Η τσακωνική μιλιέται στην Τσακωνιά, περιοχή της επαρχίας Κυνουρίας στον νομό Αρκαδίας της Πελοποννήσου, η οποία εκτείνεται από το ακρωτήριο Λεωνίδιο στον νότο ως τον Άγιο Ανδρέα στον βορρά. Η ιδιαίτερη αυτή γεωγραφική ποικιλία της ελληνικής απαντά κυρίως σε εννέα χωριά της παραπάνω περιοχής: Λεωνίδιο, Πραματευτή, Μέλανα, Σαπουνακέικα, Τυρός (στον νότο) και Πραστός, Καστάνιτσα, Σίταινα, Άγιος Ανδρέας (στον βορρά). Διακρίνεται, λοιπόν, σε βόρεια τσακωνική και σε νότια, η οποία έχει και τους περισσότερους ομιλητές, συνιστώντας το κατεξοχήν τσακωνικό ιδίωμα, την «πρωτοτυπική» αντίληψη του όρου τσακωνική . Αναγνωρίζεται, ωστόσο, και μια τρίτη κατηγορία, παραλλαγή της τσακωνικής διαλέκτου, τα λεγόμενα τσακώνικα της Προποντίδας. Αυτά χρησιμοποιούνταν ως τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής στα χωριά Βάτκα και Χαβουτσί, στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας. Όταν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές, εγκαταστάθηκαν στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και στο Χιονάτο του νομού Καστοριάς
Τα τσακώνικα είναι επιβίωση της αρχαίας Λακωνικής και το μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα, από αυτά που κρατούν από τις αρχαίες Ελληνικές διαλέκτους, το οποίο έμεινε ζωντανό- δηλαδή ομιλούμενο- τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο. Εκτός του Ελλαδικού χώρου παρόμοιους δεσμούς έχουν η Ποντιακή, η Καππαδοκική και τα Ελληνικά της Νότιας Ιταλίας. H σπανιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι από τον 3ο αιώνα π.Χ. και εντεύθεν, όπως είναι γνωστό, επικράτησε στον Ελληνικό κόσμο η Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή, που προήλθε από την Αττική διάλεκτο και είχε υπερδιαλεκτικό χαρακτήρα. Διάδοχός της ήταν η Μεσαιωνική ελληνική (6ος–18ος αι.) που εξελίχθηκε στη σημερινή Νέα Ελληνική. Η τσακωνική αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις νεοελληνικής διαλέκτου, καθώς εμφανίζει τόσο εντυπωσιακές διαφορές από την κοινή νεοελληνική και από τις υπόλοιπες διαλέκτους, ώστε ηχεί για αρκετούς μη φυσικούς ομιλητές της ως ένα είδος σχεδόν «εξωτικής» γλώσσας, μη κατανοητής σε μεγάλο βαθμό. Λόγω αυτών ακριβώς των μεγάλων «αποκλίσεων» από την κοινή νεοελληνική θεωρείται και ως κατεξοχήν διάλεκτος της ελληνικής (μαζί με την ποντιακή και τις καππαδοκικές) και όχι ιδίωμα. Χαρακτηρίζεται, επίσης, ως αρχαιοπρεπής: κάτι που έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα, αφού η τσακωνική -σε αντίθεση με τις άλλες διαλέκτους- δεν προέρχεται από την ελληνιστική κοινή, αλλά θεωρείται ότι κατάγεται απευθείας από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας. Εξωγλωσσικοί παράγοντες, με κύριο αυτόν της απομόνωσης της Τσακωνιάς για αιώνες, εξαιτίας βέβαια της μορφολογίας του εδάφους της, κράτησαν την τοπική γλώσσα της κλειστής αυτής κοινωνίας σχεδόν απαράλλαχτη και υπό τις επιρροές της λακωνικής. Μόνο από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και σταδιακά, η εξέλιξη των συγκοινωνιών κυρίως -και γενικότερα της τεχνολογίας- κατέστησαν την περιοχή προσβάσιμη (συνδέοντας και μεταξύ τους τα χωριά της Τσακωνιάς), με συνέπειες σε μια σειρά από τομείς, ανάμεσά τους, βέβαια, και στη γλώσσα.
Tα γλωσσικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Τσακωνική έχει στενούς δεσμούς με την Αρχαία Λακωνική είναι:
α) Διατήρηση του Δωρικού α εκεί που η Ιωνική είχε η (μάτηρ- μήτηρ). β) Τροπή του σ σε δασεία, μεταξύ φωνηέντων, και αποκοπή του έπειτα. γ) Τροπή του θ σε σ. δ) Τροπή του τελικού ς σε ρ (ρωτακισμός) όταν ακολουθεί φωνήεν. ε) Διπλή προφορά του υ σαν ου και ιου, ανάλογα με το ποιο σύμφωνο υπάρχει πριν το υ (κύων-κούε, λύκος-λιούκο). ζ) Αποβολή του τελικού ς (τοίχο-τοίχος).
α) Διατήρηση του Δωρικού α εκεί που η Ιωνική είχε η (μάτηρ- μήτηρ). β) Τροπή του σ σε δασεία, μεταξύ φωνηέντων, και αποκοπή του έπειτα. γ) Τροπή του θ σε σ. δ) Τροπή του τελικού ς σε ρ (ρωτακισμός) όταν ακολουθεί φωνήεν. ε) Διπλή προφορά του υ σαν ου και ιου, ανάλογα με το ποιο σύμφωνο υπάρχει πριν το υ (κύων-κούε, λύκος-λιούκο). ζ) Αποβολή του τελικού ς (τοίχο-τοίχος).
Λεξιλόγιο
Επίδραση της αρχαίας ελληνικής
Καθώς η τσακωνική κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας, είναι φυσικό ότι περιέχει στο λεξιλόγιό της (κυρίως το μητροπολιτικό ιδίωμα) αρκετές λέξεις που ανάγονται σε αντίστοιχες της αρχαίας ελληνικής, έχοντας, βέβαια, αυτές υποστεί τις αλλαγές (φωνολογικές, μορφολογικές) που υπαγορεύουν τα χαρακτηριστικά του συστήματος (π.χ. ο εψιλέ < αρχ. ο οπτίλος 'το μάτι', α σάτη < αρχ. η θυγάτηρ 'η κόρη', ύο < αρχ. υδωρ 'το νερό', ενέτζε <αρχ. ενεγκεν 'έφερε').
Επίδραση της τουρκικής
Η επιρροή της τουρκικής είναι σχετικά μικρή, λόγω της καθαρότητας του πληθυσμού (Κωστάκης 1951, 191), και είναι μεγαλύτερη στα τσακώνικα της Προποντίδας, για ευνόητους λόγους, όπως συνάγεται από όσα αναφέρθηκαν στην εισαγωγή.
Επίδραση της κοινής νεοελληνικής
Και λεξιλογικά η διάλεκτος έχει επηρεαστεί με την πάροδο των χρόνων σε μεγάλο βαθμό από την κοινή νεοελληνική (με τις αντίστοιχες λέξεις, βέβαια, προσαρμοσμένες -λιγότερο ή περισσότερο- στις φωνολογικές και μορφολογικές ιδιοτυπίες του συστήματος) -βλ. και σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση, παρακάτω.
Επίδραση της αρχαίας ελληνικής
Καθώς η τσακωνική κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας, είναι φυσικό ότι περιέχει στο λεξιλόγιό της (κυρίως το μητροπολιτικό ιδίωμα) αρκετές λέξεις που ανάγονται σε αντίστοιχες της αρχαίας ελληνικής, έχοντας, βέβαια, αυτές υποστεί τις αλλαγές (φωνολογικές, μορφολογικές) που υπαγορεύουν τα χαρακτηριστικά του συστήματος (π.χ. ο εψιλέ < αρχ. ο οπτίλος 'το μάτι', α σάτη < αρχ. η θυγάτηρ 'η κόρη', ύο < αρχ. υδωρ 'το νερό', ενέτζε <αρχ. ενεγκεν 'έφερε').
Επίδραση της τουρκικής
Η επιρροή της τουρκικής είναι σχετικά μικρή, λόγω της καθαρότητας του πληθυσμού (Κωστάκης 1951, 191), και είναι μεγαλύτερη στα τσακώνικα της Προποντίδας, για ευνόητους λόγους, όπως συνάγεται από όσα αναφέρθηκαν στην εισαγωγή.
Επίδραση της κοινής νεοελληνικής
Και λεξιλογικά η διάλεκτος έχει επηρεαστεί με την πάροδο των χρόνων σε μεγάλο βαθμό από την κοινή νεοελληνική (με τις αντίστοιχες λέξεις, βέβαια, προσαρμοσμένες -λιγότερο ή περισσότερο- στις φωνολογικές και μορφολογικές ιδιοτυπίες του συστήματος) -βλ. και σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση, παρακάτω.
Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση
Η Τσακωνιά στις μέρες μας έχει αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση με το παρελθόν: η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη και ταχεία, η επαφή με τους ξένους όλο και μεγαλύτερη, ενώ εδώ και τριάντα χρόνια περίπου έχει εισβάλει στη ζωή των κατοίκων της η τηλεόραση και εδώ και κάποια χρόνια το διαδίκτυο. Παράλληλα, η ευκολία πρόσβασης στην περιοχή και η επαφή με τους ξένους έχουν μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα των επαγγελμάτων των ντόπιων, και έτσι σε πολλές περιπτώσεις οι γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση τους σε επαγγέλματα που σχετίζονται κυρίως με τον τουρισμό. Όλα αυτά φυσικά αντανακλώνται στην εξέλιξη και στις τύχες της τοπικής διαλέκτου, που πλέον μιλιέται από όλο και λιγότερα άτομα. Η υποχώρηση της διαλέκτου εμφανίζεται ειδικότερα σε σχέση με τους νεανικούς πληθυσμούς, που διδάσκονται αποκλειστικά την κοινή στο σχολείο, αφού χρησιμοποιείται από τους διδάσκοντες -και υιοθετείται και από τους διδασκόμενους- το, εν μέρει βάσιμο, επιχείρημα ότι η χρήση της τοπικής διαλέκτου δεν παρέχει πλέον στους τελευταίους καμία προοπτική σε σχέση με την καθημερινότητα και με το μέλλον τους, ειδικότερα το επαγγελματικό. Αν κάποια μορφή διατηρείται περισσότερο, αυτή είναι η νότια τσακωνική. Ωστόσο, ακόμη και στις περιοχές του νότου, και κυρίως στο Λεωνίδιο, καθώς οι επαφές με τους ξένους είναι πολύ περισσότερες από ό,τι αλλού, η τοπική διάλεκτος χρησιμοποιείται σπάνια σε δημόσιο χώρο, και μόνο από άτομα προχωρημένης ηλικίας. Ακόμη περισσότερο, βέβαια, ισχύει το ίδιο στο βόρειο τμήμα, στον Άγιο Ανδρέα δηλαδή, καθώς αποτελεί παραμεθόρια περιοχή.
Γενικά, η τοπική διάλεκτος «ψυχορραγεί». Η μόνη «αντίσταση» προβάλλεται κατά τη χρήση της από ντόπιους προχωρημένης (ή μεγαλύτερης) ηλικίας, καθώς και κατά τη χρήση της όταν το επιβάλλουν (σε περιορισμένες, βέβαια, περιπτώσεις) οι περιστάσεις επικοινωνίας, το θέμα της συζήτησης και/ή άλλοι εξωγλωσσικοί παράγοντες. Όποια πάντως κι αν είναι η τύχη της τσακωνικής στο μέλλον (με την πλάστιγγα βέβαια να γέρνει προφανώς προς την αρνητική εκδοχή της απώλειας), αξίζει σίγουρα να ερευνηθεί σε βάθος, με ακόμη περισσότερο επισταμένες έρευνες: η ιδιαιτερότητά της και η απόκλισή της από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο σαφώς προκρίνει κάτι τέτοιο, αν δεν το υποβάλλει κιόλας.
Η Τσακωνιά στις μέρες μας έχει αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση με το παρελθόν: η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη και ταχεία, η επαφή με τους ξένους όλο και μεγαλύτερη, ενώ εδώ και τριάντα χρόνια περίπου έχει εισβάλει στη ζωή των κατοίκων της η τηλεόραση και εδώ και κάποια χρόνια το διαδίκτυο. Παράλληλα, η ευκολία πρόσβασης στην περιοχή και η επαφή με τους ξένους έχουν μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα των επαγγελμάτων των ντόπιων, και έτσι σε πολλές περιπτώσεις οι γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση τους σε επαγγέλματα που σχετίζονται κυρίως με τον τουρισμό. Όλα αυτά φυσικά αντανακλώνται στην εξέλιξη και στις τύχες της τοπικής διαλέκτου, που πλέον μιλιέται από όλο και λιγότερα άτομα. Η υποχώρηση της διαλέκτου εμφανίζεται ειδικότερα σε σχέση με τους νεανικούς πληθυσμούς, που διδάσκονται αποκλειστικά την κοινή στο σχολείο, αφού χρησιμοποιείται από τους διδάσκοντες -και υιοθετείται και από τους διδασκόμενους- το, εν μέρει βάσιμο, επιχείρημα ότι η χρήση της τοπικής διαλέκτου δεν παρέχει πλέον στους τελευταίους καμία προοπτική σε σχέση με την καθημερινότητα και με το μέλλον τους, ειδικότερα το επαγγελματικό. Αν κάποια μορφή διατηρείται περισσότερο, αυτή είναι η νότια τσακωνική. Ωστόσο, ακόμη και στις περιοχές του νότου, και κυρίως στο Λεωνίδιο, καθώς οι επαφές με τους ξένους είναι πολύ περισσότερες από ό,τι αλλού, η τοπική διάλεκτος χρησιμοποιείται σπάνια σε δημόσιο χώρο, και μόνο από άτομα προχωρημένης ηλικίας. Ακόμη περισσότερο, βέβαια, ισχύει το ίδιο στο βόρειο τμήμα, στον Άγιο Ανδρέα δηλαδή, καθώς αποτελεί παραμεθόρια περιοχή.
Γενικά, η τοπική διάλεκτος «ψυχορραγεί». Η μόνη «αντίσταση» προβάλλεται κατά τη χρήση της από ντόπιους προχωρημένης (ή μεγαλύτερης) ηλικίας, καθώς και κατά τη χρήση της όταν το επιβάλλουν (σε περιορισμένες, βέβαια, περιπτώσεις) οι περιστάσεις επικοινωνίας, το θέμα της συζήτησης και/ή άλλοι εξωγλωσσικοί παράγοντες. Όποια πάντως κι αν είναι η τύχη της τσακωνικής στο μέλλον (με την πλάστιγγα βέβαια να γέρνει προφανώς προς την αρνητική εκδοχή της απώλειας), αξίζει σίγουρα να ερευνηθεί σε βάθος, με ακόμη περισσότερο επισταμένες έρευνες: η ιδιαιτερότητά της και η απόκλισή της από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο σαφώς προκρίνει κάτι τέτοιο, αν δεν το υποβάλλει κιόλας.
Το "Πάτερ Ημών" στα Τσακώνικα
Κείμενο στα Τσακώνικα με μετάφραση στα νέα Ελληνικά
Τσακώνικα:
Μέχρε έδαρι Τούρτσικο πούα οκ’ έχου πατητές τθα χώρα. Οι Γαστενιώτοι είκι πλερούχουντε ένα μιτσί χαράτσι τθο καπομπασή σου τσαι εικ’ έχουντε τα στουφάλα σου ήσυχο. Με το ξετθαμό του 1821 άγκανε απ’ τοι πρώτου τα καριοφίλια ενάγκια τθον οχτρέ τσ’ εδούκανε τα πάντα για τον ιερέ αγώνα τα Πατρζιδα.
Ο μακροχρόνιε πόλεμο ν’ εκ’ έχουντε μποιτέ άρρωστε τσαι πενίε.
Τάσου σ’ ούλα ένταγη τα κακά εκάνε τσαί το χειρούτερε π’ όκι άλλε, απ’ τον μολεμό του Μπραϊμη. «’Αμα μόλει κατά γί αλοίμονο νάμου» ‘εκι λαλούντε οι γερόντοι τθα χώρα. Τα κουβάνα μαντάτα όκι λείπουντα, τσ’ αμέρα με ταν αμέρα είκι σούντα περσούτερα τσαι κουβάνα.
Ο Καψαμπέλη π’ έκι με τα παλικάρζια σι τθον Αγιε Πέτρε απολύτσε του Γκιόρα κρζυουφέ μήνυμα, «Καπετάν Μιχάλη ο οχτρέ αμέρα με ταν αμέρα θα μόλει τσαι τθα χώρα νάμου. Ποίε ότσι εσ’ μπορού μέχρε να μόλου τσ’ εζού».
Ο Γκιόρα άμα άτζε το κουβάνε χαμπέρζι π’ απολύτσε ο Καψαμπέλη, απολύτσε παρατζελία σ’ ούλου τοι παλαιού καπεταναίου τσαι τοι πρόκρζιτοι τα χώρα «Πατρζιώτοι μι εκάνανε κουβάνα μαντάτα. Αμα μόλει α νυούτθα ούλοι νήμου να μόλετε τάτσου απ’ τον Αγιά Σωκήρα για ν’ άρουμε αποφάσε».
Νέα ελληνικά:
Μέχρι τώρα τούρκικο πόδι δεν είχε πατήσει στο χωριό. Οι Καστανιτσιώτες πλήρωναν ένα μικρό χαράτσι στον φοροεισπράκτορα των Τούρκων και είχαν το κεφάλι τους ήσυχο. Με τον ξεσηκωμό του 1821 πήραν από τους πρώτους τα καριοφίλια ενάντια στον εχθρό και έδωσαν τα πάντα για τον ιερό αγώνα της πατρίδας.
Ο μακροχρόνιος πόλεμος τους είχε καταστήσει άρρωστους και φτωχούς. Μέσα σε όλα αυτά τα κακά , ήρθε και το χειρότερο που δεν ήταν άλλο από τον ερχομό του Ιμπραήμ. «Άμα έρθει κατά δω αλλοίμονο μας» έλεγαν οι γερόντοι του χωριού. Τα μαύρα μαντάτα δεν έλειπαν και μέρα με τη μέρα έφτανα περισσότερα και μαύρα.
Ο Καψαμπέλης που ήταν με τα παλικάρια του στον Άγιο Πέτρο έστειλε του Γκιόρα κρυφό μήνυμα. «Καπετάν Μιχάλη, ο εχθρός μέρα με την ημέρα θα έρθει και στο χωριό μας. Κάνε ότι μπορείς μέχρι να έρθω και εγώ».
Ο Γκιόρας όταν πήρε το μαύρο μαντάτο που έστειλε ο Καψαμπέλης , έστειλε παραγγελιά σε όλους τους παλιούς Καπεταναίους και τους Προκρίτους του χωριού. «Πατριώτες , μου ήρθαν μαύρα μαντάτα. Όταν έρθει η νύχτα , να έρθετε έξω από τον ‘Αγιο Σωτήρα για να πάρουμε αποφάσεις».
Τσακώνικα:
Μέχρε έδαρι Τούρτσικο πούα οκ’ έχου πατητές τθα χώρα. Οι Γαστενιώτοι είκι πλερούχουντε ένα μιτσί χαράτσι τθο καπομπασή σου τσαι εικ’ έχουντε τα στουφάλα σου ήσυχο. Με το ξετθαμό του 1821 άγκανε απ’ τοι πρώτου τα καριοφίλια ενάγκια τθον οχτρέ τσ’ εδούκανε τα πάντα για τον ιερέ αγώνα τα Πατρζιδα.
Ο μακροχρόνιε πόλεμο ν’ εκ’ έχουντε μποιτέ άρρωστε τσαι πενίε.
Τάσου σ’ ούλα ένταγη τα κακά εκάνε τσαί το χειρούτερε π’ όκι άλλε, απ’ τον μολεμό του Μπραϊμη. «’Αμα μόλει κατά γί αλοίμονο νάμου» ‘εκι λαλούντε οι γερόντοι τθα χώρα. Τα κουβάνα μαντάτα όκι λείπουντα, τσ’ αμέρα με ταν αμέρα είκι σούντα περσούτερα τσαι κουβάνα.
Ο Καψαμπέλη π’ έκι με τα παλικάρζια σι τθον Αγιε Πέτρε απολύτσε του Γκιόρα κρζυουφέ μήνυμα, «Καπετάν Μιχάλη ο οχτρέ αμέρα με ταν αμέρα θα μόλει τσαι τθα χώρα νάμου. Ποίε ότσι εσ’ μπορού μέχρε να μόλου τσ’ εζού».
Ο Γκιόρα άμα άτζε το κουβάνε χαμπέρζι π’ απολύτσε ο Καψαμπέλη, απολύτσε παρατζελία σ’ ούλου τοι παλαιού καπεταναίου τσαι τοι πρόκρζιτοι τα χώρα «Πατρζιώτοι μι εκάνανε κουβάνα μαντάτα. Αμα μόλει α νυούτθα ούλοι νήμου να μόλετε τάτσου απ’ τον Αγιά Σωκήρα για ν’ άρουμε αποφάσε».
Νέα ελληνικά:
Μέχρι τώρα τούρκικο πόδι δεν είχε πατήσει στο χωριό. Οι Καστανιτσιώτες πλήρωναν ένα μικρό χαράτσι στον φοροεισπράκτορα των Τούρκων και είχαν το κεφάλι τους ήσυχο. Με τον ξεσηκωμό του 1821 πήραν από τους πρώτους τα καριοφίλια ενάντια στον εχθρό και έδωσαν τα πάντα για τον ιερό αγώνα της πατρίδας.
Ο μακροχρόνιος πόλεμος τους είχε καταστήσει άρρωστους και φτωχούς. Μέσα σε όλα αυτά τα κακά , ήρθε και το χειρότερο που δεν ήταν άλλο από τον ερχομό του Ιμπραήμ. «Άμα έρθει κατά δω αλλοίμονο μας» έλεγαν οι γερόντοι του χωριού. Τα μαύρα μαντάτα δεν έλειπαν και μέρα με τη μέρα έφτανα περισσότερα και μαύρα.
Ο Καψαμπέλης που ήταν με τα παλικάρια του στον Άγιο Πέτρο έστειλε του Γκιόρα κρυφό μήνυμα. «Καπετάν Μιχάλη, ο εχθρός μέρα με την ημέρα θα έρθει και στο χωριό μας. Κάνε ότι μπορείς μέχρι να έρθω και εγώ».
Ο Γκιόρας όταν πήρε το μαύρο μαντάτο που έστειλε ο Καψαμπέλης , έστειλε παραγγελιά σε όλους τους παλιούς Καπεταναίους και τους Προκρίτους του χωριού. «Πατριώτες , μου ήρθαν μαύρα μαντάτα. Όταν έρθει η νύχτα , να έρθετε έξω από τον ‘Αγιο Σωτήρα για να πάρουμε αποφάσεις».