χιλιάδες μαύροι μεταφέρονταν ως σκλάβοι από διάφορα σημεία της Αφρικής για να δουλέψουν για τους λευκούς αφέντες τους. Η άφιξη των Βρετανών και η εφαρμογή της πράξης κατάργησης για το δουλεμπόριο (Slave Trade Act) το 1807 όπως και η πράξη κατάργησης της δουλείας (Slavery Abolition Act) το 1833, δεν άλλαξαν κάτι για τους μαύρους της νότιας Αφρικής ή για τους χιλιάδες εργάτες από την Ινδία και γενικότερα την Ασία που αφίχθησαν τις επόμενες δεκαετίες. Με μια σειρά τοπικών νόμων και περιορισμών, το καθεστώς ελευθερίας των μη λευκών ελάχιστα απείχε από τη σκλαβιά. Ουσιαστικά οι διακρίσεις παρέμεναν ισχυρές, οι απαγορεύσεις συνεχείς και ο περιορισμός των «κατώτερων» ανθρώπων μόνιμος. Αυτό που άλλαξε ήταν στον πυρήνα της εξουσίας. Μπόερς και Βρετανοί θα συγκρουστούν για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και οι πρώτοι θα βιώσουν σκληρά κατασταλτικά μέτρα που θα οδηγήσουν σε λιμό και χιλιάδες νεκρούς. Οι Μπόερς αρκετά νωρίς είχαν περιορίσει τις σχέσεις τους με τις μητροπόλεις τους και είχαν διακηρύξει την αφρικανικότητά τους, εξελίσσοντας και την αντίστοιχη διάλεκτο, τα αφρικάανς που είχαν τη βάση τους στα ολλανδικά, ιδιότητες που τους επέτρεψαν να αναπτύξουν μια διακριτή ταυτότητα και να δημιουργήσουν συνθήκες για τη μόνιμη επικράτησή τους. Θεωρώντας εαυτούς βαλλόμενους από παντού, ειδικά μετά τη σύγκρουσή τους με τους Βρετανούς, εξέλιξαν τη θεώρησή τους για τους φυλετικούς διαχωρισμούς που ήταν απαραίτητοι ώστε να διατηρήσουν την «καθαρότητά» τους. Φυσικά η κύρια επιδίωξη ήταν η διατήρηση και επαύξηση της οικονομικής τους δύναμης. Όλα από εκεί ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν.
Το 1910 ο Αφρικάνερ Λούις Μπότα γίνεται πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης της Ένωσης της Νότιας Αφρικής, προδρόμου του κράτους της Νότιας Αφρικής. Η πολιτική του απέβλεπε στη συμφιλίωση των λευκών κατοίκων (Μπόερς, Βρετανών εποίκων κλπ.) και στη μεγαλύτερη καταπίεση και περιορισμό των μαύρων και των μιγάδων. Περιορισμοί στην κίνηση στα αστικά κέντρα, ελάχιστη επαφή λευκών και μαύρων, διαρπαγή της γης, περιορισμοί σε χωριστά εδάφη και καταυλισμούς. Η πολιτική του Μπότα απετέλεσε τη βάση του επίσημου απαρτχάιντ. O κόσμος στη Νότια Αφρική χωριζόταν στους λευκούς και τους «άλλους». Το 1948, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής θεσμοθετεί νέο κανονιστικό πλαίσιο και ρατσιστικούς νόμους διαχωρισμού των κατοίκων της χώρας και εφαρμόζει επίσημα πλέον την πολιτική που θα ονομαστεί απαρτχάιντ. Μ’ ένα μείγμα εθνικισμού, θρησκευτικού παροξυσμού και φόβου απέναντι στη μαύρη και την κόκκινη (κομμουνιστική) απειλή, οι λευκοί ηγέτες της Νότιας Αφρικής θα παρασύρουν τη χώρα τους σ’ ένα πολιτικό και κοινωνικό μεσαίωνα για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους και τη διαφύλαξη των οικονομικών τους συμφερόντων. Την ίδια εποχή ένα μεγάλο αντιαποικιακό κίνημα σαρώνει την Αφρική και οδηγεί σε μακροχρόνιους πολέμους με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Η χειραφέτηση των αφρικανικών λαών περνούσε μέσα από ποταμούς αίματος.
Πολιτικός και κοινωνικός μεσαίωνας για την διαφύλαξη οικονομικών συμφερόντων.
Πλέον το απαρτχάιντ, θα γινόταν επίσημη κρατική πολιτική και μέρος του κανονιστικού πλαισίου του δικαίου. Όταν μαύροι πολίτες περνούσαν σε περιοχές λευκών θα βρίσκονταν υπό την δικαιοδοσία των διωκτικών αρχών και υπό την κατηγορία των νόμων. Η διαφορά με το πριν ή με την εφαρμογή διαχωρισμών σε άλλα μέρη του κόσμου, για παράδειγμα στις νότιες πολιτείες της Αμερικής στη δεκαετία του ’50, είναι πως όταν ένας μαύρος εμφανιζόταν σε μια γειτονιά λευκών στο Μισισιπή, θα μπορούσε μεν να γίνει στόχος ρατσιστικών προσβολών ή συστάσεων από τις αρχές για την εμφάνισή του εκεί, όμως στη Νότια Αφρική, εάν ένας μαύρος πολίτης περνούσε σε γειτονιά λευκών χωρίς να διαθέτει κάποια άδεια (pass) διωκόταν ποινικά και φυλακιζόταν. Ο πλούτος της χώρας, η γη της, οι φυσικοί της πόροι και η εκμετάλλευσή τους, θα βρίσκονταν στα χέρια μιας ελάχιστης λευκής μειοψηφίας ενώ οι μαύροι θα ζούσαν σε πλήρη ένδεια και φτώχεια σε συγκεκριμένες περιοχές, πολύ συχνά σε γκέτο. Ουσιαστικά οι λευκοί της Νότιας Αφρικής, ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, επισημοποίησαν την κυριαρχία τους επί των μαύρων κατοίκων, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία. Αυτή ήταν η προωθημένη εφαρμογή των χειρότερων μορφών αποικιοκρατίας στην πολύπαθη μαύρη ήπειρο. Δηλαδή με τη σφραγίδα του κράτους, τους νόμους του, το δικαστικό του σύστημα και τους εκπροσώπους του (δημόσιοι λειτουργοί, σώματα ασφαλείας κλπ.), πραγματοποιείτο επίσημος διαχωρισμός των ανθρώπων με βάση το χρώμα του δέρματός τους και τα χαρακτηριστικά τους, όπως τα αντιλαμβάνονταν με φυλετικούς όρους οι λευκοί επικυρίαρχοι. Αυτή η πρωτοφανής παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την επίσημη υπογραφή ενός κράτους, πραγματοποιούνταν ελάχιστα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που είχε προκαλέσει τόσα δεινά στην ανθρωπότητα αλλά και είχε σηματοδοτηθεί από το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, ένα οργανωμένο βιομηχανοποιημένο μαζικό έγκλημα με τη σφραγίδα του κράτους και πάλι. Στην ανάγκη προστασίας του καθεστώτος η ελίτ της Νότιας Αφρικής θα λειτουργήσει με ακόμη πιο σκληρούς όρους παρά την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας. Το εμπάργκο που θα επιβληθεί στο κράτος της Νότιας Αφρικής θα παρακάμπτεται με διάφορους τρόπους, ενώ η Μεγάλη Βρετανία θα φανεί εξαιρετικά απρόθυμη να προχωρήσει σε κυρώσεις εναντίον των κρατούντων στη Νότια Αφρική. Μόλις τη δεκαετία του ’80 και κάτω από τις συνεχείς διαδηλώσεις στη χώρα και του διεθνούς κινήματος εναντίον του καθεστώτος, το τελευταίο θ’ αρχίσει να κλονίζεται. Το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ήταν μελανό στίγμα, ένα δυστυχώς από τα πολλά, στη σύγχρονη ιστορία του κόσμου.
Πλέον το απαρτχάιντ, θα γινόταν επίσημη κρατική πολιτική και μέρος του κανονιστικού πλαισίου του δικαίου. Όταν μαύροι πολίτες περνούσαν σε περιοχές λευκών θα βρίσκονταν υπό την δικαιοδοσία των διωκτικών αρχών και υπό την κατηγορία των νόμων. Η διαφορά με το πριν ή με την εφαρμογή διαχωρισμών σε άλλα μέρη του κόσμου, για παράδειγμα στις νότιες πολιτείες της Αμερικής στη δεκαετία του ’50, είναι πως όταν ένας μαύρος εμφανιζόταν σε μια γειτονιά λευκών στο Μισισιπή, θα μπορούσε μεν να γίνει στόχος ρατσιστικών προσβολών ή συστάσεων από τις αρχές για την εμφάνισή του εκεί, όμως στη Νότια Αφρική, εάν ένας μαύρος πολίτης περνούσε σε γειτονιά λευκών χωρίς να διαθέτει κάποια άδεια (pass) διωκόταν ποινικά και φυλακιζόταν. Ο πλούτος της χώρας, η γη της, οι φυσικοί της πόροι και η εκμετάλλευσή τους, θα βρίσκονταν στα χέρια μιας ελάχιστης λευκής μειοψηφίας ενώ οι μαύροι θα ζούσαν σε πλήρη ένδεια και φτώχεια σε συγκεκριμένες περιοχές, πολύ συχνά σε γκέτο. Ουσιαστικά οι λευκοί της Νότιας Αφρικής, ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, επισημοποίησαν την κυριαρχία τους επί των μαύρων κατοίκων, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία. Αυτή ήταν η προωθημένη εφαρμογή των χειρότερων μορφών αποικιοκρατίας στην πολύπαθη μαύρη ήπειρο. Δηλαδή με τη σφραγίδα του κράτους, τους νόμους του, το δικαστικό του σύστημα και τους εκπροσώπους του (δημόσιοι λειτουργοί, σώματα ασφαλείας κλπ.), πραγματοποιείτο επίσημος διαχωρισμός των ανθρώπων με βάση το χρώμα του δέρματός τους και τα χαρακτηριστικά τους, όπως τα αντιλαμβάνονταν με φυλετικούς όρους οι λευκοί επικυρίαρχοι. Αυτή η πρωτοφανής παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την επίσημη υπογραφή ενός κράτους, πραγματοποιούνταν ελάχιστα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που είχε προκαλέσει τόσα δεινά στην ανθρωπότητα αλλά και είχε σηματοδοτηθεί από το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, ένα οργανωμένο βιομηχανοποιημένο μαζικό έγκλημα με τη σφραγίδα του κράτους και πάλι. Στην ανάγκη προστασίας του καθεστώτος η ελίτ της Νότιας Αφρικής θα λειτουργήσει με ακόμη πιο σκληρούς όρους παρά την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας. Το εμπάργκο που θα επιβληθεί στο κράτος της Νότιας Αφρικής θα παρακάμπτεται με διάφορους τρόπους, ενώ η Μεγάλη Βρετανία θα φανεί εξαιρετικά απρόθυμη να προχωρήσει σε κυρώσεις εναντίον των κρατούντων στη Νότια Αφρική. Μόλις τη δεκαετία του ’80 και κάτω από τις συνεχείς διαδηλώσεις στη χώρα και του διεθνούς κινήματος εναντίον του καθεστώτος, το τελευταίο θ’ αρχίσει να κλονίζεται. Το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ήταν μελανό στίγμα, ένα δυστυχώς από τα πολλά, στη σύγχρονη ιστορία του κόσμου.
Ακτιβισμός στην Νότια Αφρική
Αν κάποιος είχε γεννηθεί μαύρος στη Νότια Αφρική, δεν είχε πολλές ελπίδες για το μέλλον του. Οι απαγορεύσεις, η φτώχεια και η καταπίεση οδηγούσε τους περισσότερους μη λευκούς ανθρώπους στο περιθώριο. Το βάρος της εκπροσώπησης των μαύρων της χώρας όπως και των υπολοίπων ομάδων που βρίσκονταν υπό μόνιμο καθεστώς διακρίσεων, σήκωνε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) και ο εμβληματικός φυλακισμένος ηγέτης του, ο Νέλσον Μαντέλα. Κάτω από συνεχείς διώξεις οι μαύροι ακτιβιστές, αδιαφορώντας για τις φυλακίσεις, τους ξυλοδαρμούς και τις δολοφονίες, αγωνίζονταν για τα πολιτικά δικαιώματα και την ισότητα όλων των κατοίκων της Νότιας Αφρικής.
Στιβ Μπίκο
Έχοντας ως σύνθημά του το: “Black is beauty”, ενθάρρυνε τους μαύρους της χώρας του να είναι υπερήφανοι για το χρώμα του δέρματός τους και να αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Η χειραφέτηση των ανθρώπων περνούσε μέσα από τη συνειδητοποίηση της καταπίεσής τους και της διαφορετικής αντιμετώπισης που τύγχαναν. Ο Μπίκο κυνηγήθηκε από τις διωκτικές αρχές και του επιβλήθηκε η ποινή της «απαγόρευσης». Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να μιλά σε πάνω από ένα άτομο ή να εκφράζεται δημόσια, να γράφει ή να έρχεται σε επαφή με εκπροσώπους του τύπου. Οποιοδήποτε γραπτό του ή ομιλία του απαγορευόταν να δημοσιοποιείται. Στις 18 Αυγούστου του 1977 ο Στιβ Μπίκο συνελήφθη στο Πορτ Ελίζαμπεθ. Επί 22 ώρες στο περιβόητο δωμάτιο 619, υπέστη ανηλεή βασανισμό και ξυλοδαρμό. Ένα σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι τον οδήγησε σε κώμα. Κυριολεκτικά γυμνός, στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, οδηγήθηκε 1.100 χιλιόμετρα μακριά, στις φυλακές της Πρετόρια που διέθεταν και νοσοκομειακές κλίνες. Όταν έφτασε ήταν νεκρός. Η μορφή του και ο αγώνας του απετέλεσαν έμπνευση στις νεότερες γενιές των καταπιεσμένων μαύρων.
Αν κάποιος είχε γεννηθεί μαύρος στη Νότια Αφρική, δεν είχε πολλές ελπίδες για το μέλλον του. Οι απαγορεύσεις, η φτώχεια και η καταπίεση οδηγούσε τους περισσότερους μη λευκούς ανθρώπους στο περιθώριο. Το βάρος της εκπροσώπησης των μαύρων της χώρας όπως και των υπολοίπων ομάδων που βρίσκονταν υπό μόνιμο καθεστώς διακρίσεων, σήκωνε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) και ο εμβληματικός φυλακισμένος ηγέτης του, ο Νέλσον Μαντέλα. Κάτω από συνεχείς διώξεις οι μαύροι ακτιβιστές, αδιαφορώντας για τις φυλακίσεις, τους ξυλοδαρμούς και τις δολοφονίες, αγωνίζονταν για τα πολιτικά δικαιώματα και την ισότητα όλων των κατοίκων της Νότιας Αφρικής.
Στιβ Μπίκο
Έχοντας ως σύνθημά του το: “Black is beauty”, ενθάρρυνε τους μαύρους της χώρας του να είναι υπερήφανοι για το χρώμα του δέρματός τους και να αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Η χειραφέτηση των ανθρώπων περνούσε μέσα από τη συνειδητοποίηση της καταπίεσής τους και της διαφορετικής αντιμετώπισης που τύγχαναν. Ο Μπίκο κυνηγήθηκε από τις διωκτικές αρχές και του επιβλήθηκε η ποινή της «απαγόρευσης». Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να μιλά σε πάνω από ένα άτομο ή να εκφράζεται δημόσια, να γράφει ή να έρχεται σε επαφή με εκπροσώπους του τύπου. Οποιοδήποτε γραπτό του ή ομιλία του απαγορευόταν να δημοσιοποιείται. Στις 18 Αυγούστου του 1977 ο Στιβ Μπίκο συνελήφθη στο Πορτ Ελίζαμπεθ. Επί 22 ώρες στο περιβόητο δωμάτιο 619, υπέστη ανηλεή βασανισμό και ξυλοδαρμό. Ένα σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι τον οδήγησε σε κώμα. Κυριολεκτικά γυμνός, στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, οδηγήθηκε 1.100 χιλιόμετρα μακριά, στις φυλακές της Πρετόρια που διέθεταν και νοσοκομειακές κλίνες. Όταν έφτασε ήταν νεκρός. Η μορφή του και ο αγώνας του απετέλεσαν έμπνευση στις νεότερες γενιές των καταπιεσμένων μαύρων.
Επίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου (Desmond Tutu)
Έχοντας ως κύριο άξονα του κηρύγματός του την πολιτική της μη βίας και της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς φυλετικές διαφορές, ο επίσκοπος Ντέσμουντ Τούτου έγινε γνωστός πέρα από τα σύνορα της χώρας του στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Λόγω της θρησκευτικής του ιδιότητας ήταν πιο εύκολο για τον ίδιο να μεταφέρει τα μηνύματα της απελευθέρωσης και της κοινωνικής ισότητας, ειδικά από τη στιγμή που άρχισε ν’ ανεβαίνει στην ιεραρχία της εκκλησίας της Νότιας Αφρικής. Η βράβευσή του το 1984 με το Νόμπελ Ειρήνης θα μετατρέψει το ζήτημα του Απαρτχάιντ σ’ ένα διεθνές πρόβλημα που έχρηζε λύσης. Η ανάμειξη της διεθνούς κοινότητας έπρεπε να γίνει πιο ουσιαστική ώστε να λήξει το απαράδεκτο καθεστώς και να αποκτήσουν πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα τα εκατομμύρια των μαύρων κατοίκων. Η βράβευση του επισκόπου Τούτου είχε άμεση σχέση με την αξιοπρέπεια, την αδελφοσύνη των ανθρώπων ανεξαρτήτου χρώματος και την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας, της δυνατότητας δηλαδή όλων των ανθρώπων να μπορούν να εκφράζονται και να λειτουργούν σε καθεστώς ελευθερίας. Η παρουσία του στο κίνημα κατά του απαρτχάιντ κατάφερε να διασπάσει τον σκληρό φλοιό των λευκών κατοίκων της χώρας και να αυξήσει τις συμπάθειες στους κύκλους των θρησκευόμενων πολιτών.
Έχοντας ως κύριο άξονα του κηρύγματός του την πολιτική της μη βίας και της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς φυλετικές διαφορές, ο επίσκοπος Ντέσμουντ Τούτου έγινε γνωστός πέρα από τα σύνορα της χώρας του στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Λόγω της θρησκευτικής του ιδιότητας ήταν πιο εύκολο για τον ίδιο να μεταφέρει τα μηνύματα της απελευθέρωσης και της κοινωνικής ισότητας, ειδικά από τη στιγμή που άρχισε ν’ ανεβαίνει στην ιεραρχία της εκκλησίας της Νότιας Αφρικής. Η βράβευσή του το 1984 με το Νόμπελ Ειρήνης θα μετατρέψει το ζήτημα του Απαρτχάιντ σ’ ένα διεθνές πρόβλημα που έχρηζε λύσης. Η ανάμειξη της διεθνούς κοινότητας έπρεπε να γίνει πιο ουσιαστική ώστε να λήξει το απαράδεκτο καθεστώς και να αποκτήσουν πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα τα εκατομμύρια των μαύρων κατοίκων. Η βράβευση του επισκόπου Τούτου είχε άμεση σχέση με την αξιοπρέπεια, την αδελφοσύνη των ανθρώπων ανεξαρτήτου χρώματος και την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας, της δυνατότητας δηλαδή όλων των ανθρώπων να μπορούν να εκφράζονται και να λειτουργούν σε καθεστώς ελευθερίας. Η παρουσία του στο κίνημα κατά του απαρτχάιντ κατάφερε να διασπάσει τον σκληρό φλοιό των λευκών κατοίκων της χώρας και να αυξήσει τις συμπάθειες στους κύκλους των θρησκευόμενων πολιτών.
Η εξέργεση του Σοβέτο
Οι μαύροι κάτοικοι της Νότιας Αφρικής ήταν υποχρεωμένοι για δεκαετίες να διαβιούν στις πλέον φτωχές περιοχές ως αποτέλεσμα της πολιτικής του απαρτχάιντ. Στα μεγάλα αστικά κέντρα με την πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού, όσοι δεν ήταν λευκοί εξαναγκάστηκαν να αποσυρθούν στις παρυφές των πόλεων. Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης οι παραγκουπόλεις ήταν ο τόπος που ζούσαν και πέθαιναν ως παρίες οι απόβλητοι της χώρας. Ελάχιστες προοπτικές βελτίωσης υπήρχαν. Το Σοβέτο, ακρωνύμιο για το SOuth WEstern TOwnships (Soweto), ήταν μία τέτοια περιοχή στα προάστια του Γιοχάνεσμπουργκ. Στις 16 Ιουνίου του 1976, περίπου 15.000 μαθητές των σχολείων της περιοχής του Σοβέτο διαδήλωναν ειρηνικά ενάντια στις προθέσεις του καθεστώτος να επιβάλει υποχρεωτικά τη διδασκαλία των αφρικάανς, της διαλέκτου δηλαδή που μιλούσαν μόνο οι λευκοί επικυρίαρχοι. Η μισητή αυτή γλώσσα ενσάρκωνε για τους μαύρους όλη την καταπίεση και τους εξευτελισμούς του οποίους βίωναν κάθε ημέρα στην πατρίδα τους. Μετά τις πρώτες επιθέσεις της αστυνομίας με ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά στη διαδήλωση, οι αστυνομικοί άνοιξαν απροκάλυπτα πυρ εναντίον των συγκεντρωμένων μαθητών. Ένα από τα πρώτα θύματα της αστυνομικής βίας ήταν ο μαθητής Έκτορ Πίτερσον (Hector Pieterson). Ήταν μόλις 13 χρόνων και η φωτογραφία με το νεκρό του σώμα στα χέρια ενός νεαρού άνδρα έκανε το γύρο του κόσμου και ανέδειξε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο το σκληρό καθεστώς του απαρτχάιντ. Στην τραγικότητα των στιγμών θα πρέπει να συμπληρωθεί ότι το κορίτσι που θρηνεί τρέχοντας είναι η αδελφή του μικρού αγοριού. Την πρώτη ημέρα των διαδηλώσεων τα θύματα σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας έφθασαν τα 23. Έχοντας μετατραπεί σε μια ανθρώπινη πυριτιδαποθήκη με την οργή να ξεχειλίζει, το Σοβέτο θα μετρήσει τις επόμενες ημέρες εκατοντάδες νεκρούς ενώ ένα κύμα βίας και ανυπακοής σάρωνε όλες τις πόλεις της Νότιας Αφρικής. Τα νέα που έφταναν από τη χώρα στον έξω κόσμο θύμισαν σε πολλούς ότι σε μια γωνιά του πλανήτη άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά για κάτι που άλλοι θεωρούσαν ως δεδομένο: τη δυνατότητα δηλαδή να σκέφτονται και να ζουν ελεύθερα. Η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων δεν ήταν κάτι το καινούργιο για το νοτιοαφρικανικό καθεστώς. Το σκεπτικό για την εκτεταμένη χρήση βίας εναντίον άοπλων ανθρώπων ήταν σχετικά απλό: όσο πιο σκληρά και γρήγορα αντιμετωπίζεις αυτούς που αντιδρούν στους μηχανισμούς εξουσίας, τόσο πιο πολύ αποθαρρύνεις στο μέλλον παρόμοιες πράξεις. Το 1960 οι οργανώσεις των μαύρων αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν το καθεστώς καλώντας τους πολίτες να παραδώσουν τις άδειες διέλευσης (passbooks) που ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν οι μαύροι όταν περνούσαν σε περιοχές λευκών. Στις 21 Μαρτίου στο Σάρπβιλ, ένα πλήθος μεγαλύτερο των 10.000 ατόμων συγκεντρώθηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα για να προχωρήσει σε αυτήν την ενέργεια. Ενώ η ένταση άρχισε να κλιμακώνεται οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα μες στο πλήθος. Τελικά 69 άνθρωποι δολοφονήθηκαν, οι περισσότεροι έχοντας δεχτεί πυροβολισμούς πισώπλατα. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν 8 γυναίκες και 10 παιδιά. Μετά από αυτό το περιστατικό οι αρχές σκλήρυναν περισσότερο τη στάση τους θέτοντας εκτός νόμου σχεδόν όλες τις πολιτικές οργανώσεις των μαύρων της Νότιας Αφρικής. Γίνεται φανερό ότι η βία που ασκούσε το καθεστώς του απαρτχάιντ οφειλόταν στην έλλειψη ιδεολογικού υπόβαθρου που να δικαιολογούσε με λογικά επιχειρήματα την πρακτική του διαχωρισμού. Ουσιαστικά οι λευκοί κρατούσαν παράνομα την εξουσία και αυτό δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς πέραν του αυταρχικού.
Οι μαύροι κάτοικοι της Νότιας Αφρικής ήταν υποχρεωμένοι για δεκαετίες να διαβιούν στις πλέον φτωχές περιοχές ως αποτέλεσμα της πολιτικής του απαρτχάιντ. Στα μεγάλα αστικά κέντρα με την πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού, όσοι δεν ήταν λευκοί εξαναγκάστηκαν να αποσυρθούν στις παρυφές των πόλεων. Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης οι παραγκουπόλεις ήταν ο τόπος που ζούσαν και πέθαιναν ως παρίες οι απόβλητοι της χώρας. Ελάχιστες προοπτικές βελτίωσης υπήρχαν. Το Σοβέτο, ακρωνύμιο για το SOuth WEstern TOwnships (Soweto), ήταν μία τέτοια περιοχή στα προάστια του Γιοχάνεσμπουργκ. Στις 16 Ιουνίου του 1976, περίπου 15.000 μαθητές των σχολείων της περιοχής του Σοβέτο διαδήλωναν ειρηνικά ενάντια στις προθέσεις του καθεστώτος να επιβάλει υποχρεωτικά τη διδασκαλία των αφρικάανς, της διαλέκτου δηλαδή που μιλούσαν μόνο οι λευκοί επικυρίαρχοι. Η μισητή αυτή γλώσσα ενσάρκωνε για τους μαύρους όλη την καταπίεση και τους εξευτελισμούς του οποίους βίωναν κάθε ημέρα στην πατρίδα τους. Μετά τις πρώτες επιθέσεις της αστυνομίας με ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά στη διαδήλωση, οι αστυνομικοί άνοιξαν απροκάλυπτα πυρ εναντίον των συγκεντρωμένων μαθητών. Ένα από τα πρώτα θύματα της αστυνομικής βίας ήταν ο μαθητής Έκτορ Πίτερσον (Hector Pieterson). Ήταν μόλις 13 χρόνων και η φωτογραφία με το νεκρό του σώμα στα χέρια ενός νεαρού άνδρα έκανε το γύρο του κόσμου και ανέδειξε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο το σκληρό καθεστώς του απαρτχάιντ. Στην τραγικότητα των στιγμών θα πρέπει να συμπληρωθεί ότι το κορίτσι που θρηνεί τρέχοντας είναι η αδελφή του μικρού αγοριού. Την πρώτη ημέρα των διαδηλώσεων τα θύματα σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας έφθασαν τα 23. Έχοντας μετατραπεί σε μια ανθρώπινη πυριτιδαποθήκη με την οργή να ξεχειλίζει, το Σοβέτο θα μετρήσει τις επόμενες ημέρες εκατοντάδες νεκρούς ενώ ένα κύμα βίας και ανυπακοής σάρωνε όλες τις πόλεις της Νότιας Αφρικής. Τα νέα που έφταναν από τη χώρα στον έξω κόσμο θύμισαν σε πολλούς ότι σε μια γωνιά του πλανήτη άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά για κάτι που άλλοι θεωρούσαν ως δεδομένο: τη δυνατότητα δηλαδή να σκέφτονται και να ζουν ελεύθερα. Η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων δεν ήταν κάτι το καινούργιο για το νοτιοαφρικανικό καθεστώς. Το σκεπτικό για την εκτεταμένη χρήση βίας εναντίον άοπλων ανθρώπων ήταν σχετικά απλό: όσο πιο σκληρά και γρήγορα αντιμετωπίζεις αυτούς που αντιδρούν στους μηχανισμούς εξουσίας, τόσο πιο πολύ αποθαρρύνεις στο μέλλον παρόμοιες πράξεις. Το 1960 οι οργανώσεις των μαύρων αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν το καθεστώς καλώντας τους πολίτες να παραδώσουν τις άδειες διέλευσης (passbooks) που ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν οι μαύροι όταν περνούσαν σε περιοχές λευκών. Στις 21 Μαρτίου στο Σάρπβιλ, ένα πλήθος μεγαλύτερο των 10.000 ατόμων συγκεντρώθηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα για να προχωρήσει σε αυτήν την ενέργεια. Ενώ η ένταση άρχισε να κλιμακώνεται οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα μες στο πλήθος. Τελικά 69 άνθρωποι δολοφονήθηκαν, οι περισσότεροι έχοντας δεχτεί πυροβολισμούς πισώπλατα. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν 8 γυναίκες και 10 παιδιά. Μετά από αυτό το περιστατικό οι αρχές σκλήρυναν περισσότερο τη στάση τους θέτοντας εκτός νόμου σχεδόν όλες τις πολιτικές οργανώσεις των μαύρων της Νότιας Αφρικής. Γίνεται φανερό ότι η βία που ασκούσε το καθεστώς του απαρτχάιντ οφειλόταν στην έλλειψη ιδεολογικού υπόβαθρου που να δικαιολογούσε με λογικά επιχειρήματα την πρακτική του διαχωρισμού. Ουσιαστικά οι λευκοί κρατούσαν παράνομα την εξουσία και αυτό δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς πέραν του αυταρχικού.
Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC)
Υπήρξε ο κύριος πολιτικός εκφραστής του αγώνα των μαύρων της Νοτίου Αφρικής εναντίον του απαρτχάιντ, ένα απελευθερωτικό κίνημα με ιδεολογικό υπόβαθρο εντός των συνόρων της χώρας. Οι σοσιαλιστικές δημοκρατικές ιδέες από τις οποίες εμφορείτο το ANC ήταν ένας λόγος για τον αυταρχισμό του απαρτχάιντ και τη σκλήρυνση του καθεστώτος της Νότιας Αφρικής. Στην ουσία ήταν μια προσπάθεια παραμονής στην εξουσία με κάθε τρόπο. Το ANC όμως κατάφερε να δημιουργήσει μια πολιτική ατζέντα με δίκαια αιτήματα που απογύμνωσε το καθεστώς από επιχειρήματα και το εξέθεσε στα μάτια όλου του κόσμου. Υπό την ηγεσία του Νέλσον Μαντέλα το ANC θα ισχυροποιηθεί και θα αναδειχτεί σε αντίπαλο δέος της λευκής άρχουσας τάξης. Ο Νέλσον Μαντέλα θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί για την πολιτική του δράση σε ισόβια κάθειρξη το 1964 στην περίφημη δίκη των 8 της Ριβόνια. Όταν απελευθερώθηκε το 1990, ο Νέλσον Μαντέλα είχε συμπληρώσει περισσότερα από 26 χρόνια διαρκούς φυλάκισης. Το επόμενο επίτευγμά του θα είναι ότι βγαίνοντας από τη φυλακή θα προσπαθήσει να ενώσει τη χώρα του για να εξασφαλίσει έναν πιο δίκαιο κόσμο για όλους τους κατοίκους της Νότιας Αφρικής. Η βράβευσή του το 1993 με το Νόμπελ Ειρήνης, από κοινού με τον Φρεντερίκ Ντε Κλερκ, τον τελευταίο λευκό Πρόεδρο που τον αποφυλάκισε, θα είναι απλώς η επιβράβευση της προσπάθειας ενός ανθρώπου για τον λαό του. Με τη συμφιλιωτική του πολιτική ο Μαντέλα θα αποδείξει ότι το μίσος δεν έχει θέση όταν κάποιος έχει το δίκιο με το μέρος του.
«Κατά τη διάρκεια της ζωής μου αφιερώθηκα στον αγώνα των ανθρώπων της Αφρικής. Αγωνίστηκα εναντίον της λευκής κυριαρχίας και αγωνίστηκα εναντίον της μαύρης κυριαρχίας. Έχω στην καρδιά μου το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα ζουν μαζί σε αρμονία και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό για το οποίο ελπίζω να ζήσω και να το καταφέρω αλλά αν πρέπει, είναι ένα ιδανικό για το οποίο είμαι προετοιμασμένος να πεθάνω». - Μαντέλα
Υπήρξε ο κύριος πολιτικός εκφραστής του αγώνα των μαύρων της Νοτίου Αφρικής εναντίον του απαρτχάιντ, ένα απελευθερωτικό κίνημα με ιδεολογικό υπόβαθρο εντός των συνόρων της χώρας. Οι σοσιαλιστικές δημοκρατικές ιδέες από τις οποίες εμφορείτο το ANC ήταν ένας λόγος για τον αυταρχισμό του απαρτχάιντ και τη σκλήρυνση του καθεστώτος της Νότιας Αφρικής. Στην ουσία ήταν μια προσπάθεια παραμονής στην εξουσία με κάθε τρόπο. Το ANC όμως κατάφερε να δημιουργήσει μια πολιτική ατζέντα με δίκαια αιτήματα που απογύμνωσε το καθεστώς από επιχειρήματα και το εξέθεσε στα μάτια όλου του κόσμου. Υπό την ηγεσία του Νέλσον Μαντέλα το ANC θα ισχυροποιηθεί και θα αναδειχτεί σε αντίπαλο δέος της λευκής άρχουσας τάξης. Ο Νέλσον Μαντέλα θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί για την πολιτική του δράση σε ισόβια κάθειρξη το 1964 στην περίφημη δίκη των 8 της Ριβόνια. Όταν απελευθερώθηκε το 1990, ο Νέλσον Μαντέλα είχε συμπληρώσει περισσότερα από 26 χρόνια διαρκούς φυλάκισης. Το επόμενο επίτευγμά του θα είναι ότι βγαίνοντας από τη φυλακή θα προσπαθήσει να ενώσει τη χώρα του για να εξασφαλίσει έναν πιο δίκαιο κόσμο για όλους τους κατοίκους της Νότιας Αφρικής. Η βράβευσή του το 1993 με το Νόμπελ Ειρήνης, από κοινού με τον Φρεντερίκ Ντε Κλερκ, τον τελευταίο λευκό Πρόεδρο που τον αποφυλάκισε, θα είναι απλώς η επιβράβευση της προσπάθειας ενός ανθρώπου για τον λαό του. Με τη συμφιλιωτική του πολιτική ο Μαντέλα θα αποδείξει ότι το μίσος δεν έχει θέση όταν κάποιος έχει το δίκιο με το μέρος του.
«Κατά τη διάρκεια της ζωής μου αφιερώθηκα στον αγώνα των ανθρώπων της Αφρικής. Αγωνίστηκα εναντίον της λευκής κυριαρχίας και αγωνίστηκα εναντίον της μαύρης κυριαρχίας. Έχω στην καρδιά μου το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα ζουν μαζί σε αρμονία και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό για το οποίο ελπίζω να ζήσω και να το καταφέρω αλλά αν πρέπει, είναι ένα ιδανικό για το οποίο είμαι προετοιμασμένος να πεθάνω». - Μαντέλα