Το στρατιωτικό σώμα (Yeni Çeri=νέος στρατός) ιδρύθηκε από το σουλτάνο Ορχάν και δημιουργήθηκε από εφήβους χριστιανούς αιχμαλώτους. Οι στρατολογούμενοι ονομάζονταν ατζέμ ογλάν (άπειροι νέοι).Οι γονείς των υποψήφιων γενίτσαρων απειλούνταν με θάνατο εάν αρνούνταν να παραδώσουν τα παιδιά τους. Το φιρμάνι που εκδόθηκε το 1601 από το σουλτάνο Μεχμέτ Γ’ όριζε χαρακτηριστικά: «Όταν τις εκ των απίστων γονέων ή άλλος αντιστή εις την παράδοσιν του γενιτσάρου υιού του, θα απαγχονίζεται ευθύς εις το ανώφλιον της θύρας του, του αίματός του θεωρουμένου άνευ αξίας».
Στην τουρκοκρατία, «τσογλάνι» ήταν το ελληνόπουλο, από καλή οικογένεια, που υπηρετούσε τους Τούρκους σουλτάνους, αφού είχε πέσει θύμα παιδομαζώματος (τουρκ. devsirme, ντεβσίρμ). Υπηρέτης, αλλά όχι δούλος, όχι παιδί για όλες τις δύσκολες δουλειές. Τσογλάνι (το) (ουσιαστικό), από την τουρκική λέξη ic oglani < ic- («εσωτερικός», του εσωτερικού παλατιού-σχολείου) + oglan («παιδί»). Στα τουρκικά, “coglan” είναι ο «υπηρέτης».
Η λέξη «παιδομάζωμα», εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1675.Ο παλαιότερος όρος, ήταν «γιανιτζαρομάζωμα». Για το πότε ακριβώς ξεκίνησε το παιδομάζωμα, οι απόψεις διίστανται. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει ότι ξεκίνησε το 1227 και τα παιδιά που αρπάχτηκαν με τη βία, έγιναν σωματοφύλακες του Σουλτάνου. Στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς» διαβάζουμε ότι η πρώτη σημαντική αναφορά για παιδομάζωμα χρονολογείται από το 1395 και αφορά τη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στην «Ιστορία του ελλ. έθνους», δίνει μία άλλη εκδοχή, περισσότερο τεκμηριωμένη, που φαίνεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Σύμφωνα μ’ αυτή, λοιπόν, το 1326 μετά την άλωση της Προύσας και τον θάνατο του Οσμάν, τη διακυβέρνηση των Τούρκων της Βιθυνίας ανέλαβε ο γιος του, Ορχάν, ο οποίος θεωρείται ιδρυτής του οσμανικού κράτους. Ο αδελφός του Ορχάν, Αλαεδδίν (κατά τον Παπαρρηγόπουλο), κανόνισε τα θέματα ιματισμού των πολιτικών και στρατιωτικών, ώστε να διακρίνονται οι Οσμανίδες από τους Τουρκομάνους και, φυσικά, τους χριστιανούς.
Από τα παιδιά που γίνονταν «δούλοι της Πύλης», τα μικρότερα και πλέον ικανά προορίζονταν αποκλειστικά για υπηρεσία του σουλτανικού ανακτόρου, γίνονταν δηλαδή (ιτς ογλάν). Η εκπαίδευσή τους διαρκούσε 14 χρόνια. Διδάσκονταν τουρκικά, περσικά, αραβικά, μουσική, καλές τέχνες, γυμνάζονταν στην τοξοβολία, την ιππασία, το ακόντιο και τη χρήση των πυροβόλων όπλων. Τέλος, μελετούσαν εντατικά το Κοράνι και τους ιερούς νόμους.
Ασχολήθηκε με τη συγκρότηση μόνιμου στρατού, που διαιρέθηκε σε τακτικό πεζικό, τους Πιαδέ ή Γιαγιά (πεζοπόρους) και σε άτακτο πεζικό, τους Αζάπ (παρόμοιους με τους Έλληνες ευζώνους) και σε τακτικό ιππικό, με τους σπαχήδες (ιππείς) και άτακτο ιππικό, από τους Ακιντζί (δρομείς) (προφανώς κάποιος μακρινός πρόγονος του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί ανήκε σε αυτό το Σώμα!). Αυτός, όμως, που είχε τη φρικιαστική ιδέα για το παιδομάζωμα ήταν ο Καρά Χαλίλ Τσεντερλής, ο τότε αστυνόμος του στρατού, που κατάλαβε ότι το οσμανικό κράτος με τον ελάχιστο μωαμεθανικό πληθυσμό και τους ατίθασους Τουρκομάνους ως βάση του στρατού, θα ήταν εύκολος αντίπαλος για τους χριστιανούς αλλά και τους άλλους μωαμεθανούς. Έτσι, πρότεινε τη δημιουργία ενός προνομιούχου τάγματος πεζικού από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα, με σκοπό τη διατήρηση της πειθαρχίας στον στρατό. Το φαινόμενο αυτό, γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Ναι μεν η ακούσια ή εκούσια αρνησιθρησκία των κατακτημένων ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο ακόμα και στο αραβικό κράτος των πρώτων μωαμεθανών χαλίφηδων. Αλλά η συστηματική στρατολόγηση εξισλαμισμένων παιδιών είναι μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο και συνέβαλε αποφαιστικά στην ενίσχυση και την επέκταση του οθωμανικού κράτους.
Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές Ευρωπαίων διπλωματών για τη διαβίωση των παιδιών που εξισλαμίζονταν. Ο Βενετός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Πιέτρο Μοροζίνι, γράφει χαρακτηριστικά (1585) : «Τα παιδιά αυτά διατελούν στην Κωνσταντινούπολη υπό την άμεση επίβλεψη ευνούχων, ιδίως μαύρων, που για το τίποτε τα ξυλοκοπούν αγρίως. Σπανίως τους δίνουν εκατό βουρδουλιές. Συνηθέστερα φτάνουν στις χίλιες. Και οι ευνούχοι, μετά τις βουρδουλές απαιτούν να παρουσιάζονται μπροστά τους τα δαρμένα παιδιά και να τους φιλούν το φόρεμα, εμφράζοντας τις ευχαριστίες των σ’ εκείνον που τα έδειρε. Τέτοια ταπείνωση και περιφρόνηση παθαίνουν τα δύστυχα».
Το παιδομάζωμα ήταν ίσως η μεγαλύτερη πληγή για τον ελληνισμό στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.Στην Ήπειρο μάλιστα, την πρώτη Κυριακή μετά την αρπαγή, οι γονείς τους πήγαιναν μαυροφορεμένοι στην εκκλησία, όπου ψαλλόταν νεκρώσιμη ακολουθία. Σε αυτήν εκφωνούνταν τα ονόματα των παιδιών που λογιάζονταν πια νεκρά. Όταν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου συμπλήρωναν με το παιδομάζωμα τον αριθμό των αγοριών που επρόκειτο να γίνουν γενίτσαροι, τα έστελναν στην Πόλη. Εκεί, τους ξύριζαν το κεφάλι και διάλεγαν τα πιο γερά και όμορφα, στα οποία άφηναν πιο πάνω από το αυτί μια τούφα μαλλιά, που την έλεγαν «τζουλούφι»....
Το 1637, οι έμμισθοι γενίτσαροι έφτασαν τις 46.000, από 12.000 που ήταν πριν λίγα χρόνια. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Οσμάν Β’ είχε αποφασίσει να αντικαταστήσει τους γενίτσαρους με τάγματα Αιγυπτίων μισθοφόρων. Αυτό όμως μαθεύτηκε, οι γενίτσαροι στασίασαν και το 1622 σκότωσαν τον Οσμάν Β’. Ο διάδοχός του, Μουράτ Β’, άλλαξε τη νομοθεσία για τους γενίτσαρους και το 1638 κατάργησε το παιδομάζωμα.
Ο σουλτάνος στη συνέχεια έπαιρνε στο παλάτι αυτά τα παιδιά και τα υπόλοιπα μοιράζονταν στους πασάδες και στους άλλους άρχοντες των Τούρκων της Πόλης. Οι πιο άξιοι γενίτσαροι κατέληγαν στο παλάτι, όπου περνούσαν από πολλές δοκιμασίες, αλλά ταυτόχρονα εκπαιδεύονταν και μάθαιναν την τέχνη του πολέμου. Οι πιο έμπιστοι μπορούσαν να γίνουν προσωπικοί φρουροί του σουλτάνου. Δύο από αυτούς έμεναν το βράδυ ξάγρυπνοι, ο ένας στο κεφάλι κι ο άλλος στα πόδια του κρεβατιού, κρατώντας αναμμένους πυρσούς για να διώχνουν μακριά τους επίδοξους δολοφόνους και τα φαντάσματα. Όταν το πρωί έντυναν τον σουλτάνο, του έβαζαν 500 δουκάτα στη μία τσέπη και 1.000 άσπρα στην άλλη, για να δίνει φιλοδωρήματα. Τη νύχτα είχαν το ελεύθερο να κρατούν ό,τι είχε περισσέψει από την απλοχεριά του σουλτάνου. Στο στρατόπεδο των γενίτσαρων την πειθαρχία επέβαλλε ο αρχιμάγειρας του παλατιού, που έκανε μάλιστα και χρέη δήμιου. Ωστόσο, δεν εκτελούσε συχνά τους απείθαρχους γενίτσαρους, ούτε τους έστελνε τακτικά στη φυλακή. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν να τους βάζει να κάνουν τη λάντζα στα μαγειρεία....
Με τον καιρό, όμως, στα ανώτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας άρχισε να δημιουργείται εχθρότητα προς τον θεσμό του παιδομαζώματος, καθώς παιδιά χριστιανών, εξισλαμισμένα έστω, καταλάμβαναν υψηλές θέσεις στο παλάτι. Έτσι, άρχισαν να «δανείζουν» τα παιδιά τους σε χριστιανούς, προκειμένου αυτά να γίνουν γενίτσαροι! Ένας πλούσιος Τούρκος έλεγε χαρακτηριστικά στον πρέσβη της Αυστρίας : «Ενώ τα παιδιά των άθλιων χωρικών πηγαίνουν στα παλάτια και γίνονται μεγάλα και σπουδαία, τα δικά μας παιδιά αγνοούνται και παραμερίζονται σε σημείο να γίνονται υπηρέτες των άλλων».
Πώς γινόταν το παιδομάζωμα;
Ο σουλτάνος, πρόσταζε οι χριστιανοί δημογέροντες(κοτζαμπάσηδες), να κρατούν βιβλία για τα παιδιά που γεννιούνται. Ένας λοχαγός των γενίτσαρων, ακολουθούμενος από ένα γραφέα, έφτανε σε ένα τόπο έχοντας μαζί του αυτοκρατορική διαταγή(φιρμάνι).Ο κάθε πατέρας παρουσίαζε όσους γιους είχε. Αρχικά οι οθωμανοί έπαιρναν το 1/5 των παιδιών, αργότερα όμως όσα είχαν ανάγκη και πάντα τα πιο υγιή και όμορφα. Μάλιστα, ενώ αρχικά έπαιρναν ένα αγόρι από κάθε οικογένεια, αργότερα έπαιρναν δύο και τρία. Αρχικά δεν έπαιρναν τα μοναχοπαίδια, αυτό στη συνέχεια καταστρατηγήθηκε. Επίσης, δεν έπαιρναν τους παντρεμένους, γι’ αυτό και πολύ συχνά οι γονείς πάντρευαν τα παιδιά τους σε ηλικία 8 ετών, Σχετικός είναι ο πίνακας του, γνωστού μας κι από το «Κρυφό Σχολειό», Νικόλαου Γύζη «Παιδικοί Αρραβώνες» (ή «Τα Αρραβωνιάσματα»), που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1875. Φαίνεται όμως ότι σε κάποιες περιπτώσεις ούτε τα παντρεμένα αγόρια γλίτωναν από το φρικτό παιδομάζωμα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Όμως αυτό (δηλ. ο γάμος σε παιδική ηλικία) ήταν τελείως ανώφελο γιατί και τους παντρεμένους τους έπαιρναν και όχι μόνο σε ηλικία που ο γάμος δεν μπορούσε να θεωρηθεί άξιος λόγου, αλλά και μέχρι τα 20 και τα 24 χρόνια». Μόνο τα ορφανά αγόρια φαίνεται ότι εξαιρούνταν πάντα από το παιδομάζωμα.
Ο σουλτάνος, πρόσταζε οι χριστιανοί δημογέροντες(κοτζαμπάσηδες), να κρατούν βιβλία για τα παιδιά που γεννιούνται. Ένας λοχαγός των γενίτσαρων, ακολουθούμενος από ένα γραφέα, έφτανε σε ένα τόπο έχοντας μαζί του αυτοκρατορική διαταγή(φιρμάνι).Ο κάθε πατέρας παρουσίαζε όσους γιους είχε. Αρχικά οι οθωμανοί έπαιρναν το 1/5 των παιδιών, αργότερα όμως όσα είχαν ανάγκη και πάντα τα πιο υγιή και όμορφα. Μάλιστα, ενώ αρχικά έπαιρναν ένα αγόρι από κάθε οικογένεια, αργότερα έπαιρναν δύο και τρία. Αρχικά δεν έπαιρναν τα μοναχοπαίδια, αυτό στη συνέχεια καταστρατηγήθηκε. Επίσης, δεν έπαιρναν τους παντρεμένους, γι’ αυτό και πολύ συχνά οι γονείς πάντρευαν τα παιδιά τους σε ηλικία 8 ετών, Σχετικός είναι ο πίνακας του, γνωστού μας κι από το «Κρυφό Σχολειό», Νικόλαου Γύζη «Παιδικοί Αρραβώνες» (ή «Τα Αρραβωνιάσματα»), που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1875. Φαίνεται όμως ότι σε κάποιες περιπτώσεις ούτε τα παντρεμένα αγόρια γλίτωναν από το φρικτό παιδομάζωμα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Όμως αυτό (δηλ. ο γάμος σε παιδική ηλικία) ήταν τελείως ανώφελο γιατί και τους παντρεμένους τους έπαιρναν και όχι μόνο σε ηλικία που ο γάμος δεν μπορούσε να θεωρηθεί άξιος λόγου, αλλά και μέχρι τα 20 και τα 24 χρόνια». Μόνο τα ορφανά αγόρια φαίνεται ότι εξαιρούνταν πάντα από το παιδομάζωμα.
Για τους γενίτσαρους απαγορευόταν άλλο επάγγελμα και η δημιουργία οικογένειας και όλοι οι στρατολογημένοι εξισλαμίζονταν. Σταδιακά απέκτησαν μεγάλη πολιτική δύναμη έναντι των Σουλτάνων. Οι γενίτσαροι, εξισλαμισθέντες πλέον, γίνονταν οι πιο φανατικοί πολεμιστές καθώς μάλιστα, τίποτε δεν τους συνέδεε με την ομαλή οικογενειακή και κοινωνική ζωή αφού λησμονούσαν γονείς και γενέτειρα γη, με συνέπεια να θεωρούνται οι φανατικότεροι αλλά και οι καλύτεροι υπερασπιστές του εκάστοτε Σουλτάνου.
Οι Γενίτσαροι
ο οθωμανικός στρατός αρχικά αποτελούνταν από άτακτες ομάδες ιππέων τοπικών φυλών προσκείμενων στο Σουλτάνο. Καθώς όμως το Σουλτανάτο επεκτείνονταν οι άρχοντες των φυλών αυτών διορίστηκαν "αφέντες των συνόρων" φέροντας τον τίτλο του "Ουτς μπέη" ή "Ούτσμπεη", προκειμένου αυτοί να διευρύνουν την επικράτεια. Όμως ο Ορχάν και ίδιαίτερα ο γιος του Οσμάν Α΄ αντιλήφθηκαν την ανάγκη μιας ιδιαίτερης και αφοσιωμένης στρατιωτικής μετακινούμενης δύναμης που θα εξασφάλιζε την αφοσίωση αλλά και την ισορροπία μεταξύ των φυλών. Έτσι από το 1338 υφίστανται τα πεζικά τάγματα "γιαγιά" και οι ιππείς που συγκροτούσαν το "μουσελέμ" (= ιππικό). Το 1362 ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄ επέβαλε το "νόμο του ενός πέμπτου" γνωστός ως "Πεντζχίκ κανονού" εισάγοντας νέο φορολογικό σύστημα. Προέκταση αυτού ήταν και η εφαρμογή του επί των αιχμαλώτων. Έτσι κατ΄ απομίμηση του συγκροτηθέντος από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό βυζαντινού επίλεκτου τάγματος των "ανδρειωμένων αγγούρων" ξεκίνησε και η επιλογή των "νέων στρατιωτών" που γίνονταν σε μορφή παιδομαζώματος που συστηματοποιήθηκε όμως επί Σουλτάνων Σελίμ Α΄ και Σουλεϊμάν Α΄, περί τον 15ο αιώνα. Η επιλογή γινόταν μεταξύ των χριστιανοπαίδων ηλικίας από 6 - 15 ετών εξ ού και το όνομα "παιδομάζωμα", ανά πενταετία ή συντομότερα αν υπήρχαν στρατιωτικές ανάγκες και κυρίως από τις επαρχίες της Βαλκανικής, εξαιρουμένων όμως της Κωνσταντινούπολης και της Ρόδου. Από τον 15ο έως τον 16ο αιώνα, οι γενίτσαροι ήταν το φόβητρο της Ευρώπης. Με την πολεμική μουσική τους, τα μουσκέτα και το στρατιωτικό βηματισμό τους έδιναν την εντύπωση ότι κανείς δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Όσο οι Οθωμανοί έφταναν μέχρι το Δούναβη, κατακτούσαν τη Συρία, την Αίγυπτο και το Ιράκ, η αφοσίωση των γενιτσάρων στο σώμα τους ήταν απόλυτη. Ίδρυσαν ημιανεξάρτητα κράτη στα βορειοαφρικανικά παράλια και πολέμησαν ακόμα και στη θάλασσα. Η πολιτική δύναμή τους ήταν τέτοια που τους έτρεμε ακόμα και ο σουλτάνος. Στο ζενίθ τους βρίσκονται με τις νικηφόρες εκστρατείες που κορυφώνονται με την κατάκτηση της Ουγγαρίας και την ίδρυση των παραμεθόριων ηγεμονιών, ενώ η παρακμή τους αρχίζει στα μέσα του 16ου αιώνα όταν η πειθαρχία των γενιτσάρων έχει χαλαρώσει, και το σώμα γίνεται άσυλο των κοινωνικά απροσάρμοστων. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι γενίτσαροι ενδιαφέρονται περισσότερο για το εμπόριο παρά για τον πόλεμο. Όμως η πολιτική δύναμή τους είναι τέτοια που χρειάστηκαν χρόνια για να σχεδιαστεί σωστά και προσεκτικά η διάλυσή τους.
ο οθωμανικός στρατός αρχικά αποτελούνταν από άτακτες ομάδες ιππέων τοπικών φυλών προσκείμενων στο Σουλτάνο. Καθώς όμως το Σουλτανάτο επεκτείνονταν οι άρχοντες των φυλών αυτών διορίστηκαν "αφέντες των συνόρων" φέροντας τον τίτλο του "Ουτς μπέη" ή "Ούτσμπεη", προκειμένου αυτοί να διευρύνουν την επικράτεια. Όμως ο Ορχάν και ίδιαίτερα ο γιος του Οσμάν Α΄ αντιλήφθηκαν την ανάγκη μιας ιδιαίτερης και αφοσιωμένης στρατιωτικής μετακινούμενης δύναμης που θα εξασφάλιζε την αφοσίωση αλλά και την ισορροπία μεταξύ των φυλών. Έτσι από το 1338 υφίστανται τα πεζικά τάγματα "γιαγιά" και οι ιππείς που συγκροτούσαν το "μουσελέμ" (= ιππικό). Το 1362 ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄ επέβαλε το "νόμο του ενός πέμπτου" γνωστός ως "Πεντζχίκ κανονού" εισάγοντας νέο φορολογικό σύστημα. Προέκταση αυτού ήταν και η εφαρμογή του επί των αιχμαλώτων. Έτσι κατ΄ απομίμηση του συγκροτηθέντος από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό βυζαντινού επίλεκτου τάγματος των "ανδρειωμένων αγγούρων" ξεκίνησε και η επιλογή των "νέων στρατιωτών" που γίνονταν σε μορφή παιδομαζώματος που συστηματοποιήθηκε όμως επί Σουλτάνων Σελίμ Α΄ και Σουλεϊμάν Α΄, περί τον 15ο αιώνα. Η επιλογή γινόταν μεταξύ των χριστιανοπαίδων ηλικίας από 6 - 15 ετών εξ ού και το όνομα "παιδομάζωμα", ανά πενταετία ή συντομότερα αν υπήρχαν στρατιωτικές ανάγκες και κυρίως από τις επαρχίες της Βαλκανικής, εξαιρουμένων όμως της Κωνσταντινούπολης και της Ρόδου. Από τον 15ο έως τον 16ο αιώνα, οι γενίτσαροι ήταν το φόβητρο της Ευρώπης. Με την πολεμική μουσική τους, τα μουσκέτα και το στρατιωτικό βηματισμό τους έδιναν την εντύπωση ότι κανείς δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Όσο οι Οθωμανοί έφταναν μέχρι το Δούναβη, κατακτούσαν τη Συρία, την Αίγυπτο και το Ιράκ, η αφοσίωση των γενιτσάρων στο σώμα τους ήταν απόλυτη. Ίδρυσαν ημιανεξάρτητα κράτη στα βορειοαφρικανικά παράλια και πολέμησαν ακόμα και στη θάλασσα. Η πολιτική δύναμή τους ήταν τέτοια που τους έτρεμε ακόμα και ο σουλτάνος. Στο ζενίθ τους βρίσκονται με τις νικηφόρες εκστρατείες που κορυφώνονται με την κατάκτηση της Ουγγαρίας και την ίδρυση των παραμεθόριων ηγεμονιών, ενώ η παρακμή τους αρχίζει στα μέσα του 16ου αιώνα όταν η πειθαρχία των γενιτσάρων έχει χαλαρώσει, και το σώμα γίνεται άσυλο των κοινωνικά απροσάρμοστων. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι γενίτσαροι ενδιαφέρονται περισσότερο για το εμπόριο παρά για τον πόλεμο. Όμως η πολιτική δύναμή τους είναι τέτοια που χρειάστηκαν χρόνια για να σχεδιαστεί σωστά και προσεκτικά η διάλυσή τους.