Ο όρκος της Δύσης, μετά το Ολοκαύτωμα, ότι δεν θα ανεχτεί άλλη γενοκτονία αποδείχθηκε κενός. Το πρόβλημα είναι ότι το να καταγγέλλεις το κακό απέχει πάρα πολύ από το να κάνεις το καλό. Ενώ η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε αμήχανη μέσα σε λίγους μήνες δολοφονήθηκαν περίπου ένα εκατομμύριο άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 20% του συνολικού πληθυσμού και στο 70% της φυλής των Τούτσι που κατοικούσαν στη χώρα. Ο εκ των βασικών υπευθύνων της παγκόσμιας απραξίας, Κόφι Ανάν πλέον παραδέχεται πως "την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης ο πλανήτης πρόδωσε τη Ρουάντα". Αδυνατεί όμως να δώσει μια πειστική απάντηση στο "γιατί".
Η Ρουάντα, η χώρα των χιλίων λόφων, που μνημονεύεται για την πλούσια βλάστηση και την εύφορη γη της, ήταν ένας τόπος που ο πληθυσμός είχε κοινές πολιτισμικές καταβολές και έθιμα, ίδιες θρησκευτικές δοξασίες και μιλούσε κοινή γλώσσα. Τον 19ο αιώνα η κοινωνική ιεράρχηση απέκτησε πιο σταθερά χαρακτηριστικά ώστε η λέξη «Τούτσι», να σημαίνει αυτούς που βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, την ελίτ κατά κάποιο τρόπο της χώρας και «Χούτου», τους υπόλοιπους, τους υφιστάμενους της κοινωνικής πραγματικότητας που αποτελούσαν και την πλειοψηφία. Οι Χούτου, αν και λιγότερο σημαντικοί από πλευράς πλούτου, αποτελούσαν μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων οι οποίοι συνήθως καλούνταν να πολεμήσουν εναντίον των γειτονικών πληθυσμών. Η έλευση των αποίκων, πρώτα των Γερμανών και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο των Βέλγων, παγίωσε τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις δίνοντάς τους όμως καθαρά φυλετική χροιά. Πλέον οι Τούτσι και οι Χούτου αποτελούσαν διακριτές φυλές με ξεχωριστή προέλευση.
Η διεθνής κοινότητα αντί να παρέμβει απομακρύνθηκε από κάθε πιθανότητα επέμβασης αφήνοντας άπλετο χώρο για να ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μαζικό έγκλημα των τελευταίων δεκαετιών στην Αφρική. Χαρακτηριστικό της απουσίας της διεθνούς κοινότητας και των διεθνών οργανισμών είναι πως γαλλικές και βελγικές δυνάμεις βρέθηκαν στη χώρα τις πρώτες μέρες μόνο για να διασώσουν τους υπηκόους τους αδιαφορώντας για τα εγκλήματα που διαπράττονταν. Η μικρή δύναμη του ΟΗΕ υπό τις διαταγές του Καναδού Νταλέρ (Romeo Dallaire) στάθηκε αδύνατο να εμποδίσει τις σφαγές. Τα μεγάλα κράτη κατηγορήθηκαν για αδιαφορία και εγκληματική ευθύνη για την εξάπλωση της αιματοχυσίας
Στον ποταμό Κιγκέρα, υπήρχαν τρία πτώματα που επέπλεαν στην πλευρά της Ρουάντα. Περίπου κάθε πέντε λεπτά στροβιλίζονταν και έπειτα έπεφταν από τον καταρράκτη. Μετά περισσότερα πτώματα έρχονταν". Έτσι περιγράφει ο Michael S. Williamson μία από τις εκπληκτικές φωτογραφίες που έβγαλε στο καταφύγιο προσφύγων στον λόφο της Ngara στην Τανζανία, στα σύνορα με την Ρουάντα. Έφτασε εκεί μόλις 6 μέρες μετά την δολοφονία του προέδρου Juvénal Habyarimana τον Απρίλιο του 1994 και οι σφαγές είχαν ήδη αρχίσει στους δρόμους της πρωτεύουσας Κιγκάλι και εξαπλώνονταν σε όλη την χώρα. Χούτου εξτρεμιστές ρίχνουν αμέσως την ευθύνη για τον θάνατο του προέδρου τους στην RPF (Rwandan Patriotic Front). Κυκλοφορούν στους δρόμους και ψάχνουν να βρούνε τους Τούτσι με μασέτες και όπλα στα χέρια. Τα ραδιόφωνα ήταν η μόνη δίοδος επικοινωνίας και είχαν καταληφθεί και αυτά από Χούτου. "Μοιάζουν με ζώα. Οι Τούτσι είναι ανθρωποφάγες κατσαρίδες διψασμένες για αίμα. Οι Τούτσι πάντα ήταν κακοί. Πρέπει να πάρετε ξύλα, όπλα, γκλοπ και μασέτες και να προστατέψετε την χώρα μας από αυτούς. Η μόνη θεραπεία είναι ο ολοκληρωτικός αφανισμός τους. Σκοτώστε τους όλους. Καθαρίστε τους. Τα νεκροταφεία είναι άδεια ακόμα. Ποιος θα κάνει την καλή δουλειά και θα μας βοηθήσει να τα γεμίσουμε με Τούτσι;". Αυτές οι φράσεις ακούγονταν στα ραδιόφωνα της χώρας μαζί με διευθύνσεις όπου έμεναν Τούτσι. Καθαρές εντολές εκτέλεσης.
“Cut the tall trees”, η φράση αυτή, δηλαδή «κόψτε τα ψηλά δέντρα», έδινε το σύνθημα για τον απόλυτο τρόμο. Με τις λέξεις «ψηλά δέντρα» νοούνταν οι θεωρούμενοι ψηλοί Τούτσι. Έτσι δίνονταν οι οδηγίες από το ραδιοφωνικό σταθμό Radio RTLMC (Radio Television Libre des Mille Collines) προς τις συμμορίες που δολοφονούσαν μαζικά μέλη της φυλής των Τούτσι και μετριοπαθείς Χούτου. Ήταν μια άμεση χρήση της τεχνολογίας των ΜΜΕ για την πραγματοποίηση μαζικών δολοφονιών και την καλλιέργεια του μίσους. Ο παροξυσμός έφτασε σε τέτοιο επίπεδο ώστε μέσα σε μικρές κοινότητες και χωριά, γείτονες δολοφονούσαν γείτονές τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούσαν κύριους στόχους, επειδή έτσι θεωρητικά θα σταματούσε και η συνέχεια της φυλής των Τούτσι.
Επισήμως η 7η Απριλίου 1994 θεωρείται η ημέρα που η μηχανή θανάτου των Χούτου ξεκίνησε την επιχείρησε εκκαθάρισης. Τα στοιχεία δείχνουν όμως πως για την "τελική λύση" υπήρχε προετοιμασία από το 1992 (κάποιοι τοποθετούν τη γέννηση της ιδέας για εξολόθρευση των Τούτσι στο 1990). Τα στοιχεία αποδεικνύουν πως ο κόσμος γνώριζε τι ετοιμαζόταν. Η ελίτ της κυβέρνησης των Χούτου γνωστή ως "ακαζού" δεν έδειχνε άλλωστε καμία διακριτικότητα. Αγόραζε τεράστιες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών αλλά και εξωπραγματικά, για τον πληθυσμό της χώρας, νούμερα ματσετών και αγροτικών εργαλείων που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα. "Ήταν τόσες πολλές οι ματσέτες που είχαν αγοράσει ώστε κάθε Χούτου θα μπορούσε να έχει από μια" δηλώνει παρατηρητής του ΟΗΕ.
Οι δύο φυλές συνυπάρχουν στην Ρουάντα από τον 14ο αιώνα. Παρότι οι Χούτου αποτελούσαν το 85% του πληθυσμού, οι πιο ψηλοί, με εξευγενισμένα χαρακτηριστικά προσώπου Τούτσι γρήγορα βρέθηκαν στην εξουσία. Στις προσωρινές εκλογές του 1963 κερδίζουν οι Χούτου και είναι η πρώτη φορά που βρίσκουν την πολιτική κάλυψη να εκφράσουν τις φυλετικές τους διαφορές και να αποκόψουν τους Τούτσι από το πολιτικό σκηνικό. Αυτοεξόριστοι Τούτσι στα σύνορα κάνουν συναντήσεις για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός Kayibandi τους αποκαλεί δημόσια inyenzi, δηλαδή κατσαρίδες. Υπάρχει μία δαιμονοποίηση των Τούτσι κατηγορώντας τους ότι συμμετέχουν σε επιθέσεις, με αποτέλεσμα βίαια αντίποινα από την μεριά των Χούτου. Από το 1964 αρχίζει η αποκαθήλωση των Τούτσι από οποιοδήποτε δημόσια υπηρεσία, απαγορεύεται η εγγραφή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα και αρχίζει η υποβίβαση τους σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το χάσμα μεταξύ των δύο φυλών γινόταν όλο και πιο μεγάλο με την επίσημη κυβερνητική λογοτεχνία να μιλά για φυλετική διαφοροποίηση με αποτέλεσμα να θεωρούνται αλλοδαποί και όχι ιθαγενείς. Η κόντρα συνεχίστηκε να υπάρχει ενώ σταμάτησαν οι δολοφονικές επιθέσεις και από τις δύο πλευρές. Το 1987 στην Ουγκάντα δημιουργείται η RPF (Rwanda Patriotic Front) από πολιτικούς πρόσφυγες από την Ρουάντα. Στην ουσία είναι Τούτσι που ζητούν την επιστροφή στην πατρίδα τους. Το 1990 το στρατιωτικό τμήμα του κόμματος εισβάλει στην Ρουάντα και μετά από 2.5 χρόνια στρατιωτικών διαπληκτισμών αρχίζουν επίσημες διαπραγματεύσεις για να βρεθεί ειρηνική λύση. Αυτή υπογράφεται στις 12 Ιουλίου ενώ οι πολιτικές συζητήσεις ξεκινάνε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Η RPF όμως συνεχίζει να καταλαμβάνει πόλεις μέχρι που φτάνει τον Φεβρουάριο του 1993, 20 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Τότε αρχίζουν πάλι οι συζητήσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της RPF που καταλήγουν σε μία ρευστή όπως φάνηκε ειρήνη. Την ονόμασαν 'Συμφωνία ειρήνης της Αρούσα' λόγω της πόλης στην οποία έγιναν οι διαπραγματεύσεις. Κράτησε μόνο 8 μήνες.
Ο διοικητής της ειρηνευτικής δύναμης που υπήρχε στη χώρα για να επιβλέπει (λόγω συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός που υπήρχε) στρατηγός Ρομέο Νταλέρ ήταν μια από τις ελάχιστες φωνές που επιχείρησαν, πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας, να ευαισθητοποιήσουν την παγκόσμια κοινότητα. Άσκησε τρομερές πιέσεις τόσο στον Κόφι Ανάν όσο και στον Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι (γ.γ. του ΟΗΕ εκείνη την περίοδο) να του στείλουν δυνάμεις για να βάλει τέλος στην παράνοια. "Με μερικές χιλιάδες καλά εξοπλισμένους στρατιώτες θα το είχαμε σταματήσει. Είχα εκπονήσει συγκεκριμένο σχέδιο και το είχα αποστείλει. Μου έλεγαν συνέχεια να περιμένω και να μην κάνω καμία επιχείρηση. Τελικά γύρω από το στρατόπεδο μας κατακρεουργούνταν οικογένειες και εμείς το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να πυροβολούμε τα σκυλιά που έτρωγαν τα πτώματα" γράφει ο Νταλέρ.
Τον Μάρτιο του 1994 η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Η Kangura, μία από τις ελάχιστες εφημερίδες της χώρας αφού οι κάτοικοί της ούτε να διαβάζουν γνωρίζουν αλλά ούτε έχουν την οικονομική δυνατότητα να την αγοράσουν, γράφει δύο μήνες πριν “Αφήστε ότι σιγοκαίει, να εκραγεί. Όταν συμβεί αυτό, θα χυθεί πολύ αίμα”. Τον Μάρτιο βγαίνει με τίτλο στο πρωτοσέλιδό της “Ο Habyarimana -πρόεδρος της Ρουάντα- θα πεθάνει τον Μάρτιο”. Μέσα στο άρθρο υπονοεί ότι Χούτου πληρωμένοι από τις κατσαρίδες (Τούτσι) θα σκοτώσουν τον πρόεδρο. Όμως ούτε οι Χούτου εξτρεμιστές ήταν ευχαριστημένοι αφού ο πρωθυπουργός είχε κάτσει στο ίδιο τραπέζι με την RPF στην Αρούσα και τελικά είχε συμφωνήσει. Το επόμενο λεπτό μετά την πτώση του αεροπλάνου και τον θάνατο του προέδρου, οι Χούτου βγαίνουν στους δρόμους, στήνουν μπλόκα και σκοτώνουν απροκάλυπτα όσων η ταυτότητα γράφει Τούτσι. Η προεδρική φρουρά σκοτώνει την πρωθυπουργό Agathe Uwilingiyimana επειδή είχε λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις ειρήνης. Ο στρατός σκοτώνει δέκα κυανόκρανους Βέλγους στρατιώτες και γίνεται ένα με τους εξτρεμιστές οι οποίοι με μασέτες αρχίζουν μαζικές δολοφονίες. Οι σφαγές εξαπλώνονται σε όλη την χώρα. Λίστες δολοφονίας άρχισαν να κυκλοφορούν. Δεν είχαν μέσα μόνο ονόματα Τούτσι αλλά και Χούτου που υποστήριζαν την ειρήνη. Οι σφαγές συνεχίστηκαν για 100 μέρες. Οι υπολογισμοί μιλούν για 800.000 με 1.000.000 θανάτους. Η καλά οργανωμένη επαναστατική ομάδα RPF με αρχηγό τον Paul Kagame και με τη στήριξη του στρατού της Ουγκάντα, σταδιακά επανακατέλαβε τη Ρουάντα, και στις 4 Ιουλίου 1994 μπήκε στην πρωτεύουσα Κιγκάλι. Περίπου 2 εκατομμύρια Χούτου που φοβόντουσαν για αντίποινα διέφυγαν στο γειτονικό Κονγκό.
Η νομοθεσία του ΟΗΕ ξεκαθαρίζει πως σε περίπτωση που μια διαμάχη (εμφύλια ή όχι) χαρακτηριστεί γενοκτονία τότε αυτομάτως ο Οργανισμός πρέπει να επέμβει. Ενώ λοιπόν στη Ρουάντα οι Τούτσι σφαγιάζονταν στον υπόλοιπο κόσμου ξεκίνησε ένα τραγελαφικό παιχνίδι με τις λέξεις με μοναδικό σκοπό να μην ακουστεί ο όρος "γενοκτονία". Οι δημοσιογράφοι πίεζαν και οι εκπρόσωποι του Οργανισμού αλλά και διαφόρων χωρών αντιστέκονταν στο να πουν τη λέξη.
Στη Ρουάντα του σήμερα σπάνια γίνεται δημοσίως αναφορά στη γενοκτονία και τον διαχωρισμό του πληθυσμού σε φυλετικές ομάδες - απαγορεύεται με νόμο άλλωστε, ώστε να προωθηθεί η εθνική συμφιλίωση. Ο κόσμος το αποδέχεται σιωπηρά, αλλά ειδικά η νεολαία σιγοβράζει που δεν μπορεί να συζητήσει και να εκφραστεί ανοιχτά για το τόσο άμεσο παρελθόν της χώρας τους”.Καθ’ όλη την διάρκεια της γενοκτονίας και έπειτα όταν την εξουσία ανέλαβαν οι Τούτσι τεράστιες ευθύνες καταλογίζονται στα Ηνωμένα Έθνη που όχι μόνο δεν έστειλαν δυνάμεις καταστολής αλλά άφησαν όσους στρατιώτες είχαν ξεμείνει σχεδόν αβοήθητους. “Ο ΟΗΕ και το Βέλγιο είχαν τάγματα στην Ρουάντα, αλλά δεν δόθηκε εντολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας στην αποστολή του ΟΗΕ να βοηθήσουν ώστε να αποφευχθεί η γενοκτονία. Σε ότι αφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, που μόλις ένα χρόνο πριν είχαν αναμειχθεί στη μάχη του Μογκαντίσου στη Σομαλία, ήταν αποφασισμένοι να μην εμπλακούν σε άλλη αφρικανική ένοπλη διαμάχη. Οι Βέλγοι και οι δυνάμεις του ΟΗΕ αποχώρησαν από τη χώρα μετά το θάνατο 10 Βέλγων στρατιωτών”. Η Madeleine Albright είχε δηλώσει ότι η κατάσταση ήταν ασαφής για το τι συνέβαινε στην Ρουάντα. Ο Philippe Gaillard, υπεύθυνος του Ερυθρού σταυρού στην περιοχή τότε έχει δηλώσει “Μην έρθει κανείς και μου πει ότι δεν ήξεραν. Όλοι ήξεραν. Όλοι κάθε μέρα μάθαιναν τι γινόταν στην Ρουάντα. Και κανένας δεν έκανε τίποτα”. Μεγάλη κουβέντα γίνεται και για τους Γάλλους οι οποίοι κατηγορούνται ότι βοήθησαν τους Χούτου στην γενοκτονία. “Οι γαλλικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Ρουάντα, υποτίθεται για να διατηρούν την τάξη, είχαν συμμαχήσει με τους Χούτου. Λέγεται επίσης ότι Γάλλοι αφού έσκαψαν μαζικούς τάφους στον προαύλιο χώρο του σχολείου όπου τοποθετήθηκαν μερικές χιλιάδες από τα πτώματα, στη συνέχεια για να καλύψουν τις ενέργειές τους τοποθέτησαν από πάνω δοκάρια και φιλέ και έπαιζαν βόλει. Μέσα σε 3 μήνες υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν γύρω στους 800.000-1.000.000 ανθρώπους. Τέτοια αποτελεσματικότητα δεν είχε ούτε το προσχεδιασμένο πλάνο του εξόντωσης των Εβραίων από τον Χίτλερ, ούτε η βιαιότητα των Τούρκων απέναντι στους Αρμένιους, ούτε στην σφαγή της Σρεμπρένιτσα στην Βοσνία, ούτε οι οι παρόμοιες σφαγές που έγιναν σε Αφρικανικές χώρες. Ο δήμαρχος που έδωσε εντολή να μπουν στην εκκλησία της πόλης Nyarubuye και σφαγιάστηκαν 7.000 Τούτσι και αντιφρονούντες Χούτου όλων των ηλικιών, δήλωσε πως τον είχε καταλάβει το κακό, ο διάβολος. Σίγουρα ήταν μια προσχεδιασμένη επιχείρηση εξαφάνισης των Τούτσι, μια επιχείρηση που είχε την ανοχή των παγκόσμιων δυνάμεω, μια στιγμή που ο άνθρωπος παύει να είναι άνθρωπος.
Με τη διεθνή κοινότητα να της έχει γυρίσει την πλάτη στην πιο κρίσιμη στιγμή, η Ρουάντα πήρε το μάθημα της. Ήταν μόνη της στη σφαγή και έπρεπε μόνη της να βρει τρόπο να ορθοποδήσει. Χούτου κα Τούτσι έπρεπε να ζήσουν και πάλι μαζί. Θύμα και θύτης στην ίδια γειτονιά. Η Ρουάντα αποφάσισε να συγχωρέσει τον ίδιο της τον εαυτό αλλά ίσως τελικά και ολόκληρο τον κόσμο που δεν στάθηκε στο ύψος του και στο πλευρό της.