Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των εκμεταλλευτών και ιδίως φυσικά των εκμεταλλευομένων κουρελιάστηκε∙ τα ξέφτια της πλέουν ακόμη στις θάλασσες του Ατλαντικού, ως μηνύματα σε σκούρα μπουκάλια για να μας διδάσκουν την αξία της μνήμης. Τα κρεματόρια ήρθαν, διότι η ανθρωπότητα λησμόνησε τα αμπάρια των δουλεμπορικών. Στους αιώνες που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες, τα βρετανικά, ισπανικά, ολλανδικά, γαλλικά και πορτογαλικά κουρελόπανα «ξεπλύθηκαν» από την ντροπή του εγκλήματος, στην «κολυμπήθρα» της λήθης
Τέλη Ιούνη του «σωτήριου» έτους 1700. Ο καπετάνιος Thomas Chamberlain διατάζει το πλήρωμα του Henrietta Marie να «ετοιμάσει» τους φυλακισμένους αφρικανούς –άντρες γυναίκες και παιδιά– για αποβίβαση. Τους οδηγούν με την βία στο κατάστρωμα και αφού τους «προσφέρουν» τα αποφάγια τους για γεύμα, τους «καλλωπίζουν» προς τέρψιν των επίδοξων αγοραστών τους. Τα θύματα των δουλεμπόρων πιθανότατα άνηκαν στην φυλήΊμπο, από την σημερινή ανατολική Νιγηρία.Οι Ίμπο δεν είχαν αρχηγούς και βασιλιάδες∙ μόνον κοινά αποδεκτούς συμβούλους∙ κάθε μέλος της φυλής ήταν σύμφωνα με την παράδοση κύριος του εαυτού του. Στο Πορτ Ρόγιαλ της Τζαμάικα, γυμνοί και αλυσοδεμένοι, οι σκλάβοι ανεβαίνουν στην εξέδρα του πλειστηριασμού. Τα ανθρωπόμορφα τέρατα με την «ιδιότητα» του επίδοξου αγοραστή, πιέζουν την κοιλιά τους, χώνουν τα δάχτυλα στο στόμα τους για να ελέγξουν τα δόντια τους, δοκιμάζουν ακόμη και τον ιδρώτα τους, γιατί, όπως πίστευαν, φανέρωνε την κατάσταση της υγείας τους.
Ο καπετάνιος γεμίζει τις τσέπες του με χρυσά και ασημένια νομίσματα. Το άδειο πλέον από δυστυχία αμπάρι είναι τώρα φορτωμένο με ζάχαρη, βαμβάκι, ξυλεία και λουλάκι από το «νέο» κόσμο. Εξ αιτίας της κακοκαιρίας, ωστόσο, το Henrietta Marie πέφτει στον ύφαλο Νιου Γκράουν, τριάντα μίλια ανοιχτά του Κι Γουέστ της Φλόριντα και χάνεται αύτανδρο. Νηπίοισιν οὐ λόγος, ἀλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος. Τριακόσια περίπου χρόνια αργότερα, μια ομάδα αμερικανών τυχοδιωκτών που αναζητά χρυσό ανασύρει τα πρώτα ευρήματα από το ναυάγιο. Εν τούτοις, δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία, μιας και το περιεχόμενο της δικής τους αναζήτησης μετριέται κυρίως σε ουγγιές. Έτσι πέρασαν περίπου δυο δεκαετίες μέχρι μια άλλη ομάδα, ενάλιων αρχαιολόγων αυτή την φορά, να ασχοληθεί με την ταυτότητα, αλλά και το περιεχόμενο του ναυαγίου. Τα όσα ανέσυραν από τον βυθό, όπως επίσης και τα ασφαλή συμπεράσματα που εξήγαν για την διάρθρωση τού πλέον άρτιου δουλεμπορικού που βρέθηκε ποτέ, έρχονται να επιβεβαιώσουν όλα όσα γνωρίζαμε ήδη για την αρπαγή και πώληση ανθρώπων κυρίως από τις δυτικές ακτές της Αφρικής.
Ο καπετάνιος γεμίζει τις τσέπες του με χρυσά και ασημένια νομίσματα. Το άδειο πλέον από δυστυχία αμπάρι είναι τώρα φορτωμένο με ζάχαρη, βαμβάκι, ξυλεία και λουλάκι από το «νέο» κόσμο. Εξ αιτίας της κακοκαιρίας, ωστόσο, το Henrietta Marie πέφτει στον ύφαλο Νιου Γκράουν, τριάντα μίλια ανοιχτά του Κι Γουέστ της Φλόριντα και χάνεται αύτανδρο. Νηπίοισιν οὐ λόγος, ἀλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος. Τριακόσια περίπου χρόνια αργότερα, μια ομάδα αμερικανών τυχοδιωκτών που αναζητά χρυσό ανασύρει τα πρώτα ευρήματα από το ναυάγιο. Εν τούτοις, δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία, μιας και το περιεχόμενο της δικής τους αναζήτησης μετριέται κυρίως σε ουγγιές. Έτσι πέρασαν περίπου δυο δεκαετίες μέχρι μια άλλη ομάδα, ενάλιων αρχαιολόγων αυτή την φορά, να ασχοληθεί με την ταυτότητα, αλλά και το περιεχόμενο του ναυαγίου. Τα όσα ανέσυραν από τον βυθό, όπως επίσης και τα ασφαλή συμπεράσματα που εξήγαν για την διάρθρωση τού πλέον άρτιου δουλεμπορικού που βρέθηκε ποτέ, έρχονται να επιβεβαιώσουν όλα όσα γνωρίζαμε ήδη για την αρπαγή και πώληση ανθρώπων κυρίως από τις δυτικές ακτές της Αφρικής.
Τους έριχναν αλυσοδεμένους στο αμπάρι και για οικονομία χώρου, τους τοποθετούσαν έτσι ώστε τα πόδια του ενός να ακουμπούν στο κεφάλι του άλλου. Είχαν κυκλοφορήσει μέχρι και εγχειρίδια για την καλύτερη και αποδοτικότερη διάταξη των σκλάβων, ώστε να εξοικονομηθεί χώρος. Τους τοποθετούσαν σε στίχους των επτά καθέτως προς τον κύριο άξονα του πλοίου, καθιστούς, με τα γόνατα λυγισμένα στο στήθος. Ήταν αλυσοδεμένοι, ο καθένας με τέσσερις άλλους, μπροστά, πίσω, δεξιά και αριστερά του. Ο χώρος ήταν τόσο στενός που μόνο μία σειρά μπορούσε κάθε φορά να ξαπλώνει. Μια φορά την ημέρα, τους ανέβαζαν στο κατάστρωμα για το συσσίτιο. Συνήθως τους έδιναν να φάνε κουκιά και μετά, τους ανάγκαζαν να χορέψουν, γιατί πίστευαν ότι έτσι διατηρούσαν την καλή φυσική κατάσταση του “φορτίου” τους....
Γνωρίζουμε ήδη ότι μέχρι το 1619, έτος της πρώτης «επίσημης» εισόδου δουλεμπορικού στην βρετανική αποικία της Βιρτζίνια, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο αφρικανοί είχαν μεταφερθεί από τις ακτές της δυτικής Αφρικής για να «δουλέψουν» ως σκλάβοι στην Νότια Αμερική, στην Καραϊβική, στις πορτογαλικές και ισπανικές αποικίες. Οι πορείες των σκλάβων προς την ακτή πολλές φορές διαρκούσαν ακόμη και χίλια μίλια, με μόνη «συντροφιά» το μαστίγιο τους αποικιοκράτη∙ ήταν πορείες θανάτου, στις οποίες δύο στους πέντε αφρικανούς πέθαιναν. Ουκ ολίγες είναι οι φορές που μέλη φυλών, όντας τυφλωμένοι από τα χαλεπά θέλγητρα του πολιτισμού, παρείχαν αδρά και συστηματική βοήθεια στους λευκούς δουλεμπόρους για την αιχμαλώτιση άλλων αφρικανών. Άμα τη σύλληψή τους, οι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν σε φυλακές κοντά στην παραλία. Όταν ερχόταν η ώρα να τους παραλάβουν, οι ευρωπαίοι δουλέμποροι τους οδηγούσαν σε ένα ξέφωτο. Εκεί οι γιατροί του πλοίου εξέταζαν σχολαστικά κάθε μέρος του σώματός τους. Όσους έκριναν γερούς και αρτιμελείς, τους χώριζαν από τους άλλους και τους σημάδευαν στο στήθος με ένα πυρωμένο σίδερο, στο οποίο ήταν αποτυπωμένο το σημάδι των αγγλικών, γαλλικών ή ολλανδικών εταιριών. Εν συνεχεία φορτώνονταν στα πλοία με την βία, σε χώρους όχι πολύ μεγαλύτερους από ένα φέρετρο, δεμένοι με αλυσίδες μεταξύ τους στα σκοτεινά και δυσώδη αμπάρια, ασφυκτιώντας από τη βρώμα των ίδιων τους των περιττωμάτων. Ακινητοποιημένοι λοιπόν από το λαιμό μέχρι τα πόδια και σε συνθήκες που θα έκανε κάθε πλάσμα να καταρρακωθεί, η αίσθηση της δυστυχίας και της ασφυξίας ήταν τόσο έντονες που πολλοί εξ αυτών –όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν– οδηγούνταν στην τρέλα. Οι σκλάβοι συχνότατα επέλεγαν την αυτοκτονία και πηδούσαν στην θάλασσα για να πνιγούν, εάν έβρισκαν ποτέ βεβαίως την ευκαιρία. Το ποσοστό θνησιμότητας των αφρικανών σκλάβων στα ευρωπαϊκά δουλεμπορικά άγγιζε το 35%.
Στο δουλεμπόριο κυριάρχησαν πρώτα οι Ολλανδοί και έπειτα οι Άγγλοι. Αργότερα κάποιοι αμερικανοί της Νέας Αγγλίας ασχολήθηκαν επίσης με το «ευαγές» αυτό «επάγγελμα» και έτσι το 1637 το πρώτο αμερικανικό δουλεμπορικό, το Ντιζάιρ, απέπλευσε από το λιμάνι του Μαρμπλχεντ. Ως τις αρχές του 1800 υπολογίζεται πως δέκα με δεκαπέντε εκατομμύρια αφρικανοί είχαν απαχθεί και μεταφερθεί ως σκλάβοι στην Αμερική. Αξίζει να αναφερθεί πως ο αριθμός αυτός φυσικά αφορά το ένα τρίτο όσων είχαν αρχικά αιχμαλωτιστεί στην Αφρική. Ο συνολικός αριθμός, τόσο αυτών που δολοφονήθηκαν κατ’ ουσίαν από τις κακουχίες των επίγειων αναγκαστικών πορειών και του θαλάσσιου ταξιδιού, όσο και αυτών που κατέληξαν στα χέρια δουλεμπόρων και κτηματιών στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική, αγγίζει τα πενήντα εκατομμύρια.
Καθοριστικό ρόλο βεβαίως διαδραμάτισε η εκπαίδευση των υπηκόων του Ολλανδικού και Βρετανικού στέμματος σε θεωρίες που παρουσίαζαν τους αφρικανούς ως μιάσματα και υπανθρώπους, οπότε και άξιους κάθε περιφρόνησης, εκμετάλλευσης και ταπείνωσης. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά, πως πριν το 1600 μαύρος σήμαινε, σύμφωνα με το «έγκριτο» Oxford English Dictionary:Ο βαθιά ποτισμένος με βρωμιά, ο λερωμένος, βρώμικος, ακάθαρτος. Αυτός που έχει σκοτεινούς ή δολοφονικούς σκοπούς, ο κακοήθης. Αναφερόμενος σε ή σχετικός με τον θάνατο, θανάσιμος. Ολέθριος, καταστροφικός, καταχθόνιος. Αχρείος, άδικος, ειδεχθής, φοβερά αμαρτωλός. Αυτός που υποδηλώνει ατίμωση, επίκριση, προδιάθεση στην τιμωρία, κλπ. Το δουλεμπόριο βεβαίως ευλογήθηκε και από την ηγεσία της καθολικής εκκλησίας, που με ζηλευτές ακροβασίες επί της αγίας γραφής άντλησε εξόχως απίθανα και εξοργιστικά «επιχειρήματα» υπέρ της συνέχισης και μακροημέρευσης του. Ας μην ξεχνούμε και τον φοβερό και τρομερό άγγλο καθηγητή της πολιτικής φιλοσοφίας Τζον Λοκ, που όταν δεν συνέγραφε τα «θέσφατά» του, ασχολούνταν με το επικερδέστατο δουλεμπόριο αφρικανών∙ έτσι για να ξεμουδιάζει λίγο από την χαρτοδουλειά του εβένινου γραφείου του.
Καθοριστικό ρόλο βεβαίως διαδραμάτισε η εκπαίδευση των υπηκόων του Ολλανδικού και Βρετανικού στέμματος σε θεωρίες που παρουσίαζαν τους αφρικανούς ως μιάσματα και υπανθρώπους, οπότε και άξιους κάθε περιφρόνησης, εκμετάλλευσης και ταπείνωσης. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά, πως πριν το 1600 μαύρος σήμαινε, σύμφωνα με το «έγκριτο» Oxford English Dictionary:Ο βαθιά ποτισμένος με βρωμιά, ο λερωμένος, βρώμικος, ακάθαρτος. Αυτός που έχει σκοτεινούς ή δολοφονικούς σκοπούς, ο κακοήθης. Αναφερόμενος σε ή σχετικός με τον θάνατο, θανάσιμος. Ολέθριος, καταστροφικός, καταχθόνιος. Αχρείος, άδικος, ειδεχθής, φοβερά αμαρτωλός. Αυτός που υποδηλώνει ατίμωση, επίκριση, προδιάθεση στην τιμωρία, κλπ. Το δουλεμπόριο βεβαίως ευλογήθηκε και από την ηγεσία της καθολικής εκκλησίας, που με ζηλευτές ακροβασίες επί της αγίας γραφής άντλησε εξόχως απίθανα και εξοργιστικά «επιχειρήματα» υπέρ της συνέχισης και μακροημέρευσης του. Ας μην ξεχνούμε και τον φοβερό και τρομερό άγγλο καθηγητή της πολιτικής φιλοσοφίας Τζον Λοκ, που όταν δεν συνέγραφε τα «θέσφατά» του, ασχολούνταν με το επικερδέστατο δουλεμπόριο αφρικανών∙ έτσι για να ξεμουδιάζει λίγο από την χαρτοδουλειά του εβένινου γραφείου του.
Πρώτη ενέργεια των δουλεμπόρων ήταν να επισκεφτούν τον φύλαρχο της περιοχής και να ζητήσουν, εθιμοτυπικά περισσότερο, την άδειά του. Ο φύλαρχος δεν ήταν λευκός Ευρωπαίος, άλλα μαύρος και επέβλεπε ο ίδιος τη μεταφορά των συγχωριανών του στις φυτείες της Νότιας Αμερικής. Έμενε σε μία καλύβα με τοίχους από πασσάλους και στέγη από καλάμια, την οποία ονόμαζε “ανάκτορο”. Αν και φτωχικό το “ανάκτορο” του αφρικανού φύλαρχου, από αυτό δεν έλειπαν οι ευρωπαϊκές πολυτέλειες. Ο “θρόνος” του ήταν καλυμμένος με μεταξωτό ύφασμα και διακοσμημένος με χρυσαφένιο σειρήτι. Η συζήτηση μεταξύ εμπόρων και φύλαρχου ήταν σύντομη και τυπική. Τον διαβεβαίωσαν για τη τη φιλία και υποστήριξη του βασιλιά, τον παρακάλεσαν να τους παράσχει την προστασία του και ζήτησαν τη άδειά του για να εμπορευθούν στην περιοχή. Στο ημερολόγιο, ο δουλέμπορος έγραψε: “Κατόπιν, του παρουσιάσαμε τα δώρα που του έστελνε ο βασιλιάς: έναν βαθυκόκκινο μανδύα, μία κελεμπία και ένα καπέλο στολισμένο με άσπρα φτερά. Ο νέγρος, θαμπωμένος από όλα αυτά τα ωραία πράγματα, μας έκανε με τον τρόπο του χίλιες ευχαριστίες και μας υποσχέθηκε ότι θα παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια για το εμπόριό μας”. Με αυτά τα λαμπερά “μπιχλιμπίδια” εξαγόρασαν τη συνεργασία του φύλαρχου, ο οποίος παρακολουθούσε ατάραχος, καθώς χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να καταφτάνουν στο λιμάνι, δεμένοι ανά δύο από τον λαιμό με καλάμια από μπαμπού. Οι δουλέμποροι αγόραζαν τους μαύρους, δίνοντας για αντάλλαγμα διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Δεν χρησιμοποιούνταν χρήματα στις συναλλαγές με τους Αφρικάνους, καθώς δεν είχαν καμία αξία στην περιοχή....
Οι αφρικανοί ένιωθαν ιδιαίτερα αβοήθητοι μακριά από την κουλτούρα των ελεύθερων φυλών τους, που οι ίδιοι και οι πρόγονοι τους εμπλούτιζαν ανεμπόδιστα για γενιές και γενιές∙ μια κοινοτική ζωή με θεμελιώδες το κοινοβιακό στοιχείο, την ουσία της αλληλεγγύης, την απλότητα, τη χαρά της ανόθευτης ύπαρξης. Ο πολιτισμός τούς τσάκισε εκτός από το κορμί και το πνεύμα∙ η ψυχή τους αρρώσταινε μέσα στον πολιτισμό και μάλιστα στον πλέον απάνθρωπο θεσμό του∙ αυτόν της δουλείας. Καίτοι, πολλοί από τους νεοαφιχθέντες σκλάβους, οι οποίοι είχαν ακόμη μέσα τους την κληρονομιά της κοινοβιακής ζωής, δραπέτευαν κατά ομάδες και προσπαθούσαν να ιδρύσουν χωριά φυγάδων στην ερημιά, κοντά στα σύνορα. Στους αιώνες που ακολούθησαν, ο βίαιος απελευθερωτικός αγώνας των αφρικανών σκλάβων συνέθεσε πάμπολλες εξεγέρσεις σε όλη την επικράτεια των αποικιών, αλλά συνεχίστηκε με εξ ίσου αμείωτη ένταση, όταν οι άγγλοι και οι γάλλοι κατακτητές έδωσαν τα σκήπτρα τους στους «Πατέρες» τους αμερικανικού έθνους.
Στα αμπάρια του Henrietta Marie, του κάθε Henrietta Marie αυτού του κόσμου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των εκμεταλλευτών και ιδίως φυσικά των εκμεταλλευομένων κουρελιάστηκε∙ τα ξέφτια της πλέουν ακόμη στις θάλασσες του Ατλαντικού, ως μηνύματα σε σκούρα μπουκάλια για να μας διδάσκουν την αξία της μνήμης. Τα κρεματόρια ήρθαν, διότι η ανθρωπότητα λησμόνησε τα αμπάρια των δουλεμπορικών. Στους αιώνες που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες, τα βρετανικά, ισπανικά, ολλανδικά, γαλλικά και πορτογαλικά κουρελόπανα «ξεπλύθηκαν» από την ντροπή του εγκλήματος, στην «κολυμπήθρα» της λήθης .
Στα αμπάρια του Henrietta Marie, του κάθε Henrietta Marie αυτού του κόσμου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των εκμεταλλευτών και ιδίως φυσικά των εκμεταλλευομένων κουρελιάστηκε∙ τα ξέφτια της πλέουν ακόμη στις θάλασσες του Ατλαντικού, ως μηνύματα σε σκούρα μπουκάλια για να μας διδάσκουν την αξία της μνήμης. Τα κρεματόρια ήρθαν, διότι η ανθρωπότητα λησμόνησε τα αμπάρια των δουλεμπορικών. Στους αιώνες που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες, τα βρετανικά, ισπανικά, ολλανδικά, γαλλικά και πορτογαλικά κουρελόπανα «ξεπλύθηκαν» από την ντροπή του εγκλήματος, στην «κολυμπήθρα» της λήθης .
Ένα Μακρύ κι Επικίνδυνο Ταξίδι
Το υπερατλαντικό ταξίδι ήταν μια φοβερά επίπονη εμπειρία με ιδιαίτερη μεγάλη διάρκεια. Προσπαθώντας να ρίξουμε φως στις λεπτομέρειες αυτού του ταξιδιού ας αναφέρουμε αρχικά κάποιους ενδεικτικούς αριθμούς. Ανάμεσα στον 16ο και 19ο αιώνα υπολογίζεται πως έγιναν περίπου 54.000 ταξίδια από την Αμερική στην Αφρική. Το μεγαλύτερο ποσοστό των σκλάβων, 42%, κατέληγε στην Καραϊβική. Το 38% στην Βραζιλία και το 5% στην Β. Αμερική. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια ταξίδι ήταν από την Αφρική στην Β. Αμερική και μπορούσε να κρατήσει από 35 μέρες ως και 2 με 3 μήνες.
Μέσα στο Πλοίο
Τα πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν από 250 μέχρι 600 σκλάβους και μπορούμε να πούμε ότι σε αυτά επικρατούσε τρομερός συνωστισμός. Στα περισσότερα πλοία αντιστοιχούσε στον καθέναν ένας χώρος περίπου 1,6 μ. σε μήκος και 1,4 μ. σε πλάτος. Οι σκλάβοι ήταν στοιβαγμένοι ανάμεσα στο κατάστρωμα και το αμπάρι σε συνθήκες που μπορούν με επιείκεια να χαρακτηριστούν φρικτές.
Ο Ολούντα Εκουιάνο (Olaudah Equiano) ήταν ένας από τους πρώτους αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψε γραπτά την ζωή ενός σκλάβου σε ένα από αυτά τα πλοία. «Πολύ σύντομα με τοποθέτησαν κάτω από τα καταστρώματα. Εκεί χτύπησε τη μύτη μου μια τέτοια δυσωδία που παρόμοια της δεν είχα ξανανιώσει ποτέ... Η απαίσια αυτή βρώμα μαζί με τα κλάματα των ανθρώπων με έκανε να νιώσω τόσο άρρωστος και ποταπός που δεν μπορούσα ούτε να φάω τίποτα και ούτε είχα την παραμικρή επιθυμία να γευτώ το οτιδήποτε. Ευχόμουν ο τελευταίος φίλος μου, ο θάνατος, να με ανακουφίσει, σύντομα όμως προς απογοήτευση μου δύο από τους λευκούς άντρες μου προσέφεραν τροφή και όταν αρνήθηκα με έδεσαν και με μαστίγωσαν αλύπητα. Ποτέ μέχρι τότε στη ζωή μου δεν είχα αντικρύσει τέτοια κτηνώδη σκληρότητα ανάμεσα σε ανθρώπους, μια σκληρότητα που οι λευκοί δεν χρησιμοποιούσαν μόνο απέναντι σε εμάς, τους μαύρους, αλλά συχνά και μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, μια από τις φορές που μας είχαν επιτρέψει να βγούμε στο κατάστρωμα είδα έναν λευκό άνθρωπο δεμένο στο ιστίο του καραβιού τον οποίο μαστίγωσαν μέχρι θανάτου». Αν η θάλασσα ήταν ταραγμένη, τα φινιστρίνια έπρεπε να είναι κλειστά, κάτι που δημιουργούσε μια ασφυκτική ατμόσφαιρα, πρόσφορη για την εξάπλωση ασθενειών. «...η υπερβολική ζέστη δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που έκανε την κατάσταση τους αφόρητη. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με τόσο αίμα και βλέννα που έκανε το μέρος να μοιάζει με σφαγείο».Αλεξάντερ Φάλκονμπριτζ (Alexander Falconbridge), χειρούργος στα πλοία που μετέφεραν τους δούλους και αργότερα διοικητής σε μια Βρετανική αποικία απελευθερωμένων σκλάβων στην Σιέρα Λεόνε.
Για την αφόδευση και την ενούρηση οι σκλάβοι είτε χρησιμοποιούσαν κουβάδες είτε κάποιο μέρος στο κατώτερο τμήμα του πλοίου από το οποίο τα περιττώματα μπορούσαν να καταλήξουν στη θάλασσα. Ας αναφέρουμε, βέβαια, ότι ήταν πολύ δύσκολο για ανθρώπους που είναι ουσιαστικά καθηλωμένοι και δεμένοι να βρεθούν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες τους, ειδικότερα στην τόσο συνηθισμένη, λόγω των συνθηκών, περίπτωση που κάποιος σκλάβος έπασχε από διάρροια. Μετά από σαράντα ή πενήντα μέρες ταξιδιού το πλοίο ανέδιδε μια φοβερή αποφορά εμετού, κοπράνων και ούρων. Λέγεται πως οι άνθρωποι στο λιμάνι μπορούσαν να μυρίσουν το πλοίο πριν καν το δουν.
Γυναίκες
Οι γυναίκες διέθεταν περισσότερη ελευθερία από τους άντρες λόγω του ότι θεωρούνταν μικρότερη απειλή, οπότε αρκετά συχνά πήγαιναν στο κατάστρωμα και βοηθούσαν με το μαγείρεμα. Αυτή η ελευθερία είχε όμως υψηλό τίμημα καθώς βρίσκονταν σε ένα διαρκές καθεστώς σεξουαλικής παρενόχλησης ή και βιασμού από το πλήρωμα και τον καπετάνιο.
Το υπερατλαντικό ταξίδι ήταν μια φοβερά επίπονη εμπειρία με ιδιαίτερη μεγάλη διάρκεια. Προσπαθώντας να ρίξουμε φως στις λεπτομέρειες αυτού του ταξιδιού ας αναφέρουμε αρχικά κάποιους ενδεικτικούς αριθμούς. Ανάμεσα στον 16ο και 19ο αιώνα υπολογίζεται πως έγιναν περίπου 54.000 ταξίδια από την Αμερική στην Αφρική. Το μεγαλύτερο ποσοστό των σκλάβων, 42%, κατέληγε στην Καραϊβική. Το 38% στην Βραζιλία και το 5% στην Β. Αμερική. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια ταξίδι ήταν από την Αφρική στην Β. Αμερική και μπορούσε να κρατήσει από 35 μέρες ως και 2 με 3 μήνες.
Μέσα στο Πλοίο
Τα πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν από 250 μέχρι 600 σκλάβους και μπορούμε να πούμε ότι σε αυτά επικρατούσε τρομερός συνωστισμός. Στα περισσότερα πλοία αντιστοιχούσε στον καθέναν ένας χώρος περίπου 1,6 μ. σε μήκος και 1,4 μ. σε πλάτος. Οι σκλάβοι ήταν στοιβαγμένοι ανάμεσα στο κατάστρωμα και το αμπάρι σε συνθήκες που μπορούν με επιείκεια να χαρακτηριστούν φρικτές.
Ο Ολούντα Εκουιάνο (Olaudah Equiano) ήταν ένας από τους πρώτους αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψε γραπτά την ζωή ενός σκλάβου σε ένα από αυτά τα πλοία. «Πολύ σύντομα με τοποθέτησαν κάτω από τα καταστρώματα. Εκεί χτύπησε τη μύτη μου μια τέτοια δυσωδία που παρόμοια της δεν είχα ξανανιώσει ποτέ... Η απαίσια αυτή βρώμα μαζί με τα κλάματα των ανθρώπων με έκανε να νιώσω τόσο άρρωστος και ποταπός που δεν μπορούσα ούτε να φάω τίποτα και ούτε είχα την παραμικρή επιθυμία να γευτώ το οτιδήποτε. Ευχόμουν ο τελευταίος φίλος μου, ο θάνατος, να με ανακουφίσει, σύντομα όμως προς απογοήτευση μου δύο από τους λευκούς άντρες μου προσέφεραν τροφή και όταν αρνήθηκα με έδεσαν και με μαστίγωσαν αλύπητα. Ποτέ μέχρι τότε στη ζωή μου δεν είχα αντικρύσει τέτοια κτηνώδη σκληρότητα ανάμεσα σε ανθρώπους, μια σκληρότητα που οι λευκοί δεν χρησιμοποιούσαν μόνο απέναντι σε εμάς, τους μαύρους, αλλά συχνά και μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, μια από τις φορές που μας είχαν επιτρέψει να βγούμε στο κατάστρωμα είδα έναν λευκό άνθρωπο δεμένο στο ιστίο του καραβιού τον οποίο μαστίγωσαν μέχρι θανάτου». Αν η θάλασσα ήταν ταραγμένη, τα φινιστρίνια έπρεπε να είναι κλειστά, κάτι που δημιουργούσε μια ασφυκτική ατμόσφαιρα, πρόσφορη για την εξάπλωση ασθενειών. «...η υπερβολική ζέστη δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που έκανε την κατάσταση τους αφόρητη. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με τόσο αίμα και βλέννα που έκανε το μέρος να μοιάζει με σφαγείο».Αλεξάντερ Φάλκονμπριτζ (Alexander Falconbridge), χειρούργος στα πλοία που μετέφεραν τους δούλους και αργότερα διοικητής σε μια Βρετανική αποικία απελευθερωμένων σκλάβων στην Σιέρα Λεόνε.
Για την αφόδευση και την ενούρηση οι σκλάβοι είτε χρησιμοποιούσαν κουβάδες είτε κάποιο μέρος στο κατώτερο τμήμα του πλοίου από το οποίο τα περιττώματα μπορούσαν να καταλήξουν στη θάλασσα. Ας αναφέρουμε, βέβαια, ότι ήταν πολύ δύσκολο για ανθρώπους που είναι ουσιαστικά καθηλωμένοι και δεμένοι να βρεθούν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες τους, ειδικότερα στην τόσο συνηθισμένη, λόγω των συνθηκών, περίπτωση που κάποιος σκλάβος έπασχε από διάρροια. Μετά από σαράντα ή πενήντα μέρες ταξιδιού το πλοίο ανέδιδε μια φοβερή αποφορά εμετού, κοπράνων και ούρων. Λέγεται πως οι άνθρωποι στο λιμάνι μπορούσαν να μυρίσουν το πλοίο πριν καν το δουν.
Γυναίκες
Οι γυναίκες διέθεταν περισσότερη ελευθερία από τους άντρες λόγω του ότι θεωρούνταν μικρότερη απειλή, οπότε αρκετά συχνά πήγαιναν στο κατάστρωμα και βοηθούσαν με το μαγείρεμα. Αυτή η ελευθερία είχε όμως υψηλό τίμημα καθώς βρίσκονταν σε ένα διαρκές καθεστώς σεξουαλικής παρενόχλησης ή και βιασμού από το πλήρωμα και τον καπετάνιο.
Τροφή
Η τροφή υπήρχε σε ικανοποιητική ποσότητα, αν και δεν ήταν πάντοτε καλής ποιότητας. Η ποσότητα της τροφής δεν αναιρούσε τον τρόπο που σερβιρόταν: ένας μεγάλος κουβάς για κάθε δέκα ανθρώπους, κάτι που, φανερά, εκτός από ασθένειες προκαλούσε και διαμάχες.
Ιατρική Φροντίδα
Τις περισσότερες φορές οι σκλάβοι όταν αρρώσταιναν σοβαρά τύγχαναν κάποιας ιατρικής φροντίδας, κάτι που δε συνέβαινε, βέβαια, από καλοσύνη αλλά για λόγους οικονομικούς, καθώς ο θάνατος ενός σκλάβου μεταφραζόταν σε οικονομική απώλεια. Κάθε πλοίο προσλάμβανε έναν χειρούργο ο οποίος επέβλεπε την άσκηση και την πρόσληψη τροφής. Δύο φορές την εβδομάδα επιτρεπόταν στους άντρες σκλάβους να βγουν στο κατάστρωμα όπου τους εξανάγκαζαν να χορέψουν και να παίξουν τα παραδοσιακά τους τύμπανα. «Η σωματική άσκηση θεωρούνταν απαραίτητη για την διατήρηση της υγείας τους και κάποιες φορές, όταν ο καιρός το επέτρεπε, έβγαιναν στο κατάστρωμα και αναγκάζονταν να χορεύουν. Αν το έκαναν απρόθυμα ή δεν κινούνταν με αρκετή ταχύτητα θα μαστιγώνονταν».Υπάρχουν μαρτυρίες για ατίθασους σκλάβους που προσπάθησαν να επαναστατήσουν με αποτέλεσμα να τους ακρωτηριάσουν τα χέρια και τα πόδια, ώστε να γίνουν ένα ζωντανό παράδειγμα προς αποφυγή για τους υπόλοιπους.
Βασικές Αιτίες Θανάτου
Οι κύριες αιτίες θανάτου ήταν δυσεντερία και η ευλογιά. Η τρίτη αιτία μπορούμε να πούμε πως ήταν η απλή δυστυχία. Κάποιες φορές οι σκλάβοι επιθυμούσαν και επιδίωκαν να πεθάνουν λόγω της θλίψης και της απόγνωσης που βίωναν. Αρνούνταν να λάβουν τροφή, με αποτέλεσμα πολλές φορές το πλήρωμα να τους εξαναγκάζει να φάνε, ή επέλεγαν να πέσουν στην θάλασσα και να πνιγούν. Η χειρότερη, ίσως, στιγμή του ταξιδιού ήταν όταν το πλοίο εγκατέλειπε τις Αφρικανικές ακτές. «Όταν οι σκλάβοι επιβιβαστούν στο πλοίο πρέπει να ανέβουν τα πανιά. Ο λόγος είναι ότι τρέφουν τόσο μεγάλη αγάπη για την πατρίδα τους που όταν καταλαβαίνουν ότι την εγκαταλείπουν για πάντα απελπίζονται. Αυτό τους κάνει να πεθαίνουν από θλίψη. Έχω ακούσει εμπόρους που λένε ότι οι δούλοι πεθαίνουν πιο συχνά την στιγμή που φεύγουν από το λιμάνι παρά κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Κάποιοι πέφτουν στη θάλασσα, άλλοι χτυπούν τα κεφάλια τους ενάντια στο πλοίο ενώ άλλοι προσπαθούν να κρατήσουν την αναπνοή τους και να πεθάνουν από ασφυξία».Ζακ Σαβαρύ (Jacques Savary), επιχειρηματίας του 18ου αιώνα
Μετά την 'Aφιξη
Τρεις ανθρώπινες ιστορίες σκιαγραφούν την πραγματικότητα των ανθρώπων μετά την άφιξη τους στην Αμερική.
1. «Ο φτωχός ο Ντάνιελ (Daniel) είχε κάποια παράλυση στον γοφό και δεν μπορούσε να προφτάσει τον ρυθμό των υπόλοιπων σκλάβων. Ο κύριος τον διέταξε να γδυθεί και να ξαπλώσει στο έδαφος. Έπειτα, τον χτύπησε με μια βέργα από σκληρό σύρμα έως ότου το δέρμα του να γίνει μια ανοιχτή πληγή. Οι πληγές του καημένου του ανθρώπου δεν επουλώθηκαν ποτέ και συχνά τις έχω δει να είναι γεμάτες από σκουλήκια… Ήταν ένα αντικείμενο λύπησης αλλά και τρόμου για όλους εμάς και στην οικτρή του κατάσταση μπορούσαμε να δούμε τους εαυτούς μας στο μέλλον, αν ζούσαμε αρκετά ώστε να γεράσουμε όσο αυτός». Μέρυ Πρινς (Mary Prince), πρώην σκλάβα.
2. «Όταν η καθημερινή δουλειά στο χωράφι τελειώσει οι περισσότεροι από αυτούς πρέπει να πλύνουν, να μαγειρέψουν και να μπαλώσουν τα κουρελιασμένα ρούχα τους, καθώς δεν έχουν τις κατάλληλες εγκαταστάσεις, όλα αυτά μετατρέπονται σε ένα δύσκολο και πολύωρο αγώνα. Όταν και αυτά επιτέλους τελειώσουν κοιμούνται πλάι πλάι σε ένα κοινό κρεβάτι, πάνω στο κρύο και υγρό πάτωμα». Φρέντερικ Νάγκλας (Frederick Douglass), πρώην σκλάβος.
3. «Οι γυναίκες και οι άντρες που ξεκίνησαν την πρώτη μεγάλη παραγωγή ζάχαρης έζησαν καλά. Πολλές ιστορίες λέγονται για την χλιδή που ζούσαν οι άποικοι της παλιάς Βραζιλίας. Τα τραπέζια τους στρωμένα με ασήμι και θαυμάσιες κινέζικες πορσελάνες που οι καπετάνιοι είχαν φέρει επιστρέφοντας από τη Ανατολή. Πόρτες με χρυσές κλειδαριές, γυναίκες που φορούσαν τεράστιες πολύτιμες λίθους, μουσικοί που σκορπούσαν το κέφι στα δείπνα και ένας στρατός από δούλους όλων των χρωμάτων που είναι έτοιμοι να ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία των κυρίων τους». Χαγκ Τόμας (Hugh Tomas), πρώην σκλάβος.Τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από αυτή την πρώτη περιγραφή του υπερατλαντικού ταξιδιού είναι πολλά.
Η τροφή υπήρχε σε ικανοποιητική ποσότητα, αν και δεν ήταν πάντοτε καλής ποιότητας. Η ποσότητα της τροφής δεν αναιρούσε τον τρόπο που σερβιρόταν: ένας μεγάλος κουβάς για κάθε δέκα ανθρώπους, κάτι που, φανερά, εκτός από ασθένειες προκαλούσε και διαμάχες.
Ιατρική Φροντίδα
Τις περισσότερες φορές οι σκλάβοι όταν αρρώσταιναν σοβαρά τύγχαναν κάποιας ιατρικής φροντίδας, κάτι που δε συνέβαινε, βέβαια, από καλοσύνη αλλά για λόγους οικονομικούς, καθώς ο θάνατος ενός σκλάβου μεταφραζόταν σε οικονομική απώλεια. Κάθε πλοίο προσλάμβανε έναν χειρούργο ο οποίος επέβλεπε την άσκηση και την πρόσληψη τροφής. Δύο φορές την εβδομάδα επιτρεπόταν στους άντρες σκλάβους να βγουν στο κατάστρωμα όπου τους εξανάγκαζαν να χορέψουν και να παίξουν τα παραδοσιακά τους τύμπανα. «Η σωματική άσκηση θεωρούνταν απαραίτητη για την διατήρηση της υγείας τους και κάποιες φορές, όταν ο καιρός το επέτρεπε, έβγαιναν στο κατάστρωμα και αναγκάζονταν να χορεύουν. Αν το έκαναν απρόθυμα ή δεν κινούνταν με αρκετή ταχύτητα θα μαστιγώνονταν».Υπάρχουν μαρτυρίες για ατίθασους σκλάβους που προσπάθησαν να επαναστατήσουν με αποτέλεσμα να τους ακρωτηριάσουν τα χέρια και τα πόδια, ώστε να γίνουν ένα ζωντανό παράδειγμα προς αποφυγή για τους υπόλοιπους.
Βασικές Αιτίες Θανάτου
Οι κύριες αιτίες θανάτου ήταν δυσεντερία και η ευλογιά. Η τρίτη αιτία μπορούμε να πούμε πως ήταν η απλή δυστυχία. Κάποιες φορές οι σκλάβοι επιθυμούσαν και επιδίωκαν να πεθάνουν λόγω της θλίψης και της απόγνωσης που βίωναν. Αρνούνταν να λάβουν τροφή, με αποτέλεσμα πολλές φορές το πλήρωμα να τους εξαναγκάζει να φάνε, ή επέλεγαν να πέσουν στην θάλασσα και να πνιγούν. Η χειρότερη, ίσως, στιγμή του ταξιδιού ήταν όταν το πλοίο εγκατέλειπε τις Αφρικανικές ακτές. «Όταν οι σκλάβοι επιβιβαστούν στο πλοίο πρέπει να ανέβουν τα πανιά. Ο λόγος είναι ότι τρέφουν τόσο μεγάλη αγάπη για την πατρίδα τους που όταν καταλαβαίνουν ότι την εγκαταλείπουν για πάντα απελπίζονται. Αυτό τους κάνει να πεθαίνουν από θλίψη. Έχω ακούσει εμπόρους που λένε ότι οι δούλοι πεθαίνουν πιο συχνά την στιγμή που φεύγουν από το λιμάνι παρά κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Κάποιοι πέφτουν στη θάλασσα, άλλοι χτυπούν τα κεφάλια τους ενάντια στο πλοίο ενώ άλλοι προσπαθούν να κρατήσουν την αναπνοή τους και να πεθάνουν από ασφυξία».Ζακ Σαβαρύ (Jacques Savary), επιχειρηματίας του 18ου αιώνα
Μετά την 'Aφιξη
Τρεις ανθρώπινες ιστορίες σκιαγραφούν την πραγματικότητα των ανθρώπων μετά την άφιξη τους στην Αμερική.
1. «Ο φτωχός ο Ντάνιελ (Daniel) είχε κάποια παράλυση στον γοφό και δεν μπορούσε να προφτάσει τον ρυθμό των υπόλοιπων σκλάβων. Ο κύριος τον διέταξε να γδυθεί και να ξαπλώσει στο έδαφος. Έπειτα, τον χτύπησε με μια βέργα από σκληρό σύρμα έως ότου το δέρμα του να γίνει μια ανοιχτή πληγή. Οι πληγές του καημένου του ανθρώπου δεν επουλώθηκαν ποτέ και συχνά τις έχω δει να είναι γεμάτες από σκουλήκια… Ήταν ένα αντικείμενο λύπησης αλλά και τρόμου για όλους εμάς και στην οικτρή του κατάσταση μπορούσαμε να δούμε τους εαυτούς μας στο μέλλον, αν ζούσαμε αρκετά ώστε να γεράσουμε όσο αυτός». Μέρυ Πρινς (Mary Prince), πρώην σκλάβα.
2. «Όταν η καθημερινή δουλειά στο χωράφι τελειώσει οι περισσότεροι από αυτούς πρέπει να πλύνουν, να μαγειρέψουν και να μπαλώσουν τα κουρελιασμένα ρούχα τους, καθώς δεν έχουν τις κατάλληλες εγκαταστάσεις, όλα αυτά μετατρέπονται σε ένα δύσκολο και πολύωρο αγώνα. Όταν και αυτά επιτέλους τελειώσουν κοιμούνται πλάι πλάι σε ένα κοινό κρεβάτι, πάνω στο κρύο και υγρό πάτωμα». Φρέντερικ Νάγκλας (Frederick Douglass), πρώην σκλάβος.
3. «Οι γυναίκες και οι άντρες που ξεκίνησαν την πρώτη μεγάλη παραγωγή ζάχαρης έζησαν καλά. Πολλές ιστορίες λέγονται για την χλιδή που ζούσαν οι άποικοι της παλιάς Βραζιλίας. Τα τραπέζια τους στρωμένα με ασήμι και θαυμάσιες κινέζικες πορσελάνες που οι καπετάνιοι είχαν φέρει επιστρέφοντας από τη Ανατολή. Πόρτες με χρυσές κλειδαριές, γυναίκες που φορούσαν τεράστιες πολύτιμες λίθους, μουσικοί που σκορπούσαν το κέφι στα δείπνα και ένας στρατός από δούλους όλων των χρωμάτων που είναι έτοιμοι να ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία των κυρίων τους». Χαγκ Τόμας (Hugh Tomas), πρώην σκλάβος.Τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από αυτή την πρώτη περιγραφή του υπερατλαντικού ταξιδιού είναι πολλά.
Ίσως, από αυτά εκείνο που μας σοκάρει περισσότερο να είναι η συνειδητοποίηση ότι αυτό που ονομάζουμε Δύση χτίστηκε από εκατομμύρια ανθρώπων που αρπάγησαν από τον κόσμο τους και πέρασαν ολόκληρη την ζωή τους μέσα σε μια αληθινή κόλαση, τόσο αυτοί όσο και οι απόγονοι τους. Δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστούμε ότι πλούτος που εξασφάλιζε η υπερεντατική και απλήρωτη εργασία αυτών των ανθρώπων έδωσε το έναυσμα για μια αλματώδη οικονομική και κατ' επέκταση επιστημονική ανάπτυξη στον Δυτικό κόσμο. Αν πάντοτε η αρχή είναι ενδεικτική της συνέχειας, τότε μπορεί να καταλάβουμε πολλά πράγματα όχι μόνο για την αποτυχία ενός κοινωνικού συστήματος που έχει τις ρίζες του στον εξαναγκασμό και την σφαγή αλλά και για την δυστυχία που βαραίνει κάθε έναν από εμάς στον σύγχρονο, αστραφτερό κόσμο μας. Όμως, αρκεί μόνο να παρατηρήσουμε τα φυσικά και γήινα φαινόμενα για να συνειδητοποιήσουμε ότι το σκοτάδι εναλλάσσεται με το φως, ο μαύρος νυχτερινός ουρανός με τον υπέρλαμπρο ήλιο για να καταλάβουμε ότι πιθανά η ίδια νομοτέλεια διέπει ολόκληρες ιστορικές περιόδους, αλλά και το ίδιο το ανθρώπινο ον. Δεν είναι όμως αρκετό να περιμένουμε την έλευση της αλλαγής. Πρέπει να την ονειρευτούμε, να την πλάσουμε με τα πιο πλούσια και φωτεινά υλικά της φαντασία μας, να την εκφράσουμε στην καθημερινότητα, να δουλέψουμε γι' αυτήν. Η Αφρική έχει επιλεγεί σαν ένα παράδειγμα της έκφρασης της σκοτεινής ανθρώπινης φύσης και των γεγονότων που εκδηλώνονται όταν βρισκόμαστε υπό την επήρεια της. Ας εξερευνήσουμε λοιπόν τα γεγονότα, ας τα κάνουμε συνείδηση μας και ας δημιουργήσουμε ένα καινούριο κόσμο μέσα από τα λάθη του παρελθόντος.