Στις 13 Μαΐου του 1989, δύο μέρες πριν την πολυαναμενόμενη επίσκεψη του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Mikhail Gorbachev στην Κίνα, οι φοιτητές που διαδήλωναν στην πλατεία Tiananmen της κινεζικής πρωτεύουσας από τις 18 Απριλίου, αποφάσισαν την έναρξη απεργίας πείνας, με αίτημα την απόσυρση των κυβερνητικών κατηγοριών κατά της αρχισυνταξίας της εφημερίδας Καθημερινή του Λαού και την έναρξη συνομιλιών με τους εκπροσώπους των φοιτητών.
Τους εκατοντάδες φοιτητές ακολούθησαν σε απεργία πείνας χιλιάδες άλλοι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές και μέρος του πληθυσμού του Πεκίνου για μία εβδομάδα. Η απόφαση για έναρξη απεργίας πείνας ήταν καθοριστική στον αγώνα που ξεκίνησαν σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα, απαιτώντας δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην Κίνα. Με την απεργία πείνας, το κίνημα προσέλκυσε τη συμπάθεια εκατοντάδων χιλιάδων άλλων ατόμων σε ολόκληρη τη χώρα αλλά και θορύβησε την ηγεσία του κινεζικού Κομουνιστικού Κόμματος. Παρά την λαϊκή υποστήριξη και τη μεγάλη συμμετοχή, το κίνημα στην πλατεία καταπνίγηκε Tiananmen στο αίμα, στις 4 Ιουνίου, όταν ο στρατός άνοιξε πυρ κατά των χιλιάδων διαδηλωτών, σκοτώνοντας 2.400 άτομα, σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό της Κίνας, ή 241 σύμφωνα με τις Αρχές. Τη δεκαετία του ’80, ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τα κομουνιστικά κράτη. Το φάντασμα της Περεστρόικα, του «εκσυγχρονισμού» των κομουνιστικών κρατών στα δυτικά πρότυπα. Βασικός εκφραστής αυτής της πολιτικής σκέψης ήταν ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Αυτός ο δυτικού τύπου «εκσυγχρονισμός» εξελίσσεται με βάση τη «θεωρία του ντόμινο». Ο κομουνιστικός κόσμος τίθεται αναπόφευκτα σε σύγκριση με τον καπιταλισμό της αφθονίας υλικών αγαθών και των, εν μέρει, πολιτικών ελευθεριών. Οι κοινωνικές αναταράξεις στα κομουνιστικά κράτη ταυτίζονται συχνά με την αντεπανάσταση. Η κομουνιστική Κίνα δεν θα μπορούσε να απέχει από αυτή την πραγματικότητα της δεκαετίας του ’80. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις φαντάζουν επιτακτικές και ο Ζάο Ζιγιάνγκ πρωθυπουργός και Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ είναι το πρόσωπο που ταυτίζεται με τον εκσυγχρονισμό. Στο πλευρό του τάσσεται όλο το κομουνιστικό κόμμα με την προϋπόθεση να μην υπάρξει αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος. Η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας καπιταλιστικής οικονομικής δομής έχει δημιουργήσει μεγάλες οικονομικές αντιθέσεις και ανέχεια στο κινεζικό λαό. Αυτό όμως δεν αποτελεί το βασικό πρόβλημα. Ο λαός και κυρίως ο ασυμβίβαστος φοιτητικός κόσμος ασφυκτιούσε από την έλλειψη δημοκρατικών θεσμών και την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτά κατέβηκαν να διεκδικήσουν οι φοιτητές και ήταν αποφασισμένοι να τα αποκτήσουν. Όλα ξεκίνησαν στις 15 Απριλίου του 1989 στη μεγαλύτερη πλατεία του κόσμου. Στο σύμβολο του Μαοϊκού καθεστώτος. Στη «πύλη της ουράνιας Γαλήνης»
Η κατάσταση πριν την εξέγερση του 1989
Μετά τον θάνατο του Μάο κάθε χαρακτηριστρικό στοιχείο που θύμιζε "Μαοϊσμό" πετάχτηκε στα σκουπίδια από του διαδόχους του. Μπορεί ο ίδιος να τιμόταν ακόμα σαν ο ιδρυτής του κράτους, αλλά όλες οι σημαντικές αποφάσεις που πήρε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του, ανατράπηκαν. Την "θέση" που του επεφύλαξαν οι "εκσυγχρονιστές" την περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο ένας από τους υποστηρικτές τού Ντενγκ Ξιάο Πινγκ το 1981: "Τα λάθη του Μάο αντιτάσσονται στην επιστημονική σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ και για αυτό οι σκέψεις του συντρόφου Μάο Τσε Τουνγκ τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν πρέπει να συγχέονται με την σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ. Η σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ είναι μια επιστημονική θεωρία η οποία δεν περιλαμβάνει τα λάθη του συντρόφου Μάο Τσε Τουνγκ" .Στα τέλη της δεκαετίας του '60, χιλιάδες επαναστάτες σ'όλο τον κόσμο στράφηκαν πρός την Κίνα, την οποία θεώρησαν ως το ιδανικό μοντέλο σοσιαλισμού, καθώς και μια πηγή πρακτικής βοήθειας για τα απελευθερωτικά κινήματα. Η άνοδος του Ντενγκ Ξιάο Πινγκ στην εξουσία διέλυσε αυτή την εικόνα. Το 1989, τo κινέζικo μοντέλο το υποστήριζαν κυρίως οι δεξιοί που ήθελαν να δείξουν την αναπόφευκτη υπεροχή των "δυνάμεων της αγοράς". Αυτό είχε οδηγήσει πολλούς αριστερούς να μιλάνε για άνοδο του "ρεβιζιονισμού" και μιας "νέας καπιταλιστικής τάξης". Κι όμως. Αυτή η καπιταλιστική τάξη δεν ήταν καθόλου καινούργια. Πολλά από τα στοιχεία της στρατηγικής του "εκσυγχρονισμού" χρησιμοποιήθηκαν στην εποχή του Μάο όταν υπηρετούσαν τους δικούς του σκοπούς. Οταν πάμε λίγο πιο βαθειά, θα δούμε ότι ο Μάο και ο Ντενγκ μοιράζονταν τον ίδιο βασικό στόχο: την οικοδόμηση μιας δυνατής εθνικής οικονομίας, ικανής να ανταγωνίζεται στην παγκόσμια οικονομία. Η διαφωνία μεταξύ τους ήταν πάντα στο ποια μέσα θα χρησιμοποιούσα για να φτάσουν στον ίδιο σκοπό. Από το 1949 αυτό που καθόριζε το σκοπό και την κατεύθυνση της κινέζικης οικονομίας, ήταν η αναγκαιότητα του ανταγωνισμού και όχι οι βασικές ανάγκες των Κινέζων εργατών και αγροτών. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 αυτός ο ανταγωνισμός εκφραζόταν κυρίως με στρατιωτικούς όρους και η οικονομική στρατηγική επικεντρωνόταν στην ανάγκη να οικοδομηθεί μια πολεμική μηχανή αντίστοιχη και ίση με αυτές που απειλούσαν την Κίνα. Αυτό κρύβεται πίσω από την κλειστή οικονομία, την απόλυτη προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία, την σπατάλη αναρίθμητων πόρων για την κατασκευή της κινέζικης ατομικής βόμβας. Αυτό κρύβεται πίσω από τις συνεχείς "μαζικές καμπάνιες" που απαιτούσαν το στίψιμο εργατών και αγροτών για να ανέβει και άλλο η παραγωγή. Η απόλυτη φτώχια και καθυστέρηση της Κίνας έβγαλε την όλη στρατηγική άχρηστη. Ο Μάο ήθελε να ξεπεράσει αυτούς τους υλικούς περιορισμούς χρησιμοποιώντας την "δύναμη της θέλησης" και την σκληρή εργασία στη θέση τού ανύπαρκτου κεφαλαίου και της ανύπαρκτης τεχνολογίας. Αντί να λειτουργήσει αυτή η πολιτική οδήγησε την οικονομία από κρίση σε κρίση. Η Κίνα πράγματι αναπτύχθηκε βιομηχανικά, αλλά η οικονομία της έμενε όλο και πιο πίσω σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό. Οι καινούργιοι ηγέτες έχουν απέρριψαν αυτή την αντιμετώπιση του Μάο, ακριβώς γιατί απέτυχε να δώσει αποτελέσματα. Κατά την άποψή τους η πραγματικότητα του διεθνούς ανταγωνισμού επέβαλλε στην Κίνα να ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία. Για να κάνουν πιο κερδοφόρα και πιο παραγωγική τη βιομηχανία, έπρεπε να εγκαταλειφθεί και η γραφειοκρατική διοίκηση της οικονομίας από τα πάνω. "Ο σοσιαλισμός σε μια και μόνο χώρα" είχε πεθάνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκατέλειψαν τον κρατικό καπιταλισμό προς όφελος του ιδιωτικού καπιταλισμού. Ο ιδιωτικός καπιταλισμός επέστρεψε στην Κίνα κύρια στις καινούργιες βιομηχανίες αγροτικών προιόντων, ένδυσης και μικροηλεκτρονικών, ήταν όμως ένα πολύ μικρό τμήμα του συνόλου της οικονομίας. Αυτό που έκαναν, ήταν μάλλον να μεταβιβάζουν τον άμεσο έλεγχο της διαχείρισης της οικονομίας από μερικές εκατοντάδες ανώτατους γραφειοκράτες στο Πεκίνο, στην μάζα των κατώτερων γραφειοκρατών και διευθυντών.
Μετά τον θάνατο του Μάο κάθε χαρακτηριστρικό στοιχείο που θύμιζε "Μαοϊσμό" πετάχτηκε στα σκουπίδια από του διαδόχους του. Μπορεί ο ίδιος να τιμόταν ακόμα σαν ο ιδρυτής του κράτους, αλλά όλες οι σημαντικές αποφάσεις που πήρε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του, ανατράπηκαν. Την "θέση" που του επεφύλαξαν οι "εκσυγχρονιστές" την περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο ένας από τους υποστηρικτές τού Ντενγκ Ξιάο Πινγκ το 1981: "Τα λάθη του Μάο αντιτάσσονται στην επιστημονική σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ και για αυτό οι σκέψεις του συντρόφου Μάο Τσε Τουνγκ τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν πρέπει να συγχέονται με την σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ. Η σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ είναι μια επιστημονική θεωρία η οποία δεν περιλαμβάνει τα λάθη του συντρόφου Μάο Τσε Τουνγκ" .Στα τέλη της δεκαετίας του '60, χιλιάδες επαναστάτες σ'όλο τον κόσμο στράφηκαν πρός την Κίνα, την οποία θεώρησαν ως το ιδανικό μοντέλο σοσιαλισμού, καθώς και μια πηγή πρακτικής βοήθειας για τα απελευθερωτικά κινήματα. Η άνοδος του Ντενγκ Ξιάο Πινγκ στην εξουσία διέλυσε αυτή την εικόνα. Το 1989, τo κινέζικo μοντέλο το υποστήριζαν κυρίως οι δεξιοί που ήθελαν να δείξουν την αναπόφευκτη υπεροχή των "δυνάμεων της αγοράς". Αυτό είχε οδηγήσει πολλούς αριστερούς να μιλάνε για άνοδο του "ρεβιζιονισμού" και μιας "νέας καπιταλιστικής τάξης". Κι όμως. Αυτή η καπιταλιστική τάξη δεν ήταν καθόλου καινούργια. Πολλά από τα στοιχεία της στρατηγικής του "εκσυγχρονισμού" χρησιμοποιήθηκαν στην εποχή του Μάο όταν υπηρετούσαν τους δικούς του σκοπούς. Οταν πάμε λίγο πιο βαθειά, θα δούμε ότι ο Μάο και ο Ντενγκ μοιράζονταν τον ίδιο βασικό στόχο: την οικοδόμηση μιας δυνατής εθνικής οικονομίας, ικανής να ανταγωνίζεται στην παγκόσμια οικονομία. Η διαφωνία μεταξύ τους ήταν πάντα στο ποια μέσα θα χρησιμοποιούσα για να φτάσουν στον ίδιο σκοπό. Από το 1949 αυτό που καθόριζε το σκοπό και την κατεύθυνση της κινέζικης οικονομίας, ήταν η αναγκαιότητα του ανταγωνισμού και όχι οι βασικές ανάγκες των Κινέζων εργατών και αγροτών. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 αυτός ο ανταγωνισμός εκφραζόταν κυρίως με στρατιωτικούς όρους και η οικονομική στρατηγική επικεντρωνόταν στην ανάγκη να οικοδομηθεί μια πολεμική μηχανή αντίστοιχη και ίση με αυτές που απειλούσαν την Κίνα. Αυτό κρύβεται πίσω από την κλειστή οικονομία, την απόλυτη προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία, την σπατάλη αναρίθμητων πόρων για την κατασκευή της κινέζικης ατομικής βόμβας. Αυτό κρύβεται πίσω από τις συνεχείς "μαζικές καμπάνιες" που απαιτούσαν το στίψιμο εργατών και αγροτών για να ανέβει και άλλο η παραγωγή. Η απόλυτη φτώχια και καθυστέρηση της Κίνας έβγαλε την όλη στρατηγική άχρηστη. Ο Μάο ήθελε να ξεπεράσει αυτούς τους υλικούς περιορισμούς χρησιμοποιώντας την "δύναμη της θέλησης" και την σκληρή εργασία στη θέση τού ανύπαρκτου κεφαλαίου και της ανύπαρκτης τεχνολογίας. Αντί να λειτουργήσει αυτή η πολιτική οδήγησε την οικονομία από κρίση σε κρίση. Η Κίνα πράγματι αναπτύχθηκε βιομηχανικά, αλλά η οικονομία της έμενε όλο και πιο πίσω σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό. Οι καινούργιοι ηγέτες έχουν απέρριψαν αυτή την αντιμετώπιση του Μάο, ακριβώς γιατί απέτυχε να δώσει αποτελέσματα. Κατά την άποψή τους η πραγματικότητα του διεθνούς ανταγωνισμού επέβαλλε στην Κίνα να ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία. Για να κάνουν πιο κερδοφόρα και πιο παραγωγική τη βιομηχανία, έπρεπε να εγκαταλειφθεί και η γραφειοκρατική διοίκηση της οικονομίας από τα πάνω. "Ο σοσιαλισμός σε μια και μόνο χώρα" είχε πεθάνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκατέλειψαν τον κρατικό καπιταλισμό προς όφελος του ιδιωτικού καπιταλισμού. Ο ιδιωτικός καπιταλισμός επέστρεψε στην Κίνα κύρια στις καινούργιες βιομηχανίες αγροτικών προιόντων, ένδυσης και μικροηλεκτρονικών, ήταν όμως ένα πολύ μικρό τμήμα του συνόλου της οικονομίας. Αυτό που έκαναν, ήταν μάλλον να μεταβιβάζουν τον άμεσο έλεγχο της διαχείρισης της οικονομίας από μερικές εκατοντάδες ανώτατους γραφειοκράτες στο Πεκίνο, στην μάζα των κατώτερων γραφειοκρατών και διευθυντών.
Το κράτος παρέμενε υπό έλεγχο, αλλά αυτοί που είχαν την αρμοδιότητα να αποφασίσουν με ποιον ακριβώς τρόπο θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα σε κάθε εργοστάσιο ή ορυχείο, ήταν εκείνα τα μέλη της άρχουσας τάξης που βρίσκονταν στα χαμηλότερα πατώματά της, οι διευθυντές δηλαδή των εργοστασίων. Γιατί η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας σαν σύνολο, προϋπέθετε ότι και η κάθε μονάδα της οικονομίας θα γινόταν πιο ανταγωνιστική. Ομως παρόλο που η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται πιό γοργά από το 1978 σε σύγκριση με πριν, η άρχουσα τάξη σαν σύνολο άρχισε να χάνει σταδιακά τον έλεγχο πάνω σε αυτή την ανάπτυξη. Η μεταβίβαση εξουσίας στους τοπικούς γραφειοκράτες δημιούργησε χιλιάδες αποκεντρωμένα κέντρα αποφάσεων, για τα οποία κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι θα υποτάσσονταν στην θέληση του συνόλου της γραφειοκρατίας. Αυτή η διαδικασία είχε μια δική της δυναμική, που οδηγούσε σε μεγαλύτερο κατακερματισμό και ανισομέρεια. Οσο προχωρούσαν στην ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, τόσο περισσότερο οι ρυθμοί της ανάπτυξης και της κρίσης της διεθνούς οικονομίας κυριαρχούσαν και καθόριζαν και την κινέζικη οικονομία. Η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε σε ποιές αγορές συμφέρει περισσότερο να στραφούν οι κινέζικες εξαγωγές ούτε τις τιμές που θα ίσχυαν για τις εξαγωγές τους. Τα πλάνα αναπροσαρμόζονταν ασταμάτητα στα συνεχώς μεταβαλλόμενα διεθνή δεδομένα. Αλλά η εξουσία της άρχουσας τάξης βασιζόταν ακριβώς στην δυνατότητα της να ελέγχει και να κατευθύνει την οικονομία και η "εκσυγχρονιστική" στρατηγική είχε σαν προϋπόθεση- όπως ακριβώς και η μαοϊκή στρατηγική - αυτή τη δυνατότητα. Για να γίνει κάποιος τομέας της κινέζικης βιομηχανίας πράγματικα ανταγωνιστικός σε παγκόσμια κλίμακα το κεφάλαιο που θα απαιτηθεί είναι τόσο τεράστιο, που καμία μεμονωμένη επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων δεν ήταν δυνατόν να συσσωρεύσει. Τα λεφτά έπρεπε να προέλθουν από το κράτος. Ομως ο άμεσος έλεγχός του πάνω στους βασικούς κλάδους της οικονομίας συνέχεια υπονομευόταν, εξαιτίας της έλειψης ελέγχου πάνω στην υπόλοιπη οικονομία.
Τιενανμέν 1989: Η εξέγερση
Οταν πέθανε ο Χου Γιαομπανγκ, πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ στις 15 Απρίλη του 1989, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα επακολουθούσε. Για να τιμηθεί η μνήμη του, μιας και έχαιρε της φήμης του πολιτικά φιλελεύθερου, ξεκίνησαν διαδηλώσεις στο Πεκίνο, που αμέσως επεκτάθηκαν σε 11 ακόμα πόλεις. Στην πραγματικότητα, ο Χου ήταν από τους επικεφαλής της εκστρατείας ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα μετά το 1981. Ομως, έστω και διαστρεβλωμένα οι διαδηλώσεις άνοιξαν μια χαραμάδα από όπου ξεχύθηκε ένα τεράστιο κίνημα, στο οποίο η συμμετοχή της εργατικής τάξης ήταν τόσο μαζική και καθοριστικής σημασίας, που αντίστοιχη στην ιστορία της Κίνας, υπήρξε μόνο στα επαναστατικά χρόνια 1925-27. Τον Απρίλη του 1989, ο ανταποκριτής του BBC στην Κϊνα έστειλε ένα ρεπορτάζ που τέλειωνε έτσι: "Η δυσαρέσκεια ανάμεσα στους εργάτες εντείνεται, κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει, αλλά κάτι σιγοβράζει". Η έκρηξη που ακολούθησε είχε τις ρίζες της σε ένα συνδυασμό πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Όμως δεν έπεσε από τον ουρανό. Από τις αρχές του 1989 στα πανεπιστήμια του Πεκίνου είχαν αρχίσει να γίνονται συγκεντρώσεις φοιτητών όπου οι ομιλητές ζητούσαν περισσότερη δημοκρατία. Η σπίθα που άναψε τη φωτιά ήταν οι φήμες για το θάνατο του Χου. Στις 17 Απρίλη, μερικές εκατοντάδες φοιτητές πήραν την πρωτοβουλία να συγκεντρωθούν στην πλατεία Τιενανμέν. Την επόμενη μέρα έγιναν χιλιάδες και στις 20 Απρίλη εκατοντάδες χιλιάδες, όχι μόνο στο Πεκίνο, αλλά και στην Σανγκάη και στο Τιαντζίν, όπου έγιναν πορείες συμπαράστασης. Οι διαδηλωτές απαιτούσαν το δικαίωμα συγκέντρωσης και λόγου, το σταμάτημα της λογοκρισίας, το δικαίωμα για ίδρυση ανεξάρτητων συνδικάτων, το κτύπημα των προνομίων και της διαφθοράς στην κρατική και κομματική ιεραρχία. Η μαχητικότητα ξεπερνούσε κάθε προηγούμενη εκδήλωση διαμαρτυρίας. Ένα από τα πλακάτ των φοιτητών έγραφε: "Αυτοί που έπρεπε να έχουν πεθάνει, ζουν. Αυτοί που ζουν, έπρεπε να έχουν πεθάνει". Η αρχική εκτίμηση του καθεστώτος ήταν ότι οι διαδηλώσεις θα ξεθύμαιναν μετά την κηδεία του Χου στις 22 Απρίλη. Ομως, η προσδοκία αυτή γρήγορα διαψεύστηκε με τρόπο ανησυχητικό για την άρχουσα τάξη. Παρά την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, τη μέρα της κηδείας πάνω από 150.000 διαδηλωτές, οργανωμένοι με ένα εξαιρετικά πειθαρχημένο τρόπο, ξεφύτρωσαν από παντού. Το απόγευμα η πλατεία είχε πλημμυρίσει από κόσμο που κρατούσε κόκκινες σημαίες και τραγουδούσε ασταμάτητα τη Διεθνή. Αργά το βράδυ έγιναν οι πρώτες συγκρούσεις καθώς μερικοί φοιτητές προσπάθησαν να μπουν στην Απαγορευμένη Πόλη, το τμήμα του Πεκίνουν όπου έμεναν οι γραφειοκράτες. Στο Ξιάν και στο Τσανγκσά έχουμε για πρώτη φορά την πλαισίωση των φοιτητών από εργάτες και ανέργους και τις πρώτες επιθέσεις σε κυβερνητικά κτίρια και οδομαχίες. Στο Τσονγκίνγκ χιλιάδες μαζεύτηκαν στο κέντρο της πόλης, ενώ στο Βουχάν έγινε διαδήλωση 30.000. Ενας οδηγός φορτηγού δήλωσε στον ανταποκριτή της βρετανικής εφημερίδας Observer: "Αυτοί στην κυβέρνηση δεν είναι κομμουνιστές, είναι το ίδιο με τους παλιούς φεουδάρχες, είναι μια άρχουσα τάξη και γι' αυτό φοβούνται τον κόσμο. Αλλά εμείς δεν τους φοβόμαστε, γι' αυτό θα μείνουμε στους δρόμους και θα τραγουδάμε τη Διεθνή". Στις 26 Απρίλη ο Ντενγκ δηλώνει στον κρατικό τύπο ότι οι διαδηλώσεις θα σταματήσουν "έστω και με αιματοχυσία". Η απάντηση του κινήματος ήταν η κλιμάκωση της οργάνωσής του και η αναζήτηση κοινωνικών συμμαχιών. Ιδρύεται η Ανεξάρτητη Φοιτητική Ενωση, ενώ γίνεται έκκληση για συμμετοχή εργατών στις διαδηλώσεις. Στις 27 Απρίλη, οι φοιτητές του πανεπιστημίου του Πεκίνου σε μια μεγαλειώδη συνέλευση αποφασίζουν να στείλουν ομάδες στους χώρους δουλειάς για να ζητήσουν συμπαράσταση. Η διαδήλωση που έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας έκανε 15 ώρες να διασχίσει το κέντρο της πόλης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας International Herald Tribune "η δουλειά σταμάτησε στην πλειοψηφία των εργοστασίων. Οι οικοδόμοι ζητοκραύγαζαν την πορεία από τις σκαλωσιές και κράδαιναν μεγάλα δοκάρια και λοστούς. Τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις, χιλιάδες εργάτες περικύκλωσαν το στρατό και την αστυνομία που είχε στείλει ο Ντενγκ και τους εμπόδισαν να πλησιάσουν τους φοιτητές". Μπροστά στον κίνδυνο γενικότερης ανάφλεξης η άρχουσα τάξη κάνει προσπάθειες κατευνασμού. Στα τέλη του Απρίλη έγινε συνάντηση αντιπροσώπων της κυβέρνσης με 45 αντιπρόσωπους των φοιτητών. Η συνάντηση αποτυγχάνει μετά την απαίτηση των φοιτητών να γίνουν οι συνομιλίες με στελέχη του πολιτικού γραφείου.
Οταν πέθανε ο Χου Γιαομπανγκ, πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ στις 15 Απρίλη του 1989, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα επακολουθούσε. Για να τιμηθεί η μνήμη του, μιας και έχαιρε της φήμης του πολιτικά φιλελεύθερου, ξεκίνησαν διαδηλώσεις στο Πεκίνο, που αμέσως επεκτάθηκαν σε 11 ακόμα πόλεις. Στην πραγματικότητα, ο Χου ήταν από τους επικεφαλής της εκστρατείας ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα μετά το 1981. Ομως, έστω και διαστρεβλωμένα οι διαδηλώσεις άνοιξαν μια χαραμάδα από όπου ξεχύθηκε ένα τεράστιο κίνημα, στο οποίο η συμμετοχή της εργατικής τάξης ήταν τόσο μαζική και καθοριστικής σημασίας, που αντίστοιχη στην ιστορία της Κίνας, υπήρξε μόνο στα επαναστατικά χρόνια 1925-27. Τον Απρίλη του 1989, ο ανταποκριτής του BBC στην Κϊνα έστειλε ένα ρεπορτάζ που τέλειωνε έτσι: "Η δυσαρέσκεια ανάμεσα στους εργάτες εντείνεται, κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει, αλλά κάτι σιγοβράζει". Η έκρηξη που ακολούθησε είχε τις ρίζες της σε ένα συνδυασμό πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Όμως δεν έπεσε από τον ουρανό. Από τις αρχές του 1989 στα πανεπιστήμια του Πεκίνου είχαν αρχίσει να γίνονται συγκεντρώσεις φοιτητών όπου οι ομιλητές ζητούσαν περισσότερη δημοκρατία. Η σπίθα που άναψε τη φωτιά ήταν οι φήμες για το θάνατο του Χου. Στις 17 Απρίλη, μερικές εκατοντάδες φοιτητές πήραν την πρωτοβουλία να συγκεντρωθούν στην πλατεία Τιενανμέν. Την επόμενη μέρα έγιναν χιλιάδες και στις 20 Απρίλη εκατοντάδες χιλιάδες, όχι μόνο στο Πεκίνο, αλλά και στην Σανγκάη και στο Τιαντζίν, όπου έγιναν πορείες συμπαράστασης. Οι διαδηλωτές απαιτούσαν το δικαίωμα συγκέντρωσης και λόγου, το σταμάτημα της λογοκρισίας, το δικαίωμα για ίδρυση ανεξάρτητων συνδικάτων, το κτύπημα των προνομίων και της διαφθοράς στην κρατική και κομματική ιεραρχία. Η μαχητικότητα ξεπερνούσε κάθε προηγούμενη εκδήλωση διαμαρτυρίας. Ένα από τα πλακάτ των φοιτητών έγραφε: "Αυτοί που έπρεπε να έχουν πεθάνει, ζουν. Αυτοί που ζουν, έπρεπε να έχουν πεθάνει". Η αρχική εκτίμηση του καθεστώτος ήταν ότι οι διαδηλώσεις θα ξεθύμαιναν μετά την κηδεία του Χου στις 22 Απρίλη. Ομως, η προσδοκία αυτή γρήγορα διαψεύστηκε με τρόπο ανησυχητικό για την άρχουσα τάξη. Παρά την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, τη μέρα της κηδείας πάνω από 150.000 διαδηλωτές, οργανωμένοι με ένα εξαιρετικά πειθαρχημένο τρόπο, ξεφύτρωσαν από παντού. Το απόγευμα η πλατεία είχε πλημμυρίσει από κόσμο που κρατούσε κόκκινες σημαίες και τραγουδούσε ασταμάτητα τη Διεθνή. Αργά το βράδυ έγιναν οι πρώτες συγκρούσεις καθώς μερικοί φοιτητές προσπάθησαν να μπουν στην Απαγορευμένη Πόλη, το τμήμα του Πεκίνουν όπου έμεναν οι γραφειοκράτες. Στο Ξιάν και στο Τσανγκσά έχουμε για πρώτη φορά την πλαισίωση των φοιτητών από εργάτες και ανέργους και τις πρώτες επιθέσεις σε κυβερνητικά κτίρια και οδομαχίες. Στο Τσονγκίνγκ χιλιάδες μαζεύτηκαν στο κέντρο της πόλης, ενώ στο Βουχάν έγινε διαδήλωση 30.000. Ενας οδηγός φορτηγού δήλωσε στον ανταποκριτή της βρετανικής εφημερίδας Observer: "Αυτοί στην κυβέρνηση δεν είναι κομμουνιστές, είναι το ίδιο με τους παλιούς φεουδάρχες, είναι μια άρχουσα τάξη και γι' αυτό φοβούνται τον κόσμο. Αλλά εμείς δεν τους φοβόμαστε, γι' αυτό θα μείνουμε στους δρόμους και θα τραγουδάμε τη Διεθνή". Στις 26 Απρίλη ο Ντενγκ δηλώνει στον κρατικό τύπο ότι οι διαδηλώσεις θα σταματήσουν "έστω και με αιματοχυσία". Η απάντηση του κινήματος ήταν η κλιμάκωση της οργάνωσής του και η αναζήτηση κοινωνικών συμμαχιών. Ιδρύεται η Ανεξάρτητη Φοιτητική Ενωση, ενώ γίνεται έκκληση για συμμετοχή εργατών στις διαδηλώσεις. Στις 27 Απρίλη, οι φοιτητές του πανεπιστημίου του Πεκίνου σε μια μεγαλειώδη συνέλευση αποφασίζουν να στείλουν ομάδες στους χώρους δουλειάς για να ζητήσουν συμπαράσταση. Η διαδήλωση που έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας έκανε 15 ώρες να διασχίσει το κέντρο της πόλης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας International Herald Tribune "η δουλειά σταμάτησε στην πλειοψηφία των εργοστασίων. Οι οικοδόμοι ζητοκραύγαζαν την πορεία από τις σκαλωσιές και κράδαιναν μεγάλα δοκάρια και λοστούς. Τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις, χιλιάδες εργάτες περικύκλωσαν το στρατό και την αστυνομία που είχε στείλει ο Ντενγκ και τους εμπόδισαν να πλησιάσουν τους φοιτητές". Μπροστά στον κίνδυνο γενικότερης ανάφλεξης η άρχουσα τάξη κάνει προσπάθειες κατευνασμού. Στα τέλη του Απρίλη έγινε συνάντηση αντιπροσώπων της κυβέρνσης με 45 αντιπρόσωπους των φοιτητών. Η συνάντηση αποτυγχάνει μετά την απαίτηση των φοιτητών να γίνουν οι συνομιλίες με στελέχη του πολιτικού γραφείου.
Οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Πεκίνο και στις άλλες πόλεις στις 4 Μάη, σηματοδοτούν το τέλος της πρώτης φάσης του κινήματος. Ομως φανερώνουν ταυτόχρονα και τις αδυναμίες του. Οι αντιπρόσωποι της ΑΦΕ διαφωνούν ως προς την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Ο ηγέτης της, Βουερκαϊξι μετά τις διαδηλώσεις της 4ης Μάη δηλώνει ότι οι φοιτητές πέτυχαν "μεγάλη νίκη" και μπορούν να επιστρέψουν στα μαθήματά τους. Οι περισσότεροι φοιτητές επιστρέφουν στις τάξεις τους, ενώ η ΑΦΕ παραιτείται από την απαίτησή της να γίνει συνάντηση με μέλη του πολιτικού γραφείου. Δέχεται ο διάλογος να διεξαχθεί σε κατώτερο επίπεδο. Η έλλειψη συνολικής πολιτικής πρότασης βαραίνει πάνω στο κίνημα και το επόμενο δεκαήμερο η συμμετοχή στις διαδηλώσεις μειώνεται σημαντικά. Στο κρίσιμο σημείο δυο γεγονότα αναζωπυρώνουν το κίνημα και το επεκτείνουν. Το πρώτο είναι η απόφαση στις 14 Μάη για κήρυξη απεργίας πείνας 3.000 φοιτητών. Το δεύτερο και πιο αποφασιστικό, είναι πλέον η μαζική συμμετοχή της εργατικής τάξης στην εξέγερση. Στις 17 Μάη γίνεται μια τεράστια διαδήλωση ενός εκατομμυρίου που στην συντριπτική της πλειοψηφία αποτελείται από εργάτες. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες από όλο το Πεκίνο, με πανό που το καθένα γράφει το εργοστάσιο που συμμετέχει, μαζεύονται σε προσυγκεντρώσεις, σε αφετηρίες λεωφορείων. Η συγκέντρωση καταλήγει στην έδρα των κρατικών συνδικάτων όπου το αίτημα που κυριαρχεί είναι η ίδρυση ανεξάρτητων συνδικάτων. Τις επόμενες μέρες ιδρύεται το πρώτο ανεξάρτητο συνδικάτο. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται στο Ξιαν και την Σαγκάη. Οι 20 από τις 27 επαρχιακές πρωτεύουσες της Κίνας συγκλονίζονται από απεργίες και διαδηλώσεις. Στις 18 Μάη, 30.000 διαδηλώνουν στην Καντώνα. 100.000 στο Ναντζίνγκ, 20.000 στη δυτική πόλη Γουϊγιάνγκ, 15.000 στο Χοχότ, την πρωτεύουσα της Εσωτερικής Μογγολίας. Στο Χεφέι, στις 19 Μάη, μαζί με τους φοιτητές διαδηλώνουν με τα πανό τους χιλιάδες δάσκαλοι και σιδηροδρομικοί, ενώ οι εργάτες από ένα εργοστάσιο φέρνουν κιβώτια με βεγγαλικά και δημιουργούν "μια εκπληκτική ατμόσφαιρα που έκανε τη νύχτα μέρα", όπως δήλωνε ένας αυτόπτης μάρτυρας. Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση του κινήματος οδηγεί σε αποτυχία την τελευταία προσπάθεια διαλόγου που επιχειρεί το καθεστώς. Μια συνάντηση του πρωθυπουργού Λι Πεγκ με φοιτητές αποτυγχάνει, μετά απ' την εμμονή των φοιτητών οι συνομιλίες να μεταδοθούν ζωντανές από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στις πέντε το πρωί της 19ης Μαΐου 1989 ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και πρωθυπουργός Ζάο Ζιγιάνγκ εμφανίστηκε στην πλατεία Τιανανμέν του Πεκίνου και απευθυνόμενος στους σπουδαστές που επί πολλές ημέρες διαδήλωναν εκεί και στους γύρω δρόμους τούς είπε πως θα έπρεπε να σταματήσουν την απεργία πείνας που είχαν αρχίσει προκειμένου να αφήσουν ανοιχτή την πόρτα του διαλόγου με την κυβέρνηση. Αφού τους ζήτησε συγγνώμη για τα σφάλματα και τις παραλείψεις της δικής του γενιάς, έδωσε το στίγμα του με τις παρακάτω φράσεις που έμειναν ιστορικές:«Ηρθαμε πολύ αργά»και«Δεν είστε σαν κι εμάς,εμείς είμαστε όλοι γέροι, για μας πλέον δεν έχει καμιά σημασία». Το καθεστώς έντρομο μπροστά στις κατακλυσμιαίες εξελίξεις κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο στις 20 Μάη. 300.000 στρατιώτες συγκεντρώνονται στα περίχωρα του Πεκίνου, περίπου το 10% του στρατού της Κίνας. Καθώς τα νέα διαδίδονται, φοιτητές και εργάτες μαζεύονται κατά χιλιάδες και σταματούν τα λεωφορεία απαιτώντας να τους μεταφέρουν στις συνοικίες όπου φτιάχνουν οδοφράγματα με τα ίδια λεωφορεία και με μπουλντόζες. Οι εργαζόμενοι στο μετρό κόβουν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για να εμποδίσουν το στρατό να φτάσει στο κέντρο της πόλης. Ενας αυτόπτης μάρτυρας διηγείται: "Τα οδοφράγματα ξέραμε ότι από μόνα τους δεν θα σταματούσαν το στρατό. Τα στήναμε γιατί έτσι είχαμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε με τους στρατιώτες και να τους πείσουμε ότι δεν πρέπει να μας επιτεθούν. Και είναι εντυπωσιακό ότι έτσι κρατήσαμε για μέρες μακριά τον στρατό. Τα οδοφράγματα δεν είναι για να στέκεσαι πίσω τους, είναι για να βρίσκεσαι μπροστά τους. Συζητάμε με τους στρατιώτες. Ερχεται ένα φοιτητής από την Τιενανμέν. Μας διαβάζει από την ντουντούκα μια προκήρυξη. Καλεί τους εργάτες να ενωθούν με τους φοιτητές. Ολοι δηλώνουμε ότι είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμ αν χρειαστεί. Το κέντρο της πόλης, περίπου εννιά χιλιόμεετρα βρίσκεται στα χέρια των εργατών και των φοιτητών. Υπάρχουν πάνω από πέντε εκατομμύρια άνθρωποι στους δρόμους. Συνέχεια περνούν φορτηγά γεμάτα με κόσμο που πάνε στο ένα ή το άλλο οδόφραγμα. Ομάδες γυρίζουν και βλέπουν αν χρειάζονται ενισχύσεις. Όλα τα οχήματα έχουν κόκκινες σημαίες. Και όλοι τραγουδάμε τη Διεθνή, ξανά και ξανά και ξανά…" Το σαββατοκύριακο 21 και 22 Μάη του 1989, η εξέγερση κορυφώνεται και αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικής επανάστασης. Πολλοί στρατιώτες συναδελφώνονται με τους φοιτητές και τους εργάτες και η κυβέρνηση μοιάζει ανήμπορη να ελέγξει την κατάσταση. Στις 22 Μάη κυκλοφορεί ένα γράμμα με υπογραφές 100 αξιωματικών του στρατού και κομματικών παραγόντων που ζητά την ανάκληση του στρατιωτικού νόμου. Η αυτοπεποίθηση και η εμπειρία από τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις, οδήγησε μια μειοψηφία εργατών στο συμπέρασμα ότι χρειαζόταν να χτιστούν νέα ανεξάρτητα από το κράτος συνδικάτα. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν η Ανεξάρτητη Ομοσπονδία Εργατών του Πεκίνου, αλλά παρόμοιες οργανώσεις φτιάχτηκαν στη Σανγκάη, στο Χανγκσχού, στο Ξιάν, στο Τιαντζίν και στην Καντώνα. Η Ανεξάρτητη Ομοσπονδία του Πεκίνου ιδρύθηκε στις 21 Απρίλη, αλλά εμφανίστηκε δημόσια για πρώτη φορά στην Τιενανμέν, στις 20 Μάη.
Απεργία πείνας
"Περίπου 200 εργάτες κατασκήνωσαν δίπλα στους φοιτητές και σήκωσαν το πανό το πανό της Ομοσπονδίας. Ο πυρήνας τους αποτελούνταν από χαλυβουργούς, σιδηροδρομικούς, εργαζόμενους στις αεροπορικές γραμμές, στα εστιατόρεια… Γρήγορα γύρω τους μαζεύτηκαν χιλιάδες άλλοι εργάτες για να ακούσουν τις ομιλίες από τα μεγάφωνα". Από τις 25 Μάη η άρχουσα τάξη, κάνοντας πια έναν αγώνα επιβίωσης, συσπειρώνεται γύρω από τους σκληρούς, ενώ το σύνολο σχεδόν των στρατιωτικών διοικητών της Κίνας υποστηρίζει τον πρωθυπουργό Λι Πεγκ. Η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη τη σύγχυση που επικρατεί ανάμεσα στους ηγέτες των φοιτητών για το μέλλον του αγώνα και το σταμάτημα των απεργιών αρχίζει την τρομοκρατία. Στα εργοστάσια συλλαμβάνονται αρκετοί εργάτες που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις. Το κλίμα τρομοκρατίας επιβάλλεται και στα πανεπιστήμια και η συμμετοχή στις διαδηλώσεις μειώνεται δραματικά. Στην πλατεία Τιενανμεν οι φοιτητές σε μια απέλπιδα προσπάθεια στήνουν το άγαλμα της "θεάς της Δημοκρατίας". Οταν όμως το καθεστώς αρχίζει να παίρνει τα πρώτα κατασταλτικά μέτρα η αντίδραση αναζωπυρώνει το κίνημα. Στις 30 Μάη δεκάδες χιλιάδες διαδηλώνουν ενάντια στη σύλληψη τριών εργατών ηγετών του ανεξάρτητου εργατικού συνδικάτου. Ο χρόνος είναι πλέον ζωτικής σημασίας για την άρχουσα τάξη. Τη νύχτα 3 με 4 του Ιούνη 1989 ο στρατός προχώρησε στην σφαγή: τα τανκς εισέβαλαν στην πλατεία της Τιενανμεν. Οι διαδηλωτές κράτησαν μέχρι την τελευταία στιγμή τις "αλυσίδες" τραγουδώντας τη Διεθνή. Σιώπησαν μόνο από τα πολυβόλα... Οι επόμενες μέρες είδαν την ηρωική αλλά άνιση μάχη των φοιτητών και εργατών ενάντια στα τανκς. Μερικές χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στις συνοικίες και συνέχιζαν να συγκρούονται με τον στρατό. Τα ξημερώματα της 6 Ιούνη, ένας δεκαεννιάχρονος εργοστασιακός εργάτες, η Βανγκ Βεϊλίν, στάθηκε μπροστά σε μια φάλαγγα από τανκς, τα ανάγκασε να σταματήσουν την πορεία τους, ανέβηκε πάνω σε ένα από αυτά και έκανε το σήμα της νίκης. Το φιλμ έκανε το γύρο του κόσμου και έγινε σύμβολο της γενναιότητας των εξεγερμένων. Ο Βανγκ Βεϊλίν, εκτελέστηκε μυστικά δυο βδομάδες αργότερα. Αν στο Πεκίνο η αιματηρή καταστολή τσάκισε το κίνημα, στις άλλες πόλεις η αντίσταση συνεχίστηκε για δέκα μέρες. Στο Τσενγκντού επί δύο μέρες γίνονταν μάχες,οι οποίες άφησαν πάνω από 300 νεκρούς στους δρόμους. Στη Σανγκάη και στο Ναντζίινγκ έγιναν διαδηλώσεις 100.000 ανθρώπων. Σε μια από τις διαδηλώσεις στην περιοχή Γκουανγκτζού, ένας φοιτητής φώναζε από τα μεγάφωνα: "Όχι πια άλλες απεργίες πείνας, είναι άχρηστες. Χρειάζεται γενική απεργία. Μόνο αν οι εργάτες σταματήσουν την παραγωγή χάλυβα και ηλεκτρισμού, μόνο αν οι σιδηροδρομικοί σταματήσουν τα τρένα, μόνο τότε θα ανατρέψουμε αυτό το καθεστώς. Ούτε η άρχουσα τάξη, ούτε ο στρατός της φτάνει για να κινήσει όλα τα εργοστάσια της Κίνας. Οι εργάτες έχουν τη δύναμη, ας τη χρησιμοποιήσουν. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος". Όμως, οι διαδηλώσεις δεν μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ απέναντι στην πιο αιματηρή καταστολή που υπήρξε σε κράτος από την εποχή της Ουγγαρίας του '56. Η αντεπαναστατική τρομοκρατία κυριάρχησε σε ολόκληρη την Κίνα. Ο κινεζικός Ερυθρός Σταυρός υπολόγισε τους νεκρούς, στη διάρκεια της καταστολής στην Τιενανμέν, σε 2.600 μόνο στην πρωτεύουσα. Στο Πεκίνο εκτελέστηκαν μεταξύ 17 και 22 Ιούνη 400 από τους συλληφθέντες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι που εκτελέστηκαν ήσαν τρεις εργάτες στην Σαγκάη. Στα τέλη του 1989 πάνω από 30.000 εργάτες βρίσκονταν στις φυλακές. Το καθεστώς -όπως κάθε αστικό κράτος στον κόσμο- ήξερε ότι οι εργάτες αποτελούν τον κύριο εχθρό του σε στιγμές εξέγερσης. Τα προβλήματα, όμως, για την άρχουσα τάξη δεν επρόκειτο να εξαφανιστούν με μαγικό τρόπο χάρη στα τανκς. Το κόστος της καταστολής γι αυτήν ήταν τρομακτικό. Τα εργοστάσια στο Πεκίνο, στην Σαγκάη και σ' όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις παρέμειναν κλειστά για αρκετές μέρες. Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει καταστραφεί σε αρκετά σημεία από την προσπάθεια των διαδηλωτών να εμποδίσουν τις μετακινήσεις του στρατού. Υπολογίστηκε ότι οι εξαγωγές της χώρας έπεσαν γύρω ατο 20% αυτό το χρόνο. Πάνω απ' όλα η άρχουσα τάξη πιεζόταν αφόρητα για να εξασφαλίσει κάποιου είδους ευρύτερη συναίνεση. Η εξέγερση δημιούργησε συνθήκες μακρόσυρτης πολιτικής αστάθειας που ανάγκασε τουλάχιστον προσωρινά τους δυτικούς καπιταλιστές να φοβούνται για τις επενδύσεις τους στην Κίνα. Οι οικονομικές απώλειες στα εργοστάσια μπορούσαν να καλυφθούν μόνο με υπερωρίες και εντατικοποίηση, όμως το καθεστώς θα πρέπει να πληρώσει για την κοινωνική γαλήνη με αυξήσεις μισθών και αυξήσεις στα πριμ. Ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και τους εργάτες - φοιτητές η εξέγερση άνοιξε ένα τεράστιο χάσμα που δεν θα μπορούσε πια εύκολα να γεφυρωθεί. Ενα χάσμα από όπου μπορούν να αναβλύσουν οι ιδέες της εργατικής επανάστασης. Όπως έγραφε η προκήρυξη της Ανεξάρτητης Εργατικής Ομοσπονδίας που μοιραζόταν τη μέρα που τα οδοφράγματα απελευθέρωσαν το Πεκίνο: "Η εργατική τάξη είναι η πιο πρωτοπόρα τάξη κι εμείς, το Δημοκρατικό Κίνημα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διακηρύξουμε την τεράστια δύναμή της. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας υποτίθεται ότι είναι κράτος των εργατών, άρα έχουμε όλο το δικαίωμα να ανατρέψουμε τους δικτάτορες… Το να τους ανατρέψουμε είναι το αδιαφιλονίκητο καθήκον μας. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε πέρα από τις αλυσίδες μας, έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε"!
"Περίπου 200 εργάτες κατασκήνωσαν δίπλα στους φοιτητές και σήκωσαν το πανό το πανό της Ομοσπονδίας. Ο πυρήνας τους αποτελούνταν από χαλυβουργούς, σιδηροδρομικούς, εργαζόμενους στις αεροπορικές γραμμές, στα εστιατόρεια… Γρήγορα γύρω τους μαζεύτηκαν χιλιάδες άλλοι εργάτες για να ακούσουν τις ομιλίες από τα μεγάφωνα". Από τις 25 Μάη η άρχουσα τάξη, κάνοντας πια έναν αγώνα επιβίωσης, συσπειρώνεται γύρω από τους σκληρούς, ενώ το σύνολο σχεδόν των στρατιωτικών διοικητών της Κίνας υποστηρίζει τον πρωθυπουργό Λι Πεγκ. Η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη τη σύγχυση που επικρατεί ανάμεσα στους ηγέτες των φοιτητών για το μέλλον του αγώνα και το σταμάτημα των απεργιών αρχίζει την τρομοκρατία. Στα εργοστάσια συλλαμβάνονται αρκετοί εργάτες που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις. Το κλίμα τρομοκρατίας επιβάλλεται και στα πανεπιστήμια και η συμμετοχή στις διαδηλώσεις μειώνεται δραματικά. Στην πλατεία Τιενανμεν οι φοιτητές σε μια απέλπιδα προσπάθεια στήνουν το άγαλμα της "θεάς της Δημοκρατίας". Οταν όμως το καθεστώς αρχίζει να παίρνει τα πρώτα κατασταλτικά μέτρα η αντίδραση αναζωπυρώνει το κίνημα. Στις 30 Μάη δεκάδες χιλιάδες διαδηλώνουν ενάντια στη σύλληψη τριών εργατών ηγετών του ανεξάρτητου εργατικού συνδικάτου. Ο χρόνος είναι πλέον ζωτικής σημασίας για την άρχουσα τάξη. Τη νύχτα 3 με 4 του Ιούνη 1989 ο στρατός προχώρησε στην σφαγή: τα τανκς εισέβαλαν στην πλατεία της Τιενανμεν. Οι διαδηλωτές κράτησαν μέχρι την τελευταία στιγμή τις "αλυσίδες" τραγουδώντας τη Διεθνή. Σιώπησαν μόνο από τα πολυβόλα... Οι επόμενες μέρες είδαν την ηρωική αλλά άνιση μάχη των φοιτητών και εργατών ενάντια στα τανκς. Μερικές χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στις συνοικίες και συνέχιζαν να συγκρούονται με τον στρατό. Τα ξημερώματα της 6 Ιούνη, ένας δεκαεννιάχρονος εργοστασιακός εργάτες, η Βανγκ Βεϊλίν, στάθηκε μπροστά σε μια φάλαγγα από τανκς, τα ανάγκασε να σταματήσουν την πορεία τους, ανέβηκε πάνω σε ένα από αυτά και έκανε το σήμα της νίκης. Το φιλμ έκανε το γύρο του κόσμου και έγινε σύμβολο της γενναιότητας των εξεγερμένων. Ο Βανγκ Βεϊλίν, εκτελέστηκε μυστικά δυο βδομάδες αργότερα. Αν στο Πεκίνο η αιματηρή καταστολή τσάκισε το κίνημα, στις άλλες πόλεις η αντίσταση συνεχίστηκε για δέκα μέρες. Στο Τσενγκντού επί δύο μέρες γίνονταν μάχες,οι οποίες άφησαν πάνω από 300 νεκρούς στους δρόμους. Στη Σανγκάη και στο Ναντζίινγκ έγιναν διαδηλώσεις 100.000 ανθρώπων. Σε μια από τις διαδηλώσεις στην περιοχή Γκουανγκτζού, ένας φοιτητής φώναζε από τα μεγάφωνα: "Όχι πια άλλες απεργίες πείνας, είναι άχρηστες. Χρειάζεται γενική απεργία. Μόνο αν οι εργάτες σταματήσουν την παραγωγή χάλυβα και ηλεκτρισμού, μόνο αν οι σιδηροδρομικοί σταματήσουν τα τρένα, μόνο τότε θα ανατρέψουμε αυτό το καθεστώς. Ούτε η άρχουσα τάξη, ούτε ο στρατός της φτάνει για να κινήσει όλα τα εργοστάσια της Κίνας. Οι εργάτες έχουν τη δύναμη, ας τη χρησιμοποιήσουν. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος". Όμως, οι διαδηλώσεις δεν μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ απέναντι στην πιο αιματηρή καταστολή που υπήρξε σε κράτος από την εποχή της Ουγγαρίας του '56. Η αντεπαναστατική τρομοκρατία κυριάρχησε σε ολόκληρη την Κίνα. Ο κινεζικός Ερυθρός Σταυρός υπολόγισε τους νεκρούς, στη διάρκεια της καταστολής στην Τιενανμέν, σε 2.600 μόνο στην πρωτεύουσα. Στο Πεκίνο εκτελέστηκαν μεταξύ 17 και 22 Ιούνη 400 από τους συλληφθέντες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι που εκτελέστηκαν ήσαν τρεις εργάτες στην Σαγκάη. Στα τέλη του 1989 πάνω από 30.000 εργάτες βρίσκονταν στις φυλακές. Το καθεστώς -όπως κάθε αστικό κράτος στον κόσμο- ήξερε ότι οι εργάτες αποτελούν τον κύριο εχθρό του σε στιγμές εξέγερσης. Τα προβλήματα, όμως, για την άρχουσα τάξη δεν επρόκειτο να εξαφανιστούν με μαγικό τρόπο χάρη στα τανκς. Το κόστος της καταστολής γι αυτήν ήταν τρομακτικό. Τα εργοστάσια στο Πεκίνο, στην Σαγκάη και σ' όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις παρέμειναν κλειστά για αρκετές μέρες. Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει καταστραφεί σε αρκετά σημεία από την προσπάθεια των διαδηλωτών να εμποδίσουν τις μετακινήσεις του στρατού. Υπολογίστηκε ότι οι εξαγωγές της χώρας έπεσαν γύρω ατο 20% αυτό το χρόνο. Πάνω απ' όλα η άρχουσα τάξη πιεζόταν αφόρητα για να εξασφαλίσει κάποιου είδους ευρύτερη συναίνεση. Η εξέγερση δημιούργησε συνθήκες μακρόσυρτης πολιτικής αστάθειας που ανάγκασε τουλάχιστον προσωρινά τους δυτικούς καπιταλιστές να φοβούνται για τις επενδύσεις τους στην Κίνα. Οι οικονομικές απώλειες στα εργοστάσια μπορούσαν να καλυφθούν μόνο με υπερωρίες και εντατικοποίηση, όμως το καθεστώς θα πρέπει να πληρώσει για την κοινωνική γαλήνη με αυξήσεις μισθών και αυξήσεις στα πριμ. Ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και τους εργάτες - φοιτητές η εξέγερση άνοιξε ένα τεράστιο χάσμα που δεν θα μπορούσε πια εύκολα να γεφυρωθεί. Ενα χάσμα από όπου μπορούν να αναβλύσουν οι ιδέες της εργατικής επανάστασης. Όπως έγραφε η προκήρυξη της Ανεξάρτητης Εργατικής Ομοσπονδίας που μοιραζόταν τη μέρα που τα οδοφράγματα απελευθέρωσαν το Πεκίνο: "Η εργατική τάξη είναι η πιο πρωτοπόρα τάξη κι εμείς, το Δημοκρατικό Κίνημα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διακηρύξουμε την τεράστια δύναμή της. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας υποτίθεται ότι είναι κράτος των εργατών, άρα έχουμε όλο το δικαίωμα να ανατρέψουμε τους δικτάτορες… Το να τους ανατρέψουμε είναι το αδιαφιλονίκητο καθήκον μας. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε πέρα από τις αλυσίδες μας, έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε"!