Απόγονοι των Ναζί που θέλουν να ξεχάσουν…Κουβαλάνε το «φορτίο» του ονόματός τους
Δεν έζησαν τα αποτρόπαια εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά τα ονόματά τους στοιχειώνουν το παρόν, οι μνήμες του παρελθόντος των προγόνων τους τους κατακλύζουν και τους αναγκάζουν να πληρώσουν το βαρύ τίμημα αυτής της κληρονομιάς.Τα ονόματα των Himmler, Goering, Goeth και Hoess ακόμη προκαλούν ανατριχίλα στο άκουσμά τους για τα εγκλήματα των Ναζί.
Μόνο όταν είδε την ταινία «Η λίστα του Σίντλερ» κατάλαβε ακριβώς τις φρικαλεότητες που είχε διαπράξει ο πατέρας της, τον οποίο υποδύθηκε στην ταινία ο Ralph Fiennes. «Έβλεπα την ταινία και σκεφτόμουν ότι αυτό έπρεπε να σταματήσει, ότι σε κάποιο σημείο θα σταματούσαν οι πυροβολισμοί, γιατί διαφορετικά ένιωθα ότι θα τρελαινόμουν στην αίθουσα του κινηματογράφου που βρισκόμουν» πρόσθεσε. Έφυγε από το σινεμά σε κατάσταση σοκ.
Ο Rainer Hoess ένιωθε για χρόνια ένοχος
Όταν ήταν παιδί ο Rainer Hoess του έδειξαν ένα οικογενειακό ενθύμιο. Θυμάται τη μητέρα του να σηκώνει ένα βαρύ καπάκι που στο κέντρο του είχε χαραγμένη τη σβάστικα και του έδειξε οικογενειακές φωτογραφίες. Ο πατέρας του έπαιζε σε ένα κήπο με τα αδέρφια του με φόντο... τους θαλάμους αερίου του Άουσβιτς. Ο παππούς του Rudolf Hoess ήταν ο πρώτος διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς και ο πατέρας του μεγάλωσε σε μία βίλα που την έχτισαν οι αιχμάλωτοι πολέμου. Ήταν εκεί όπου η γιαγιά του τον συμβούλευε να πλένει καλά τις φράουλες που μάζευε γιατί είχαν πάνω τους τη στάχτη από τους φούρνους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Rainer ακόμη ζει στοιχειωμένος από την πόρτα του κήπου που είδε στις φωτογραφίες, εκείνη που οδηγούσε κατευθείαν στον τόπο μαρτυρίου τόσων ανθρώπων, την ''πύλη της κόλασης'' όπως την αποκαλεί ο ίδιος. ''Είναι περίεργο να εξηγήσω την ενοχή, ακόμη κι αν δεν υπάρχει λόγος να αισθάνομαι οποιαδήποτε ενοχή. Την κουβαλάω μέσα στο μυαλό μου. Ντρέπομαι φυσικά γι’ αυτό που η οικογένειά μου, ο παππούς μου έκανε σε χιλιάδες άλλες οικογένειες'' είπε ο Rainer. Ως παιδί του είχαν απαγορεύσει στις σχολικές εκδρομές τη συμμετοχή λόγω του επωνύμου του. Πλέον στα 40 του ένιωσε την ανάγκη να αντιμετωπίσει τον τρόμο και τα ψέματα που έζησε τόσα χρόνια στην οικογένειά του. Όταν αντίκρισε το σπίτι που έζησε ο πατέρας του όταν ήταν παιδί κατέρρευσε και άρχισε να επαναλαμβάνει τις λέξεις «αυτό είναι τρέλα». «Είναι αδιανόητο αυτό που έχτισαν εδώ σε βάρος άλλων και το θράσος που είχαν να μην πουν ποτέ τι αληθινά συνέβη». Το στόμα του στέγνωσε όταν είδε «την πύλη της κολάσεως». Στο χώρο των επισκεπτών ήρθε αντιμέτωπος με απογόνους θυμάτων. Ένα νεαρό κορίτσι από το Ισραήλ κατέρρευσε όταν του είπε ότι ο παππούς του είχε εξολοθρεύσει την οικογένειά της και ότι δεν πίστευε ότι εκείνος είχε το θάρρος να τους αντιμετωπίσει. Όσο εκείνος μιλούσε για την ντροπή και την ενοχή που ένιωθε για τους προγόνους του, ένας πρώην κρατούμενος πήγε και του έσφιξε το χέρι και τον αγκάλιασε. Του είπε ακόμη ότι τώρα που εκείνος πια μιλάει για όσα έζησε στα νέα παιδιά, πάντα τους επισημαίνει ότι οι συγγενείς και οι απόγονοι των εγκληματιών δεν πρέπει να κατηγορούνται γιατί δεν ήταν παρόντες σε όσα έγιναν.
Όταν ήταν παιδί ο Rainer Hoess του έδειξαν ένα οικογενειακό ενθύμιο. Θυμάται τη μητέρα του να σηκώνει ένα βαρύ καπάκι που στο κέντρο του είχε χαραγμένη τη σβάστικα και του έδειξε οικογενειακές φωτογραφίες. Ο πατέρας του έπαιζε σε ένα κήπο με τα αδέρφια του με φόντο... τους θαλάμους αερίου του Άουσβιτς. Ο παππούς του Rudolf Hoess ήταν ο πρώτος διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς και ο πατέρας του μεγάλωσε σε μία βίλα που την έχτισαν οι αιχμάλωτοι πολέμου. Ήταν εκεί όπου η γιαγιά του τον συμβούλευε να πλένει καλά τις φράουλες που μάζευε γιατί είχαν πάνω τους τη στάχτη από τους φούρνους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Rainer ακόμη ζει στοιχειωμένος από την πόρτα του κήπου που είδε στις φωτογραφίες, εκείνη που οδηγούσε κατευθείαν στον τόπο μαρτυρίου τόσων ανθρώπων, την ''πύλη της κόλασης'' όπως την αποκαλεί ο ίδιος. ''Είναι περίεργο να εξηγήσω την ενοχή, ακόμη κι αν δεν υπάρχει λόγος να αισθάνομαι οποιαδήποτε ενοχή. Την κουβαλάω μέσα στο μυαλό μου. Ντρέπομαι φυσικά γι’ αυτό που η οικογένειά μου, ο παππούς μου έκανε σε χιλιάδες άλλες οικογένειες'' είπε ο Rainer. Ως παιδί του είχαν απαγορεύσει στις σχολικές εκδρομές τη συμμετοχή λόγω του επωνύμου του. Πλέον στα 40 του ένιωσε την ανάγκη να αντιμετωπίσει τον τρόμο και τα ψέματα που έζησε τόσα χρόνια στην οικογένειά του. Όταν αντίκρισε το σπίτι που έζησε ο πατέρας του όταν ήταν παιδί κατέρρευσε και άρχισε να επαναλαμβάνει τις λέξεις «αυτό είναι τρέλα». «Είναι αδιανόητο αυτό που έχτισαν εδώ σε βάρος άλλων και το θράσος που είχαν να μην πουν ποτέ τι αληθινά συνέβη». Το στόμα του στέγνωσε όταν είδε «την πύλη της κολάσεως». Στο χώρο των επισκεπτών ήρθε αντιμέτωπος με απογόνους θυμάτων. Ένα νεαρό κορίτσι από το Ισραήλ κατέρρευσε όταν του είπε ότι ο παππούς του είχε εξολοθρεύσει την οικογένειά της και ότι δεν πίστευε ότι εκείνος είχε το θάρρος να τους αντιμετωπίσει. Όσο εκείνος μιλούσε για την ντροπή και την ενοχή που ένιωθε για τους προγόνους του, ένας πρώην κρατούμενος πήγε και του έσφιξε το χέρι και τον αγκάλιασε. Του είπε ακόμη ότι τώρα που εκείνος πια μιλάει για όσα έζησε στα νέα παιδιά, πάντα τους επισημαίνει ότι οι συγγενείς και οι απόγονοι των εγκληματιών δεν πρέπει να κατηγορούνται γιατί δεν ήταν παρόντες σε όσα έγιναν.
Η Katrin Himmler το «έριξε» στη συγγραφή.
Ήταν ο τρόπος της για να μπορέσει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ήταν απόγονος του Heinrich Himmler. «Είναι πολύ βαρύ φορτίο να έχεις αυτό το όνομα στο οικογενειακό σου δέντρο. Σε “στοιχειώνει”» λέει η ίδια. Ο Himmler ήταν ο «αρχιτέκτονας» του Ολοκαυτώματος και ήταν ο προπάππους της. Ο παππούς της και τα υπόλοιπα αδέρφια του ανήκαν επίσης στους Ναζί. Η Katrin έγραψε το βιβλίο «The Himmler Brothers: A German Family History» σε μια προσπάθεια να προσδώσει κάτι «θετικό» στο όνομα Himmler. «Έκανα ό,τι μπορούσα για να αποστασιοποιηθώ και να σταθώ κριτική απέναντι σε αυτό. Δε χρειάζεται πια να ντρέπομαι για τη συγγενική μας σχέση. Οι περισσότεροι απόγονοι των Ναζί “κόβουν” κάθε σχέση με το παρελθόν τους και τους γονείς τους και ζουν ξεχωριστά τη ζωή τους. Άλλοι απλά το παίρνουν απόφαση και απλά κάνουν πέρα όλα τα αρνητικά» προσθέτει. «Όλοι όμως αναρωτιούνται το ίδιο πράγμα: Μπορείς πραγματικά να αγαπήσεις αυτούς τους συγγενείς σου όταν γνωρίζεις τι έχουν κάνει και τι σκέφτονταν;» συνεχίζει. Η ίδια είχε καλή σχέση με τον πατέρα της μέχρι που άρχισε να ερευνά το οικογενειακό της ιστορικό. Τότε ανακάλυψε ότι εκείνος δυσκολευόταν να μιλήσει γι’ αυτό.
«Κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν για εκείνον να μιλάει γι’ αυτό, όταν έμαθα ότι η γιαγιά μου ήταν στους Ναζί. Την αγαπούσα πολύ, την καμάρωνα, ήμουν περήφανη για εκείνη και σοκαρίστηκα όταν βρήκα γράμματά της με τα οποία διατηρούσε επαφή με παλιούς Ναζί. Ένιωσα αηδία.
Ήταν ο τρόπος της για να μπορέσει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ήταν απόγονος του Heinrich Himmler. «Είναι πολύ βαρύ φορτίο να έχεις αυτό το όνομα στο οικογενειακό σου δέντρο. Σε “στοιχειώνει”» λέει η ίδια. Ο Himmler ήταν ο «αρχιτέκτονας» του Ολοκαυτώματος και ήταν ο προπάππους της. Ο παππούς της και τα υπόλοιπα αδέρφια του ανήκαν επίσης στους Ναζί. Η Katrin έγραψε το βιβλίο «The Himmler Brothers: A German Family History» σε μια προσπάθεια να προσδώσει κάτι «θετικό» στο όνομα Himmler. «Έκανα ό,τι μπορούσα για να αποστασιοποιηθώ και να σταθώ κριτική απέναντι σε αυτό. Δε χρειάζεται πια να ντρέπομαι για τη συγγενική μας σχέση. Οι περισσότεροι απόγονοι των Ναζί “κόβουν” κάθε σχέση με το παρελθόν τους και τους γονείς τους και ζουν ξεχωριστά τη ζωή τους. Άλλοι απλά το παίρνουν απόφαση και απλά κάνουν πέρα όλα τα αρνητικά» προσθέτει. «Όλοι όμως αναρωτιούνται το ίδιο πράγμα: Μπορείς πραγματικά να αγαπήσεις αυτούς τους συγγενείς σου όταν γνωρίζεις τι έχουν κάνει και τι σκέφτονταν;» συνεχίζει. Η ίδια είχε καλή σχέση με τον πατέρα της μέχρι που άρχισε να ερευνά το οικογενειακό της ιστορικό. Τότε ανακάλυψε ότι εκείνος δυσκολευόταν να μιλήσει γι’ αυτό.
«Κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν για εκείνον να μιλάει γι’ αυτό, όταν έμαθα ότι η γιαγιά μου ήταν στους Ναζί. Την αγαπούσα πολύ, την καμάρωνα, ήμουν περήφανη για εκείνη και σοκαρίστηκα όταν βρήκα γράμματά της με τα οποία διατηρούσε επαφή με παλιούς Ναζί. Ένιωσα αηδία.
«Το να με αποδέχεται κάποιος που επέζησε από αυτή τη φρικαλεότητα και που ξέρει στα σίγουρα ότι δεν είχες κάποια σχέση εσύ με όσα έγιναν είναι σημαντικό. Σε κάνει να νιώθεις λίγο καλύτερα. Για πρώτη φορά δεν ένιωσα φόβο ή ντροπή, αλλά χαρά» είπε ο Rainer.
Η Monika Hertwig ''είδε'' την οικογένειά της στη Λίστα του Σίντλερ
Η αποκάλυψη ήταν ακόμη πιο βαριά για τη Monika Hertwig. Ήταν ακόμη μωρό όταν ο πατέρας της Amon Goeth δικάστηκε και απαγχονίστηκε επειδή σκότωσε χιλιάδες Εβραίους. Ο Goeth ήταν ο σαδιστής διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Plaszow, ενώ η μητέρα της τη μεγάλωσε σαν να μην συνέβη ποτέ κάτι. Μάλιστα, βλέποντας φωτογραφίες του πατέρα της είχε μία γλυκιά εντύπωση. Στην εφηβεία της πλέον ρώτησε τη μητέρα της ποιος ήταν ακριβώς ο πατέρας της και τότε της ομολόγησε ότι εκείνος πρέπει να είχε σκοτώσει μερικούς Εβραίους. Όταν τη ρώτησε πόσους ακριβώς, η γυναίκα αντέδρασε σαν τρελή και τη χτύπησε μ’ ένα καλώδιο. Όταν πια είδε τη ''Λίστα του Σίντλερ'' όπου τον πατέρα της υποδυόταν ο Ralph Fiennes, η Monika είπε ότι ένιωσε σαν να τη χτύπησαν. Γνώριζε ότι ο πατέρας της είχε κάτι να κάνει με τους Εβραίους, αλλά για ένα μικρό κορίτσι στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι Εβραίοι ήταν σαν ένα είδος χαρακτήρων των παραμυθιών- όπως τα ξωτικά ή τα τρολ. Δεν υπήρχαν πλέον Εβραίοι στη Γερμανία. Όσο για τον πατέρα της, η Μόνικα δεν είχε ακούσει ακόμη την περίφημη φράση που βγήκε αργότερα από το στόμα ενός επιζήσαντα από το στρατόπεδο του Πλάζοβ: «Όταν έβλεπες τον Γκετ, έβλεπες το θάνατο». Είχε πολλά χρόνια μπροστά της για να ψάξει για τον αληθινό Άμον Γκετ … και για τα θύματά του. Η Μόνικα είναι ένα από «τα παιδιά του Χίτλερ».Λίγα χρόνια αργότερα, όταν έμαθε για την «κληρονομιά» του πατέρα της, η Μόνικα συνάντησε κάποιον άλλο επιζήσαντα του Πλάζοβ, σε ένα ξενοδοχείο στην Κρακοβία. Η Μόνικα είχε πάει εκεί για να μάθει για το στρατόπεδο και τη βαρβαρότητα του πατέρα της. Ο Γιαν Ροζάνσκι, επικεφαλής ενός γκρουπ Ισραηλινών, όταν έμαθε πως στην αίθουσα όπου δειπνούσαν ήταν και η κόρη του Γκετ, αναφώνησε: «Η κόρη του Γκετ; Δεν μπορώ να πιστέψω πως ένα τέρας έχει αφήσει κάποιον πίσω του!». Η Μόνικα έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα, αποφασισμένη να πάρει το πρώτο τρένο της επιστροφής στη Γερμανία, αλλά οι φίλοι του Γιαν τη μετέπεισαν. Τελικά, κάθισε δίπλα του και σύντομα ξεκίνησε μια φιλία τόσο δυνατή, που συνεχίζεται ως σήμερα.
Η στείρωση της Μπετίνα Γκέρινγκ
Η Μπετίνα Γκέρινγκ είναι μεγαλο-ανιψιά του Χέρμαν Γκέρινγκ, δεύτερου στην τάξη της «μηχανής θανάτου» που είχε στήσει το Ναζιστικό καθεστώς. Συνειδητοποιώντας τα εγκλήματα που φέρνει, συνειρμικά, στο νου το «βαρύ» επώνυμό της, αποφάσισε να κάνει κάτι που είναι δύσκολο να το χωρέσει ο ανθρώπινος νους: προχώρησε σε στείρωση, μαζί με τον αδελφό της, για να μην περάσει το «μολυσμένο» αίμα του ναζιστή συγγενή της στις επόμενες γενιές.Ο διαβόητος θείος της καταδικάστηκε στην περίφημη Δίκη της Νυρεμβέργης, το 1946, αλλά αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο, τη νύχτα πριν από την εκτέλεσή του. Ο πατέρας της Μπετίνα, ο οποίος πέθανε το 1981, δεν μιλούσε ποτέ για το Ολοκαύτωμα ή για τον διαβόητο θείο του, αλλά η γιαγιά της τον λάτρευε. «Παρακολουθούσαμε μαζί κάποιο ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση για το Ολοκαύτωμα κι εκείνη φώναζε: ‘Είναι όλα ψέματα. Δεν έγινε ποτέ'» λέει η Μπετίνα, η οποία διανύει σήμερα την πέμπτη δεκαετία της ζωής της. «Το χειρότερο για μένα είναι ότι θα μπορούσε να μού είχε αρέσει ο Γκέρινγκ. Με σοκάρει αυτό. Τώρα, αρχίζω να αποδέχομαι τον εαυτό μου γι’ αυτό που είμαι- ό,τι κι αν αυτό περικλείει: καλό, κακό ή άσχημο» τονίζει.
Η αποκάλυψη ήταν ακόμη πιο βαριά για τη Monika Hertwig. Ήταν ακόμη μωρό όταν ο πατέρας της Amon Goeth δικάστηκε και απαγχονίστηκε επειδή σκότωσε χιλιάδες Εβραίους. Ο Goeth ήταν ο σαδιστής διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Plaszow, ενώ η μητέρα της τη μεγάλωσε σαν να μην συνέβη ποτέ κάτι. Μάλιστα, βλέποντας φωτογραφίες του πατέρα της είχε μία γλυκιά εντύπωση. Στην εφηβεία της πλέον ρώτησε τη μητέρα της ποιος ήταν ακριβώς ο πατέρας της και τότε της ομολόγησε ότι εκείνος πρέπει να είχε σκοτώσει μερικούς Εβραίους. Όταν τη ρώτησε πόσους ακριβώς, η γυναίκα αντέδρασε σαν τρελή και τη χτύπησε μ’ ένα καλώδιο. Όταν πια είδε τη ''Λίστα του Σίντλερ'' όπου τον πατέρα της υποδυόταν ο Ralph Fiennes, η Monika είπε ότι ένιωσε σαν να τη χτύπησαν. Γνώριζε ότι ο πατέρας της είχε κάτι να κάνει με τους Εβραίους, αλλά για ένα μικρό κορίτσι στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι Εβραίοι ήταν σαν ένα είδος χαρακτήρων των παραμυθιών- όπως τα ξωτικά ή τα τρολ. Δεν υπήρχαν πλέον Εβραίοι στη Γερμανία. Όσο για τον πατέρα της, η Μόνικα δεν είχε ακούσει ακόμη την περίφημη φράση που βγήκε αργότερα από το στόμα ενός επιζήσαντα από το στρατόπεδο του Πλάζοβ: «Όταν έβλεπες τον Γκετ, έβλεπες το θάνατο». Είχε πολλά χρόνια μπροστά της για να ψάξει για τον αληθινό Άμον Γκετ … και για τα θύματά του. Η Μόνικα είναι ένα από «τα παιδιά του Χίτλερ».Λίγα χρόνια αργότερα, όταν έμαθε για την «κληρονομιά» του πατέρα της, η Μόνικα συνάντησε κάποιον άλλο επιζήσαντα του Πλάζοβ, σε ένα ξενοδοχείο στην Κρακοβία. Η Μόνικα είχε πάει εκεί για να μάθει για το στρατόπεδο και τη βαρβαρότητα του πατέρα της. Ο Γιαν Ροζάνσκι, επικεφαλής ενός γκρουπ Ισραηλινών, όταν έμαθε πως στην αίθουσα όπου δειπνούσαν ήταν και η κόρη του Γκετ, αναφώνησε: «Η κόρη του Γκετ; Δεν μπορώ να πιστέψω πως ένα τέρας έχει αφήσει κάποιον πίσω του!». Η Μόνικα έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα, αποφασισμένη να πάρει το πρώτο τρένο της επιστροφής στη Γερμανία, αλλά οι φίλοι του Γιαν τη μετέπεισαν. Τελικά, κάθισε δίπλα του και σύντομα ξεκίνησε μια φιλία τόσο δυνατή, που συνεχίζεται ως σήμερα.
Η στείρωση της Μπετίνα Γκέρινγκ
Η Μπετίνα Γκέρινγκ είναι μεγαλο-ανιψιά του Χέρμαν Γκέρινγκ, δεύτερου στην τάξη της «μηχανής θανάτου» που είχε στήσει το Ναζιστικό καθεστώς. Συνειδητοποιώντας τα εγκλήματα που φέρνει, συνειρμικά, στο νου το «βαρύ» επώνυμό της, αποφάσισε να κάνει κάτι που είναι δύσκολο να το χωρέσει ο ανθρώπινος νους: προχώρησε σε στείρωση, μαζί με τον αδελφό της, για να μην περάσει το «μολυσμένο» αίμα του ναζιστή συγγενή της στις επόμενες γενιές.Ο διαβόητος θείος της καταδικάστηκε στην περίφημη Δίκη της Νυρεμβέργης, το 1946, αλλά αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο, τη νύχτα πριν από την εκτέλεσή του. Ο πατέρας της Μπετίνα, ο οποίος πέθανε το 1981, δεν μιλούσε ποτέ για το Ολοκαύτωμα ή για τον διαβόητο θείο του, αλλά η γιαγιά της τον λάτρευε. «Παρακολουθούσαμε μαζί κάποιο ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση για το Ολοκαύτωμα κι εκείνη φώναζε: ‘Είναι όλα ψέματα. Δεν έγινε ποτέ'» λέει η Μπετίνα, η οποία διανύει σήμερα την πέμπτη δεκαετία της ζωής της. «Το χειρότερο για μένα είναι ότι θα μπορούσε να μού είχε αρέσει ο Γκέρινγκ. Με σοκάρει αυτό. Τώρα, αρχίζω να αποδέχομαι τον εαυτό μου γι’ αυτό που είμαι- ό,τι κι αν αυτό περικλείει: καλό, κακό ή άσχημο» τονίζει.
Όταν αντίκρισε το σπίτι που έζησε ο πατέρας του όταν ήταν παιδί κατέρρευσε και άρχισε να επαναλαμβάνει τις λέξεις «αυτό είναι τρέλα». «Είναι αδιανόητο αυτό που έχτισαν εδώ σε βάρος άλλων και το θράσος που είχαν να μην πουν ποτέ τι αληθινά συνέβη».