Στο βραζιλιάνικο λεξικό της πορτογαλικής γλώσσας,η λέξη «φαβέλα» ορίζεται: ως θάμνος ή δέντρο της Βραζιλίας από τα οποία φτιάχνεται αλεύρι πλούσιο σε πρωτεΐνη και μεταλικά άλατα. Αμέσως μετά διαβάζουμε «σύνολο λαϊκών κατοικιών που χρησιμοποιούν αυτοσχέδια υλικά στην πρόχειρη κατασκευή τους και όπου μένουν άτομα χαμηλού εισοδήματος». Σε αυτόν τον ορισμό και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, η χρήση του όρου φαβέλα στη Βραζιλία χρονολογείται από τα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα, μετά τον «Πόλεμο των Κανούδος», όταν οι στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν σε λόφους εκείνης της περιοχής κατά την επιστροφή τους στο Ρίο ντε Ζανέιρο, πήραν την άδεια από την κυβέρνηση να εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους σε έναν ψηλό λόφο, τον οποίο άρχισαν να ονομάζουν Λόφο της Φαβέλας.
Από τότε η φαβέλα θεωρείται ως ανωμαλία σε μια πόλη, η οποία ήταν ήδη πρωτεύουσα της χώρας και επιδίωκε να εκσυγχρονιστεί. Αυτές οι λαϊκές συνοικίες χαρακτηρίζονταν από επισφαλείς και αβέβαιες συνθήκες και από την έλλειψη ικανότητας εκσυγχρονισμού, αποτελώντας παραφωνία στις βλέψεις των εθνικών ελίτ, που επιδίωκαν να κάνουν το Ρίο μια «ευρωπαϊκή πόλη». Οι φαβέλες ξεδιπλώνουν για περισσότερο από έναν αιώνα, την έλλειψη μέριμνας της πολιτείας για τους φτωχούς. Αποκαλύπτουν, επίσης, τη δύναμη του λαϊκού αγώνα που εγγυήθηκε την επιβίωση ενός πληθυσμού, ο οποίος στην κυριολεξία δεν είχε ποτέ πού να μείνει, λόγω έλλειψης οικιστικής πολιτικής που θα απαντούσε πραγματικά στις ανησυχίες των φτωχών και όχι του κεφαλαίου ακινήτων. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε άλλες πόλεις της Βραζιλίας και του κόσμου, οι φαβέλες βρίσκονται διασκορπισμένες σε ολόκληρο το Ρίο ντε Ζανέιρο και όχι μόνο στην περιφέρειά του. Γειτονεύουν, επομένως, πολύ κοντά με σπίτια και πολυκατοικίες της μεσαίας και υψηλής τάξης, προκαλώντας τους ακόμη μεγαλύτερη δυσφορία. Στο κοινωνικό φαντασιακό, ωστόσο, η φαβέλα ποτέ δεν ενσωματώθηκε στην πόλη. Είναι πολύ σύνηθες να ακούς, τόσο από τους κατοίκους όσο και από όσους δεν ζουν στις φαβέλες, όρους και εκφράσεις που αποκαλύπτουν αυτόν τον διαχωρισμό. Αν και η πλειοψηφία του πληθυσμού τους, που ξεπερνά το ένα εκατομμύριο, είναι δηλαδή σχεδόν το 20% του πληθυσμού της πόλης του Ρίο, αποτελείται από εργαζόμενους που συμμετέχουν στο σύνολό τους στις δραστηριότητες της πόλης, είναι σαν στη φαβέλα, ως κοινωνικό χώρο, να ενσαρκώνονταν απροσχημάτιστα οι αντιθέσεις της κοινωνίας. Βρίσκονται εκεί, σχεδόν μέσα στις καρτ-ποστάλ της «Θαυμαστής Πόλης», ακριβώς δίπλα σε δρόμους με υπερβολικά πλούσιους ανθρώπους, διεκδικώντας τις πολύτιμες βουνοπλαγιές που βλέπουν στη θάλασσα.
Κοιτάζοντας από πιο κοντά και μπαίνοντας μέσα στις φαβέλες, είναι εύκολο να αντιληφθείς ότι ο μύθος των «επικίνδυνων φτωχών τάξεων» είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα (κάτι που δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα ή εγκληματίες μέσα σε αυτές). Στις περισσότερες φαβέλες της πόλης υπάρχουν πολλαπλές ανισότητες ανάμεσα στους κατοίκους τους. Συμβιώνουν άτομα με σταθερή δουλειά, που έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν τα χρήματά τους στη βελτίωση των κατοικιών τους και, ανάλογα με τη φαβέλα, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ζουν σε σπίτια από ξύλο, πολύ επισφαλή, που μοιάζουν πολύ στα παραπήγματα της πρώτης φαβέλας πριν από περισσότερο από έναν αιώνα. Ανισότητες υπάρχουν και ανάμεσα στις φαβέλες. Ανάλογα με το σημείο της πόλης στο οποίο βρίσκονται και την αναγνώριση που έχουν κατακτήσει (είτε λόγω της βίας, είτε λόγω της ικανότητας οργάνωσης των κατοίκων τους) κυρίως από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, μπορείς να βρεις φαβέλες που συγκεντρώνουν κυβερνητικές και μη κυβερνητικές δράσεις ενώ άλλες εξακολουθούν να έχουν ανεπαρκείς και αυτοσχέδιες κατασκευές.Μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ύπαρξη των φαβέλων αντιστοιχεί στην κρατική εξουσία, δεδομένου ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να χτίσει αποτελεσματικές εναλλακτικές λύσεις για τις λαϊκές τάξεις των πόλεων, μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Εναλλακτικές οικιστικές λύσεις, όπως οι φαβέλες, προκύπτουν, επίσης, από τα εσωτερικά μεταναστευτικά ρεύματα. Στα βορειοανατολικά, με τις συνεχείς περιόδους ξηρασίας, τα άγονα εδάφη και την έλλειψη πολιτικών, ικανών να δημιουργήσουν για τον τοπικό πληθυσμό τις συνθήκες για μια αξιοπρεπή διαβίωση, δημιουργείται ένα τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα προς τον «θαυμαστό Νότο», όπου «μια καλύτερη ζωή» τους περιμένει. Φτάνοντας στις μεγάλες πόλεις, όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από την αναμενόμενη. Παρόλο που αυτά τα μεταναστευτικά ρεύματα κορυφώθηκαν τη δεκαετία του ’70, μέχρι σήμερα πολλοί φτάνουν στο Ρίο, στο Σάο Πάολο και άλλες μητροπόλεις, αναζητώντας τη ζωή που προβάλλεται κυρίως από τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες.
Η ρητορεία μεγάλου μέρους αυτών των μέσων και των μεσαίων και ανώτερων τάξεων «πουλάει» την φαβέλα ως έναν χώρο στέρησης, ανεπάρκειας αλλά και κινδύνου και βίας. Διατηρώντας, λοιπόν, αυτόν τον μύθο, τα μέσα ενημέρωσης μετατρέπουν σε θέαμα τη δράση των εμπόρων ναρκωτικών, που είναι οργανωμένοι σε «κομάντος» στις φαβέλες του Ρίο, και τις μάχες μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και της αστυνομίας. Τη δεκαετία του ’80 η πώληση ναρκωτικών ουσιών, όπως η μακόνια και η κοκαΐνη, εντάθηκε σε αυτά τα μέρη και τα τελευταία 30 χρόνια η φιγούρα του εμπόρου ναρκωτικών, που ονομάζεται σε πολλές φαβέλες ο «αφέντης του λόφου», έφτασε στη σημερινή της μορφή. Οι «πόλεμοι», μεταξύ συμμοριών ή κομάντος ή μεταξύ αυτών και της αστυνομίας, σκοτώνουν ετησίως εκατοντάδες νέους μόνο στο Ρίο, στην πλειοψηφία τους μαύρους και φτωχούς, κατοίκους των φαβέλων. Αντίθετα από ό,τι πιστεύουν με ρομαντισμό κάποιοι, το οργανωμένο εμπόριο δεν είναι κίνηση πολιτικής αντίστασης των φτωχών. Παρόλη την αρχική σύνδεση των κομάντος με τους πολιτικούς κρατούμενους και τους φτωχούς φυλακισμένους της νησίδας Ίλια Γράντε στη διάρκεια των πιο σκληρών χρόνων της στρατιωτικής δικτατορίας, σήμερα πρόκειται για πόλεμο για τα σημεία πώλησης, έναν πόλεμο μεταξύ των αντίπαλων εμπόρων. Εκτός αυτού, το εμπόριο στη φαβέλα δημιούργησε, κυρίως από τη δεκαετία του ’90 και μετά, μια αυτόνομη κουλτούρα, με την ανάδειξη ενός ανδροκρατικού και αντάρτικου ήθους, το οποίο σε συνδυασμό με τη δυνατότητα απόκτησης καταναλωτικών αγαθών, δίνει σε αυτούς τους νέους ανθρώπους, μαζί με τα όπλα τους, πολλές φορές τελευταίας γενιάς, δύναμη και κοινωνική αναγνώριση. Το εμπόριο καταλήγει, λοιπόν, να γίνει μια εναλλακτική δυνατότητα επιβίωσης, εργασίας και κοινωνικής αποδοχής (το στίγμα τού να είσαι μαύρος, φτωχός και κάτοικος φαβέλας στην κοινωνία μας είναι πολύ ισχυρό και περιθωριοποιεί αφάνταστα όσους και όσες κατέχουν αυτά τα χαρακτηριστικά). Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε, επίσης, ότι οι κάτοικοι της φαβέλας, γενικά, δεν είναι υπέρ του εμπορίου ναρκωτικών ούτε το θεωρούν εναλλακτική οδό για την απόκτηση υπηρεσιών και δομών που θα έπρεπε να παρέχονται από το κράτος. Αντίθετα, η σχέση με τους εμπόρους, παρότι πολλές φορές αυτοί είναι γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε αυτά τα μέρη, είναι πολύ ασαφής και εμπεριέχει, αναπόφευκτα, φόβο και επιφυλακτικότητα. Η «παραδειγματική τιμωρία» των κατοίκων ή και ανθρώπων έξω από τις φαβέλες που συνδέονται με αυτήν την πραγματικότητα, επιβεβαιώνει τη δύναμη των εμπόρων, αναδεικνύοντας για τον υπόλοιπο τοπικό πληθυσμό την ανάγκη επιβίωσης και περιορίζοντας τις δυνάμεις κινητοποίησης και οργάνωσης του πληθυσμού της φαβέλας. Οι τιμωρίες μπορούν να είναι από απλές λεκτικές προειδοποιήσεις μέχρι εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες ή ύστερα από βασανιστήρια.
Το εμπόριο ναρκωτικών, ωστόσο, δεν μεταφράζεται στη μοναδική εναλλακτική λύση για τους νέους ή για το σύνολο του πληθυσμού στις φαβέλες. Αν, από το ’90 η δύναμή του γίνεται ακόμη μεγαλύτερη και πιο ορατή σε όλη την πόλη, σε αυτή τη δεκαετία, επίσης, πολλαπλασιάζονται τα λεγόμενα «κοινωνικά προγράμματα», που δημιουργούνται από τους ίδιους τους κατοίκους ή υλοποιούνται από εξωτερικούς φορείς (θρησκευτικούς, μη κυβερνητικούς ή συνδεδεμένους με την κυβέρνηση). Η «κρίσιμη» ή «επικίνδυνη», σύμφωνα με τους κατοίκους και τους φορείς, κατάσταση, δικαιολογεί την ανάγκη προγραμμάτων ή δράσεων που συνιστούν εναλλακτικές λύσεις για την τοπική κοινωνία. Οι πιο κοινές, ή, τουλάχιστον, οι πιο ορατές, είναι αυτές που συνδέονται με τον πολιτισμό και τον αθλητισμό. Αυτές έχουν και τη μεγαλύτερη συμμετοχή. Τα «προγράμματα» αυτά, σχετίζονται γενικά, με τη διαχείριση πόρων και τη δυνατότητα απασχόλησης, κάτι που, συνήθως, φέρνει στην επιφάνεια συγκρούσεις που υποβόσκουν και που εκδηλώνονται γύρω από τη διεκδίκηση αυτών των αγαθών. Είναι πολλά τα παραδείγματα παρόμοιων προγραμμάτων και δράσεων και είναι αλήθεια ότι έχουν αναδειχθεί σε μια σημαντική εναλλακτική λύση, που, εκτός από το ότι φέρνουν οικονομικούς πόρους και αναγνώριση στις φαβέλες, βοηθούν στη μείωση των στερεοτύπων που σχετίζονται με αυτούς τους χώρους. Για τα παιδιά και τους νέους, οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε αυτές τις πρωτοβουλίες αποτελούν ένα αντιστάθμισμα στη λογική του εμπορίου ναρκωτικών. Η δύναμη της θρησκείας σε αυτούς τους χώρους, κυρίως της νεοπεντηκοστιανής εκκλησίας, αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο και είναι αντικείμενο μεγάλου στοχασμού. Παρά την ιστορική δύναμη της καθολικής εκκλησίας και της επιρροής της στην οργάνωση των φαβέλων, οι νεοπεντηκοστιανές εκκλησίες τις τελευταίες δεκαετίες πολλαπλασιάζονται και αποτελούν μια πιθανή εναλλακτική για πολλές και πολλούς κατοίκους που, διόλου περίεργο, συνδέουν τη θρησκεία με την πολιτική. Τελειώνοντας, είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι οι φαβέλες, παρά την πολύ προβληματική τους σχέση με την επίσημη πόλη, πάντα παράγουν μορφές πολιτιστικής έκφρασης που καθορίζουν την ταυτότητα του Ρίο ντε Ζανέιρο. Στο παρελθόν, σημαντικοί τραγουδιστές σάμπας ζούσαν στις φαβέλες. Σε ακαδημαϊκά κείμενα και στίχους τραγουδιών πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι η σάμπα γεννήθηκε στους λόφους.